[…] Ήταν λοιπόν μια Κυριακή. Μετά την Θεία Λειτουργία. Παρατηρούσα τους χωρικούς που έβγαιναν από την εκκλησία. Ο πατέρας μου στεκόταν στα σκαλοπάτια και χαιρετούσε κάθε πιστό. Όλο το χωριό ήταν εκεί. Γιατί, την Κυριακή, κανείς ποτέ δεν λείπει απ΄την Θεία Λειτουργία. Ήταν ακόμη εκεί και οι ορεσίβιοι γέροντες με τις λευκές τους γενειάδες, ζωντανές μορφές των πατριαρχών της Βίβλου, οι γυναίκες, οι άνδρες και τα παιδιά. Όλοι με τα ρούχα της Κυριακής, με φορεσιές λινές ή μάλλινες πάντοτε όμως άσπρες σαν το γάλα και σαν το χιόνι.
Το λευκό είναι εθνικό χρώμα στην Petrodava(Μολδαβία). Για όλες τις ηλικίες και για τα δύο φύλα. Αλλά η καθαριότης του λευκού χρώματος των ρούχων ήταν ασήμαντο πράγμα μπροστά στην αγνότητα των βλεμμάτων και των μορφών. Όλοι οι πιστοί καθώς έβγαιναν απ΄την Θεία Λειτουργία έμοιαζαν μεταμορφωμένοι, απαλλαγμένοι από κάθε γήϊνη ασχολία, αγιασμένοι. Και κάτι πιο πολύ από αγιασμένοι: θεωμένοι… Ήξερα γιατί όλες οι μορφές ήταν ωραίες και γιατί όλα τα βλέμματα ήταν λαμπερά. Γιατί οι άσχημες γυναίκες ήταν όμορφες. Οι τραχείς ξυλοκόποι ακτινοβολούσαν στα μάγουλά τους και στα μέτωπά τους ένα φως που έμοιαζε με το φωτοστέφανο των αγίων. Τα παιδιά ήταν σαν άγγελοι. Βγαίνοντας απ΄την Θεία Λειτουργία όλοι οι άνδρες και όλες οι γυναίκες του χωριού μας ήταν Θεοφόροι, φορείς δηλαδή του Θεού. Είχαν όλοι κοινωνήσει. Και μέσα στις αρτηρίες τους έτρεχε το αίμα του Θεού. Ήταν τέκνα του Θεού. Θεωμένοι. Βέβαια οι άνθρωποι αυτοί ήταν χωρικοί αγροίκοι, άθλιοι και πτωχοί.
Ήξεραν τι ήταν. Γι΄αυτό πριν κοινωνήσουν έλεγαν την ακόλουθη προσευχή:
«Κύριε, ο Θεός μου, οίδα, ότι ουκ ειμί άξιος, ουδέ ικανός, ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής…
Και ως κατεδέξω εν σπηλαίω και φάτνη αλόγων…και εν τη οικία Σίμωνος του λεπρού…ούτω κατάδεξαι εισελθείν εις τον οίκον της ταπεινής μου ψυχής, του λεπρού και αμαρτωλού».
Και ο Θεός, ύστερα από την Θεία Κοινωνία, είχε εισέλθη «υπό την στέγην» κάθε ψυχής, σ΄όλες τις ψυχές του χωριού μας. Και βγαίνοντας απ΄την εκκλησία έφεραν τον Θεό μέσα τους. Και βάδιζαν με προφύλαξη, όπως βαδίζουν όταν μεταφέρουν κάποιο πράγμα ανεκτίμητο. Και ήταν έτσι θεοφόροι, φορείς του Θεού. Όταν κανείς μια λάμπα ή ένα κερί, το πρόσωπό του φωτίζεται απ΄τη φλόγα. Όταν φέρη κανείς μέσα του τον Θεό, το Φως των φώτων, φωτίζεται εσωτερικά με τέτοιον τρόπο, ώστε όλη η σάρκα του και όλο το σώμα του μεταμορφώνονται, εξωραΐζονται.
Όλοι γνωρίζομε πως οι καλλιτέχνες επάνω στη σκηνή, καθώς ερμηνεύουν το ρόλο τους, μεταμορφώνονται κυριολεκτικά, όταν τους αγκαλιάζουν τα φώτα των προβολέων. Κάτω απ΄τον έντονο αυτό φωτισμό με δυσκολία θα αναγνώριζε κανείς το γυιό του ή την κόρη του. Τόσο πολύ αλλάζουν. Με την ίδια ακριβώς δυσκολία αναγνώριζα κι εγώ τους κατοίκους του χωριού μας, όταν έβγαιναν απ΄την εκκλησία, φέρνοντας τον Θεό «υπό την στέγην της ψυχής των».
Τόσο ήταν ωραίοι, λαμπροί, υπέροχοι… Ποτέ μου δεν είδα ούτε δέρμα, ούτε σάρκα πιο όμορφα, όσο στις μορφές των θεοφόρων, των ανθρώπων που φέρουν μέσα τους το εκθαμβωτικό φως του Θεού. Η σάρκα τους ήταν θεωμένη, χωρίς βάρος και όγκο, μεταμορφωμένη από το φως του Θείου Πνεύματος. […]
«Από την εικοστή πέμπτη ώρα στην αιώνια ώρα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου