ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΣ:
Πέρασα δυστυχία,όχι αστεία
Να κοιμάμαι στα πεζοδρόμια,και άλλα πολλά.
Έτρωγα σήμερα και μετά έκανα τρεις ή πέντε μέρες. Άμα πω αριθμούς, δεν θα το πιστεύει κανείς.
Μια φορά έκανα να φάω 18 μέρες!.
Πήγαινα κι έκανα τον ύποπτο στις βιτρίνες, να με πιάνουν και να με κλείνουν μέσα, γιατί τότε όταν σε πηγαίνανε τηλεφωνούσανε στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών και Πειραιώς και ώσπου να βγει άκρη πήγαινε 4 το πρωί.
Αλλά ως τότε σ’ αφήνανε στο γραφείο του υπαξιωματικού που είχε ζεστούλα. Βέβαια, το ανακαλύψανε και δεν με πιάνανε μετά.
Μεγάλωσα στη Λιβαδειά.
Ήμαστε οι μόνοι Τσιγγάνοι εκεί, η οικογένειά μου, ο παππούς μου και οι λοιποί, οι οποίοι όμως δεν λέγανε ότι είναι Τσιγγάνοι, κάτι που ήταν και κωμικό. Και ’γώ, μη νομίζετε, στην αρχή ήθελα να το κρύβω. Μετά όμως έφτασα σ’ ένα σημείο που δεν μπορούσα άλλο. Δηλαδή, είχα ξεχάσει τι θα πει αλήθεια!
Ο πατέρας μου, Ευάγγελος Χατζής, έπαιζε σαντούρι. Ήτανε Μακεδόνας.
Η μάνα μου ηθική, αλλά την ηθική και τη δικαιοσύνη την έφερνε στα μέτρα της.
Το κόμπλεξ, η διαπαιδαγώγηση, έχουν μεγάλη σημασία. Και ’γώ είχα το κόμπλεξ ότι ήμουν γύφτος και όπου κι αν πήγαινα με κοιτάζανε. Μην κοιτάς που τώρα όπου στρίψεις βλέπεις κι έναν μαύρο. Τότε ξεχώριζα. Και που με κοιτάζανε με αγρίευε, όπως κι άλλα πράγματα που συνέβησαν αργότερα μέσα στη δουλειά μας.
Πήγαινα σχολείο και τ' άλλα παιδιά με βρίζανε και αντιδρούσα, φερόμουν άσχημα. Δεν ήμουν το ήσυχο παιδάκι, όρμαγα και με έδιωχναν. Είχα πολλά προβλήματα. Μεγαλώνοντας και διαβάζοντας, κατάλαβα πως δεν έφταιγαν ούτε τα παιδιά, ούτε οι γονείς τους. Έφταιγε το σύστημα, του οποίου ήμουν κι εγώ αιμοδότης.
Εγώ είχα ένα πατέρα και μια μάνα που μέναμε σε σπίτι δικό μας. Δεν ξέρω αν ήταν ακριβώς 4Χ4, αλλά το οξυγόνο μας μέσα σ' αυτό ήταν η αγάπη των γονιών μας. Ο πατέρας μου ήταν πολύ τίμιος άνθρωπος.
Ήρθα στην Αθήνα, σε μια σχολή μηχανικών στον «Ήφαιστο». Εκεί έπρεπε να πληρώνουμε σαράντα δραχμές τον μήνα λεφτά που δεν υπήρχανε. Ο πατέρας μου έπαιζε σαντούρι σε γάμους, σε πανηγύρια, και αυτά… Πήγα, λοιπόν, στην οδό Ηπείρου, σ’ ένα μηχανουργείο όπου έκαναν κεφαλές από γκαζιέρες.
Δούλεψα και στα σκουπίδια, στον Ιερόθεο,περιοχή στο Περιστέρι, γιατί έπρεπε να δουλεύω την ημέρα και να πηγαίνω στη σχολή βράδια.
Ήτανε σκοτάδι, δεν υπήρχε τίποτα στο τούνελ ούτε καντήλι. Δεν είχα δικαίωμα ούτε να ονειρεύομαι. Ήτανε τόσες οι απογοητεύσεις…
Εκεί που ’χαμε νοικιάσει, εγώ και η αδερφή μου -γιατί ήρθε κ’ η αδερφή μου για να πάει στο γυμνάσιο-, το είχε μια γυναίκα που καθάριζε σπίτια. Μου λέει «υπάρχει ένα σπίτι που θέλουν άντρα, όχι γυναίκα, για να μη βάζει μέσα άντρες. Θες να πας;» Πήγα, λοιπόν, υπηρέτης στο σπίτι του Δούνια στην πλατεία Κάνιγγος. Θα ήμουν δεκατεσσάρων ετών. Ήταν το σπίτι ενός αρεοπαγίτη που είχε φύγει από τη ζωή, αλλά είχε γυναίκα και δυο παιδιά. Τέλος πάντων, έπρεπε να μαζεύω νερό σε κιούπια, να κάνω παρκέ, να πλένω τα πιάτα, να φτιάχνω καφέ, τέτοια πράγματα. Μ’ έβαλαν να κοιμάμαι σε μια σοφίτα μ’ ένα κρεβάτι.
Η κιθάρα για ’μένα είναι το κορμί μου.
Πήγα να τραγουδήσω, να με ακούσουν, γιατί αν έβγαινες τότε στο ραδιόφωνο την άλλη μέρα ήσουνα κάτι.
Μ’ ακούνε που τραγούδησα και λένε:
«είσαι κρυωμένος»... Άρχισα και ’γώ να πίνω τσάι, να βάζω κασκόλ και να δουλεύω, μες στο καλοκαίρι, ντάλα ο ήλιος!.. Μετά από μια βδομάδα πήγα πάλι.
«Είσαι κρυωμένος».
Εκεί πια κατάλαβα…
Παρουσιαζόμουν σαν ξένος ,και όχι σαν γύφτος ,στα μαγαζιά στην αρχή.
Με έβγαζαν στο άλσος, το Green Park, και πότε ήμουν Βραζιλιάνος, πότε Σπανιόλος. Είχε πλάκα πραγματικά, αλλά γνώρισα μεγάλους καλλιτέχνες, σαν τον Οικονομίδη, τον Φλερύ, τον Όμηρο Αθηναίο, τον Κώστα Χατζηχρήστο.
Εβγαινα εγώ στο Green Park, αλλά έβγαινε κι η φυλή μου έξω να διασκεδάσει. Μπορεί να δούλευαν όλη μέρα, αλλά αυτοί κάθε βράδυ έβγαιναν έξω. Τα ευρωπαϊκά τα έλεγαν οι άλλοι καλύτερα, άρα εγώ σκέφτηκα να λέω τσιγγάνικα. Κι έτσι ενώ με παρουσίαζαν Βραζιλιάνο, μια μέρα που τραγουδούσα, πετάγεται ένας και λέει:
«Ε, αυτό ντικό μας είναι»
(γέλια).Μετά με αγκάλιαζαν, με φίλαγαν, ο Σπανιόλος είχε γίνει Αγιά Βαρβάρα!
Κι έρχομαι πλέον στην Αθήνα, στου «Ρούκουνα», ακριβώς δίπλα από τον «Σκορπιό» - που τότε δεν ήταν «Σκορπιός». Δούλεψα ακριβώς μια βδομάδα και μετά με διώξανε. Από ’δώ αρχίζει πλέον η περιπέτεια της ζωής μου.
Είχα φτάσει στο αμήν.Προς το καλοκαίρι πήγα στον Οικονομίδη και του είπα:
«κύριε Γιώργο, έχω τέσσερεις μέρες να φάω». Μου απάντησε «θα ’ρθεις το βράδυ να τραγουδήσεις», για να μ’ ακούσει και αυτός που είχε το Άλσος. Όλη η ζωή του Οικονομίδη ήτανε στο Άλσος. Τραγούδησα το βράδυ κι αυτός δεν με ήθελε. Με κράτησε όμως ο Οικονομίδης και με πλήρωνε από την τσέπη του. Κάθε βράδυ μου έδινε πενήντα δραχμές. Ξεχνιούνται αυτά τα πράγματα;
Όταν όμως πέρασα από τη Ναυάρχου Νικοδήμου, άκουσα κιθάρα. Έβγαινε από ένα υπόγειο. Κατέβηκα τα σκαλιά και μόλις ανοίγω την πόρτα ποιος με καλωσόρισε;
Ο Γιώργος Μούτσιος.
Ήταν πελάτης. Το πώς μου φέρθηκε αυτός ο άνθρωπος δεν θα το ξεχάσω.
Μερικοί άνθρωποι μου δώσανε ένα ποτήρι νερό να περάσω την έρημο.
Όπως κι ο Πλέσσας, ο Φλερύ, ο Χατζηχρήστος έχω πολλούς ανθρώπους τέτοιους και δεν θα τους βγάλω ποτέ από την καρδιά μου.
Ό Μαρκόπουλος με πέρασε στο ευρύ κοινό ενώ πριν έλεγα Πλέσσα και Θεοδωράκη, προτού γνωριστώ και με τον Ξαρχάκο
Πρώτη συνεργασία, ήταν με τον Πλέσσα.
Ό Πλέσσας μου έδωσε παντελόνι, πουκάμισο και σακάκι, με έντυσε.Δεν έπαψα όμως νά΄μαι φτωχός, αλλά με καλύτερη ζωή.
Η Τζένη Βάνου μού στάθηκε στη ζωή μου σε βαθμό που δεν φαντάζεστε. Δηλαδή, έκανε κάποια πράγματα για ’μένα που δεν ξεχνιούνται…
Λίγο αργότερα με φώναξαν και πήγα στην Columbia, κάπου στην αρχή της Αιόλου.
Εκεί με περίμενε ο Θεοδωράκης για τους Λιποτάκτες. Ήταν και ο Μιχάλης Κατσαρός, ο ποιητής.
Ό Θεοδωράκης μ’ έβαλε και τραγούδησα στο θέατρο της Κατερίνας (Ανδρεάδη), στα Επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Το ’κανε για ’μένα και για τον Μιχάλη, «για να φάμε», λέει, «καμμιά μακαρονάδα»…
Τραγούδαγα στην οδό Φλέσσα, στην «Καρυάτιδα». Στη γωνία ήταν η «Παλιά Αθήνα» και στο διάλειμμα τους έρχονταν η Μαρινέλλα.
Της έγραψα τραγούδια. Τα τραγούδια για τη Μαρινέλλα λογοκρίνονταν συνέχεια και μόνο το 1975, στη Μεταπολίτευση, επιτράπηκαν, οπότε και κάναμε το «Ρεσιτάλ»,.το πρώτο τριπλό άλμπουμ που έγινε στην Ελλάδα.
Δεν συνεργάστηκα μόνο με τη Μαρινέλλα. Ήταν κι η Λιλάντα Λυκιαρδοπούλου που δουλέψαμε, τεράστιο κεφάλαιο αυτή η γυναίκα.
Εγώ πάντα κοίταγα να υπηρετήσω τον λόγο, γι' αυτό και δεν μ' αρέσει να δηλώνω συνθέτης.
Απευθυνόμουν σ’ έναν κόσμο από το δικό μου πεζοδρόμιο. Για να πάω στο απέναντι θα ’πρεπε να χρησιμοποιήσω κάποια άτομα που ήταν δικό τους. Έτσι, λοιπόν, το σκέφτηκα και έγινε η συνεργασία μας με την Μαρινέλλα
όπως και άλλες συνεργασίες μου στη συνέχεια, με την Ελπίδα, την Αλεξίου και την Πίτσα Παπαδοπούλου.
Έκανα δύο γάμους, γιατί έχασα την πρώτη μου γυναίκα. Παντρεύτηκα δύο άριστες συζύγους, μάνες και ανθρώπους. Πιστές πάντα.
Είναι μερικά τραγούδια που θέλω να πω, αλλά καταλαβαίνω ότι θα έπρεπε να ζει και η μάνα μου, ο πατέρας μου και η αδερφή μου, που έχουν «φύγει», για να έρθουν να μ’ ακούσουν.
Γιατί όταν θα τα πω αυτά μόνο αυτοί θα ’ρθουν.
Οι συγγενείς...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου