Κυριακή 18 Αυγούστου 2019

Ο άγιος Ματθαίος Ρεθύμνου (18 Αυγούστου) και ο Κρυπτοχριστιανισμός στην Κρήτη

[Το παρόν είναι απόσπασμα εκτενέστερης μελέτης, με επιμέλεια του γράφοντος, η οποία περιλαμβάνεται στο Ημερολόγιο 2019 της Ιεράς Μητροπόλεως Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, το οποίο μπορείτε να διαβάσετε εδώ].


Ο χριστιανισμός είναι Εκκλησία μαρτύρων και δεν υπάρχει εποχή χωρίς μάρτυρες, διότι ο Εχθρός του ανθρώπου (ο διάβολος) δεν παύει στιγμή να πιέζει τους φίλους του αληθινού Θεού, τους υιούς του φωτός, ν’ αρνηθούν την πίστη τους και να πέσουν στα νύχια του. Το τέλος του 19ου αιώνα και ο 20ός αιώνας λαμπρύνονται με το αίμα εκατομμυρίων μαρτύρων, αρχίζοντας από τους 222 Κινέζους αγίους νεομάρτυρες του Πεκίνου (Ιούνιος 1900) και συνυπολογίζοντας τα πλήθη των Ελλήνων ορθοδόξων που βασανίστηκαν και θανατώθηκαν ποικιλοτρόπως (αλλά δεν τούρκεψαν) στον Πόντο, την Καππαδοκία και τα μικρασιατικά παράλια, τις εκατοντάδες χιλιάδες Σέρβους που κατεσφάγησαν από τους Ουστάσι κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (αλλά δεν εκλατινίστηκαν) και τους αναρίθμητους ορθοδόξους μάρτυρες που θυσιάστηκαν ως χριστιανοί στα διάφορα αθεϊστικά καθεστώτα, όπου γης, καθώς και στα φασιστικά καθεστώτα και τις κατεχόμενες από τους ναζί χώρες (όπως οι άγιοι ορθόδοξοι μάρτυρες των Παρισίων, 20 Ιουλίου, o άγιος Γρηγόριος Περάντζε του Άουσβιτς, 6 Δεκεμβρίου, ο άγιος Αλέξανδρος Σμορέλ – 13 Ιουλίου – στη ναζιστική Γερμανία κ.ά.).

Ο 21ος αιώνας εξάλλου είναι ήδη αιώνας πολλών μαρτύρων, που σφαγιάζονται, αλλά δεν αρνούνται το Χριστό, στην Ασία (ιδίως στη Συρία) και την Αφρική (Β. Αφρική, Νιγηρία, Κένυα κ.α.) κάτω από τη σπάθη του τζιχαντισμού. Οι μάρτυρες αυτοί είναι είτε ορθόδοξοι, είτε Κόπτες και Σύριοι «αντιχαλκηδόνιοι» χριστιανοί (δηλ. απόγονοι των αρχαίων μονοφυσιτών, που έχουν σχηματίσει στην Αίγυπτο, τη Συρία κ.α. συμπαγείς χριστιανικές κοινότητες εκατομμυρίων χριστιανών ήδη από τον 5ο αιώνα μ.Χ.), είτε άλλοι, ενώ υπάρχουν και μεμονωμένα μαρτύρια, όπως του ιεραποστόλου π. Δανιήλ Συσόεφ στη Μόσχα στις 19 Νοεμβρίου 2009.

 Πόσοι από όλους αυτούς είναι άγιοι, ο Θεός το ξέρει. 

Ορισμένοι ήδη έχουν επισημανθεί από την Αγία μας Εκκλησία και η αγιότητά τους έχει διακηρυχθεί. Αλλά και στις δικές μας «ειρηνικές» κοινωνίες, καθημερινά ζούμε το «μαρτύριο της συνειδήσεως»: τους χριστιανούς, όταν όντως προσπαθούν να εφαρμόσουν την εντολή του Χριστού, δεν τους καίνε ζωντανούς, δεν τους αποκεφαλίζουν, ακόμη δεν τους απολύουν από την εργασία τους (σε δυτικές χώρες παρατηρείται και αυτό), αλλά τους υποτιμούν, τους χλευάζουν, τους εκβιάζουν ψυχικά, τους θέτουν στο περιθώριο ως «ιδιόρρυθμους», αντί να τους υψώσουν ως παραδείγματα προς μίμησιν για να πάψει η κοινωνία όλων των χωρών να μετατρέπεται ολοένα και περισσότερο σε κόλαση. Ποιοι τα πράττουν αυτά; Οι πολλοί, είτε επιθετικοί αθεϊστές, είτε επίσης «χριστιανοί», αλλά υποκριτές – «χριστιανοί», επαναπαυμένοι στην ψευδαίσθηση ότι οι ίδιοι είναι δίκαιοι και πως, όποιος λαμβάνει σοβαρά υπόψιν την εντολή για αγάπη στους εχθρούς και όποιος νηστεύει, εξομολογείται, εκκλησιάζεται, δεν κλέβει, δεν μοιχεύει, δεν εξαπατά κ.τ.λ., είναι ακατάλληλος για την εκτίμησή τους.

 Έτσι είναι, αδελφοί μου χριστιανοί. Όπως επισημαίνει ένας σύγχρονος ορθόδοξος ιερέας: «Κάθε άγιος, όταν είναι ζωντανός, βρίσκεται πάντα επι-κηρυγμένος, διότι ως αληθινός και τίμιος είναι πάντα απρόβλεπτος και μία ωρολογιακή βόμβα για τα ανθρώπινα στεγανά καθεστώτα (βλ. άγιο Αθανάσιο, άγιο Νεκτάριο, άγιο Γαβριήλ εκ Γεωργίας κ.ά.). Μετά θάνατον όμως καθίσταται εξ αντιθέτου ανα-κηρυγμένος, αφού ως νεκρός είναι ακίνδυνος και ασφαλής για την ψευτιά αυτού του κόσμου. Κάθε Χριστιανός λοιπόν, ως μιμητής του ίδιου του αντιλεγόμενου Χριστού (Λουκ. β΄ 34), πρέπει πάντα να είναι και ετούτος αντιλεγόμενος, μη προσδιορίσιμος σε ανθρώπινα καλούπια, κατηγορίες και ομοιομορφίες, και να μην τον συλλαμβάνει κανένας πουθενά, ως αεικίνητο μέσα στην θεϊκή απέραντη αλήθεια, πράγμα το οποίο θα τον καθιστά πάντα απρόβλεπτο και επικίνδυνο, λαμβάνοντας μοιραίως τον δρόμο της απόρριψης και της αποδοκιμασίας» (π. Διονύσιος Ταμπάκης, άρθρο «Μπήκες στα συρταράκια σου;», στο τρελο-γιάννη).



Το μαρτύριο του αγίου Ματθαίου στο Ρέθυμνο 

 Η οθωμανική κατάκτηση της Κρήτης άρχισε από τα Χανιά το 1645, ενώ το Ρέθυμνο έπεσε ένα χρόνο αργότερα. Ο άγιος νεομάρτυς Ματθαίος ο εκ Γερακαρίου έζησε κατά τον πρώτο αιώνα της Τουρκοκρατίας στο νησί, περίοδο βίας και τρομοκρατίας, κατά την οποία παρατηρούμε στην Κρήτη ευρύτατο κύμα εξισλαμισμών (συχνά φαινομενικών) λόγω των αφόρητων συνθηκών ζωής των χριστιανών. Ο άγιος, αν και γιος ιερέα – του παπά Γιώργη από το Γερακάρι – έγινε μουσουλμάνος και νυμφεύθηκε την Αϊσέ, κόρη του μουσουλμάνου κασάπμπαση, δηλ. του «πρώτου των κρεοπωλών» του Ρεθύμνου. Ζούσε στο τουρκοκρατούμενο Ρέθυμνο (περιορισμένο τότε στη σημερινή Παλαιά Πόλη) και συγκεκριμένα στη συνοικία Γιαλί, η οποία συμπίπτει με τη δική μας οδό Αρκαδίου. Όμως η σύζυγός του τον έβλεπε κάθε πρωί και βράδυ να κάνει το σταυρό του. 

Αρχικά της είπε πως επρόκειτο για κατάλοιπο της προηγούμενης ζωής του, που του είχε γίνει συνήθεια· στην επιμονή της όμως, παραδέχτηκε ότι ήταν χριστιανός. Εκείνη τότε τον πρόδωσε, καταδίδοντάς τον στις οθωμανικές αρχές ως εξωμότη από το Ισλάμ. 

Ο άγιος κλήθηκε και παρουσιάστηκε ενώπιον του καδή (ή, όπως λέμε στα ελληνικά, του ιεροδίκη), του δικαστικού λειτουργού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που εκδίκαζε τις υποθέσεις με βάση τον μουσουλμανικό θρησκευτικό νόμο (τον, κατά τους μουσουλμάνους, «ιερό νόμο»). Εκεί, παρά τη βεβαιότητα της θανατικής του καταδίκης, ομολόγησε την πίστη του και μάλιστα κατ’ επανάληψιν, δηλώνοντας: «Εγώ Χριστιανός εγεννήθηκα και Χριστιανός θ’ αποθάνω». 

Ο ιεροδίκης τον καταδίκασε σε αποκεφαλισμό. Η καταδίκη του αγίου συνέβη την 1 Μαρτίου του έτους 1112 της μουσουλμανικής χρονολόγησης (έτος Εγίρας) και το έγκλημά του εθεωρείτο η εξωμοσία από το Ισλάμ, ότι δηλαδή, ενώ ήταν μουσουλμάνος, έγινε χριστιανός. Κατά τον μουσουλμανικό θρησκευτικό νόμο, η εξωμοσία από το Ισλάμ προς οποιανδήποτε θρησκεία τιμωρείται με θάνατο (βλ. σειρά άρθρων στην ενότητα «Αποστασία» στον ιστότοπο «Greek Murtadeen: Έλληνες αποστάτες από το Ισλάμ», εδώ). 

Για τη συνέχεια δεν υπάρχει καμία καταγεγραμμένη πληροφορία. Φαίνεται όμως ότι, μετά την εκτέλεσή του, κάποιοι συγχωριανοί του Γερακαριανοί (ίσως μάλιστα συγγενείς του ή ενδεχομένως και ο ιερέας πατέρας του) πήραν το ιερό λείψανό του και το ενταφίασαν στην πλαγιά του όρους Κέντρος, νότια του χωριού, σε τοποθεσία που έμεινε γνωστή με το τοπωνύμιο στου Μαθιού το μνήμα ή στου Μαθιουλή το μνήμα και στου Μαθιουλάκη το μνήμα (Μαθιός, Μαθιουλής και Μαθιουλάκης είναι υποκοριστικά του ονόματος Ματθαίος). Μάλιστα, σε κάποια απόσταση υψηλότερα, βρίσκεται τοποθεσία με το όνομα τση Παπαδιάς το μνήμα, όπου εικάζεται από τον τοπικό πληθυσμό ότι ετάφη – υπό άγνωστες συνθήκες – η μητέρα του. Οι ταφές αυτές έγιναν σ’ εκείνη την ορεινή περιοχή πιθανόν για τον φόβο των Οθωμανών, ίσως δε η έκταση εκείνη ανήκε στην οικογένεια του αγίου. Αν όλη η βουνοπλαγιά ήταν ήδη αρπαγμένη από «Τούρκους» (δηλ. μουσουλμάνους), ίσως τα συγκεκριμένα σημεία παραχωρήθηκαν από συγγενείς του κρυπτοχριστιανούς, που πιθανόν φύλασσαν τις δύο ταφές μυστικές για χρόνια από τους υποτιθέμενους ομοθρήσκους τους. Όλα αυτά βεβαίως δεν υπερβαίνουν το επίπεδο της εικασίας. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες ηλικιωμένων Γερακαριανών, ο συγκεκριμένος τάφος υπήρχε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 (εγκαταλελειμμένος όμως από αιώνες και ανερεύνητος για ιερά λείψανα – τα οποία ίσως είχαν ανακομισθεί ήδη από την εποχή της Τουρκοκρατίας και δεν γνωρίζουμε την τύχη τους), οπότε μια ανεπιτυχής προσπάθεια διάνοιξης αμαξιτού δρόμου στην περιοχή επέφερε την καταστροφή του. Σήμερα, δυστυχώς, μόνο σωριασμένες πέτρες και βράχια στην κατηφορική πλαγιά μας επιτρέπουν να υποθέσουμε την ακριβή θέση του. 

 Το Γερακάρι ή ο Γερακάρης, το χωριό του αγίου, που ανήκει στην παλαιά επαρχία και το σημερινό δήμο Αμαρίου, χτισμένο στο όρος Κέντρος και σε υψόμετρο 680 μ., είναι ένα από τα ψηλότερα χωριά της Κρήτης, με ιστορικές ρίζες στη βυζαντινή εποχή, όπως μαρτυρεί και το όνομά του (γερακάρης = εκπαιδευτής κυνηγετικών γερακιών). 

Αναφέρεται ήδη στις καταγραφές του 16ου αιώνα (από τον Φραντζέσκο Μπαρότσι και τον Καστροφύλακα). Στο βιβλίο Το Οθωμανικό Κτηματολόγιο του Ρεθύμνου, σελ. 445-446, καταγράφονται, το 1670, 83 χριστιανικές ιδιοκτησίες γης (μεταξύ αυτών δύο εκκλησιαστικές) και 10 «τουρκικές» (μουσουλμανικές). Πόσοι από αυτούς πιθανόν ήταν κρυπτοχριστιανοί, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε. Στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 αναφέρεται με 20 χριστιανικές και 20 μουσουλμανικές οικογένειες (περισσότερα βλ. στο βιβλίο του Στέργιου Γ. Σπανάκη, Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασμα των αιώνων, Ηράκλειο 1991, τόμ. 1, σελ. 210-220). Το χωριό είναι γνωστό για τα περίφημα κεράσια του, τα άνυδρα κηπευτικά του οροπεδίου «Γιους Κάμπος» (πιθανόν «της Ηούς ο Κάμπος», δηλ. της αυγής), αλλά και για την ιστορία του, ιδιαίτερα την ενεργό συμμετοχή του στους απελευθερωτικούς αγώνες του λαού μας, τόσο κατά την Τουρκοκρατία όσο και κατά την περίοδο της ναζιστικής Κατοχής. Μαζί με άλλα επτά μαρτυρικά χωριά του Κέντρους (τα χωριά Βρύσες, Γουργούθοι, Καρδάκι, Σμιλές, Δρυγιές, Άνω Μέρος και Κρύα Βρύση) καταστράφηκε ολοσχερώς από τους ναζί στις 22 Αυγούστου 1944, ημέρα, κατά την οποία τελείται εκεί τιμητική επετειακή εκδήλωση.

***

Το έγγραφο της καταδικαστικής απόφασης κατά της ζωής του αγίου δημοσιεύεται, με αύξοντα αριθμό 122, στις σελίδες 117-118 του βιβλίου Έγγραφα Ιεροδικείου Ρεθύμνης, 17ος – 18ος αιώνας. Οι μεταφράσεις του “Βήματος” Ρεθύμνης, που εκδόθηκε από τη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ρεθύμνου το 1995 με επιμέλεια του τότε διευθυντή της Γιάννη Ζ. Παπιομύτογλου.

Έχει ως εξής: 1 Μαρτίου 1112 (1700). Αναφορά Αϊσές θυγατρός του Αβδουλλάχ πρώτου των κρεοπωλών (κασάπμπαση) κατοίκου της πόλεως Ρεθύμνης της συνοικίας Γιαλί.

 Η ταπεινή αναφορά μου είνε η εξής: «Προ ενός έτους, ενώπιον του υψηλού ιεροδικαστηρίου, ηξιώθη να δεχθή την θρησκεία του Ισλάμ ο εκ των κατοίκων του χωρίου Γερακάρι της επαρχίας Αμαρίου ο Μαθιός, υιός του παπά Γεώργη, με τον οποίον συνεζεύχθην. Από καιρού παρετήρουν μερικάς συνηθείας του αντικειμένας εις την θρησκείαν του Ισλάμ, αλλά δεν απέδωκα σημασίαν. Προ ολίγου όμως χρόνου τον είδα να κάνη τον σταυρόν του. Τον παρηκολού Στατιστικάθησα ολίγες ημέρες και τον έβλεπα με τα μάτια μου, να κάνη το σημείον του Σταυρού κάθε πρωΐ και κάθε βράδυ. Μια μέρα απεφάσισα να τον ερωτήσω. 
Και εις απάντησιν μου λέγει: “Εγώ εγεννήθηκα Χριστιανός και έχω συνηθίσει να κάνω τον σταυρό μου το πρωΐ και το βράδυ”. 
Τον ερωτώ πάλιν: “Τώρα είσαι Χριστιανός ή Μουσουλμάνος;”. 
Χωρίς να διστάση καθόλου μου απήντησεν: “Εγώ Χριστιανός εγεννήθηκα και Χριστιανός θ’ αποθάνω”. 
Του είπα ότι θα το φανερώσω εις τον πατέρα μου, αυτός δε άνοιξε την πόρτα, εβγήκε, την έκλεισε με θυμόν και έφυγε. Το φανερώνω ενώπιον του Ιεροδικείου και ζητώ να εφαρμοσθή ο θρησκευτικός νόμος». 

Ο Ιεροδίκης Χατζή Αλή Εφέντης ζητώ την προσαγωγήν του. Τον προσήγαγεν ο κλητήρ του Ιεροδικείου. Ερωτηθείς ενώπιον του Ιερού Νόμου και των κατωτέρω υπογεγραμμένων μαρτύρων απήντησε χωρίς να διστάση: «Εγώ Χριστιανός εγεννήθηκα και Χριστιανός θ’ αποθάνω». Το είπε κατ’ επανάληψιν. Μετά την ομολογίαν του επώπιον του Ιεροδικείου και των μαρτύρων πρέπει ν’ αποκεφαλισθή, κατά τον Ιερόν Νόμον. Αλλά, συμφώνως προς την γνωμοδότησιν του μεγάλου Ιεροδιδασκάλου Ιμάμη Αζάμ, δέον να επαναληφθή προς αυτόν η ερώτησις αν μετανοή και αν δέχεται την θρησκείαν του Ισλάμ ή αν προτιμά ν’ αποθάνη. Τον ερωτώ πάλιν. Και με βραχνήν και σιγανήν φωνήν απαντά: «Εγώ Χριστιανός εγεννήθηκα και Χριστιανός θ’ αποθάνω». Ούτω απελογήθη. Επειδή μετά την ομολογίαν του ενώπιον του Ιερού Δικαστηρίου και ενώπιον των μαρτύρων επιβάλεται ν’ αποκεφαλισθή. Αποφασίζω: να κοπή (αποκεφαλισθή). Οι Μάρτυρες: Μεχμέτ του Αλή, υποδηματοποιός. Χατζή Αλή του Σαπρή, κουρεύς. Χατή Χασάν Χαλήλ του Βελή. Ιμβραΐμ Σατήρ του Μεχμέτ. Ο Ιεροδίκης: Χατζή Αλή Εφέντης.

Εδώ αξίζει να αναφέρουμε ότι στο εν λόγω βιβλίο περιλαμβάνονται και άλλοι πνευματικοί θησαυροί, όπως η αναφορά σε τουλάχιστον ένα ακόμη νεομάρτυρα, ονόματι Ιωάννης, κρυπτοχριστιανό από το χωριό Ακτούντα της επαρχίας Αγίου Βασιλείου, από εξισλαμισθείσα οικογένεια (κρυπτοχριστιανών;), ο οποίος αποκαλύφθηκε και θανατώθηκε ως εξωμότης από το Ισλάμ. Είχε μάλιστα δωρίσει την περιουσία του στην εκκλησία του χωριού, την οποία διεκδίκησε από τον διαχειριστή της εκκλησίας ο αδελφός του νεομάρτυρα Μεχμέτ Μουσαδάκις του Αλή και, μη υπάρχοντος εγγράφου δωρεάς ή μαρτύρων, την εκέρδισε (σελ. 268-269, έγγραφο υπ’ αρ. 299). Το έγγραφο, που αφορά στην κυριότητα της περιουσίας, φέρει χρονολογία 14 Μαΐου έτος Εγίρας 1156, δηλ. 1743 μ.Χ. Αγνοούμε όμως πότε θανατώθηκε ο νεομάρτυρας Ιωάννης.

Ο πατέρας και το επώνυμο του Αγίου Ματθαίου
Στο βιβλίο Έγγραφα Ιεροδικείου…, σελ. 108-109, εμφανίζεται ένας Γερακαριανός παπά Γεώργης του Γιάννη και ένας Μαθιός του Γεώργη, οι οποίοι, μαζί με τον ομοχώριό τους Τζανή του Κωσταντή και τρεις κατοίκους του χωριού Παντάνασσα ανακάλυψαν ένα δολοφονημένο χριστιανό (έγγραφο υπ’ αρ. 112 με χρονολογία 1 Οκτωβρίου έτος Εγίρας 1111, δηλ. 1699 – ακριβώς έξι μήνες πριν το μαρτύριο του αγίου!). Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε την εξέλιξη αυτής της υπόθεσης.



Οι συγκεκριμένοι παπά Γεώργης και Μαθιός του Γεώργη ασφαλώς είναι ο πατέρας του αγίου Ματθαίου και κάποιος συγγενής του, όχι ο ίδιος ο άγιος. Σε έγγραφο του Σεπτεμβρίου 1700 κατονομάζονται άλλοι δύο Γερακαριανοί ιερείς (ό.π. σελ. 123), ο παπά Βασίλης Πολίτης (πιθανώς ήδη κεκοιμημένος την εποχή εκείνη) και ο εγγονός του παπά Μανούσος. Βλέπουμε λοιπόν να συνυπάρχουν στο Γερακάρι δύο ιερείς, εκ των οποίων ο ένας φαίνεται να είναι ο πατέρας του αγίου. Στο μνημειώδες έργο Το Οθωμανικό Κτηματολόγιο του Ρεθύμνου, σελ. 445-447, αναφέρονται επίσης δύο Γερακαριανοί ιερείς, ο ένας εκ των οποίων ονομάζεται παπά Γιώργης Γριπιώτης (Papa Yorgi Gripyoti, σελ. 446, όνομα υπ’ αρ. 24 – η ελληνική ορθογραφία είναι αβέβαιη, το πιθανότερο Γρυπιώτης, όπως σε άλλες περιοχές της Ελλάδας), ενώ ο άλλος παπά Μανώλης Φωτεινιώτης (papa Manoli Fotinoti, υπ’ αρ. 1). Δεδομένου ότι η συγκεκριμένη καταγραφή προέρχεται από το 1670 (βλ. σελ. 20), είναι πολύ πιθανόν να πρόκειται για τον πατέρα του αγίου Ματθαίου. Σε αυτή την περίπτωση διαβάζουμε και το οικογενειακό του επώνυμο – όμως, ελλείψει άλλων στοιχείων, τίποτε δεν είναι σίγουρο. Το συγκεκριμένο επώνυμο φαίνεται να έχει εκλείψει από την περιοχή, ακόμη και ως ανάμνηση· αυτό δεν είναι παράξενο, δεδομένου ότι ισχύει για πάρα πολλά επώνυμα που εντοπίζονται σε πλείστα κρητικά χωριά, όχι μόνο στο Οθωμανικό Κτηματολόγιο, αλλά και στον Κώδικα των Θυσιών, που αφορά στην περίοδο της Επαναστάσεως του 1821, δηλ. πολύ πιο πρόσφατα.



Η τιμή του Αγίου νεομάρτυρος Ματθαίου στην εποχή μας Από την ενορία Γερακαρίου ορίστηκε ως ημέρα μνήμης του η 18η Αυγούστου, αντί της 1ης Μαρτίου (ημέρας του μαρτυρίου του), λόγω της παρουσίας πολλών Γερακαριανών της διασποράς στο χωριό κατά τους θερινούς μήνες, πράγμα που επιτρέπει τον εορτασμό του αγίου με περισσότερη λαμπρότητα. Στο Γερακάρι, με δωρεά γης και δαπάνη του Σπ. Μαρνιέρου [Γερακαριανού ερευνητή που ανακάλυψε το έγγραφο με το μαρτύριο του αγίου σε τοπική εφημερίδα των Χριστουγέννων του 1931], ανηγέρθη ναΰδριο προς τιμήν του έξω από το χωριό, προς ανατολάς, στο δρόμο που οδηγεί στα χωριά Καρδάκι, Βρύσες, Δρυγιές κ.λ.π., λίγο πριν τη διασταύρωση προς τον ακατοίκητο σήμερα οικισμό Γουργούθοι. Κατά την ανεξιχνίαστη βουλή του Κυρίου, ο Σπ. Μαρνιέρος εκοιμήθη τις παραμονές των προγραμματισμένων εγκαινίων του ναού και κηδεύθηκε στις 17 Αυγούστου 2001. Έτσι, την προγραμματισμένη ημερομηνία (18 Αυγούστου 2001) πραγματοποιήθηκαν τα θυρανοίξια (τελετουρικό άνοιγμα της θύρας του ιερού ναού για τον πρώτο εσπερινό και τη θεία λειτουργία), ενώ τα εγκαίνια αναβλήθηκαν και τελέστηκαν λίγο αργότερα. Κατ’ έτος η μνήμη του αγίου πανηγυρίζεται στο ναό του με εσπερινό και θεία λειτουργία (συνήθως αρχιερατική), με τη συμμετοχή κλήρου και λαού όχι μόνο από την τοπική κοινωνία, αλλά και από την ευρύτερη περιοχή. Εξάλλου, από το 2016 η μνήμη του τιμάται πανηγυρικά με εσπερινό και θεία λειτουργία στον ιερό ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου «Κυρίας των Αγγέλων», στην Παλαιά Πόλη του Ρεθύμνου, όπου και έζησε ο άγιος. Από το ίδιο έτος, ο Σύλλογος Ενεργών Πολιτών Ρεθύμνου «Σύνπολις» τον ανακήρυξε προστάτη άγιό του και συμμετέχει με επισημότητα στον εορτασμό της μνήμης του. Το Μάιο του 2018 ο Λαογραφικός Όμιλος Τζανιδάκη μετέφερε μια εικόνα του αγίου στην Αυστραλία και την πρόσφερε στην Παγκρήτιο Ένωση Μελβούρνης, παρουσιάζοντας και τα γεγονότα του μαρτυρίου του. 

 Εξισλαμισθείς ή κρυπτοχριστιανός ο Άγιος Ματθαίος; Ενίοτε ο άγιος Ματθαίος θεωρείται μεταμεληθείς εξωμότης και αναδεικνύεται ως παράδειγμα μετανοίας και επιστροφής εις Χριστόν. Έτσι τον χαρακτηρίζουν π.χ. ο π. Μιχαήλ Λίτινας, εφημέριος Γερακαρίου, στο άρθρο του «Ο Άγιος Νεομάρτυς Ματθαίος ο εκ Γερακαρίου», περιοδικό Ορθόδοξη Μαρτυρία, ό.π., σελ. 13-14, καθώς και ο π. Παντελεήμων Σακελλαρίδης στη μελέτη του Άγιοι και Όσιοι της Ιεράς Μητροπόλεως Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, σελ. 37, μελέτη που δημοσιεύεται ανά κεφάλαιο στην ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, στην ενότητα «Τοπική Αγιολογία». Το ίδιο και το συναξάρι του αγίου, που περιλαμβάνεται στην ασματική ακολουθία του, στο Κρητικόν Πανάγιον, σελ. 241-242, αλλά δημοσιεύεται επίσης και στον ίδιο ιστότοπο. 

Ας σημειώσουμε ότι πλείστες εξατομικευμένες περιπτώσεις νεομαρτύρων της εποχής της Τουρκοκρατίας, σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια (ή, ακριβέστερα, στην τουρκοκρατούμενη Ρωμιοσύνη, που δεν περιλαμβάνει μόνο Έλληνες το γένος, αλλά όλους τους τέως βυζαντινούς ορθοδόξους χριστιανικούς πληθυσμούς), και ιδιαίτερα από τις καταγεγραμμένες στο περίφημο Νέον Μαρτυρολόγιον του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, είναι περιπτώσεις μεταμεληθέντων εξωμοτών, που επέστρεψαν στο χριστιανισμό και θανατώθηκαν ως αποστάτες από το Ισλάμ. 

 «Το πρόβλημα των εξισλαμισμών στην Κρήτη είναι πελώριο. Η σκληρότητα των συνθηκών της ζωής, οι φορολογικές και κοινωνικές καταπιέσεις και η απερίγραπτη σκληρότητα των κατακτητών οδήγησαν πολλούς στην άρνηση της χριστιανικής θρησκείας και στον εξισλαμισμό. Αθρόοι εξισλαμισμοί παρατηρήθηκαν και κατά τη διάρκεια του Κρητικού Πολέμου, αλλά μετά την οριστική κατάκτηση και την παγίωση της τουρκικής κατοχής το φαινόμενο πήρε διαστάσεις πρωτοφανείς» (Θεοχάρης Δετοράκης, Ιστορία της Κρήτης, σελ. 287). Παρόλα αυτά, πρέπει να θεωρηθεί πιθανόν ο άγιος να μην επιθυμούσε ειλικρινά να γίνει μουσουλμάνος, αλλά να σχεδίαζε εξ αρχής να ζήσει ως κρυπτοχριστιανός. Ο κρυπτοχριστιανισμός ήταν μια πρακτική ευρύτατα διαδεδομένη στα ελληνικά εδάφη που κατακτήθηκαν από τους Οθωμανούς, ενώ κατά πάσα πιθανότητα εκτεινόταν σε ολόκληρη τη Βαλκανική και ενδεχομένως πέραν αυτής. Ο Νικόλαος Π. Ανδριώτης, στη συλλογή του Κρυπτοχριστιανικά Κείμενα (όπου περιλαμβάνονται κείμενα που αφορούν κυρίως στις περιοχές της Μακεδονίας, του Πόντου, της Κρήτης και της Κύπρου), αναφερόμενος στο μουσουλμανικό πληθυσμό της Κρήτης, διερωτάται: «Πόσοι όμως από αυτούς είχαν ακόμα στην καρδιά τους το Χριστό, αυτό το γνώριζαν μόνον οι ίδιοι και ο “ετάζων καρδίας και νεφρούς”» (σελ. 10). Παραθέτει μάλιστα, στο ανωτέρω έργο του, σελ. 186 (ενώ βλ. και σελ. 9-10), απόσπασμα αποδιδόμενο στον αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, όπου αναφέρει τα εξής εκπληκτικά για το φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού στην Κρήτη: «…Η θέσις των Χριστιανών ήτο οικτρά. Ουδείς ήτο κύριος της περιουσίας του, της συζύγου του, των τέκνων του. Η ζωή παντός Χριστιανού ευρίσκετο εις την διάκρισιν του τυχόντος Τούρκου. Η κορυφωθείσα απελπισία των ήγαγεν αυτούς εις την απόφασιν να ζητήσωσι παρά της Μεγάλης Εκκλησίας την γνώμην, εάν ηδύναντο να δεχθώσιν κατ’ επιφάνειαν τον Ισλαμισμόν, φυλάττοντες ενδομύχως της χριστιανικής θρησκείας τα δόγματα και τελούντες εν κρυπτώ τα μυστήρια αυτής. Εις απάντησιν το Οικουμενικόν Πατριαρχείον υπέμνησεν αυτοίς την ρήσιν του Ευαγγελίου “όστις αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς” [Ματθ. 10, 33]. Απηλπισμένοι οι Κρήτες απετάθησαν τότε προς τον Πατριάρχην Ιεροσολύμων Νεκτάριον Πελοπίδαν (1664-1682), Κρήτα εκ Χάνδακος. Ο Νεκτάριος, εις την ανθρωπίνην αποβλέψας αδυναμίαν, εδείχθη συγκαταβατικώτερος και επέτρεψε την κατ’ επιφάνειαν μόνον και εν αναποδράστω ανάγκη εξώμοσιν. Εκ τούτου χωρία ολόκληρα ήρξαντο ασπαζόμενα φαινομενικώς τον Ισλαμισμόν. Συν τω χρόνω όμως οι απόγονοι των ούτω φαινομενικώς εξισλαμιζομένων χριστιανών απέβαλον τας χριστιανικάς παραδόσεις και πάσαν χριστιανικήν συνείδησιν και κατήντησαν αληθείς Τούρκοι. Εκ τούτων δε και των εκουσίως εξισλαμισθέντων, καθώς και εκ των πραγματικών Τούρκων, των λαβόντων βία γυναίκας χριστιανάς, παρήχθη ο τουρκικός πληθυσμός της Κρήτης. Εκ των προς το θεαθήναι εξισλαμισθέντων κατόρθωσάν τινες να διατηρήσουν από πατρός εις υιόν την χριστιανικήν θρησκείαν, και εις πρώτην ευκαιρίαν ενεφανίσθησαν και πάλιν ως Χριστιανοί και ως Έλληνες». Η πληροφορία αυτή επιβεβαιώνεται περιληπτικά από τον Θεοχάρη Δετοράκη, ό.π., σελ. 290, και είναι ενδεικτική των διαστάσεων που πρέπει να είχε λάβει το φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού στη Μεγαλόνησο. Όμως, με την πάροδο του χρόνου και δεδομένου ότι ήταν εξαιρετικά δύσκολο να διατηρηθεί ο κρυπτοχριστιανισμός επί πολλές γενεές, οι περισσότεροι κάμφθηκαν και κατέληξαν οι ίδιοι ή οι απόγονοί τους αληθινοί μουσουλμάνοι, συχνά μάλιστα φανατικοί. Όπως το θέτει ο Ιωάννης Κονδυλάκης, σε άρθρο του στην εφημερίδα Εστία, 15 και 16.6.1896: «Αι φυσικαί προς χριστιανούς συγγένειαί των ελησμονήθησαν, η αμάθεια εσκότισε την μνήμην και το λογικόν, το δηλητήριον του μωαμεθανισμού επώρωσε και εσκλήρυνε τας ψυχάς των, η προνομιούχος θέσις των ως δεσποτών τους εμάθυσε και εγέννησεν αυτοίς συναίσθημα τι φυλετισμού… Ήτον δυνατόν αυτοί οι ανδρείοι και υπερήφανοι να έχουν τι το κοινόν προς τους ταπεινούς, τους περιφρονημένους και αθλίους ραγιάδες;» (βλ. Ιωάννη Κονδυλάκη, Τα Άπαντα, σελ. 372-385). Μεταξύ των οικογενειών που διαφύλαξαν επί πολλές γενεές την κρυπτοχριστιανική ιδιότητα ξεχωρίζουν οι Κουρμούληδες, αλλά και η οικογένεια των αγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων των εκ Μελάμπων και εν Ρεθύμνη μαρτυρησάντων το 1824. 

Οι ανωτέρω (μπέηδες και αγάδες προηγουμένως, αλλά υπερασπιστές των χριστιανών από τις θέσεις αυτές) αποκαλύφθηκαν με την έκρηξη της Επαναστάσεως του 1821 στην Κρήτη και έλαβαν τα όπλα υπέρ του αγώνα. Κρυπτοχριστιανοί επίσης ήταν οι άγιοι Τέσσερις Μάρτυρες από το Μελισσουργό Κισσάμου Εμμανουήλ και Μαρία και τα παιδιά τους Γεώργιος και Ανεζίνα, των οποίων σώζεται επίσης το έγγραφο της καταδικαστικής απόφασης (από το Ιεροδικείο Χανίων) με συγκλονιστικές λεπτομέρειες.



Μετά το Χάττι Χουμαγιούν, με το οποίο απέπνευσαν κάπως οι ραγιάδες, σημειώνεται στην Κρήτη αθρόα προσέλευση «μουσουλμάνων» στις οθωμανικές αρχές, οι οποίοι δηλώνουν χριστιανοί (Ν. Ανδριώτης, ό.π., σελ. 13 και 187).
Εκτός αυτών, η απάντηση του μάρτυρα προς τη σύζυγό του και προς το οθωμανικό ιεροδικείο, «Εγώ Χριστιανός εγεννήθηκα και Χριστιανός θ’ αποθάνω», είναι η κλασική απάντηση των νεομαρτύρων στις οθωμανικές αρχές, τη συναντούμε σε πολλές καταγραφές μαρτυρίων και δεν φανερώνει απλώς χριστιανική αυτοσυνειδησία και γενναίο ομολογητικό φρόνημα, αλλά και πνευματική κατάρτιση και γνώση άλλων περιπτώσεων, πιθανόν εν Κρήτη (όπως των αγίων Τεσσάρων εκ Κισσάμου), πιθανόν εκτός Κρήτης, αφού οι νεομάρτυρες ήδη θυσιάζονταν σε άλλες περιοχές της τουρκοκρατούμενης Ρωμιοσύνης από δυόμισι αιώνες πριν. Εδώ μάλιστα τη συναντούμε καταγεγραμμένη, όχι σε κάποια μαρτυρολόγια ή συναξάρια γραμμένα από χριστιανούς, αλλά στο ίδιο το επίσημο οθωμανικό έγγραφο της καταδικαστικής απόφασης, πράγμα που μας δίνει την πιο άμεση και αδιαμφισβήτητη μαρτυρία για την αυθεντικότητα αυτής της έκφρασης. Μήπως επρόκειτο για στερεότυπη φράση που είχαν διδάξει σημαντικοί πνευματικοί πατέρες της εποχής στα πνευματικά τους παιδιά ανά την επικράτεια, για ν’ απαντούν έτσι σε περίπτωση ανάκρισής τους; Σημειωτέον ότι η απάντηση αυτή – όλων των νεομαρτύρων – χαρακτηρίζεται από έντονη τραγικότητα, γιατί οι μάρτυρες συνειδητοποιούσαν απόλυτα ότι αυτό το «Χριστιανός θ’ αποθάνω» ήταν ζήτημα ωρών ή ημερών και μάλιστα πιθανόν ο θάνατός τους να ήταν ιδιαίτερα επώδυνος… 

Τα παραπάνω μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι ο άγιος Ματθαίος εσκόπευε εξ αρχής να ζήσει ως κρυπτοχριστιανός. Όμως τα σχέδια του Θεού προφανώς ήταν άλλα. Η περίπτωσή του (όπως και άλλες που αναφέρονται στα έγγραφα του Ιεροδικείου Ρεθύμνου, για τις οποίες βλ. παρακάτω) αποδεικνύει και το ριψοκίνδυνο του κρυπτοχριστιανισμού, εφόσον η αποκάλυψη ενός κρυπτοχριστιανού σήμαινε μαρτυρικό θάνατο. Ωστόσο οφείλουμε να επισημάνουμε – μαζί με άλλους, προ ημών – ότι το πλήθος των απλών χριστιανών, που παρέμειναν φανερά σταθεροί στην αγία πίστη τους και υπέμειναν μυρίους βασάνους σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους (την οποία συχνά συντόμευε δραματικά η αγριότητα των τυράννων), αυτό είναι που ασφαλώς αξίζει κάθε έπαινο. Ακόμη και οι αμέτρητοι φτωχοί ραγιάδες, που ποτέ δεν πολέμησαν κατά του εχθρού, αλλά έσκυβαν το κεφάλι με φόβο ενώπιον των αγάδων, των μπέηδων, των σπαχήδων και των γενιτσάρων (αλλά ποτέ δεν τούρκεψαν, ούτε φαινομενικά, και ποτέ δεν πρόδωσαν την εθνική και θρησκευτική τους συνείδηση, παρότι δεν ήλπιζαν σε κανενός είδους δικαίωση επί της γης), είναι όλοι ανεξαιρέτως σε μεγάλο βαθμό ήρωες και ομολογητές ή και μάρτυρες, γιατί ανά πάσα στιγμή διακινδύνευαν τη ζωή τους και τη ζωή των παιδιών τους, και όμως, σηκώνοντας αυτό το σταυρό του διαρκούς μαρτυρίου της συνειδήσεως, πορεύθηκαν και άντεξαν αιώνες αιμάτων και πικρής δουλείας. 

*** 
Είχε πνευματικό ο άγιος; 
 Είχε κάποιον «αλείπτη» (προπονητή – έτσι χαρακτηρίζονται μεταφορικά και οι εμψυχωτές και καθοδηγητές των νεομαρτύρων), όπως βλέπουμε σε άλλους νεομάρτυρες ανά την επικράτεια; Η στερεότυπη απάντηση που έδωσε στον ιεροδίκη μας επιτρέπει να εικάσουμε κάτι τέτοιο. Ήταν γιος ιερέα. Πού πήγε όταν βγήκε από το σπίτι του, «έκλεισε την πόρτα με θυμό» και έφυγε; Στο καφενείο; Μάλλον όχι. Σε συγγενείς ή φίλους του κρυπτοχριστιανούς; Ριψοκίνδυνο και σχεδόν πρέπει να το αποκλείσουμε, αν και όχι εντελώς. Μετέβη στο Γερακάρι, στον πατέρα του, που πιθανόν ήταν και πνευματικός του; Πήγε και του τα αποκάλυψε όλα, αποχαιρέτισε μάνα και κύρη και γύρισε στη χώρα (στην πόλη); Τους είπε: «Επιάσανέ με. Έχετε γεια. Στ’ όνομα του Χριστού, με την ευκή σας, πάω για το μαχαίρι»; Μήπως τους το διαμήνυσε με συγγενείς ή συγχωριανούς του, χωρίς να φύγει από τη χώρα; Το πιθανότερο, αφού η μετάβαση στο Γερακάρι, οπωσδήποτε με άλογο, απαιτούσε ώρες και δύσκολα θα επέστρεφε αυθημερόν (εκτός αν διανυκτέρευσε εκεί). Πήγε σε κάποιον άλλο πνευματικό, κρυπτοχριστιανό ιερέα πιθανόν και ίσως υποτιθέμενο ιμάμη; Ήρθε στα χαλάσματα κάποιου μοναστηριού, όπου φώλιαζαν κουκουβάγιες και σαύρες (σκλόπες και κολλισαύρες) και δίπλα στις φωλιές τους προσευχόταν κάποιος αθέατος, ηλιοκαμένος γέροντας ησυχαστής; Μήπως δεν απομακρύνθηκε καθόλου από τη χώρα, αλλά αποσύρθηκε στο ναΐσκο του αγίου Γεωργίου Γρόττα, τον κρυμμένο στα σοκάκια της Παλιάς Πόλης (όπως και σήμερα), κοντά στο Μακρύ Στενό, που, ως φαίνεται, ήταν ο μόνος ορθόδοξος ναός που λειτουργούσε μέσα στην οθωμανική λαίλαπα; Μήπως μπήκε εκεί και προσευχήθηκε, μόνος και πιθανόν δακρυσμένος, ως σε άλλη Γεθσημανή, ζητώντας από τον Κύριο τη δύναμη «πιείν το ποτήριον και βαπτισθήναι το βάπτισμα» του μαρτυρίου (Ματθ. 20, 22); Μήπως ο άγνωστος σε μας ιερέας του 1700 στον άγιο Γεώργιο ήταν ο πνευματικός του, που τον συνάντησε μυστικά με κίνδυνο της ζωής του, τον συμβούλευσε και τον ευλόγησε; Και κατόπιν ο ηρωικός νέος επέστρεψε στο σπίτι του και περίμενε, και εκεί τον βρήκε και «τον προσήγαγεν ο κλητήρ του Ιεροδικείου»; Τον ξαναείδε η γυναίκα του; Τον αγάπησε ποτέ, μετάνιωσε για την προδοσία; Τον συνάντησε ο πεθερός του; (Οποίο σκάνδαλο για τη μουσουλμανική κοινότητα του Ρεθέμνους!). Τι ανθρώπινες σκηνές διαδραματίστηκαν στο ενδιάμεσο; Δε γνωρίζουμε, δεν υποπτευόμαστε… Πάντως δεν διέφυγε στα βουνά, δεν φυγοδίκησε, αλλά παρουσιάστηκε στον καδή, αυτός ο γαμπρός του πρώτου των χασάπηδων, «ως πρόβατον επί σφαγήν». Και η κατάληξή του ήταν προδιαγεγραμμένη. Αρνησίθρησκοι και κρυπτοχριστιανοί στη φρίκη της εποχής 

Στο βιβλίο Έγγραφα Ιεροδικείου…, αναφέρονται πολλές ακόμη περιπτώσεις εξισλαμισμών. Εξάλλου, ο Σπύρος Μαρνιέρος, στο προμνημονευθέν άρθρο του (σελ. 3), κατονομάζει άλλον ένα Γερακαριανό εξωμότη, τον Ιωάννη, ο οποίος ασπάστηκε το Ισλάμ το 1672 και «“σαλαβαντίστηκε” Γιουσούφ» (αναφέρεται από τον Ν. Σταυρινίδη, Μεταφράσεις τουρκικών ιστορικών εγγράφων…, τ. Β΄, σελ. 153, έγγραφο υπ’ αρ. 714). 

Παρατηρεί μάλιστα ότι, αντιθέτως, «ο Μαθιός ή Ματθαίος διασώζεται μόνο με το χριστιανικό όνομά του. Κανενός δεν διασώζεται το πατρικό επώνυμο. Ο Μαθιός συγκριτικά με τον Ιωάννη διακρίνεται με την προσθήκη του πατρικού ονόματος και του πατρικού αξιώματος και αμφότεροι διακρίνονται με τον τόπο της καταγωγής τους». Το έγγραφο για τον εξισλαμισμό του αγίου Ματθαίου, καθώς και εκείνο για το γάμο του με την Αϊσέ, θα υπήρχαν στο αρχείο του Ιεροδικείου, αλλά δυστυχώς θα περιλαμβάνονται στα αδόξως απολεσθέντα τμήματά του. Βλέπουμε επίσης περιπτώσεις χριστιανών που έδωσαν το παιδί τους σε Τούρκους αντί χρέους, όπως στις σελ. 90-93 (και θυγατέρα, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό), καθώς και στις σελ. 97 και 98 (παρόμοιες περιπτώσεις και στο Νικολάου Σταυρινίδη Μεταφράσεις τουρκικών ιστορικών εγγράφων αφορώντων εις την ιστορίαν της Κρήτης, σελ. 82-90). Στη σελ. 93 βλέπουμε πατέρα να παραδίδει το αγόρι του σε Τούρκο για «να το τουρκέψη, να του μάθη γράμματα και να το έχει εις την διάθεσίν του»! Εντοπίζονται συγχρόνως και άλλες περιπτώσεις εξισλαμισθέντων, με διαφορετική κατάληξη: (α) αυτοκτονία με απαγχονισμό (σελ. 41), η οποία χρονολογείται στο έτος 1657 (ένδεκα χρόνια μετά την κατάληψη του Ρεθύμνου), (β) εξισλαμισθέντα, ο οποίος «απηρνήθη την νέαν του θρησκείαν και εξηφανίσθη εις άγνωστον διεύθυνσιν» το 1659 (σελ. 83-84), καθώς και (γ) έναν κρυπτοχριστιανό (αιχμάλωτο πολέμου «εκ του χωρίου Σφακιά», που εξισλαμίσθηκε φαινομενικά), που δρούσε παράλληλα ως αντάρτης, καταγγέλθηκε ομοίως από τη μουσουλμάνα σύζυγό του και εξαφανίστηκε φυγοδικώντας το έτος 1699 (σελ. 113-114). Και φυσικά τον νεομάρτυρα Ιωάννη από τα Ακτούντα, που θανατώθηκε για την πίστη του, όπως προαναφέραμε, και ασφαλώς πρέπει να θεωρηθεί άγιος της Εκκλησίας μας (σελ. 268-269), ενώ αναφέρεται και από το χωριό Ασώματος Αγίου Βασιλείου «ο μουρτάτης (διπρόσωπος) Μεχμέτ», ο οποίος «ενώ είχε εξισλαμισθή μετενόησε… και επειδή εγύρισε (εις την θρησκείαν του) τον εσκότωσαν»(σελ. 311, έγγραφο υπ’ αρ. 346). Εδώ πιθανόν έχουμε και τρίτη περίπτωση νεομάρτυρα, αν και από το Ιεροδικείο γίνεται προσπάθεια αναίρεσής της με μουσουλμάνους μάρτυρες που διαβεβαίωσαν ότι ο αναφερόμενος «ήτο Τούρκος». Ιδιαίτερα εντυπωσιάζει όμως – και προκαλεί θλίψη – η περίπτωση ενός άλλου κρυπτοχριστιανού, από χωριό της επαρχίας Αμαρίου, ο οποίος υπηρετούσε ως απλός στρατιώτης στην «αδελφότητα των Γιανιτσάρων» και ήταν υπηρέτης του «εξέχοντος Γιανιτσάρου Αχμέτ Βέη». Ο τελευταίος τον κατήγγειλε ότι «είναι μουρτάτης (=διπρόσωπος, προσποιούμενος τον Τούρκον)». Ο κατηγορούμενος Αχμέτ του Αβδούλ, με πατέρα επίσης εξισλαμισθέντα (όπως φαίνεται από το όνομα), οδηγήθηκε με συνοδεία στο Ιεροδικείο και εκεί ερωτήθηκε: «Να δώσης εξηγήσεις επί της διαδόσεως. Να μας δηλώσεις είσαι Τούρκος (δηλ. μουσουλμάνος) ή δεν είσαι;». Εκείνος απάντησε: «Δεν είμαι Τούρκος, αλλά δέχομαι να γίνω» και «ώμωσε το Σύμβολον της πίστεως και το όνομα του Προφήτου ειπών: “Ομολογώ ότι είναι ένας ο Θεός. Και ομολογώ ότι ο Μωάμεθ είνε ο αγαπητός αυτού Προφήτης”». Εντύπωση προκαλεί η διαταγή του Διοικητού των Γενιτσάρων, που φανερώνει την καχυποψία των οθωμανικών αρχών: «Επειδή ο αναφερόμενος Αχμέτ ήτο μουρτάτης, μετά την προσχώρησίν του εις την θρησκείαν του Ισλάμ ν’ αποσταλή εις το Ηράκλειον». Τα ανωτέρω, αναφερόμενα στα Έγγραφα Ιεροδικείου…, σελ. 127, με ημερομηνία 25 Οκτωβρίου 1112 (1700), δηλ. οκτώ μήνες μετά την καταδίκη του αγίου Ματθαίου (που προφανώς είχε γίνει πασίγνωστη στο νομό και ίσως ήδη να μην ήταν η μόνη), φέρνουν ενώπιόν μας τη σκληρή πραγματικότητα, ότι δεν είναι εύκολη η ομολογία πίστεως με τη βεβαιότητα του μαρτυρίου, αλλά απαιτεί σθένος και πνευματικό υπόβαθρο που ποτέ δεν το διαθέτουν όλοι. Και μας καλεί σε προβληματισμό και αυτοκριτική, για το κατά πόσον εμείς αρνούμαστε το Χριστό στην καθημερινή μας ζωή ή έστω Τον πληγώνουμε αμαρτάνοντας, χωρίς να απειλεί το κεφάλι μας κανένα ξίφος. Μεγάλο όγκο συνταρακτικών αφηγήσεων, που φανερώνουν τα δεινά των υπόδουλων χριστιανών της τουρκοκρατούμενης Κρήτης, συναντούμε και στο μνημειώδες έργο του Νικολάου Σταυρινίδη Μεταφράσεις τουρκικών ιστορικών εγγράφων αφορώντων εις την ιστορίαν της Κρήτης, τ. 1-5, Ηράκλειον 1975-1985. Εκεί βλέπουμε και περιπτώσεις ανδρών που αρνήθηκαν να εξισλαμισθούν, ενώ οι γυναίκες τους εξισλαμίσθηκαν, και ο ιεροδίκης διαλύει τους γάμους τους (π.χ. τόμ. Α΄, σελ. 139, τόμ. Β΄, σελ. 91). Η παλαιότητα του μαρτυρίου του Αγίου Ματθαίου Η γέννηση του αγίου τοποθετείται από τον π. Π. Σακελλαρίδη (ό.π.) «περί το 1670»· συνεπώς, ο άγιος μαρτύρησε σε ηλικία περίπου 30 ετών – ίσως και νεότερος. Η καταδικαστική απόφαση κατά του αγίου Ματθαίου φέρει χρονολογία 1112, έτος Εγίρας, κατά το μουσουλμανικό χρονολόγιο. Ο μεταφραστής του εγγράφου και συνεργάτης του Βήματος Ρεθύμνης Εσάτ Σιδεράκις αντιστοιχίζει τη χρονολογία αυτή στο χριστιανικό έτος 1697, χρονολογία που παραθέτει και ο Σπ. Μαρνιέρος, αναδημοσιεύοντας το έγγραφο στα Κρητολογικά Γράμματα, και επαναλαμβάνει ο π. Π. Σακελλαρίδης (ό.π.), ενώ ο Εμμ. Γενεράλις, όπως προαναφέραμε, είχε καταγράψει τη χρονολογία 1696, ίσως εκ παραδρομής. Ωστόσο, στο βιβλίο Έγγραφα Ιεροδικείου… το έγγραφο παρατίθεται με χρονολογία 1700, αφού, όπως επισημαίνει ο Γ. Παπιομύτογλου στην εισαγωγή, σελ. 17-18, «το σημείο στο οποίο υστερεί ο Σιδεράκις είναι εκείνο της χρονολόγησης των εγγράφων και συγκεκριμένα της μετατροπής της μουσουλμανικής χρονολογίας σε χριστιανική. Έτσι ενώ το έτος εγίρας είναι κατά κανόνα σωστό, η μετατροπή του σε χριστιανικό είναι πάντοτε λανθασμένη». Στο βιβλίο, όπως αναφέρεται στη σελ. 18, για τη μετατροπή του έτους Εγίρας σε χριστιανικό, χρησιμοποιήθηκαν οι πίνακες του A. Cappelli: Encyclopedie de la Pleiade, Ιστορία και μέθοδοί της: Παράρτημα (Χρονολογικοί πίνακες), ΜΙΕΤ, Αθήνα 1989, σελ. 117-127. Η μετατροπή του έτους Εγίρας στο αντίστοιχο χριστιανικό έτος υπολογίζεται με τον τύπο: γ = (0,97023 x ι) + 621,57, όπου γ είναι η χριστιανική χρονολογία (το γ σημαίνει γρηγοριανό ημερολόγιο, αλλά αντιστοιχεί και στο ιουλιανό) και ι η ισλαμική (μουσουλμανική), εν προκειμένω 1112. Το 621,57 ισοδυναμεί με την ημερομηνία 16 Ιουλίου 622 μ.Χ., κατά την οποία ο Μωάμεθ διέφυγε από τη Μέκκα στη Μεδίνα, όπου επικράτησε και ίδρυσε την πρώτη μουσουλμανική κοινότητα. Βάσει του συγκεκριμένου τύπου καταλήγουμε όντως στο έτος 1700 μ.Χ. ως έτος του μαρτυρίου του αγίου. Η χρονολόγηση αυτή αποδεικνύει το μαρτύριο του αγίου Ματθαίου όχι μόνον ως το παλαιότερο, μέχρι σήμερα, καταγεγραμμένο μαρτύριο Ρεθυμνίου νεομάρτυρα, αλλά και το δεύτερο παλαιότερο επί κρητικού εδάφους, μετά το μαρτύριο των αγίων Εμμανουήλ, Μαρίας, Γεωργίου και Ανεζίνας από το Μελισσουργό Κισσάμου (έτος Εγίρας 1092, δηλ. 1681 μ.Χ.). Αυτοί (μαζί με τον άγιο Ματθαίο) είναι οι παλαιότεροι γνωστοί Κρήτες νεομάρτυρες μετά την οθωμανική κατάκτηση του νησιού και οι δεύτεροι παλαιότεροι καταγεγραμμένοι Κρήτες νεομάρτυρες γενικώς (*), με αμέσως προηγούμενο, και πρώτο, τον άγιο Μάρκο τον εν Σμύρνη, κρητικής καταγωγής, ο οποίος όμως έζησε και μαρτύρησε στη Σμύρνη [15 ετών] στις 14 Μαΐου 1643, δύο έτη πριν την οθωμανική εισβολή στη Μεγαλόνησο. Το μαρτύριο του αγίου Ματθαίου (1700) συνέβη μόλις 54 έτη μετά την οθωμανική κατάκτηση του Ρεθύμνου, 31 έτη μετά την πτώση του Χάνδακα (Ηρακλείου) και 124 έτη πριν από το μαρτύριο των αγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων των εκ Μελάμπων. 


 (*) "Ν": Εξαιρείται η σφαγή του αγίου Ισιδώρου, με τα παιδιά του Γεώργιο και Ειρήνη, που συνέβη στο χωριό Βαλής Μεσσαράς κατά την εισβολή των Τούρκων, πριν την πτώση του Χάνδακα (1669). Ο άγιος Ισίδωρος όμως μάλλον δεν ερωτήθηκε για την πίστη του, αλλά ήταν ιερέας και εσφάγη κατά την ώρα της θείας λειτουργίας.
πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: