Ανάμνηση Θαύματος Αγίου Σπυρίδωνα
Εργασία της Σοφίας Ντρέκου
Η πολιορκία άρχισε την 24 Ιουνίου 1716, τερματίστηκε δε την 11 Αυγούστου του έτους εκείνου δια της άτακτου αναχωρήσεως των επιδρομέων.
Το 1715 μ.Χ. ο καπουδάν Χοντζά πασάς (αρχιναύαρχος του τουρκικού
στόλου), αφού κατέκτησε την Πελοπόννησο κατά διαταγή του σουλτάνου, προχωρεί για να καταλάβει και τα Επτάνησα. Και πρώτα-πρώτα βαδίζει προς την Κέρκυρα, που τόσο αυτή, όσο και τα άλλα νησιά βρισκόντουσαν κάτω από την Ενετική κυριαρχία.
Ένα πρωί της 24ης Ιουνίου 1716 μ.Χ. η τουρκική στρατιά με επίκεφαλής τον σκληρό στρατηγό της επέδραμε και πολιόρκησε την πόλη κι απ' την ξηρά κι από τη θάλασσα. Επί πενήντα μέρες το αίμα χυνόταν ποτάμι κι από τις δύο μεριές. Οι υπερασπιστές Έλληνες και Βενετσιάνοι αγωνιζόντουσαν απεγνωσμένα για να σώσουν την πόλη. Τα γυναικόπαιδα, μαζεμένα στον ιερό ναό του αγίου μαζί με τους γέρους κι όσους δεν μπορούσαν να πάρουν όπλα προσεύχονται στα γόνατα και με στεναγμούς λαλητούς εκζητούν του προστάτη αγίου τη μεσιτεία. Σαν πέρασαν οι πενήντα μέρες οι εχθροί αποφάσισαν να συγκεντρώσουν όλες τις δυνάμεις τους και να κτυπήσουν με πιο πολλή μανία την πόλη. Κερκόπορτα ζητούν κι εδώ οι εχθροί για να τελειώσουν μια ώρα γρηγορώτερα το έργο τους. Απ' την Κερκόπορτα δεν μπήκαν κι οι προγονοί τους και κατέκτησαν τη Βασιλεύουσα; Γι' αυτό και προβάλλουν δελεαστικές υποσχέσεις, για να πετύχουν κάποια προδοσία.
Το επόμενο πρωινό ένας Αγαρηνός* με τηλεβόα κάνει προτάσεις στους μαχητές να παραδοθούν, αν θέλουν να σωθούν. Την ίδια ώρα όμως αραδιάζει κι ένα σωρό απειλές στην περίπτωση, που οι υπερασπιστές δεν θα δεχόντουσαν τη γενναιόδωρη πρόταση του.
Περνούν οι ώρες. Η αγωνία κι ο φόβος συνέχει τις ψυχές. Οι Αγαρηνοί ετοιμάζονται για το τελειωτικό κτύπημα, όπως λένε. Μα κι οι υπερασπιστές εμψυχωμένοι από τις προσευχές τόσο των ίδιων, όσο και των ιδικών τους μένουν αλύγιστοι κι ακλόνητοι στις θέσεις τους. Η πρώτη επίθεση αποκρούεται με πολλά τα θύματα κι από τις δύο μεριές. Η πόλη της Κέρκυρας περνά τρομερά δύσκολες στιγμές. Η θλίψη, όμως, των στιγμών εκείνων «υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει» (Ρωμ. ε', 3-5). Η ελπίδα στον Θεό ουδέποτε στ' αλήθεια ντροπιάζει ή διαψεύδει αυτόν που την έχει. Κι ο λαός ελπίζει και προσεύχεται. Προσεύχεται και πιστεύει πώς ο ακοίμητος φρουρός και προστάτης άγιος του, δεν θα τον εγκαταλείψει.
Στον ιερό ναό οι προσευχές του άμαχου πληθυσμού συνεχίζονται θερμές κι αδιάκοπες.
Ξημέρωσε η 10η Αυγούστου. Κάτι ασυνήθιστο για την εποχή παρατηρείται την ήμερα αυτή από το πρωί. Ο ουρανός είναι σκεπασμένος με μαύρα πυκνά σύννεφα. Από στιγμή σε στιγμή ετοιμάζεται να ξεσπάσει τρομερή καταιγίδα. Και να! Πολύ πριν από το μεσημέρι μια βροχή, καταρρακτώδης, βροχή κατακλυσμιαία αρχίζει να πέφτει στη γη. Μοναδική η περίπτωση. Νύχτωσε κι ακόμη έβρεχε. Σαν αποτέλεσμα της κακοκαιρίας αυτής καμιά επιθετική προσπάθεια δεν αναλήφθηκε εκείνη την ήμερα. Η νύχτα περνά ήσυχα. Περί τα ξημερώματα της 11ης Αυγούστου συνέβη κάτι το εκπληκτικό, το αναπάντεχο. Μια Ελληνική περίπολος που έκαμνε αναγνωριστικές επιχειρήσεις, για να εξακριβώσει από που οι εχθροί θα επιτίθεντο, βρήκε τα χαρακώματα των Τούρκων γεμάτα νερό από τη βροχή και πολλούς Τούρκους στρατιώτες πνιγμένους μέσα σ' αυτά. Νεκρική σιγή βασίλευε παντού. Στό μεταξύ ξημέρωσε για καλά. Οι χρυσές ακτίνες του ήλιου πέφτουν στη γη και χαιρετούν την άγρυπνη πόλη. Οι τηλεβόες σιγούν. Οι εχθροί δεν φαίνονται. Μήπως κοιμούνται; Τι να συμβαίνει άραγε;
Μα δεν το είπαμε; Η ελπίδα στον Θεό «ου καταισχύνει». Δεν ντροπιάζει ποτές εκείνο που την έχει. Και να!
Όλη τη νύχτα ο θαυματουργός εκείνος υπερασπιστής της νήσου, ο άγιος Σπυρίδωνας της Κύπρου με ουράνια στρατιά συνοδεία κτύπησε άγρια τους Αγαρηνούς, και τους διέλυσε και τους διεσκόρπισε. Αυτά ομολογούσαν οι ίδιοι οι Αγαρηνοί το πρωί που έφευγαν «χωρίς διώκον τος». Σωρεία τα πτώματα στην παραλία. Τα απομεινάρια της τούρκικης στρατιάς μαζεμένα στα λίγα πλοία που απέμειναν, φεύγουνε ντροπιασμένα για την Κωνσταντινούπολη. Αληθινά! «Τον ελπίζοντα επί Κύριον έλεος κυκλώσει». Και «αυτή εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών». (Α' Ίωάν. ε', 4). Δηλαδή αυτή είναι η δύναμη που νίκησε τον κόσμο, η πίστη μας.
Η ανέλπιστη σωτηρία της νήσου από την εκστρατεία των Τούρκων
ανάγκασε κι αυτή την αριστοκρατία των Ενετών, να αναγνωρίσει ως
ελευθερωτή της Κέρκυρας τον άγιο Σπυρίδωνα. Και ως εκδήλωση ευγνωμοσύνης
να προσφέρει στον ναό μια ασημένια πολύφωτη κανδήλα, και να ψηφίσει
ώστε το λάδι που θα χρειαζόταν κάθε χρόνο για το άναμμα της κανδήλας
αυτής, να προσφέρεται από το Δημόσιο. Με ψήφισμα της πάλι η Ενετική
διοίκηση καθιέρωσε την 11 Αυγούστου, σαν ημέρα εορτής του αγίου και
λιτανεύσεως του ιερού Σκηνώματός Του.
Ο αρχιναύαρχος του Ενετικού στόλου
και διοικητής της νήσου Κερκύρας, Ανδρέας Πιζάνης, θέλοντας κατά ένα
τρόπο πιο φανερό και πιο θεαματικό να εκδηλώσει την ευγνωμοσύνη του στον
άγιο για τη σωτηρία, αποφάσισε να στήσει στον ναό ένα θυσιαστήριο
ακόμη. Ένα θυσιαστήριο για να γίνεται επάνω σ' αυτό το μυστήριο της
Θείας Ευχαριστίας κατά το Λατινικό δόγμα. Το θυσιαστήριο, αλτάριο κατά τους Λατίνους, θα κτιζόταν δίπλα στην Αγία Τράπεζα των Ορθοδόξων κι εκεί θα γινόταν από Λατίνο ιερέα η θεία Λειτουργία.
Στη σκέψη του αυτή πολύ ενισχύθηκε ο Ενετός διοικητής και από ένα θεολόγο Λατίνο σύμβουλο του, κάποιο Φραγκίσκο Φραγγιπάνη. Ο τελευταίος θεώρησε την ευκαιρία μοναδική για να τοποθετήσει στο ναό του αγίου αλτάριο, δηλαδή αγία Τράπεζα φράγκικη και να τελείται μέσα στον ορθόδοξο ναό του αγίου η θεία Λειτουργία με άζυμα, κατά το δικό τους το δόγμα.
Μετά τη γνωμοδότηση, που πήρε από τον σύμβουλο του ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης, κάλεσε τους ιερείς του Ναού και τους ανακοίνωσε τον σκοπό του και ζήτησε κατά κάποιο τρόπο από αυτούς και τη συγκατάθεση τους. Εκείνοι, όπως ήτο φυσικό, αρνήθηκαν κι υπέδειξαν, πως αυτό θα ήταν μια καινοτομία ασύγγνωστη και επιζήμια και γι' αυτό δεν έπρεπε να γίνει. Στην άρνηση των ιερέων να συγκατατεθούν στην τοποθέτηση του αλταρίου, ο διοικητής τους απείλησε κι αποφάσισε να προχωρήσει στην εκτέλεση του σχεδίου του χωρίς την άδεια τους.
Οι ιερείς στην επιμονή του κατέφυγαν με δάκρυα στον άγιο τους και ζήτησαν με θερμή προσευχή, τη βοήθεια και την προστασία του. Ο διοικητής με το δικαίωμα που του έδινε η εξουσία, προσπάθησε ανεμπόδιστα να προχωρήσει στην εκτέλεση της παράνομης επιθυμίας του. Αλλά και ο άγιος, για να προλάβει μια τέτοια απαράδεκτη πράξη, παρουσιάστηκε δύο κατά συνέχεια νύκτες στον ύπνο του με το ένδυμα ορθόδοξου μονάχου και του συνέστησε να παραιτηθεί από την απόφαση του, διαφορετικά θα το μετάνοιωνε πολύ πικρά.
Τρομαγμένος ο διοικητής κάλεσε τον σύμβουλο του και του φανέρωσε και τις δύο φορές την απειλή του αγίου. Ο θεολόγος σύμβουλος γέλασε και τις δύο φορές κι υπέδειξε πώς δεν έπρεπε αυτός ένας μορφωμένος άρχοντας να βασισθεί στα όνειρα, που είναι έργο, όπως του είπε, του διαβόλου και που σκοπό έχουν να παρεμποδίσουν και να ματαιώσουν ένα καλό και θεάρεστο έργο.
Τα λόγια του συμβούλου διασκέδασαν τον φόβο του διοικητού, ο οποίος μάλιστα την επομένη ήμερα 11 Νοεμβρίου 1718 μ.Χ. ακολουθούμενος από τη συνοδεία του πρωί-πρωί ξεκίνησε για την εκκλησία του αγίου για να προσκυνήσει τάχατες το λείψανο και να ανάψει το καντήλι του. Ουσιαστικά όμως πήγε εκεί για να καταμετρήσει το μέρος που θα κτιζόταν το αλτάριο και να καθορίσει και τις διαστάσεις του, μήκος, πλάτος και ύψος.
Εκεί στον ναό για μια ακόμη φορά αγωνίστηκαν οι ιερείς με κάθε τρόπο, να τον αποτρέψουν από του να εκτελέσει το σχέδιο του. Άδικα, όμως. Ο άρχοντας, όχι μόνο δεν μεταπείσθηκε, αλλά και με σκληρό και βάναυσο τρόπο τους απείλησε πώς, αν του ξαναμιλούσαν γι' αυτό το θέμα, θα τους έστελνε φυλακή στη Βενετία.
Έφυγε ο διοικητής με τη συνοδεία του, με την απόφαση την επομένη το πρωί, δηλαδή στις 12 του Νοέμβρη, οι άνθρωποι του να ερχόντουσαν να. αρχίσουν το έργο. Οι ιερείς κι ένας αριθμός πιστών έμειναν εκεί, συνεχίζοντας με δάκρυα τις παρακλήσεις τους μπροστά στην ανοικτή λάρνακα, που περιείχε το σεπτό λείψανο.
Πέρασε η μέρα. Νύχτωσε. Κοντά στα μεσάνυχτα, όπως μας διηγείται ο υπέροχος χρονικογράφος Αθανάσιος ο Πάριος, στο βιβλίο του «ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΡΙΣΙΣ», βροντές και κεραυνοί συνταράζουν την πόλη. Ο σκοπός, που βρισκόταν στην είσοδο του φρουρίου κοντά στην πυριτιδαποθήκη βλέπει κάποιο μοναχό να προχωρεί μ' ένα δαυλό αναμμένο στο χέρι και να μπαίνει στο Φρούριο. Πρόφτασε και του φώναξε:
Ένα πρωί της 24ης Ιουνίου 1716 μ.Χ. η τουρκική στρατιά με επίκεφαλής τον σκληρό στρατηγό της επέδραμε και πολιόρκησε την πόλη κι απ' την ξηρά κι από τη θάλασσα. Επί πενήντα μέρες το αίμα χυνόταν ποτάμι κι από τις δύο μεριές. Οι υπερασπιστές Έλληνες και Βενετσιάνοι αγωνιζόντουσαν απεγνωσμένα για να σώσουν την πόλη. Τα γυναικόπαιδα, μαζεμένα στον ιερό ναό του αγίου μαζί με τους γέρους κι όσους δεν μπορούσαν να πάρουν όπλα προσεύχονται στα γόνατα και με στεναγμούς λαλητούς εκζητούν του προστάτη αγίου τη μεσιτεία. Σαν πέρασαν οι πενήντα μέρες οι εχθροί αποφάσισαν να συγκεντρώσουν όλες τις δυνάμεις τους και να κτυπήσουν με πιο πολλή μανία την πόλη. Κερκόπορτα ζητούν κι εδώ οι εχθροί για να τελειώσουν μια ώρα γρηγορώτερα το έργο τους. Απ' την Κερκόπορτα δεν μπήκαν κι οι προγονοί τους και κατέκτησαν τη Βασιλεύουσα; Γι' αυτό και προβάλλουν δελεαστικές υποσχέσεις, για να πετύχουν κάποια προδοσία.
Το επόμενο πρωινό ένας Αγαρηνός* με τηλεβόα κάνει προτάσεις στους μαχητές να παραδοθούν, αν θέλουν να σωθούν. Την ίδια ώρα όμως αραδιάζει κι ένα σωρό απειλές στην περίπτωση, που οι υπερασπιστές δεν θα δεχόντουσαν τη γενναιόδωρη πρόταση του.
Περνούν οι ώρες. Η αγωνία κι ο φόβος συνέχει τις ψυχές. Οι Αγαρηνοί ετοιμάζονται για το τελειωτικό κτύπημα, όπως λένε. Μα κι οι υπερασπιστές εμψυχωμένοι από τις προσευχές τόσο των ίδιων, όσο και των ιδικών τους μένουν αλύγιστοι κι ακλόνητοι στις θέσεις τους. Η πρώτη επίθεση αποκρούεται με πολλά τα θύματα κι από τις δύο μεριές. Η πόλη της Κέρκυρας περνά τρομερά δύσκολες στιγμές. Η θλίψη, όμως, των στιγμών εκείνων «υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει» (Ρωμ. ε', 3-5). Η ελπίδα στον Θεό ουδέποτε στ' αλήθεια ντροπιάζει ή διαψεύδει αυτόν που την έχει. Κι ο λαός ελπίζει και προσεύχεται. Προσεύχεται και πιστεύει πώς ο ακοίμητος φρουρός και προστάτης άγιος του, δεν θα τον εγκαταλείψει.
Στον ιερό ναό οι προσευχές του άμαχου πληθυσμού συνεχίζονται θερμές κι αδιάκοπες.
Ξημέρωσε η 10η Αυγούστου. Κάτι ασυνήθιστο για την εποχή παρατηρείται την ήμερα αυτή από το πρωί. Ο ουρανός είναι σκεπασμένος με μαύρα πυκνά σύννεφα. Από στιγμή σε στιγμή ετοιμάζεται να ξεσπάσει τρομερή καταιγίδα. Και να! Πολύ πριν από το μεσημέρι μια βροχή, καταρρακτώδης, βροχή κατακλυσμιαία αρχίζει να πέφτει στη γη. Μοναδική η περίπτωση. Νύχτωσε κι ακόμη έβρεχε. Σαν αποτέλεσμα της κακοκαιρίας αυτής καμιά επιθετική προσπάθεια δεν αναλήφθηκε εκείνη την ήμερα. Η νύχτα περνά ήσυχα. Περί τα ξημερώματα της 11ης Αυγούστου συνέβη κάτι το εκπληκτικό, το αναπάντεχο. Μια Ελληνική περίπολος που έκαμνε αναγνωριστικές επιχειρήσεις, για να εξακριβώσει από που οι εχθροί θα επιτίθεντο, βρήκε τα χαρακώματα των Τούρκων γεμάτα νερό από τη βροχή και πολλούς Τούρκους στρατιώτες πνιγμένους μέσα σ' αυτά. Νεκρική σιγή βασίλευε παντού. Στό μεταξύ ξημέρωσε για καλά. Οι χρυσές ακτίνες του ήλιου πέφτουν στη γη και χαιρετούν την άγρυπνη πόλη. Οι τηλεβόες σιγούν. Οι εχθροί δεν φαίνονται. Μήπως κοιμούνται; Τι να συμβαίνει άραγε;
Μα δεν το είπαμε; Η ελπίδα στον Θεό «ου καταισχύνει». Δεν ντροπιάζει ποτές εκείνο που την έχει. Και να!
Όλη τη νύχτα ο θαυματουργός εκείνος υπερασπιστής της νήσου, ο άγιος Σπυρίδωνας της Κύπρου με ουράνια στρατιά συνοδεία κτύπησε άγρια τους Αγαρηνούς, και τους διέλυσε και τους διεσκόρπισε. Αυτά ομολογούσαν οι ίδιοι οι Αγαρηνοί το πρωί που έφευγαν «χωρίς διώκον τος». Σωρεία τα πτώματα στην παραλία. Τα απομεινάρια της τούρκικης στρατιάς μαζεμένα στα λίγα πλοία που απέμειναν, φεύγουνε ντροπιασμένα για την Κωνσταντινούπολη. Αληθινά! «Τον ελπίζοντα επί Κύριον έλεος κυκλώσει». Και «αυτή εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών». (Α' Ίωάν. ε', 4). Δηλαδή αυτή είναι η δύναμη που νίκησε τον κόσμο, η πίστη μας.
Η Κέρκυρα πανηγυρίζει. Ο πιστός λαός, μαζεμένος στην εκκλησία του αγίου, δοξολογεί τον Θεό και ψάλλει με δυνατή φωνή: «Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ... δόξα τω ενεργούντι δια σου... Ναι! δόξα στον Παντοδύναμο Χριστό, που σε δόξασε. Δόξα και σε σένα άγιε, που με τη χάρη Του ενεργείς τα τόσα θαύματα σου».
Στη σκέψη του αυτή πολύ ενισχύθηκε ο Ενετός διοικητής και από ένα θεολόγο Λατίνο σύμβουλο του, κάποιο Φραγκίσκο Φραγγιπάνη. Ο τελευταίος θεώρησε την ευκαιρία μοναδική για να τοποθετήσει στο ναό του αγίου αλτάριο, δηλαδή αγία Τράπεζα φράγκικη και να τελείται μέσα στον ορθόδοξο ναό του αγίου η θεία Λειτουργία με άζυμα, κατά το δικό τους το δόγμα.
Μετά τη γνωμοδότηση, που πήρε από τον σύμβουλο του ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης, κάλεσε τους ιερείς του Ναού και τους ανακοίνωσε τον σκοπό του και ζήτησε κατά κάποιο τρόπο από αυτούς και τη συγκατάθεση τους. Εκείνοι, όπως ήτο φυσικό, αρνήθηκαν κι υπέδειξαν, πως αυτό θα ήταν μια καινοτομία ασύγγνωστη και επιζήμια και γι' αυτό δεν έπρεπε να γίνει. Στην άρνηση των ιερέων να συγκατατεθούν στην τοποθέτηση του αλταρίου, ο διοικητής τους απείλησε κι αποφάσισε να προχωρήσει στην εκτέλεση του σχεδίου του χωρίς την άδεια τους.
Οι ιερείς στην επιμονή του κατέφυγαν με δάκρυα στον άγιο τους και ζήτησαν με θερμή προσευχή, τη βοήθεια και την προστασία του. Ο διοικητής με το δικαίωμα που του έδινε η εξουσία, προσπάθησε ανεμπόδιστα να προχωρήσει στην εκτέλεση της παράνομης επιθυμίας του. Αλλά και ο άγιος, για να προλάβει μια τέτοια απαράδεκτη πράξη, παρουσιάστηκε δύο κατά συνέχεια νύκτες στον ύπνο του με το ένδυμα ορθόδοξου μονάχου και του συνέστησε να παραιτηθεί από την απόφαση του, διαφορετικά θα το μετάνοιωνε πολύ πικρά.
Τρομαγμένος ο διοικητής κάλεσε τον σύμβουλο του και του φανέρωσε και τις δύο φορές την απειλή του αγίου. Ο θεολόγος σύμβουλος γέλασε και τις δύο φορές κι υπέδειξε πώς δεν έπρεπε αυτός ένας μορφωμένος άρχοντας να βασισθεί στα όνειρα, που είναι έργο, όπως του είπε, του διαβόλου και που σκοπό έχουν να παρεμποδίσουν και να ματαιώσουν ένα καλό και θεάρεστο έργο.
Τα λόγια του συμβούλου διασκέδασαν τον φόβο του διοικητού, ο οποίος μάλιστα την επομένη ήμερα 11 Νοεμβρίου 1718 μ.Χ. ακολουθούμενος από τη συνοδεία του πρωί-πρωί ξεκίνησε για την εκκλησία του αγίου για να προσκυνήσει τάχατες το λείψανο και να ανάψει το καντήλι του. Ουσιαστικά όμως πήγε εκεί για να καταμετρήσει το μέρος που θα κτιζόταν το αλτάριο και να καθορίσει και τις διαστάσεις του, μήκος, πλάτος και ύψος.
Εκεί στον ναό για μια ακόμη φορά αγωνίστηκαν οι ιερείς με κάθε τρόπο, να τον αποτρέψουν από του να εκτελέσει το σχέδιο του. Άδικα, όμως. Ο άρχοντας, όχι μόνο δεν μεταπείσθηκε, αλλά και με σκληρό και βάναυσο τρόπο τους απείλησε πώς, αν του ξαναμιλούσαν γι' αυτό το θέμα, θα τους έστελνε φυλακή στη Βενετία.
Επισκεφθείτε τον Άγιο Σπυρίδωνα στην Κέρκυρα, από τον υπολογιστή σας
Έφυγε ο διοικητής με τη συνοδεία του, με την απόφαση την επομένη το πρωί, δηλαδή στις 12 του Νοέμβρη, οι άνθρωποι του να ερχόντουσαν να. αρχίσουν το έργο. Οι ιερείς κι ένας αριθμός πιστών έμειναν εκεί, συνεχίζοντας με δάκρυα τις παρακλήσεις τους μπροστά στην ανοικτή λάρνακα, που περιείχε το σεπτό λείψανο.
Πέρασε η μέρα. Νύχτωσε. Κοντά στα μεσάνυχτα, όπως μας διηγείται ο υπέροχος χρονικογράφος Αθανάσιος ο Πάριος, στο βιβλίο του «ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΡΙΣΙΣ», βροντές και κεραυνοί συνταράζουν την πόλη. Ο σκοπός, που βρισκόταν στην είσοδο του φρουρίου κοντά στην πυριτιδαποθήκη βλέπει κάποιο μοναχό να προχωρεί μ' ένα δαυλό αναμμένο στο χέρι και να μπαίνει στο Φρούριο. Πρόφτασε και του φώναξε:
- «Ποιός είσαι; Πού πάς»; Μια φωνή του απήντησε. «Είμαι ο Σπυρίδων».
- Η τιμωρία παραδειγματική. Και το δίδαγμα από το περιστατικό μοναδικό. Η Ορθοδοξία δεν μπορεί να συγχέεται με τον παπισμό. Η Ορθοδοξία είναι φως, αλήθεια, ζωή. Ο παπισμός σκοτάδι, αίρεση, πλάνη.
*Αγαρηνοί αποκαλούνταν ιδίως από τον 10ο αιώνα οι Άραβες από τους Βυζαντινούς. Το όνομα προέρχεται από την βιβλική Άγαρ με την οποία ο Αβραάμ γέννησε τον Ισμαήλ. Ο τελευταίος θεωρείται ο γενάρχης των Αράβων, γι'αυτό αποκαλούνται και Ισμαηλίτες. Το όνομα «Αγαρηνοί» εχρησιμοποιείτο από τους Βυζαντινούς με την έννοια του «μουσουλμάνου», ανεξαρτήτως του έθνους στο οποίο ανήκαν. Μερικές φορές μάλιστα αυτό το όνομα παρατίθεται μαζί με το εθνώνυμο, π.χ. Άραβες Αγαρηνοί, Πέρσες Αγαρηνοί και Τούρκοι Αγαρηνοί. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ ο Β' έγραψε σύγγραμμα με τον τίτλο «Διάλογοι μετά Πέρσου Αγαρηνού». Η ονομασία Αγαρηνοί απέκτησε αρνητική σημασία λόγω των μεγάλων καταστροφών και αγριοτήτων που διέπραξαν οι Άραβες όταν κατείχαν την Κρήτη, μετά το 823.[1]
Στην εποχή της τουρκοκρατίας το Αγαρηνός έγινε συνώνυμο του Τούρκος και είχε τη μεταφορική έννοια του άπιστου και του αιμοβόρου και εκδήλωνε το μίσος των υποδούλων κατά των κατακτητών. Με αυτή την έννοια η λέξη συναντάται σε εκκλησιαστικά τροπάρια, σε ύβρεις (π.χ. σκύλε Αγαρηνέ) και κατάρες (π.χ. να σε πνίξει το σκοινί τ' Αγαρηνού).[2]
Παραπομπές
1. Αδαμαντίου Αδαμάντιος, λήμμα «Αγαρηνοί», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη.
2. Εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς", λήμμα «Αγαρηνός». s
Ιστορικά έγγραφα/ντοκουμέντα για το Θαύμα
και την Λιτανεία της 11 Α υ γ ο ύ σ τ ο υ
Το έτος 1717 η Βενετική Δημοκρατία βρίσκονταν σε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. (33) Εις το πλαίσιο των εχθροπραξιών των δύο αντιμαχόμενων δυνάμεων υπήρξε και η πολιορκία της Κερκύρας από τους Τούρκους. Ο κίνδυνος του ανδραποδισμού και του αφανισμού δια της σφαγής ήταν μεγάλος διότι οι δυνάμεις των απίστων ήσαν ασυγκρίτως μεγαλύτερες των χριστιανικών. Παρά δε την στρατηγική δεξιότητα του διευθύνοντος τα χριστιανικά όπλα σάξονα στρατάρχη Ιωάννου Ματθία κόμητα Schulemburg, και παρά την γενναιότητα και την αυτοθυσία με την οποίαν αντιμετώπισαν τον επιδρομέα οι Κερκυραίοι και οι άλλοι χριστιανοί μαχητές, στο τέλος θα υπέκυπταν, εάν δεν επενέβαινε η θεία δύναμις, και πάλι δια της μεσολαβήσεως του ιερού Σπυρίδωνος, αποτελεσματικά υπέρ των υπερασπιστών της πόλεως.
Η πολιορκία άρχισε την 24 Ιουνίου (ε.π.) 1716, τερματίστηκε δε την 11 Αυγούστου του έτους εκείνου δια της άτακτου αναχωρήσεως των επιδρομέων. Ιδού δε πώς αναγράφει το γεγονός η διήγηση των θαυμάτων του Άγιου:
«Πολέμου καὶ μάχης ὑπαρχούσης μεταξὺ Ἑνετῶν καὶ Ὀθωμανῶν, μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Πελοποννήσου, ἐφάνη εὔλογον εἰς τὴν εὐτολμίαν τοῦ στρατηγοῦ τῶν δυσσεβῶν Ἀγαρηνῶν νὰ καταδουλώσωσι καὶ τὴν Κέρκυραν. Ὅθεν κατὰ τὸ χιλιοστὸν ἐπτακοσιοστὸν δέκατον ἕκτον σωτήριον ἔτος, τῇ εἰκοστῇ τετάρτῃ Ἰουλίου, ἐπιδραμόντες οἱ σκληροὶ οὗτοι ἐπολιόρκησαν ἐξαίφνης τὴν πόλιν διὰ ξηρᾶς καὶ διὰ θαλάσσης. Ἀφοῦ δὲ ἤρχισεν ὁ βαρβαρικὸς πόλεμος, μὲ πῦρ καὶ μὲ σίδηρον κατέθλιβον τὴν πόλιν καὶ τοὺς πολίτες· καὶ μετὰ παρέλευσιν πεντήκοντα ἡμερῶν, ἐν αἷς σφοδραὶ μάχαι εἶχον γίνει, οἱ βάρβαροι ἐβουλεύθησαν νὰ συγκεντρώσωσι τὰς δυνάμεις των, καὶ νὰ ἐπανέλθωσιν κατὰ τῆς πόλεως Κερκύρας.
Πάντες δὲ οἱ πιστοὶ μὲ στεναγμοὺς καὶ δάκρυα ἐν νυκτὶ καὶ ἡμέρᾳ, τὸν Ἱεράρχην ἱκέτευον. Ὅτε δὲ τὰ τῶν Ἀγαρηνῶν στρατεύματα, ἐπανῆλθον πρὸς ἐπίθεσιν εἰς τὸ ἀκρότειχον τῆς πόλεως, μετ’ ὁλίγον πολλοὶ ἐξ αὐτῶν κακοὶ κακῶς ἠφανίσθησαν, καὶ διὰ τῶν πρεσβειῶν τοῦ Ἱεράρχου διεσκορπίσθησαν. Μετὰ τοῦτο δὲ μεγαλυτέραν σκληρότητα καὶ ἀπάνθρωπον φόνον ἔπνεον οἱ βάρβαροι ἐπαπειλοῦντες ἐναντίον τῆς πόλεως ἄλλην ἐπιδρομὴν καὶ πανάλεθρον αἰχμαλωσίαν καὶ θάνατον.
Αἱ δεήσεις δὲ καὶ αἱ προσευχαὶ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς δὲν ἔλειψαν, διὰ τῶν ὁποίων μετὰ πολλῆς εὐλαβείας, ἐπεκαλοῦντο τὴν τοῦ κοινοῦ Πατρὸς προστασίαν καὶ σκέπην· διὸ καὶ τοῦ σκοποῦ δὲν ἀπέτυχον. Ἐνῷ λοιπὸν οἱ Κερκυραῖοι περιέμενον τὴν ἐκ τῶν βαρβάρων παντελῆ ἀπώλειαν, φαίνεται, ὄρθρου βαθέος, πρὸς τοὺς ἐχθροὺς ὁ μέγας πατὴρ ἡμῶν Σπυρίδων μετὰ πλήθους στρατιᾶς οὐρανίου καὶ, ἐπέχων εἰς τὴν δεξιὰν ἀστραπόμορφον ξίφος, ἐδίωκε μὲ θυμὸν αὐτούς. Τοιοῦτον λοιπὸν παράδοξον ἰδόντες οἱ Ὀθωμανοὶ στρατιῶται, εὐθὺς ἐτράπησαν εἰς φυγήν, καὶ συγκρουόμενοι μεταξύ τῶν ἐφοβοῦντο μήπως ἀοράτως πληγωθῶσιν.
Ἔφυγον λοιπὸν καὶ συνετρίβησαν ἀπὸ φόβον, ἄνευ πολέμου, ἤ πυρός, ἤ μαχαίρας, ἤ ἄλλου τινὸς διώκοντος, εἰμὴ μόνης τῆς ἀοράτου δυνάμεως τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ, διὰ τῶν θερμοτάτων εὐχῶν τοῦ θαυματουργοῦ Σπυρίδωνος. Ἀφοῦ λοιπὸν ἀνεχώρησαν τὰ πεζικὰ καὶ ἱππικὰ τάγματα, ἀπέπλευσε καὶ ὁ στόλος αὐτῶν· ἔτσι δὲ διέμενεν ἐλευθέρα ἡ Κέρκυρα. Τὸ δὲ πρωΐ ἐνῶ περιέμενον οἱ πολῖται τὴν συνήθη μάχην, δὲν εἶδον οὐδένα, εἰμὴ σιωπὴν καὶ ἡσυχίαν. Περίεργοι λοιπὸν ἐπελθόντες εἰς τὰς σκηνὰς τῶν ἐχθρῶν, ἐννόησαν τὸ θαῦμα· καὶ σκιρτῶντες μετ’ εὐφροσύνης, ἠγάλλοντο διὰ τὸ καινὸν καὶ παράδοξον· ἐπειδὴ ὄχι μόνον τοὺς ἔβλεπον τοὺς Ἰσμαηλίτας φεύγοντας, ἀλλὰ καὶ τὰ ὑπάρχοντα αῦτῶν ἐλαφυραγώγησαν· ἐκεῖνοι δὲ καὶ ἐνῷ ἔφευγον, ἀναφανδὸν ὡμολόγουν, ὅτι ἀπὸ τινα σεβάσμιον μοναχόν, δηλαδὴ τὸν Σπυρίδωνα, ὅς τις άνεφάνη εἰς τὸν αἰθέρα μὲ ἔνδοξον στόλον στρατιᾶς οὐρανίου, ἐτράπησαν εἰς ταχυτάτην φυγήν. Ἔδραμον δὲ πάντες μετ’ εὐλαβείας, εἰς τὸν τοῦ ἁγίου ναό ν, δοξάσαντες τὸν Θεὸν καὶ εὐχαριστοῦντες τὸν Ἱεράρχην». (34)
Εις ανάμνηση του θαύματος τούτου, και εις δόξαν του Παντοδυνάμου Θεού
και τιμήν του προστάτου αγίου Σπυρίδωνος, καθιερώθη η κατ’ έτος και
κατά την 11 Αυγούστου Λιτανεία του σεπτού Σκηνώματος του Αγίου, δι’
αποφάσεως του Βενετού Γενικού Καπιτάνου Κερκύρας Ανδρέου Πιζάνη, από
1930 Μαρτίου 1717, και η όποια παρατίθεται εν συνεχεία. (35)
«Ἐπὶ τῆς πολιορκίας τοῦ φρουρίου τούτου τῶν Κορυφῶν, ὁρατὴ ὑπῆρξεν ἡ
προστασία τοῦ ἐνδόξου ἁγίου Σπυρίδωνος ὑπὸ τῶν ἰσχυρῶν μεσιτεύσεων τοῦ
ὁποίου, κινηθεῖσα ἡ θεία εὐσπλαχνία, ἡθέλησε νὰ ποιήσῃ τόσον λαμπρότερον
τὸ θαῦμα, ὅσον καθ’ ἣν ὥραν ἦτο μάλιστα ἐπικείμενος ὁ κίνδυνος, διὰ
ἀπροσδοκήτου εὐτυχοῦς μεταβολῆς ἠκολούθησεν ἡ ποθητὴ ἐλευθέρωσις τοῦ
αὐτοῦ φρουρίου, κατεσπευμένως τῶν πολεμίων ἀράντων τὸ στρατόπεδον καὶ
ἐγκαταλιπόντων τὸ πυροβολικόν, τὰ πολεμοφόδια καὶ τὴν ἀποσκευήν. Πρὸς
τὴν ἐνάργειαν τοσούτου θαύματος, πᾶσα καρδία καὶ πᾶσα διάνοια ὀφείλει νὰ
προσπέσῃ προσευχομένη καὶ ἐν ταπεινότητι τὰς εὐχαριστίας αὐτῆς
ἀποδίδουσα, νὰ καταδείξη τὸ μέγεθος ἅμα τῆς ἐνεργείας καὶ τοῦ κοινοῦ
ὀφειλήματος. Καὶ ἐπειδὴ εἰς ταῦτα πρέπει νὰ προστεθῶσι τὰ ἀποτελέσματα
δημοσίας, εὐλαβοῦς εὐγνωμοσύνης, κρίνει εὔλογον ἡ ἐξουσία αὕτη, νὰ
καθιερώσῃ διηνεκῶς ἐπέτειόν τινα μνημόνευσιν τῆς εὐτυχοῦς ἐκείνης
ἡμέρας, καθ’ ἣν εἴδομεν καταβεβλημένας τὰς προσπαθείας, ἐξηυτελισμένην
τὴν ὐπερηφάνειαν, καὶ τοὺς βαρβάρους ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ φόβου αὐτῶν τραπέντας
εἰς φυγὴν ὅτε μᾶλλον ἤλπιζαν νὰ ἐπιθέσωσι σκληρὸν ζυγὸν εἰς τοὺς λαοὺς
τούτους καὶ νὰ ὑπερνικήσωσι φρούριον, ὅπερ ἐξασφαλίζει τὴν
Χριστιανοσύνην κατὰ τῶν εἰσβολῶν αὐτῶν. Εἰς δόξαν λοιπὸν Θεοῦ τοῦ
Κυρίου, καὶ εἰς τιμὴν τοὺ Ἀγίου ἀντιλήπτορος, δυνάμει τῶν παρόντων καὶ
τῂ ἐξουσίᾳ τοῦ ἡμετέρου Γενικοῦ Καπιτανάτου ἀποφασίζεται, ὅτι κατὰ πᾶν
ἔτος, τὴν ἀξιομνημόνευτον ἡμέραν τῆς 22 Αὐγούστου ἔ.ν., δηλαδὴ 11 ἔ.π.,
μέλλει νὰ ἐκτίθηται τὸ θαυματουργὸν λείψανον τοῦ αὐτοῦ Ἁγίου, καὶ μετὰ
τὴν τέλεσιν τῆς λειτουργίας νὰ φέρηται ἐν λιτανείᾳ κατὰ τὴν πόλιν,
συνοδευόμενον ὑπὸ τοῦ κλήρου, τῶν δημοσίων παραστατῶν, καὶ τῶν ἀρχῶν τῆς
αὐτῆς πόλεως μετὰ τῆς μεγίστης τοῦ λαοῦ ἀκολουθίας, ἵνα πάντες
ἐπικαλῶνται διηνεκεῖς τὰς αὐτοῦ εὐλογίας, ὅπως καὶ κατὰ τὸ μέλλον
προστατεύσωσι καὶ ὑπερασπίζωσι κατὰ τῶν ἐπιβουλῶν τῶν ἀπίστων, τὴν πόλιν
καὶ τὴν νῆσον. Πρὸς πλειοτέραν δὲ λαμπρότητα καὶ χαρμοσύνην, πρέπει
κατὰ τὴν τελετὴν ταύτην, τὸ Ἅγιον λείψανον νὰ χαιρετᾶται παρὰ τῶν
φρουρίων καὶ παρὰ τῶν τυγχανόντων πλοίων, διὰ τῶν εἰς τὰς ἄλλάς
λιτανείας τοῦ αὐτοῦ Ἁγίου συνήθων πυροβολισμῶν, εἰς ἀθάνατον μαρτυρίαν
τῆς ἕνεκα τοσοῦτον εὐτυχοῦς συμβάντος δημοσίας εὐγνωμοσύνης.
Ἀφιέρωσεν ἡ ἐξοχωτάτη Σύγκλητος μεγάλην λαμπάδα ἀργυρᾶν, ἵνα ὑπάρχῃ
πάντοτε ἀναμμένη ἐνώπιον τοῦ Ἁγίου, καὶ πρὸς συντήρησιν θέλει προμηθευθῆ
παρὰ τοῦ Δημοσίου, ἀπὸ ἔτος εἰς ἔτος τὸ ἀπαιτούμενον ἔλαιον. Πρὸς δὲ
τούτοις, ἀναγνωρίζοντες ἡμεῖς εὔλογον ἐπίσης τὴν ἐξάσκησιν ἔργου τινὸς
ἐλεημοσύνης πρὸς τοὺς πτωχούς, ὅπερ εἶναι ἡ πρᾶξις ἡ μᾶλλον εὐπράσδεκτος
πρὸς τὸν Θεόν, θεσπίζομεν νὰ ληφθῶσι κατ’ ἔτος ἐκ τοῦ δημοσίου ταμείου,
ρεάλια ἑκατὸν πεντήκοντα οἱουδήποτε νομίσματος, ἵνα διανεμηθῶσιν εἰς
τοὺς πτωχοὺς τόσον Λατίνους ὅσον καὶ Γραικούς, εἰς τοὺς κατὰ τὴν πόλιν
ἐπαιτοῦντας, καὶ εἰς τοὺς μένοντας εἰς τὰς ἑαυτῶν κατοικίας,
παραδιδομένου τοῦ ἑνὸς ἡμίσεος τῶν χρημάτων τούτων εἰς τὸν
περιφανέστατον κύριον Ἀρχιεπίσκοπον, (*) τοῦ δὲ ἑτέρου εἰς τὸν κύριον
Πρωτοπαπᾶν, ἵνα ὁ μὲν πρῶτος ποιήσῃ τὴν διανομὴν εἰς τοὺς πτωχοὺς τῶν
Λατίνων, ὁ δὲ δεύτερος εἰς τοὺς πτωχοὺς τῶν Γραικῶν τὴν αὐτὴν ἡμέραν τῆς
λιτανείας ἐνώπιον τῶν παρασταῶν, (**) ἵνα ἐφελκύσωμεν πάντοτε μᾶλλον
τὰς εὐλογίας τοῦ Ὑψίστου, καὶ τὴν μεσίτευσιν τοῦ Θαυματουργοῦ αῦτοῦ
Ἁγίου, ὑπὲρ τῶν δημοσίων ὅπλων καὶ ὑπὲρ τῆς διηνεκοῦς διασώσεοος τοῦ
φρουρίου τούτου καὶ τῆς νήσου, ὑπὸ τὸ κράτος τῆς Γαληνοτάτης Πολιτείας.
Τῶν παρόντων διατάζομεν τὴν ἐγγραφὴν ὅπου δεῖ, καὶ ἰδίως ἐν τῷ δημοσίῳ
τούτῳ Ταμείῳ διὰ τὴν ἐπὶ παντός ἐκτέλεσιν αὐτῶν. Πρὸς πιστοποίησιν
τούτων, κτλ.
Κέρκυρα τῇ 30 Μαρτίου 1717.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΙΖΑΝΗΣ
Γενικὸς Καπιτάνος». (36)
Λιτανεία της 11 Αυγούστου
Κατά την Λιτανεία της 11 Αυγούστου παρατηρείται και η μεγαλύτερα συρροή των προσκυνητών. Μετά την επιστροφή της ιεράς πομπής εις τον Ναό, το σεπτό Λείψανο εκτίθεται εις προσκύνηση μέχρι του απογεύματος της 13 Αυγούστου. (41)
Γενικώς οι Λιτανείες του ιερού Λειψάνου διακρίνονται διά την μεγαλοπρέπεια και την τάξη. Από της καθιερώσεως των μέχρι και σήμερον αποτελούν εν ταύτω ιερές όσον και λαμπρές τελετές μοναδικές εις την Ελλάδα τουλάχιστον. Κατά το μακρό χρονικό διάστημα των ξενικών κατοχών εις την Κέρκυρα, υπό πάντων των στρατευμάτων, ιδιαιτέρως δε των βενετικών αδιαλείπτως αποδόθηκαν οι οφειλόμενες στρατιωτικές τιμές εις τις Λιτανείες του Άγιου Λειψάνου, (42) και η συνοδεία αυτών υπό των στρατιωτικών μουσικών. Μοναδική περίπτωση διακοπής της συμμετοχής του στρατού και της μουσικής εις την Λιτανεία του Άγιου Σπυρίδωνος, υπήρξε η, κατόπιν διαταγής της Αγγλικής Κυβερνήσεως, απαγόρευση κατά το έτος 1837.
Έτσι η Λιτανεία της 11 Αύγουστου του έτους εκείνου ήταν πενιχρά., σημειώθηκε μάλιστα και επεισόδιο, όταν κατά την στιγμήν της δεήσεως υπέρ της Βασιλίσσης Βικτωρίας, εμπρός εις το Αρμοστείο (σημ. Ανάκτορα της πόλεως), μερικοί νέοι εις ένδειξη διαμαρτυρίας έριξαν τις λαμπάδας των εναντίον του παρακολουθούντος Βρετανού Αρμοστή Δούγκλα. Το γεγονός τούτο είχε και το αγαθό αποτέλεσμα. Εννέα φιλόμουσοι Κερκυραίοι αποφάσισαν και ίδρυσαν μουσικό σώμα υπό την επωνυμία «Φιλαρμονικὴ Ἐταιρεία Ἅγιος Σπυρίδων», με κύριο σκοπό την συνοδεία στις Λιτανείες του σεπτού Σκηνώματος, σκοπός ο οποίος πραγματοποιήθηκε το πρώτο κατά την Λιτανεία της πρώτης Κυριακής του Νοεμβρίου 2]14 του έτους 1841. (43)
Εκτός από τις συνήθεις Λιτανείες, εις διάφορες εξαιρετικές περιστάσεις, λιτανεύτηκε εκτάκτως το ιερό Λείψανο του Αγίου κατά το παρελθόν. Έτσι,
1. την 9 Φεβρουαρίου 1743, λιτανεύθηκε το σεπτό Σκήνωμα «διἀ τὴν συναρωγῇ τοῦ Ἁγίου Λειψάνου διάσωσιν τῆς νήσου ἐκ παντελοῦς καταστροφῆς, τὴν ὁποίαν ἠπείλησεν ὁ κατὰ τὴν εἰρημένην ἡμέραν ἰσχυρότατος σεισμός».(44)
2. Επίσης (κατά τις σημειώσεις του Νικολάου Αρλιώτη) (45) «τῇ 27 (Μαρτίου) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς (1779 ἔτους), ἡμέρᾳ Κυριακῇ, ἐτελέσθη λιτανεία τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, καθιερωθεῖσα διὰ τὴν ἔκ τῆς κυριαρχίας τῶν Γάλλων ἀπελευθέρωσιν...». (46)
3. «Τῇ (4 Μαρτίου 1800) δευτέραν Κυριακὴν τῆς τεσσαρακοστῆς ἐτελέσθη, ὡς τὸ προηγούμενον ἔτος, ἡ διὰ τὴν ἔξωσιν τῶν Γάλλων λιτανεία...». (47)
4. «Τῇ δὲ 12 Δεκεμβρίου (δηλ. τοῦ ἔτους 1804) ἐτελέσθη μεγαλοπρεπὴς λιτανεία τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, διαρκούσης τῆς ὁποίας ἦσαν παρατεταγμένα...τὰ ρωσσικὰ στρατεύματα». (48)
(Πηγή: Ο Ιερός Σπυρίδων, Αθανάσιος Χ. Τσίτσας, πρωτοπρεσβύτερος, Κέρκυρα 1967, σσ. 50 - 64) Παραπομπές, Εργασία
(34) Ασματική Ακολουθία κλπ. εκδ. Μητρ. Μεθοδίου σελ. 107 -108.
(35) Το ιταλ. κείμενο βλ. εν G. Pojago, μν. έργ. τ. Ι σελ. 426 - 427, όπου λείπει μία πρόταση.
(*) Εννοεί τον Λατινεπίσκοπο.
(**) Δημόσιοι παραστάτες, και απλώς παραστάτες ονομάζονταν οι Βενετοί Κυβερνήτες, ως αντιπροσωπεύοντες το κυρίαρχο Κράτος.
(36) Λ.Σ. Βροκίνη, μν. έργ. σελ. 16 κ.ε.
πηγή
(37) «Ἀκολουθία τοῦ ἐν Κερκύρα κατὰ Ἀγαρηνῶν ὑπερφυοῦς θαύματος τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Σπυρίδωνος τοῦ θαματουργοῦ, συντεθεῖσα εἰς ἔπαινον τοῦ ἁγίου, καὶ ἀφιερωθεῖσα τῷ εὐγενεστάτῳ καὶ ἐκλαμπροτάτῳ κυρίῳ Ἰωάννῃ Ῥοδοστάμῳ, ἄρχοντι ἀξιωτάτῳ τῷ Κερκυραίῳ, εἰς δὲ τῶν πιστῶν ὠφέλειαν τύπῷ δοθεῖσα. Ἐνετίῃσιν, ἔτει σωτηίῶ ᾳψιη'., παρὰ Νικολάῳ τῷ Σάρῳ. Con licenza de’ Superiori.»
(38) «Θεία καὶ ι. Ἀκολουθία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Σπυρίδωνος. Ἑτίῃσι ᾳψιζ' (1717)» σελ. 6.
(39) «Διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς Κερκύρας ἡ Ἐνετικὴ Σύγκλητος (ἀφιερώνει) εἰς τὸν Πολιοῦχον Ἄγιον Σπυρίδωνα, κατὰ τὸ ἔτος 1716». Σχετικά με την κανδήλαν βλ. Α. Τσίτσα, Οι Επιγραφές του Ναού του Αγίου Σπυρίδωνος, Κέρκυρα 1966, σελ. 24 κε.
(40) «Εἰς τὸν Πολιούχον Ἅγιον Σπυρίδωνα, διὰ τὴν προστασίαν, τὴν ὁποίαν ἔλαβον οἱ δύο στόλοι ὑπὸ τὴν ἡγεσίαν τοῦ Ἀνδρέου Πιζάνη, ὑπὰτου ἀρχηγοῦ καὶ τῶν δύο στόλων, οἱ εὐγενεῖς ἀφιέρωσαν κατὰ τὸ ἔτος 1717». Σχετικά εν εκτάσει. βλ. ανωτ. σελ. 26 κε.
(41) «Ἕνεκα τῶν εἰσέτι διαμενόντων ἐνταῦθα εὐαρίθμων Τούρκων καὶ ἑτέρων ἄλλων λόγων, δὲν ἐτελέσθη κατὰ τὴν 11 Αὐγούστου (τοῦ ἔτους 1799) ἡ συνήθης Λιτανεία». (Α. 2. Βροκίνη, μν. έργ. σελ. 12).
(42) βλ. Λ. Βροκίνη, μν. έργ. σελ. 50 κε.
(43) ένθ. ανωτ. σελ. 21 κε.
(44) ένθ. ανωτ. σελ. 5.
(45) ένθ. ανωτ. σελ. 11.
(46) ένθ. ανωτ. σελ. 5, στην υποσημείωση
(47) ένθ. ανωτ.
(48) ένθ. ανωτ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου