Τοῦ Γεωργίου Καραλῆ, Πυρηνικοῦ ἰατροῦ, Διδάκτορος Πανεπιστημίου Γένοβα,
Πολυκλινικὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ρώμης Tor Vergata. Τμῆμα Πυρηνικῆς ἰατρικῆς
1ον
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Στὶς 2 Φεβρουαρίου τοῦ 2023, ἀπεβίωσε ὁ Ἰωάννης Ζηζιούλας, Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου, τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, λόγῳ ἐπιπλοκῶν ἀπὸ κορωνοϊό. Ἀποτέλεσε ἐκ τῶν πλέον σημαινόντων στελεχῶν τοῦ ΠΚ, “δεξὶ χέρι” τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου, καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν θεολογικὸς νοῦς τοῦ Πατριαρχείου. Ἔζησε τὸ σύνολο τῆς ἐπισκοπικῆς του “διακονίας” πλήρης τιμῶν καὶ ἀξιωμάτων, ἀπὸ τὸ σύνολο τοῦ πολιτικοῦ καὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κατεστημένου. Ἰδιαίτερες τιμὲς ἀπέλαβε ἀπὸ τοὺς κάθε λογῆς αἱρετικοὺς (ποὺ πλέον ἀπαγορεύεται νὰ τοὺς ὀνομάζουμε ἔτσι, ἀλλὰ “ἑτεροδόξους”, μάλιστα ὁ Ζηζιούλας ἦταν εἷς ἐκ τῶν πρωτεργατῶν τῆς ἐπανανοηματοδότησης τοῦ ὅρου “ἑτεροδοξία”), στὸ τόσο οἰκεῖο του “οἰκουμενι(στι)κὸ” περιβάλλον, ὅπου ἐθεωρεῖτο ὡς ἕνας ἐκ τῶν πρωτεργατῶν στὴν οἰκοδόμηση τῶν προϋποθέσεων πρὸς τὴν τελικὴ Ἕνωση τῶν “χριστιανῶν”, εἰδικότερα μετὰ τῶν παπικῶν.
Ἡ παρουσία του ἦρθε σὲ μία ἐποχὴ ποὺ ὑπῆρχε “μεγάλη ἀνάγκη” νὰ καταδειχθεῖ –ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν θέση τοῦ ὀρθοδόξου ἐπισκόπου– ὅτι δὲν ὑφίστανται δογματικὲς διαφορὲς μετὰ τῶν θεσμικῶν “ἐκκλησιῶν”, ἀνεξαρτήτως ὁμολογίας. Οἱ παλαιὲς διαιρέσεις κατὰ τὸν Μητροπολίτη Περγάμου δημιουργήθηκαν ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας σὲ ἄλλες –παλαιές– ἐποχὲς καὶ βέβαια οἱ ὑπαίτιοι τέτοιων διαιρέσεων πλέον βρίσκονται –κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Πατριάρχου ποὺ τὸν ἀνέδειξε– “στὰ χέρα τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ”, εἰς τὰ ἴδια δηλαδὴ χέρια, ποὺ βρίσκεται καὶ αὐτὸς σήμερα, γιὰ νὰ δώσει λόγο ὄχι μόνο τῶν πράξεών του, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο, τῶν δογμάτων ποὺ ἐδίδαξε καὶ ποὺ βρίσκονται σὲ εὐθεῖα σύγκρουση μὲ τὴν Πατερικὴ Παράδοση. Σὲ μία τέτοιου εἴδους θεμελιακὴ θεώρηση στηρίχθηκε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ στηρίζεται ὁ παναιρετικὸς Οἰκουμενισμός. Ἡ κάθε εἴδους αἱρετικὴ παρασυναγωγή βαπτίζεται “ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ”, μὲ τὴν ὁποία ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θὰ πρέπει νὰ διανύσει ἕνα κοινὸ δρόμο χωρὶς διαιρέσεις καὶ ἀλληλοκατηγορίες. Ὅταν κάποιος τολμᾶ νὰ ἀποκαλεῖ τοὺς προστεστάντες καὶ τοῦ παπικοὺς ὡς “αἱρετικούς”, κατὰ τὸν ἐκλιπόντα Μητροπολίτη, στὴν πραγματικότητα βρίσκεται ἐκτὸς Ἐκκλησίας, γιατί οἱ παραδόσεις τῶν αἱρετικῶν ἀποτελοῦν τμῆμα τῆς ἑνιαίας παράδοσης, τῆς ἑνιαίας Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, οὕτως ὥστε, νὰ μὴ ἐπιτρέπεται πιὰ σὲ κανένα Ὀρθόδοξο πιστὸ νὰ ἀποκαλεῖ τοὺς “ἑτεροδόξους”, ὡς αἱρετικούς. Τί σημαίνει ὅμως στὴν πραγματικότητα ἡ φράσις “ἑτεροδοξία”; Ὁ ἐκλιπὼν Μητροπολίτης ἐδίδασκε ὅτι ἔννοιες, ὅπως “πεπαλαιωμένο δόγμα” ἢ “φύση”, ἀποτελοῦν λαθεμένες ἱστορικὲς θεολογικὲς ἀπόπειρες νὰ ἐκφρασθεῖ μία κατ’ ἀλήθειαν ὑπαρξιακὴ ἀναζήτηση τοῦ ἀνθρώπου, στὴν προσπάθειά του νὰ ἐγγίσει τὸ “γεγονός” τῆς ἐνσάρκου παρουσίας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς σωτηρίας ποὺ αὐτὸ φέρνει. Ἀποτελοῦν δηλαδή, μία ἀνάγκη ποὺ θὰ πρέπει τὸ πρόσωπο νὰ τὴν ἀποβάλλει, ὥστε νὰ δύναται νὰ πλησιάσει τὸν “ἄλλο” μὲ ἀγάπη καὶ κατανόηση. Ἔννοιες ὅπως αἵρεση καὶ φύση, ἑπομένως δὲν ὑπάρχουν (θὰ ἀναλυθεῖ κατωτέρω τὸ πῶς ἀνεκάλυψε ὁ Ζηζιούλας τούτη τὴν “βαθειὰ” ἀλήθεια), ἐνῷ ἐκεῖνο ποὺ ὑπάρχει ὡς καθολικὴ κατηγορία ὕπαρξης εἶναι τὸ (ὑπαρξιστικὰ νοούμενο) πρόσωπο, τὸ ὁποῖο ὀφείλει νὰ βρίσκεται σὲ ἁρμονικές– ἀγαπητικές σχέσεις “κοινωνίας” μὲ τὰ ἕτερα πρόσωπα, ὥστε στὸ δίκτυο προσωπικῶν σχέσεων ποὺ δημιουργοῦν, νὰ “εἰκονίζουν τὴν Ἁγία Τριάδα” καὶ κατ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια, αὐτὴ τούτη τὴν Ἐκκλησία!
Ἡ ἀλλαγὴ τῶν ἀντιλήψεων στὸν χῶρο τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας ποὺ ἔφερε ἡ νέα Θεολογία τοῦ Ζηζιούλα, μαζὶ μὲ τῶν ἄλλων “πρωτοπόρων” οἰκουμενιστῶν– ἀποδομητῶν τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ὅπως ὁ Νησιώτης, ὁ Γιανναρᾶς, καθὼς καὶ τὸ σύνολο τῶν θεολόγων ποὺ εἶχαν βρεῖ στέγη στὸ θεολογικὸ περιοδικὸ τῆς “Σύναξης”, (τῶν ὁποίων τὴν “θεολογία” μετέφερε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὁ π. Βασίλειος Γοντικάκης), μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς “κοσμοϊστορική”.
Ὁ ἀποθανών Μητροπολίτης, προκειμένου νὰ φέρει αὐτὴ τὴν κοσμοϊστορικὴ ἀλλαγὴ στὴν ὀρθόδοξη θεολογία, δὲν περιορίσθη μόνο στὴν ἐκκλησιολογία –γιὰ τὴν ὁποία εἶναι κυρίως γνωστός– ἀλλὰ ἐπεκτάθηκε καὶ στὴν Τριαδολογία, καὶ στὴν Χριστολογία, διατυπώνοντας θέσεις (ποὺ ὅπως θὰ δοῦμε) βρίσκονται εἰς τοὺς ἀντίποδας τῶν σχετικῶν διδασκαλιῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ Διδασκάλων τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ διαφωνία του αὐτὴ πρὸς τὰ πλέον κύρια καὶ καίρια δόγματα τῆς Ὀρθόδοξης Πατερικῆς Θεολογίας καθιστᾶ τὴν θεολογία τοῦ Περγάμου, ἄκρως ἐπικίνδυνη, καθὼς εἰσάγονται καινούργια δό-γματα, τριαδολογικά, χριστολογικὰ καὶ ἐκκλησιολογικά. Ὁ “ζηζιουλιανισμὸς» μὲ ἄλλα λόγια, δὲν εἶναι ἁπλὰ μία τριαδολογικὴ αἵρεση ὅπως ὁ ἀρειανισμός, ἢ μία χριστολογικὴ αἵρεση ὅπως ὁ Νεστοριανισμός, ἀλλὰ μία συνολικὴ ἀλλοίωση τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, μία παναίρεση: ἐκκλησιολογική, χριστολογικὴ καὶ τριαδολογική. Βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ μία προσπάθεια νὰ ξαναγραφεῖ μὲ διαφορετικό, μοντέρνο τρόπο ἡ ὀρθόδοξος θεολογία, οὕτως ὥστε, νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ συναντήσει τὴν προτεσταντικὴ καὶ λατινικὴ παράδοση, γιὰ νὰ προωθήσει τὴν ἕνωση τῶν “χριστιανῶν”, ὄχι ἐν τῇ ἀληθείᾳ, ἀλλὰ ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ καθολικοῦ πρώτου. Δὲν θὰ πρέπει ποτὲ νὰ ξεχασθῆ ὅτι ὁ Σεβασμιώτατος ἐξέθεσε τὶς ἀπόψεις του σὲ πολλαπλὰ ἄρθρα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὰ περισσότερα, καὶ θὰ ἔλεγα καὶ τὰ πιὸ σημαντικά, δὲν βρίσκονται στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα. Στὴν παροῦσα ἐργασία χρησιμοποιήθηκαν ἔργα του μεταφρασμένα ἢ γραμμένα στὴν ἑλληνική, καθὼς καὶ Ἰταλικὴ μετάφραση τῶν πανεπιστημιακῶν του παραδόσεων στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ Θεσσαλονίκης, ὑπὸ τὴν ἐπιμέλεια τοῦ λατίνου ἐπισκόπου Ἰωάννου Σπιτέρη.[1]
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ
Ὁ Σεβασμιώτατος Περγάμου προσπαθώντας νὰ δώσει ἕνα ὁρισμὸ τοῦ τί ἐστι ἡ φύσις τῆς Ἐκκλησίας, ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι ἕνα δύσκολο ἐγχείρημα “γιατί ἡ ταυτότης τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἀρκετὰ σαφὴς στὴ σκέψη μας…Ἡ Ἐκκλησιολογία μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀνεπτύχθη στὸ περιβάλλον τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησίας καὶ τῆς προτεσταντικῆς, δὲν διαφοροποιεῖται ἀπὸ τὴν κοινωνιολογία»[2]
“Ἡ φύσις ὅμως τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὴν τῶν ἄλλων ὁμολογιῶν καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξαχθῆ ἡ ταυτότης αὐτῆς βασιζόμενοι στὴν ὁμολογία τῆς πίστεως.[3] Ἀπὸ ποῦ λοιπὸν μποροῦμε νὰ ἐξάγουμε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι τὴν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας; …Τὸ μόνο ἔγκυρο κριτήριον γιὰ τὴν θεώρηση τῆς ἐκκλησιολογίας παραμένει σὲ κάθε περίπτωση αὕτη ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας.[4] Ἡ ἀρχαία πατερικὴ περίοδος κληροδότησε στὴν χρυσὴ ἐποχὴ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ 4ου αἰώνα καὶ στὴν μεταγενέστερη πατερικὴ καὶ βυζαντινὴ ἐποχὴ ὁρισμένες θεμελιώδης ἀρχὲς πνευματικότητας, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἀποβοῦν παραδειγματικὲς γιὰ τοὺς ἑπόμενους αἰῶνες, ἕως τὴν ἐποχή μας. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἱστορικὴ κληρονομιὰ ὑπῆρχαν, ἀναφορικὰ μὲ τὴν πνευματικότητα, δύο θεμελιακοὶ τρόποι σκέψης ἢ στάσεις: ἀπὸ τὴν μιά, ὁ τύπος τῆς πνευματικότητας ποὺ βασιζόταν στὴν εὐχαριστιακὴ κοινότητα, καὶ θεωροῦσε τὴν κοινότητα καὶ τὸν ἐσχατολογικό της προσανατολισμὸ ὡς τοὺς ἀποφασιστικοὺς παράγοντες τῆς πνευματικότητας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ τύπος τῆς πνευματικότητας ποὺ βασιζόταν στὴν ἐμπειρία τοῦ ἀτόμου ποὺ ἀγωνίζεται ἐναντίον τῶν παθῶν γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς ἠθικῆς τελειότητας,[5] μία πνευματικότητα συνοδευόμενη ἀπὸ μιὰ μυστικὴ ἕνωση τοῦ νοῦ μὲ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὁ πρῶτος τύπος ἀναδείχθηκε κάτω ὰπὸ τὴν ἐπίδραση τῶν Πατέρων ποὺ ἦταν ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας καὶ ὁ Εἰρηναῖος, ἐνῷ ὁ δεύτερος ἐπηρεάσθηκε κυρίως ἀπὸ τὸν Ὠριγένη καὶ τοὺς θεολόγους τῆς Ἀλεξανδρείας.[6]
Ἡ μελέτη τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν 4 αἰῶνα, ἀποκαλύπτει ὅτι αὐτοὶ οἱ δύο τύποι πνευματικότητας δὲν ἔπαψαν ποτὲ νὰ συνυπάρχουν, ἀλλὰ ταυτόχρονα, καὶ ὅτι δὲν συμβιβάζονταν εὔκολα μεταξύ τους. Ὁ ὠριγενικὸς τύπος πνευματικότητας ἦταν δημοφιλής, ἐπειδὴ ὁ Ὠριγένης διαβαζόταν σὲ μεγάλη κλίμακα ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῆς Αἰγύπτου τὸν 4o αἰῶνα. Ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ ἀπὸ τοὺς κακοὺς λογισμοὺς κατέστη τὸ κυρίαρχο θέμα μίας ὁρισμένης, ἔντονα ὠριγενικῆς μοναστικῆς παράδοσης, γνωστῆς ὡς εὐαγριανισμὸς (ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Εὐάγριου Ποντικοῦ, τοῦ θεμελιωτῆ αὐτῆς τῆς παράδοσης) Ὁ εὐαγριανισμός, μαζὶ μὲ τὸν ὠριγενισμὸ ὡς σύνολο, ἔδειξε πολὺ νωρὶς τὶς θεμελιακὲς ἀδυναμίες καὶ τοὺς κινδύνους του καί, παρὰ τὴν ἐντυπωσιακή του ἐπέκταση καὶ ἐπιρροή, τελικὰ ἀπορρίφθηκε ἀπὸ τὸν βασικὸ κορμὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ὠριγενισμὸς καταδικάσθηκε ἐπίσημα ἀπὸ τὴν Ε΄ Οἰκουμενικὴ σύνοδο τὸ 552 μ.X.”.
“Ἤδη στὴν διάρκεια τοῦ τετάρτου αἰώνα παράλληλα μὲ τὴν εὐαγριανὴ πραγματικότητα, ἕνας ἄλλος πνευματικὸς τύπος ἄνθιζε, ὁ ὁποῖος συνδεόταν μὲ κάποια κείμενα ποὺ ἀποδίδονται στὸν Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο. Αὐτὸς ὁ πνευματικὸς τύπος ἀντιπροσώπευε μία θεμιελιώδη διόρθωση τοῦ ὠριγενισμοῦ κατὰ τοῦτο: ὅτι μετατόπισε τὸ κέντρο τῆς πνευματικότητας ἀπὸ τὸν νοῦ στὴν καρδιά, τὴν ὁποία μετέτρεψε σὲ ἐπιστημονικὸ ἢ γνωσιολογικὸ κέντρο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν πνευματικότητα ἐκεῖνο ποὺ χρειάζεται κάθαρση καὶ πνευματικὴ ἄσκηση εἶναι ἡ καρδιά, ὁ τόπος στὸν ὁποῖον συνάπτονται οἱ δύο ἀρετὲς τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς ἀγάπης. Μέσῳ τοῦ μακαριανικοῦ μοναχισμοῦ, ἡ ἀγάπη, ἡ ὁποία δὲν ἐπέτρεπε τὴν περιφρόνηση τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἢ τὴν καύχηση γιὰ τὴν κατοχὴ γνώσης καὶ πνευματικῆς τελειότητας, ἔγινε τὸ κατ’ ἐξοχὴν πνευματικὸ θέμα καὶ ἡ πηγὴ ἔμπευσης γιὰ μία ὁλόκληρη σειρὰ πνευματικῶν Πατέρων, γνωστῶν ὡς Γερόντων (κατὰ κυριολεξία ἡλικιωμένοι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πνευματικὰ τέκνα καὶ καθοδηγοῦσαν). Αὐτὴ ἦταν μία σημαντικότατη ἐξέλιξη, ἡ ὁποία ἔσωσε τὴν χριστιανικὴ πνευματικότητα στὴν πατερικὴ περίοδο ἀπὸ τοὺς κινδύνους τοῦ ὠριγενισμοῦ καί, κατὰ κάποιο τρόπο, τὴν ἐπανέφερε στὶς βιβλικὲς καὶ ἀρχαῖες πατερικές της ρίζες.
Παρὰ τὴν ἐπίδραση τοῦ μακαριανικοῦ μοναχισμοῦ στὴν ἀνατολή, τὸ πρόβλημα ἐπιβίωσης τῆς εὐχαριστιοκεντρικῆς πρωτοχριστιανικῆς πνευματικότητας παρέμεινε σοβαρὸ γιὰ πολλοὺς αἰῶνες. Ἡ μακαριακὴ πνευματικότητα ὑπογράμμισε τὴν σπουδαιότητα τῆς καρδιᾶς καθὼς καὶ τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς ἀγάπης, δίνοντας ἔτσι στὴν ἔννοια τῆς κοινωνίας[7] μία διάσταση ἀποφασιστική. Ἀλλὰ τὸ ἐρώτημα σχετικὰ μὲ τὴ σημασία ποὺ ἔχει γιὰ τὴν πνευματικότητα ἡ συγκεκριμένη δομὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ κλῆρος της καὶ τὰ μυστήριά της, παρέμεινε ἀνοικτό. Εἶχαν ἆραγε τὴν ἴδια σπουδαιότητα γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή, ὅσο ὁ μοναχισμός; Ἦταν ἕνας ἐπίσκοπος τόσο σημαντικὸς πνευματικὸς Πατέρας, ὅσο ἕνας Γέρων, ἕνας πνευματικὸς Πατέρας κάποιου μοναστηριοῦ;[8] Αὐτὲς οἱ ἐρωτήσεις διατρέχουν τὴν ἱστορία τῆς πνευματικότητας τοῦ Βυζαντίου, ὅπως καὶ πολλῶν μυστικῶν ρευμάτων στὴν Δύση, καὶ δείχνουν τὴν ἀντίθεση ἀνάμεσα σ’ αὐτὴ τὴ μεταγενέστερη ἱστορικὴ περίοδο καὶ τὴν περίοδο τοῦ Ἰγνατίου ἢ Εἰρηναίου.”[9]
Ὅπως μπορεῖ κανεὶς νὰ παρατηρήσει ὁ Ζηζιούλας[10] διακρίνει, στὴν ὀρθόδοξον κατ’ αὐτὸν παράδοσιν, μεταξὺ εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας, ὅπως τὴν ἀποκαλεῖ, καὶ ἀσκητικῆς-θεραπευτικῆς ἐκκλησιολογίας. Ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ πρώτη εἶναι κοινωνία προσώπων, τὰ ὁποῖα συνέρχονται ἐπὶ τὸ αὐτὸ ὑπὸ ἑνὸς πρώτου καὶ πασχίζει νὰ τὴν θεμελιώσει στὸν Εἰρηναῖο καὶ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἰγνατίου Ἀντιοχείας καὶ ἡ δεύτερη εἶναι μία ἄσκηση τοῦ ἀπομονωμένου ἀτόμου ποὺ ἀποσκοπεῖ στὴν ἠθικὴ τελείωση, κατὰ τὰ πρότυπα ὅμως αἱρετικῶν, ὅπως τοῦ Ὠριγένους καὶ τοῦ Εὐαγρίου Ποντικοῦ, αἱρετικῶν ποὺ ἀναγκαστικὰ θὰ πρέπει νὰ διορθωθοῦν. Σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο θὰ χρειαστεῖ μία δευκρίνηση: Οἱ διορθώσεις ἔγιναν, κατὰ τὸν Σεβασμιώτατον Περγάμου, ἀπὸ τὸν ἀββᾶ Μακάριο καὶ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή. Ἀλλά, ὅπως πληροφορούμεθα ἀπὸ τὸν ἴδιον, οἱ δύο αὐτοὶ Πατέρες δὲν κατάφεραν νὰ ἐξαλείψουν ὅλες τὶς παρερμηνεῖες, κατὰ πρῶτον ἐπειδὴ ὁ Μακάριος ἄφησε ἀνοικτὰ ὁρισμένα ἐρωτήματα: “ὁ κλῆρος καὶ τὰ μυστήρια εἶχαν ἆραγε τὴν ἴδια σπουδαιότητα γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή, ὅσο ὁ μοναχισμός; Ἦταν ἕνας ἐπίσκοπος τόσο σημαντικὸς πνευματικὸς Πατέρας, ὅσο ἕνας Γέρων, ἕνας πνευματικὸς Πατέρας κάποιου μοναστηριοῦ” καὶ κατὰ δεύτερον, “ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ὁμιλεῖ μόνο περιστασιακὰ γιὰ τὴν εὐχαριστιακὴ προοπτική. Ἀπὸ πολλοὺς θεωρεῖται ἀκόμη ἀντιπροσωπευτικὸς τῆς ἀσκητικῆς θεραπευτικῆς ἐκκλησιολογίας. Ἀλλὰ ἡ μεγαλύτερη ζημιὰ[11] ἔγινε ἀπὸ τοὺς μεταγενέστερους Πατέρες, κυρίως ἀπὸ τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ, τοῦ ὁποίου ἡ θεολογία παρουσιάζεται σὰν ἕνα σύμβολο ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ὀρθόδοξη ταυτότητα σὲ ἀντιπαράθεση μὲ τὸν χριστιανισμὸ τῆς δύσης”[12].
Ὁ Σεβασμιώτατος Περγάμου λοιπὸν πιστεύει, ὡς μὴ ἔπρεπε, ὅτι στὴν ὀρθόδοξον παράδοσιν ὑπάρχει διάκριση μεταξὺ εὐχαριστιακῆς καὶ ἀσκητικῆς-θεραπευτικῆς ἐκκλησιολογίας καὶ ὅτι αὐτὲς οἱ δύο ἐκκλησιολογίες –ἡ πρώτη ὀρθόδοξη καὶ ἡ δεύτερη αἱρετικὴ- βρίσκονται σὲ σύγκρουση μεταξύ τους. Ἀλλὰ γιατί βλέπει αὐτὴν τὴν διάκριση στὴν ὀρθοδοξία καὶ ἀφοῦ τὴν κάνει γιατί ἀπορρίπτει ὡς αἱρετικὴ τὴν ἀσκητικὴ ἐκκλησιολογία, γιὰ νὰ στηριχθεῖ μονομερῶς στὴν εὐχαριστιακὴ καὶ νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι ἄνευ Εὐχαριστίας καὶ ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος τὴν τελεῖ, δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ ὑπάρξει σωτηρία; Γιατί λοιπὸν φθάνει νὰ βλασφημᾶ κατὰ τῶν ἁγίων ἀναχωρητῶν, ἰσχυριζόμενος μὲ ἄλλα λόγια ὅτι ἡ Παναγία, ὁ Μέγας Ἀντώνιος καὶ τόσοι ἄλλοι ἐρημίτες, ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία δὲν θὰ μποροῦσαν ποτὲ νὰ ἁγιάσουν ἄνευ τῆς σωτηριώδους χειρὸς τοῦ ἐπισκόπου; μήπως ἐπειδὴ ἦταν ἀπομονωμένα ἄτομα ποὺ εὑρίσκοντο ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ δὲν κατάφεραν νὰ γίνουν πρόσωπα καὶ νὰ ἐπιτύχουν τὴν προσωπικὴ κοινωνία καὶ σχέση μέσῳ τῆς εὐχαριστιακῆς σύναξης; Ἀκριβῶς σ’ αὐτὸ ἐδῶ τὸ σημεῖο γίνεται ἀντιληπτὸ ὅτι ὁ ἐκλιπὼν Ζηζιούλας προσπαθεῖ νὰ δημιουργήσει μία νέα ἐκκλησιολογία στηριζόμενος σὲ αἱρετικὲς τριαδολογικὲς καὶ χριστολογικὲς προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες βασίζονται στὴν μοντέρνα φιλοσοφία καὶ στὸν οἰκουμενισμό.
ΦΥΣΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΣ[13]
Ὄντως ὁ Σεβασμιώτατος Περγάμου φαντάζεται ὅτι κάθε λογικὴ φύση εἶναι ἀπαραιτήτως ἀναγκαστικὴ καὶ στερεῖται ἐλευθερίας. Σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ σκεπτικὸ ἡ φύση θεωρεῖται ὅτι ἀναγκάζει τὸν καθένα νὰ εἶναι ἔτσι ὅπως αὐτὴ θέλει, ἐπειδὴ κινεῖται ὑπὸ τὴν ἐπήρεια ὁρισμένων δυνάμεων ἢ φυσικῶν νόμων ποὺ τὴν ὑποχρεώνουν νὰ συμπεριφέρεται πάντοτε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο.
Γιὰ νὰ ξεπεράσει τὴν ἀναγκαιότητα τῆς φύσεως ὁ Ζ. εἰσάγει μία καινούργια ἰδέα, μία ὀντολογία ποὺ ἀναφέρεται στὸ πρόσωπο καὶ στὴν ἑτερότητα, θεωρούμενα σὰν ἀποκλειστικὲς πηγὲς ἐλευθερίας, ἐντελῶς ἀνεξάρτητες ἀπὸ τὴν κοινὴ φύση. Μὲ αὐτὸ τὸ σκεπτικὸ ἡ φύση στερεῖται ἐλευθερίας κινεῖται ἐντελῶς ἀναγκαστικὰ καὶ ἡ ἐλευθερία ἀνήκει στὸ πρόσωπο, (“τὸ μόνο ἀληθινὸ ποὺ ὑπάρχει καὶ τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ ξεπεράσει τὴν ἀναγκαιότητα τῆς φύσεως) ποὺ καὶ αὐτὸ ὅμως ὑπόκειται στὸν ἐξαναγκασμὸ ἀπὸ τὴν μηχανικὴ κίνηση τῆς φύσεως.
Σύμφωνα μὲ τὸν μετανεωτερικὸ τρόπο σκέψεως ποὺ ἀκολουθεῖ ὁ Ζ. τὸ πρόσωπο φαίνεται νὰ ἔχει μεγάλο πρόβλημα μὲ τὴν δῆθεν μηχανικὴ κίνηση τῆς φύσεως καὶ ἐπειδὴ ὅσοι ἀντιλαμβάνονται ἔτσι τὰ πράγματα νομίζουν ὅτι τὰ πρόσωπα δὲν κινοῦνται μηχανικά, ἀλλὰ διαθέτει τὸ καθένα τους δική του ἐλευθερία. Ἔτσι τὸ πρόβλημα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ λυθεῖ ἀπὸ τὸν Ζ. εἶναι πῶς θὰ ἀπαλλαγεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν δῆθεν ἐσωτερικὴ μηχανικὴ ἀναγκαιότητα τῆς φύσεώς του. Ἀλλὰ προτοῦ προβεῖ σὲ ὁποιαδήποτε λύση μεταβιβάζει τὸ ἴδιο πρόβλημα στὸν Θεό, εἰσερχόμενος στὴν τριαδολογία, ἀλλοιώνοντας τὰ δόγματα τῶν Πατέρων. Φαντάζεται τὰ πρόσωπα τῆς Παναγίας Τριάδος καὶ ἰδιαίτερα αὐτὸ τοῦ Πατρὸς κάτω ἀπὸ τὴν ἐπήρεια τῆς δῆθεν ἐξαναγκασμένης φύσεώς Του. Αὐτὴ ἡ ὑποταγμένη στὴν ἀναγκαιότητα φύση Του τὸν ἐξαναγκάζει νὰ εἶναι καὶ Θεὸς καὶ Ἀγαθός. Στὴν πραγματικότητα τὸ ἐρώτημα ποὺ θέτει ὁ Σεβασμιώτατος Περγάμου εἶναι: πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἀπαλλαγεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν φυσική του ἀγαθότητα; Ἂν κατάφερνε νὰ ἀπαλλαγεῖ Αὐτὸς θὰ μπορούσαμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε καὶ ἡμεῖς!
Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἀσκεῖ τὴν ὀντολογικὴ ἐλευθερία Του, ἐκεῖνο ποὺ τὸν κάνει νὰ εἶναι ὀντολογικὰ ἐλεύθερος, εἶναι ὅτι ὑπερβαίνει καὶ καταργεῖ τὴν ὀντολογικὴ ἀναγκαιότητα τῆς οὐσίας μὲ τὸ νὰ εἶναι Θεὸς ὡς Πατήρ, δηλαδὴ ὡς Ἐκεῖνος, ποὺ γεννᾶ τὸν Υἱὸν καὶ ἐκπορεύει τὸ Πνεῦμα[14]! Κατὰ συνέπεια γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς φύσεώς Του – σύμφωνα μὲ τὸν Σεβασμιώτατο Περγάμου – πρέπει πρωτίστως ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ θέληση νὰ μεταφερθοῦν ἀπὸ τὴν φύση στὸ πρόσωπο καὶ μάλιστα στὸ πρόσωπο τοῦ Πατρός, οὕτως ὥστε τὸ κάθε πρόσωπο νὰ προηγεῖται ὀντολογικὰ ἀπὸ τὴν φύση. Γιὰ τοὺς Ἕλληνας Πατέρας τὸ ἑνιαῖον τοῦ Θεοῦ ὁ ἕνας Θεὸς καὶ ἡ ὀντολογικὴ ἀρχὴ ἢ αἰτία τῆς προσωπικῆς τριαδικῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ δὲν συνίσταται εἰς τὴν μίαν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ εἰς τὴν ὑπόστασιν, δηλαδὴ τὸ πρόσωπον τοῦ Πατρός. Ὁ ἕνας Θεὸς δὲν εἶναι ἡ μία οὐσία, ἀλλὰ ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ αἰτία τῆς γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Πνεύματος[15] Τὸ πρόσωπο ἔχει προτεραιότητα ὡς πρὸς τὴ φύση (αὐτὸ δίνει ὕπαρξη ὑπόσταση στὴν φύση), ἡ προσωπικὴ ἑτερότητα καὶ ἐλευθερία συγκεφαλαιώνει καὶ ἐκδηλώνει τὶς φυσικὲς ἐνέργειες , δίχως νὰ ὑποτάσσεται σὲ αὐτὲς[16]. Σ’ αὐτὴν τὴν τερατώδη ἀντίληψη περὶ Θεοῦ ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος ὁ μέγας Πατριάρχης Ἱεροσολύμων καὶ πνευματικὸς ὁδηγὸς τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἀπαντᾶ: «ἔστιν οὖν μετὰ τὸ εἶναι Θεός, Πατὴρ ὁ Πατήρ, καὶ οὔτε Υἱός, οὔτε Πνεῦμα Ἅγιον, ἀλλ’ ὅπερ ὁ Υἱὸς κατ’ οὐσίαν ἐστί,καὶ κατὰ φύσιν τὸ Πνεῦμα τυγχάνει τὸ ἅγιον. Καὶ ἔστι μετὰ τὸ εἶναι Θεός, Υἱὸς ὁ Υἱός, καὶ οὔτε Πατήρ, οὔτε Πνεῦμα Πανάγιον, ἀλλ’ ὅπερ ὁ Πατὴρ κατὰ φύσιν κηρύττεται, καὶ ὁ κατ’ οὐσίαν τὸ Πνεῦμα καθορᾶται τὸ ἅγιον. Καὶ ἔστι μετὰ τὸ εἶναι Θεός, Πνεῦμα ἅγιον τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον καὶ οὔτε Πατὴρ θεωρούμενον, οὔτε Υἱὸς λαμβανόμενον, ἀλλ’ ὅπερ ὁ Πατὴρ κατ’ οὐσίαν πεπίστευται, καὶ ὅπερ ὁ Υἱὸς κατὰ φύσιν ἀγγέλλεται».[17]
Ἐντελῶς ἀντίθετα πρὸς τὸν Ἅγιον Σωφρόνιο γιὰ τὸν Σεβασμιώτατον Περγάμου ἡ θεία φύση εἶναι ἀναγκαστικὴ καὶ ἂν κάποιος πεῖ τὸν Θεό, φύσει Θεὸ καὶ φύσει ἀγαθὸ καὶ φύσει δημιουργό, Τὸν βάζει ὑπὸ τὸ κράτος μίας ἀνάγκης, ἡ ὁποία αἴρεται μόνο μὲ τὴ “ὀντολογία» τοῦ προσώπου. Ἂν ἡ ψυχὴ εἶναι φύσει ἀθάνατος τότε ἡ προσωπικὴ ἐπιβίωσις εἶναι ἀναγκαστικὴ , ἐπανερχόμεθα πάλιν εἰς τὴν ἀρχαίαν κλασσικὴν ὀντολογίαν. Τότε καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἀθάνατος ἀπὸ τὴν φύση του, δηλαδὴ κατ’ ἀνάγκην καὶ ὁ ἄνθρωπος συγγενεύει οὐσιαστικά, ἀναγκαστικά, μὲ τὸν Θεὸν[18]. Ὁ Θεὸς λοιπὸν δὲν εἶναι ἀναγκασμένος ἀπὸ τὴν φύση του νὰ εἶναι Θεός, διότι τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρὸς ἐλεύθερα ἀποφασίζει νὰ εἶναι Θεός, νὰ ἔχει δηλαδὴ αὐτὴ τὴν φύση. Ἑπομένως ἡ φύση ἐκπηγάζει ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρός, πρᾶγμα ποὺ γιὰ τὸν Παλαμᾶ καὶ ὅλους τοὺς Πατέρες εἶναι μία μεγάλη δυσσέβεια. [19]
συνεχίζεται...