Eφημερίδα «Η Φωνή της Καρπάθου», 31 Δεκεμβρίου 1938, Έτος Γ΄ αριθμός φύλλου 57
Τίτλος άρθρου :: « Αληθινή ιστορία». Αφηγείται ένα παιδάκι απ’ την Κάρπαθο στις 31 Δεκεμβρίου 1938, προς το τέλος του Μεσοπολέμου, μια αληθινή Ιστορία. Είναι ο Ηλίας Κ. Παπουτσάκης που έφυγε ξενιτεμένος και βρίσκεται στην Αυστραλία για ένα καλύτερο μέλλον!..
Γράφει αυτή την αληθινή Ιστορία με τον δικό του τρόπο .
με τόσα ορθογραφικά λάθη, αλλά και με τόση καθαρότητα ύφους και ήθους .
«Ήταν θυμάμαι μια μέρα σαν την σημερινήν παραμονή Χριστουγένων…
Βρισκόμουν τότε κάτω κει στο μυροβόλο νησάκι μας,-μικρό παιδάκι, τόσο δα,-μα και τόσο ευτηχισμένο!….
-Όπως όλα τα παιδιά, έτσι κι’ εγώ σαν παιδάκι που είμουν ήθελα να πω τα κάλαντα.
-Βρήκα κι’ άλλα δυό παιδάκια σαν εμένα, πήραμε μια φυλλάδα και βγήκαμε στο εμπόριο, βγήκαμε να τα λέμε….
-Ο καιρός ήτο πολύ άσχιμος, έκανε μάλιστα ένα κρύο ανυπόφορο, η μέρα τελείωνε κι’ αυτή σιγά, σιγά κι’ ύστερα από λίγο θα την διαδεχόταν η μαυροφόρα νύχτα, κι’ αι εισπράξεις μας αποτελούντο από μερικές πενταροδεκάρες, πέντε αυγά, και αρκετά βερεσέδια, τα οποία τρέχουν εις τον τόκον, διότι μας τα οφείλουν ακόμη.
Το λαρίγγι μου είχε πια φράξει από τα δυνατά ξεφωνητα της ημέρας, η πίνα μ’ είχε τσακκίσει κυριολεκτικώς, το κρίο είχεν αρχίσει τώρα κι’ αυτό να περουνιάζη τα μέλη μου, όταν ζητήσας από τους φίλους μου το μερτικό μου, έφυγα γυρίζοντας στο σπίτι μου Στον δρόμο όμως κάτι μ’ έκαμε να σταματήσω:
-Σε μιαν απόμερη του δρόμου γωνιά, ένας άνθρωπος καθώταν κατά γης, πάνω στις κρύες πλάκες. Οι διαβάτες επερνούσαν βιαστικοί μπροστά του χωρίς να του ’ρίχνουν έστω και μια ματιά ίκτου.
-Η παιδική μου περιέργια, μ’ έσπρωξε κοντά του χωρίς να θέλω, κι’ άρχισα να τον ’ρωτώ, από πιο μέρος ήταν, και τι είθελε σε κείνο το φτωχό κι’ ασήμαντο χωριουδάκι…
-Του μιλούσα και προσπαθούσα συγχρόνως, βασανίζοντας την παιδικήν μνήμην μου να θυμηθώ μήπως τον γνώριζα, μήπως τον είχα ξαναδή πουθενά, μα ήτο αδύνατον, γιατί αφού δεν βρισκόταν κανένας μέσα στο χωριό να τν γνώριζε, πώς ήτο λοιπόν δυνατόν να τον γνωρίζη, εγώ που ήμουν Επτά ή οκτώ χρονών παιδάκι; Ήτο γέρος μέχρι εξήντα-πέντε χρονών μα η κακοπέρασις και οι στερίσεις τον έκαναν να φαίνεται δέκα ή και δέκα-πέντε χρόνια ακόμη μεγαλύτερος.
-Με κουρέλια είχε τυλιγμένο το κοκκαλιάρικο σώμα του, κι’ αντίς για παπούτσια είχε δεμένα στα πόδια του χοντρά τσόχινα επίσης κουρέλια..τα μεγάλα κάτασπρα σαν χιόνι κι’ απαιριποίητα μαλλιά και γένια του, τα πυκνά κι’ άτακτα χοντρά φρύδια του, έδειναν μιάν άγρια κι’ αποκρουστική έκφρασι, στο ζαρωμένο γεροντικό πρόσωπό του!…Κι’ όμως, μέσα στα μεσοσβισμένα του μάτια, έβλεπε κανείς εκείνη την ώρα, την ηρεμία και την γαλήνη ζωγραφισμένη, γιατί φαίνεται, ποιος ξέρει-βρέθικε κάποιος έστω και μικρός, που θέλησε να τον ακούση θέλησε να κούση την ιστορία του!..
-Κάθησα κοντά του κι’ άκουσα την ιστορία του!…
-Αλήθεια τι θλιβερή ιστορία!…πόσο συνηθισμένη!…κι’ όμως,-πόσο μου άρεσε να την ακούω!….
Μούπε πώς είχε ξενητευθή, πολύ μικρός, πώς είχε πάει σε πολύ!.. μακρυνές χώρες, πώς γύρισε κόσμο πολύ μα δεν μπόρεσε να βρη την ευτυχία, δεν μπόρεσε να βρη την χαρά πουθενά…
-Ήπιε σταλιά, σταλιά το φαρμάκι που τον πότισε η καταραμένη ξενητιά, και ρημάδι πια-ύστερα από τα τόσα βάσανα, άφισε με πολύ κόπο τα τρεμουλιάρικα πόδια του, να τον φέρουν ξανά, σε δρόμους αγαπημένους, σε δρόμους γνώριμους, στο φτωχικό και ποθητό χωριό του!…
-Ξαναγυρνούσε με λαχτάρα να βρη ανθρώπου γνώριμους κι’ αγαπημένους!…
-Αλλοίμονον όμως!…μόνος κι’ έρημος τώρα σε κείνη την απόμερη του δρόμου γωνιά, συλλογιζόταν με την ψυχή πικραμμένη και τίποτα δεν βρισκόταν να του θυμίση τα παληά, τα όμωρφα κι’ ευτυχισμένα παιδικά του χρόνια!…
Οι διαβάτες επερνούσαν αδιάφοροι μπροστά του, το σπίτι του είχε γίνη συντρίμι, συντρίμι ολότελα!…
-Κι’ οι δικοί του; εκείνους που άφισε όταν έφευγε μικρό παιδάκι, και που γυρνούσε τώρα με την ελπίδα να βρη;
Τι είχαν γίνει λοιπόν αυτοί;
-Α! μα είσαν κι’ αυτοί ξέρεται χαμένοι ολότελα!….
-Χοντρές νηφάδες είχαν αρχίσει να πέφτουν σα νάθελαν να τον σκεπάσουν για πάντα,… η καμπάνα κτηπούσε χαρμόσυνα την γέννησιν του θείου βρέφους, στην Φάντη της Βηθλεέμ, την γέννησιν του γλυκύτερου βρέφους που εγέννησαν οι αιώνες, του πράου και ξανθού γοήτος της Ναζαρέτ… η άγια μέρα είχε χαράξει… κι’ οι αδιάφοροι διαβάτες πάντα περνούσαν βιαστικοί μπροστά του!…
Ένα θολό δάκρυ είδα που κοίλυσε στα βαθουλομένα του μάγουλα!… κι’ ήταν ξέρεται φίλοι μου, ο πιο αγνός, ο αγνώτερος ίσως λυβανωτός για…ΚΕΙΝΟΥΣ!..
Καρπαθιακά Νέα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου