Πέμπτη 17 Ιουνίου 2021

Αγίου Γρηγόριος Νύσσης - Περί της κατασκευής του ανθρώπου

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21ο

Ότι η ανάστασις ελπίζεται όχι τόσο από το κήρυγμα της Γραφής, όσο από την ανάγκη των πραγμάτων

Αλλά η κακία δεν είναι τόσο ισχυρό πράγμα, ώστε να υπερισχύσει της αγαθής δυνάμεως· ούτε η αβουλία της φύσεώς μας είναι ανώτερη και μονιμότερη από τη σοφία του Θεού. Διότι δεν είναι δυνατό το τρεπόμενο και αλλοιούμενο να είναι επικρατέστερο και μονιμότερο από εκείνο που είναι πάντοτε αναλλοίωτο και είναι σταθερό στο αγαθό· αλλά η μεν θεία βουλή πάντως και παντού έχει το αμετάθετο (αμετάτρεπτο), ενώ το τρεπτό της φύσεώς μας ούτε στο κακό δεν μένει πάγιο. Πράγματι το αεί πάντως κινούμενο, αν μεν έχει την πρόοδο προς το καλό, εξ αιτίας του απεριορίστου του διεξοδευομένου πράγματος δεν θα σταματήσει ποτέ τη φορά προς τα εμπρός. Διότι δεν θα εύρη κανένα τέρμα του ζητουμένου, το οποίο θα πιάσει για να σταματήσει κάποτε την κίνησιν. Αν όμως έχει ροπή προς το αντίθετο, όταν διανύσει το δρόμο της κακίας και φθάσει στο ακρότατο μέτρο του κακού, τότε το αεικίνητο της ορμής μη ευρίσκοντας καμμιά στάσιν εκ φύσεως, όταν περάσει το διάστημα της κακίας, κατ’ ανάγκη στρέφει την κίνησιν προς το αγαθό. Επειδή δηλαδή η κακία δεν προχωρεί επ’ αόριστο, αλλά περικλείεται σε αναγκαία πέρατα, φυσικά το πέρας της κακίας το διαδέχεται η πορεία προς το αγαθό. Κι’ έτσι, όπως έχει λεχθεί, το αεικίνητο της φύσεως μας ανατρέχει πάλι τελευταία επάνω στην αγαθή πορεία, σωφρονιζόμενο με τη μνήμη των προηγουμένων δυστυχιών, ώστε να μην καταληφθεί πάλι από τα ίδια κακά.

Επομένως ο δρόμος μας θα επανέλθει στα καλά, εφ’ όσον η φύσις της κακίας περιορίζεται σε αναγκαία πέρατα. Οι ειδικοί στα μετέωρα δηλαδή λέγουν ότι ο κόσμος είναι γεμάτος άπλετο φως, το δε σκότος γίνεται με τη σκιά που προκαλεί η αντίφραξις του σώματος στη γη. Βεβαιώνουν ότι το σώμα κατακλείεται κατά το σχήμα του σφαιροειδούς στο όπισθεν της ηλιακής ακτίνος κωνοειδώς, ενώ ο ήλιος που υπερβάλλει πολλαπλασίως τη γη κατά το μέγεθος και την αγκαλιάζει από παντού κυκλικά με τις ακτίνες, συνάπτει τις συμβολές του φωτός στο τέλος του κώνου, ώστε υποθετικώς, αν συνέβαινε κάποια δύναμις να διαβεί το μέτρο στο οποίο εκτείνεται η σκιά, οπωσδήποτε θα έφτανε σε φως που δεν διακόπτεται από το σκότος. Έτσι νομίζω ότι πρέπει να σκεπτόμαστε και για εμάς τους ανθρώπους ότι ξεπερνώντας το όριο της κακίας, όταν φθάσουμε στο άκρο της σκιάς κατά την αμαρτία, πάλι θα ζήσουμε μέσα στο φώς, εφ’ όσον η φύσις των αγαθών περισσεύει από το μέτρο της κακίας κατά το απειροπλάσιο. Πάλι λοιπόν έρχεται o παράδεισος, πάλι το ξύλον εκείνο, που είναι ακριβώς ξύλον ζωής, πάλι η χάρις της εικόνος και η αξία (το αξίωμα) της αρχής. Δεν νομίζω ότι αυτά είναι κάτι από όσα έχουν παραχωρηθεί στους ανθρώπους από τον Θεό για τις τωρινές ανάγκες του βίου, αλλά αποτελούν ελπίδα κάποιας άλλης βασιλείας, της οποίας ο λόγος μένει απόρρητος.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΑʹ.

Ὅτι ἡ ἀνάστασις οὐ τοσοῦτον ἐκ τοῦ κηρύγματος τοῦ Γραφικοῦ, ὅσον ἐξ αὐτῆς τῆς ἀνάγκης τῶν πραγμάτων ἀκολούθως ἐλπίζεται. 

Ἀλλ' οὐχ οὕτως ἐστὶν ἰσχυρὸν ἡ κακία, ὡς τῆς ἀγαθῆς ὑπερισχύσαι δυνάμεως· οὐδὲ κρείττων καὶ μονιμωτέρα τῆς, Θεοῦ σοφίας ἡ τῆς φύσεως ἡμῶν ἀβουλία. Οὐδὲ γάρ ἐστι δυνατὸν τὸ τρεπόμενόν τε καὶ ἀλλοιούμενον, τοῦ ἀεὶ ὡσαύτως ἔχοντος, καὶ ἐν τῷ ἀγαθῷ πεπηγότος, ἐπικρατέστερόν τε καὶ μονιμώτε ρον εἶναι· ἀλλ' ἡ μὲν θεία βουλὴ πάντη τε καὶ πάν τως τὸ ἀμετάθετον ἔχει, τὸ δὲ τρεπτὸν τῆς φύσεως ἡμῶν οὐδὲ ἐν τῷ κακῷ πάγιον μένει. Τὸ γὰρ ἀεὶ πάντως κινούμενον, εἰ μὲν πρὸς τὸ καλὸν ἔχοι τὴν πρόοδον, διὰ τὸ ἀόριστον τοῦ διεξοδευομένου πράγμα τος οὐδέποτε λήξει τῆς ἐπὶ τὰ πρόσω φορᾶς. Οὐδὲ γὰρ εὑρήσει ζητουμένου πέρας οὐδὲν, οὗ δραξάμενον στήσεταί ποτε τῆς κινήσεως. Εἰ δὲ πρὸς τὸ ἐναντίον τὴν ῥοπὴν σχοίη, ἐπειδὰν διανύσῃ τῆς κακίας τὸν δρόμον, καὶ ἐπὶ τὸ ἀκρότατον τοῦ κακοῦ μέτρον ἀφίκηται· τότε τὸ τῆς ὁρμῆς ἀεικίνητον οὐδεμίαν ἐκ φύσεως στάσιν εὑρίσκον, ἐπειδὰν διαδράμῃ τὸ ἐν κακίᾳ διάστημα, κατ' ἀνάγκην ἐπὶ τὸ ἀγαθὸν τρέ πει τὴν κίνησιν. Μὴ γὰρ προϊούσης κακίας ἐπὶ τὸ ἀόριστον, ἀλλ' ἀναγκαίοις πέρασι κατειλημμένης, ἀκολούθως ἡ τοῦ ἀγαθοῦ διαδοχὴ τὸ πέρας τῆς κακίας ἐκδέχεται. Καὶ οὕτω, καθὼς εἴρηται, τὸ ἀεικίνητον ἡμῶν τῆς φύσεως πάλιν ὕστατον ἐπὶ τὴν ἀγαθὴν ἀνατρέχει πορείαν, τῇ μνήμῃ τῶν προδεδυστυχημέ νων πρὸς τὸ μὴ πάλιν ἐναλῶναι τοῖς ἴσοις σωφρονιζόμενον. 

Οὐκοῦν ἔσται πάλιν ἐν καλοῖς ὁ δρόμος ἡμῖν, διὰ τὸ πέρασιν ἀναγκαίοις περιωρίσθαι τῆς κακίας τὴν φύσιν. Καθάπερ γὰρ οἱ δεινοὶ τὰ μετέωρα, τοῦ μὲν φωτὸς πάντα λέγουσι τὸν κόσμον εἶναι κατά πλεων, τὸ δὲ σκότος τῇ ἀντιφράξει τοῦ κατὰ τὴν γῆν σώματος ἀποσκιαζόμενον γίνεσθαι (ἀλλὰ τοῦτο μὲν κατὰ τὸ σχῆμα τοῦ σφαιροειδοῦς σώματος, κατὰ νώτου τῆς ἡλιακῆς ἀκτῖνος κωνοειδῶς κατακλείεσθαι, τὸν δὲ ἥλιον πολλαπλασίονι τῷ μεγέθει τὴν γῆν ὑπερβάλλοντα, πανταχόθεν αὐτὴν ταῖς ἀκτῖσιν ἐν κύκλῳ περιπτυσσόμενον, συνάπτειν κατὰ τὸ πέρας τοῦ κώνου τὰς τοῦ φωτὸς συμβολὰς, ὥστε καθ' ὑπόθεσιν, εἰ γένοιτό τινι δύναμις διαβῆναι τὸ μέτρον, εἰς ὅσον ἐκτείνεται ἡ σκιὰ, πάντως ἂν ἐν φωτὶ γενέσθαι μὴ διακοπτομένῳ ὑπὸ τοῦ σκότους)· οὕτως οἶμαι δεῖν καὶ περὶ ἡμῶν διανοεῖσθαι, ὅτι διεξελθόντες τὸν τῆς κακίας ὅρον, ἐπειδὰν ἐν τῷ ἄκρῳ γενώμεθα τῆς κατὰ τὴν ἁμαρτίαν σκιᾶς, πάλιν ἐν φωτὶ βιοτεύσομεν, ὡς κατὰ τὸ ἀπειροπλάσιον πρὸς τὸ τῆς κακίας μέτρον τῆς τῶν ἀγαθῶν φύσεως περιττευούσης. Πάλιν οὖν ὁ παράδεισος, πάλιν τὸ ξύλον ἐκεῖνο, ὁ δὴ καὶ ζωῆς ἐστι ξύλον, πάλιν τῆς εἰκόνος ἡ χάρις, καὶ ἡ τῆς ἀρχῆς ἀξία. Οὔ μοι δοκεῖ τούτων οὐδὲν, ὅσα νῦν πρὸς τὴν τοῦ βίου χρείαν παρὰ τοῦ Θεοῦ τοῖς ἀνθρώποις ὑπέζευκται· ἀλλ' ἑτέρας τινὸς βασιλείας ἐστὶν ἡ ἐλπὶς, ἧς ὁ λόγος ἐν ἀποῤῥήτοις μένει.

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: