Ηθικός Λόγος Α'
δ. Πώς πάλι πρόκειται, κατά τον θείο Απόστολο, να ανακαινισθεί όλη η κτίση και να γίνουν καινοί ουρανοί και καινή γη.
1. Όταν λοιπόν ο Θεός επαγγέλεται καινούς ουρανούς και καινή γη, κανείς από τους πιστούς δεν αντιλέγει· ούτε βέβαια θ’ απιστήσει στον Κύριο που λέγει αυτά. Διότι, όπως τα δικά μας σώματα διαλυόμενα δεν πηγαίνουν στην απόλυτη ανυπαρξία, αλλά ανακαινίζονται πάλι διά της αναστάσεως, έτσι και ο ουρανός και η γη και όλα τα δικά της, δηλαδή όλη η κτίση, θ’ ανακαινισθεί και θα ελευθερωθεί από την δουλεία της φθοράς· και θα συμμετάσχουν αυτά τα στοιχεία μαζί μ’ εμάς στην από εκεί λαμπρότητα, και όπως όλοι εμείς θα δοκιμάσομε το πυρ, κατά τον θείο απόστολο, έτσι και όλη κτίση θ’ ανακαινισθεί διά του πυρός.
Και αυτό μπορεί να το μάθουμε από όσα ο απόστολος Πέτρος γράφει «θα έλθει», λέγει, «η ημέρα του Κυρίου σαν κλέπτης την νύκτα, κατά την οποία οι ουρανοί θ’ αφανισθούν παταγωδώς και τα στοιχεία της φύσεως θα διαλυθούν στην φωτιά και η γη μαζί με τα ευρισκόμενα σ’ αυτήν θα κατακαεί».
Βλέπεις πως λέγει ότι τα πάντα θ’ αναχωνευθούν και θ’ αλλοιωθούν διά του πυρός; Γι’ αυτό και συνεχίζει λέγοντας: «αφού λοιπόν όλα αυτά θα διαλυθούν, πώς πρέπει να είμαστε εμείς στις άγιες αναστροφές κι ευσέβειες»;
Και πώς άραγε θα διαλυθούν; Όπως ένα χάλκινο παλαιό σκεύος, που μολύνθηκε και αχρηστεύθηκε από ιο, παραδίδεται από τον τεχνίτη στην φωτιά κι έτσι αναχωνευόμενο κατασκευάζεται απ’ αυτόν πάλι καινούργιο, έτσι ακριβώς και η κτίση, επειδή επαλαιώθηκε κι εμολύνθηκε από τις αμαρτίες μας, θα διαλυθεί διά πυρός από τον δημιουργό των όλων, έπειτα θ’ αναχωνευθεί, θ’ αναστοιχειωθεί και θα γίνει λαμπρή και ασυγκρίτως καινότερη από αυτήν που φαίνεται τώρα.
2. Γράφοντας όμως έτσι γι’ αυτά ο απόστολος Πέτρος, μετά από λίγο συνεχίζει πάλι· «γι’ αυτό, αγαπητοί, προσδοκώντας αυτά φροντίσατε να ευρεθείτε άσπιλοι εν ειρήνη και θεωρήσατε την μακροθυμία του Κυρίου μας ως σωτηρία, όπως και ο αγαπητός μας αδελφός Παύλος έγραψε σ’ εσάς κατά την σοφία που του δόθηκε· όπως επίσης ελάλησε σ’ όλες αυτές τις επιστολές του γι’ αυτά, όπου μερικά είναι δυσνόητα, και τα οποία οι αμαθείς και αστήρικτοι διαστρεβλώνουν, όπως κάνουν και για τις υπόλοιπες γραφές, για δική τους απώλεια.
Αυτό όχι μόνον οι τότε, αλλά και σήμερα οι περισσότεροι ή και όλοι σχεδόν το παθαίνομε από άγνοια, συγχέοντας τα πάντα, διαστρεβλώνοντας, δηλαδή παρερμηνεύοντας όλη την θεία Γραφή προς απώλειά μας, φροντίζοντας να έχομε και να κάνομε τις θείες Γραφές συνηγόρους των ιδικών μας παθών, των επιθυμιών και της απώλειάς μας.
3. Αλλ’ ας ιδούμε τι λέγει ο θείος Παύλος για την κτίση και τον ανακαινισμό της· λέγει λοιπόν, «σκέπτομαι ότι δεν είναι ισάξια τα σημερινά παθήματα με την δόξα που πρόκειται να μας αποκαλυφθεί» και συνεχίζει· «διότι ο πόθος της κτίσεως περιμένει με λαχτάρα την αποκάλυψη της δόξας των υιών του Θεού»». Ως «αποκαραδοκία» εννοεί την προσδοκία, την σφοδρή επιθυμία, ενώ «αποκάλυψη» την φανέρωση κατά την ανάσταση· πράγματι, κατ’ αυτήν διά της παρουσίας του Χριστού και Θεού θα φανερωθούν οι υιοί του Θεού και θα φανεί το κάλλος τους και όλοι αυτοί ποιοι είναι, όπως έχει γραφεί, «τότε θα λάμψουν οι δίκαιοι όπως ο ήλιος», δηλαδή οι υιοί του δικαίου Θεού. Και για να μη νομίσεις ότι ο θείος απόστολος ομιλεί για κάποια άλλη κτίση, συνεχίζει λέγοντας· «διότι η κτίση υποτάχθηκε στον αφανισμό, όχι εκουσίως, αλλά εξ αιτίας της θελήσεως αυτού που την υπέταξε, πάντοτε με την ελπίδα».
4. Βλέπεις πως δεν είπα μόλις προ ολίγου σκοπίμως ότι η κτίση δεν ήθελε πλέον να υπηρετήσει τον παραβάτη Αδάμ, αφού τον είδε να έχει εκπέσει από την θεία δόξα, επειδή συγκρούσθηκε με τον Θεό τον δημιουργό του; Γι’ αυτό λοιπόν ο Θεός προόρισε προ καταβολής κόσμου την διά παλιγγενεσίας σωτηρία του, και υπέταξε σ’ αυτόν την κτίση και την καταράσθηκε, ώστε, επειδή ο άνθρωπος, χάριν του οποίου επλάσθηκε, έγινε φθαρτός, να γίνει κι αυτή φθαρτή, και να του παρέχει ετησίως φθαρτή την τροφή.
Όταν όμως ανακαινίσει τον άνθρωπο και τον απεργασθεί άφθαρτο, αθάνατο και πνευματικό, τότε κι όλην αυτήν την κτίση, λέγω, θα την αλλοιώσει μαζί μ’ αυτόν και θα την καταστήσει αΐδια και άυλη.
Πράγματι, αυτό εδήλωσε ο απόστολος μ’ αυτά που είπε· «εξ αιτίας της ματαιότητας», λέγει, «υποτάχθηκε η κτίση, όχι εκουσίως, αλλά εξ αιτίας της θελήσεως αυτού που την υπέταξε πάντοτε με την ελπίδα».
Έτσι η φύση, λέγει, δεν υποτάχθηκε μόνη της στην ανθρωπότητα, ούτε μεταφέρθηκε εκουσίως στην φθορά και προσφέρει φθαρτούς καρπούς και βλαστάνει αγκάθια μαζί και τριβόλια, αλλ’ επειθάρχησε στο πρόσταγμα του Θεού, ο οποίος τα ανέθεσε πάλι στην ελπιδοφόρα ανακαίνιση. Αυτό επιθυμώντας να το διασαφηνίσει, είπε· «έτσι κι’ αυτή η κτίση θα ελευθερωθεί από την δουλεία της φθοράς στην ελευθερία της δόξας των τέκνων του Θεού».
5. Είδες ότι δεν είπαμε αταίριαστα ότι κι αυτή η κτίση παράχθηκε από τον Θεό κατ’ αρχάς όλη άφθαρτη και σε τάξη παραδείσου, όταν όμως εδέχθηκε την κατάρα μετέπεσε στην φθορά και δουλεία, υποταγμένη από την ματαιότητα των ανθρώπων;
Κοίταξε όμως και ποια θα είναι η εσχάτη λαμπρότητά της (στο επόμενο κεφάλαιο ε).
Απόσπασμα από τον λόγο του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου «Βίβλος των ηθικών», Λόγοι Α-Στ’, σε εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση της Θεολόγου Αικατερίνας Γκόλτσου. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο, το «Βυζάντιον», «Πατερικαί εκδόσεις Γρηγόριος ο Παλαμάς», 1988.
δ΄. Πῶς αὖθις ἡ κτίσις μέλλει πᾶσα ἀνακαινισθῆναι καί γενέσθαι καινούς οὐρανούς καί καινήν γῆν κατά τόν θεῖον Ἀπόστολον.
1. Καινούς τοιγαροῦν οὐρανούς καί καινήν γῆν ἐπαγγειλαμένου αὐτοῦ, οὐδείς ἀντερεῖ τῶν πιστῶν· οὐδέ μήν ἄρα τῷ Κυρίῳ ταῦτα λέγοντι ἀπιστήσει. Καθάπερ γάρ τά ἡμέτερα λυόμενα σώματα οὐκ εἰς τό μηδαμῇ μηδαμῶς εἶναι χωρεῖ, ἀλλά πάλιν διά τῆς ἀναστάσεως ἀνακαινίζεται, οὕτω δή καί ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ καί τά ἐν αὐτῇ πάντα, ἤγουν πᾶσα ἡ κτίσις, ἀνακαινισθήσεται καί ἐλευθερωθήσεται ἀπό τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς καί· καί συμμεθέξει τά στοιχεῖα ταῦτα μεθ᾿ ἡμῶν τῆς ἐκεῖθεν λαμπρότητος καί ὅν τρόπον ἅπαντας ἡμᾶς τό πῦρ δοκιμάσει, κατά τόν θεῖον ἀπόστολον, οὕτως καί ἡ κτίσις πᾶσα διά πυρός ἀνακαινισθήσεται. Καί τοῦτο, δι᾿ ὧν ὁ ἀπόστολος Πέτρος γράφει, μαθεῖν ἐστιν· “Ἥξει γάρ, φησίν, ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτί, ἐν ᾗ οὐρανοί ῥοιζηδόν παρελεύσονται, στοιχεῖα δέ καυσούμενα λυθήσονται καί γῆ καί τά ἐν αὐτῇ ἔργα κατακαήσεται”. Ὁρᾷς πῶς διά πυρός λέγει τά πάντα ἀναχωνευθήσεσθαι καί ἀλλοιωθήσεσθαι; Διό καί ἐπιφέρων φησί· “Τούτων οὖν πάντων λυομένων, ποταπούς δεῖ ὑπάρχειν ἡμᾶς ἐν ἁγίαις ἀναστροφαῖς καί εὐσεβείαις; “ Λυθήσονται δέ ἄρα πῶς; Ὥσπερ σκεῦος χαλκοῦν πεπαλαιωμένον, ῥυπωθέν καί ἀχρειωθέν ὑπό ἰοῦ, τῷ πυρί παραδίδοται ὑπό τοῦ τεχνίτου καί οὕτως ἀναχωνευόμενον καινόν ὑπ᾿ αὐτοῦ πάλιν κατασκευάζεται, τόν αὐτόν τρόπον καί ἡ κτίσις, ἐπεί ἐπαλαιώθη καί ὑπό τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐρρυπώθη, ὑπό τοῦ δημιουργοῦ τῶν ὅλων διά πυρός λυθήσεται, εἴτ᾿ οὖν ἀναχωνευθήσεται καί ἀναστοιχειωθήσεται καί λαμπρά καί καινοτέρα ἀσυγκρίτως τῆς νυνί ὁρωμένης γενήσεται.
2. Οὕτως δέ περί τούτων τοῦ ἀποστόλου γράψαντος Πέτρου, μετ᾿ ὀλίγα πάλιν φησί· “Διό, ἀγαπητοί, ταῦτα προσδοκῶντες σπουδάσατε ἄσπιλοι εὑρεθῆναι ἐν εἰρήνῃ καί τήν τοῦ Κυρίου ἡμῶν μακροθυμίαν σωτηρίαν ἡγεῖσθε, καθώς καί ὁ ἀγαπητός ἡμῶν ἀδελφός Παῦλος κατά τήν αὐτῷ δοθεῖσαν σοφίαν ἔγραψεν ὑμῖν, ὡς καί ἐν πάσαις ταῖς ἐπιστολαῖς λαλῶν ἐν αὐταῖς περί τούτων, ἐν οἷς ἐστι δυσνόητά τινα, ἅ οἱ ἀμαθεῖς καί ἀστήρικτοι στρεβλοῦσιν ὡς καί τάς λοιπάς γραφάς πρός τήν ἰδίαν αὐτῶν ἀπώλειαν”· Τοῦτο δέ οὐχ οἱ τότε μόνον, ἀλλά καί νῦν οἱ πλεῖστοι ἤ καί οἱ πάντες σχεδόν εἰπεῖν πάσχομεν ἐξ ἀγνοίας, πάντα συγχέοντες, πάντα τά τῆς θείας Γραφῆς πρός τήν ἀπώλειαν ἡμῶν στρεβλοῦντες ἤγουν παρερμηνεύοντες, συνηγόρους οἱονεί τῶν ἰδίων παθῶν καί ἐπιθυμιῶν καί τῆς ἀπωλείας ἡμῶν σπουδάζοντες ἔχειν καί ποιεῖν τάς θείας Γραφάς.
3. Ἀλλ᾿ ἴδωμεν τί καί Παῦλος ὁ θεῖός φησι περί τῆς κτίσεως καί τοῦ ταύτης ἀνακαινισμοῦ· εἰπών τοίνυν· “Λογίζομαι ὅτι οὐκ ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρός τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς”, ἐπήγαγεν· “Ἡ γάρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως τήν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται”. Ἀποκαραδοκίαν τήν προσδοκίαν, τήν σφοδράν ἐπιθυμίαν φησίν, ἀποκάλυψιν δέ τήν ἐν τῇ ἀναστάσει φανέρωσιν· ἐν ταύτῃ γάρ διά τῆς τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ παρουσίας φανερωθῆναι δεῖ τούς υἱούς τοῦ Θεοῦ καί φανῆναι τό κάλλος αὐτῶν καί αὐτούς ὅλους οἷοί εἰσι, καθώς γέγραπται· “Τότε λάμψουσιν οἱ δίκαιοι ὡς ὁ ἥλιος”, οἱ τοῦ δικαίου Θεοῦ υἱοί δηλονότι. Ἵνα δέ μή ὑπολάβῃς ἑτέραν τινά κτίσιν τόν θεῖον λέγειν ἀπόστολον, ἐπιφέρων φησί· “Τῇ γάρ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη, οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλά διά τόν ὑποτάξαντα, ἐπ᾿ ἐλπίδι”.
4. Ὁρᾷς ὅπως οὐκ ἀπό σκοποῦ ἔφθην εἰπών ὅτι οὐκέτι δουλεῦσαι τῷ παραβάντι Ἀδάμ ἡ κτίσις ἐβούλετο, τοῦτον ἰδοῦσα ἐκπεπτωκότα τῆς θείας δόξης ὡς προσκεκρουκότα Θεῷ τῷ αὐτοῦ ποιητῇ; Διά δή τοῦτο, πρό καταβολῆς κόσμου τήν ἐκ παλιγγενεσίας αὐτοῦ σωτηρίαν ὁ Θεός προορίσας, ὑπέταξεν αὐτῷ τήν κτίσιν, καταρασάμενος ταύτην ἵνα, φθαρτῷ γενομένῳ τῷ δι᾿ ὅν παρήχθη ἀνθρώπῳ, φθαρτή καί αὐτή γένηται, ὡς ἄν φθαρτήν αὐτῷ τήν τροφήν ἐτησίως παρέχῃ· ὁπόταν δέ ἀνακαινίσῃ τόν ἄνθρωπον καί ἄφθαρτον καί ἀθάνατον καί πνευματικόν αὐτόν ἀπεργάσηται, τηνικαῦτα καί αὐτήν ὅλην τήν κτίσιν, φημί, σύν αὐτῷ ἀλλιώσει καί ἀΐδιον ταύτην ἀποτελέσει· τοῦτο γάρ δι᾿ ὧν εἶπεν ἐδήλωσεν· “Τῇ γάρ ματαιότητι, φησίν, ἡ κτίσις ὑπετάγη, οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλά διά τόν ὑποτάξαντα, ἐπ᾿ ἐλπίδι”. Οἷον, οὐκ ἀφ᾿ ἑαυτῆς, φησί, τῇ ἀνθρωπότητι ὑπετάγη, οὐχ ἑκοῦσα εἰς φθοράν μετήχθη καί φθαρτούς προφέρει καρπούς καί βλαστάνει ἀκάνθας ὁμοῦ καί τριβόλους, ἀλλά τῇ τοῦ Θεοῦ πειθαρχοῦσα προστάξει τοῦ ἐπ᾿ἐλπίδι πάλιν ἀνακαινίσεως ταῦτα διορισαμένου. Τοῦτο δέ ποιῆσαι σαφέστερον βουληθείς ἔφη· “Καί γάρ καί αὐτή ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπό τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ”.
5. Εἶδες πῶς οὐκ ἀπεικός εἴπομεν ὅτι καί ἡ κτίσις αὕτη ἄφθαρτος πᾶσα τό κατ᾿ ἀρχάς καί εἰς παραδείσου τάξιν παρήχθη παρά Θεοῦ, καταραθεῖσα δέ εἰς φθοράν καί δουλείαν μετήχθη, τῇ ματαιότητι τῶν ἀνθρώπων ὑποταγεῖσα. Ὅρα δέ καί οἵα ἔσται ἡ ἐσχάτη λαμπρότης αὐτῆς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου