Ἱκανὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει ἱκανότητες, πολλὲς ἢ λίγες, γιὰ νὰ φέρῃ εἰς πέρας ἕνα ἔργο. Ὑπὸ αὐτὸ τὸ πρίσμα ἔχουμε ἱκανοὺς ἰατρούς, ἱκανοὺς μηχανικούς, ἱκανοὺς διδασκάλους καὶ οὔτω καθ’ ἐξῆς… Ἀνίκανος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὶς ἱκανότητες ἄλλων, στερούμενος ἰδίων ἱκανοτήτων. Πρὸς τοῦτον λοιπὸν οὐδεὶς ἀδαὴς περὶ τῶν ἰατρικῶν δύναται νὰ θεραπεύσῃ ἀσθένειες, ἐνᾦ ἐξαρτᾶται ἀπολύτως ἀπὸ τὶς ἰατρικὲς γνώσεις ἱκανῶν ἰατρῶν.
Ἱκανός:
- ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἱκανότηταν νὰ φθάσῃ τί,
- ὁ ὁ κατάλληλος,
- δεξιὸς (ἐπιδέξιος σήμερα)
- ἐπιτήδειος, καπάτσος, ἐπαρκής, ἀρεστός, σχετικῶς πολὺ ἢ ἀρκούντως μέγας
- διὰ στρατιωτικά: ὁ ὑγειὴς καὶ σωματικὸς ἄρτιος, κατάλληλος διὰ ὑπηρεσίαν
(ἐκδόσεις Γιοβάνη, Ἀθῆναι 1970)
Γιὰ νὰ κατανοήσουμε πλήρως ὅμως τὴν ἐννοίαν τῆς λέξεως, πρέπει νὰ «κυττάξουμε μέσα της», νὰ τὴν «ἀκούσουμε» καὶ νὰ τὴν αἰσθανθοῦμε. Διότι, μετὰ ἀπὸ τόσων αἰώνων παρανοήσεις, παραπληροφορίες καὶ ἀποκρύψεις τῆς ἀληθείας, οἱ λέξεις ἢ ἔχουν χάση τὸ ἀρχικό τους νόημα ἤ, ἀκόμη χειρώτερα, ἔχουν …«ἐμπλουτισθῆ» μὲ περισσότερες πληροφορίες, πρὸ κειμένου νὰ εἶναι ἀσαφεῖς καὶ ἀπροσδιόριστες οἱ ἀρχικές τους ἔννοιες. Πρὸς τοῦτον καὶ διαβάζουμε στὸ παραπάνω λεξικὸ (κι ὄχι μόνον) πὼς ὁ «ἐπιτήδειος, ὁ καπάτσος, ὁ ἐπαρκής, ὁ ἀρεστός» ἀποκαλῶνται ἐπίσης ἱκανοί. Ἱκανοὶ ὅμως ὄχι βάσει ἀριστείας ἀλλὰ βάσει ἐξαπατήσεως καὶ δολοπλοκίας.
Καί, πράγματι, εἶναι ἱκανοί, ἐφ΄ ὅσον ἱκανοποιῶνται ὑπερβολικὰ στὸ συναίσθημά τους, ὅταν κι ἐφ΄ ὅσον δύνανται νὰ ὑπερσκελίσουν τοὺς γύρω τους, ὄχι ὅμως μὲ τὶς ἱκανότητές τους, ἀλλὰ μὲ ὁποιοδήποτε μέσον. Πόσο δυνατά συναισθήματα ὅμως γεννᾶ ἡ ἱκανοποίησις ὡς ἀποτέλεσμα δολιοφθορᾶς, ἐφ΄ ὄσον ὁ ἱκανοποιούμενος γνωρίζει πώς ἔχει ὑποκλέψη κάτι; Μήπως ἠ ἐπίγνωσις (σὲ ὅποιον βαθμό) «ψαλιδίζει» μεγάλο τμῆμα τῆς χαρᾶς καί τῆς εὐαρεσκείας; Πόσο περισσότερο ἱκανοποιημένος θά μποροῦσε νά αἰσθανθῇ κάποιος πού ἔκλεψε ἀπό αὐτόν πού ἐδημιούργησε;
Ἀναγκαία παρένθεσις.
Ἐπ΄ αὐτοῦ λοιπὸν ἂς σταθῶ μίαν στιγμὴ γιὰ νὰ ἀναφέρω ἕνα προσωπικό μου βίωμα. Ὀδοντίατρος οἰκογενειακός μας, ἐδῶ καὶ χρόνια, κάθε φορὰ ποὺ «κτίζει» ἢ ἐπιδιορθώνει ἕνα δόντι, πράττοντας (ἀληθῶς τὸ ὅ,τι καλλίτερον γιὰ τὸν ἀσθενή του) φωτίζεται κυριολεκτικῶς ἀπὸ χαμόγελα καὶ συναισθήματα ἱκανοποιήσεως. Λάμπει. Τὸ ἔργο του, λαμπρὸ καὶ τέλειο, σὰν τὸ χαμόγελο χαρᾶς καὶ ἱκανοποιήσεως. Γιὰ μερικὲς στιγμὲς τὸ πρόσωπό του εἶναι ἡ προσωποποίησις τῆς εὐτχίας καὶ τῆς ἐπιτυχίας, ἐφ΄ ὅσον ὁ κόπος του μετετράπη σὲ ἔργον δημιουργικὸ καὶ ὠφέλιμον.Στὸ λεξικὸν Δημητράκου (ἒκδόσεις Γιοβάνη, Ἀθῆναι 1970), πρὸ τῆς λέξεως ἱκανὸς ἀναφέρεται ἡ λέξις ἱκανο-ποιῶ, ποὺ σημαίνει:
Αὐτὴ εἶναι, κατ΄ ἐμέ, ἡ πραγματικὴ ἱκανότης τοῦ Ἀνθρώπου, ποὺ ἐπιφέρει, ὠς ἀποτέλεσμα δημιουργικοῦ ἔργου, συναισθήματα πλήρους ἱκανοποιήσεως.
- «ἀποδίδω τὸ δίκαιον,
- ἀποζημιώνω,
- παρέχω τὸ ἀνταποκρινόμενον πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν ἢ τὰς ἀπαιτήσεις ἢ τὰς ἀνάγκας τινός,
- ἐκπληρῶ προσδοκίαν,
- ἀναμείβω ἢ ἀνταποκρίνομαι πρὸς τὰς προσδοκίας τινός,
- εὐχαριστῶ.
Στὴν πραγματικότητα λοιπὸν ὁ ἱκανὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ δύναται νὰ αἰσθανθῇ ὁ ἴδιος (ἢ νὰ προκαλέσῃ στοὺς ἄλλους) αἰσθήματα ἱκανοποιήσεως.
Πρὸς ἐπίῤῥωσιν τοῦ ἰσχυρισμοῦ μου, ἀκόμη μία λέξις, ἡ «ἱκανῶ» ἔρχεται νὰ μᾶς τὸ ἐπιβεβαιώσῃ.
Ἱκανῶ:
- ἱκανοποιοῦμαι,
- εὐαρεστοῦμαι,
- ἀρκοῦμαι
Οἱ ἀνίκανοι, σὲ γενικὲς γραμμές, εἶναι κουτοπόνηροι καὶ ὕπουλοι. Ὑποκλέπτουν, ἀντιγράφουν ἢ ἀκόμη καὶ ὑπεξαιροῦν ἀπὸ τὰ ἔργα καὶ τὶς ἰδέες ἄλλων, παραμένοντας διαρκῶς ὀλίγιστοι καὶ φθηνιάρηδες. Στερῶνται ἐμπνεύσεως, ἤθους καὶ διακρίνονται ἀπὸ τὴν μετριότητα ἢ ἀκόμη καὶ σκέτο ἀπὸ τὸν φθόνο τους, πρὸς τοὺς ἱκανούς. Οἱ ἀνίκανοι γιὰ ἔργα, ποὺ ἐπιδίδονται στὶς δολοπλοκίες, τὶς δολιοφθορὲς καὶ τὶς ὑποκλοπές, χρησιμοποιῶντας τὸ ψεῦδος καὶ τὴν ἀτιμία, διακρίνονται ἀπὸ μέτρια συναισθήματα ἱκανοποιήσεως, μεγάλο μῖσος καὶ κυρίως ἀπὸ φόβο, γιὰ νὰ μὴν ἀποκαλυφθῇ ἡ μετριότης τους.
Δυστυχῶς σήμερα ἡ μετριότης κυριαρχεῖ καὶ βασιλεύει σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τοῦ ἰδιωτικοῦ καὶ δημοσίου μας βίου. Ὁ ἀνίκανος ἰατρὸς ὑπέκλεψε τὴν «ὀμερτά» τῶν ἀνικάνων συναδέλφων του, πρὸ κειμένου νὰ ἀποσιωπῶνται τὰ ἐγκλήματά τους. Ἂν καὶ πάντα ἔνας ἱκανὸς ἰατρὸς θὰ ἀποκαλύπτῃ μὲ τὰ ἔργα τὴν γύμνια τους, ἐν τούτοις ἔχουν οἱ ἀνίκανοι ἐπικρατήση καὶ ἐσπείροντας φόβο, κυριαρχοῦν καὶ καθορίζουν τὸν τρόπο ἐκφράσεως ὄλης τῆς ἰατρικῆς κοινότητος.
Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς βλέπουμε καὶ στὸν ἀνίκανο μηχανικό, στὸν ἀνίκανο νομικό, στὸν ἀνίκανο δάσκαλο, στὸν ἀνίκανο ἐπιχειρηματία, στὸν ἀνίκανο δημόσιο ἢ ἰδιωτικὸ ὑπάλληλο. Ἡ μετριότης ἐπικρατεῖ διότι ὁ ἀνίκανος ἐπικρατεῖ μὲ δολιότητα.
Στὸν κόσμο μας ὅμως πλέον ἀν τὶ ὁ κανὼν νὰ εἶναι ἡ Ἀριστεία, ποὺ ἀναδεικνύει (ἀκόμη καί) τὶς (ἀπολύτως ἐξειδικευμένες) ἱκανότητες καὶ τὶς ἐπιβραβεύει, ἐφ΄ ὅσον εἶναι ἀναγκαῖες γιὰ νὰ λειτουργῇ ὁμαλὰ καὶ μὲ ἀσφάλεια μία κοινωνία, συμβαίνει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετον. Οἱ ἱκανοὶ παραμερίζονται, λοιδωρῶνται καί, σὲ κάποιες περιπτώσεις, καταδιώκονται ἢ καὶ ἐξαφανίζονται, πρὸ κειμένου νὰ μὴν ἀποκαλύπτεται ἡ ἀνικανότης τῶν σαπροφύτων πού, καταχρηστικῶς καὶ μὲ πλαστογραφίες, κατέλαβαν τὸν χῶρο τῶν ἱκανῶν, στερώντας καταληκτικῶς ζωτικὸ χῶρο ἀπὸ ὅλην τὴν κοινωνία.
Γενικῶς πλέον ἔχω ἀρχίση νὰ πιστεύω πὼς πᾶς μὴ δημιουργὸς σαπροφυτεῖ. Μὰ ἐὰν σαπροφυτῇ, τότε ἐκ τῶν πραγμάτων θὰ καταλήξη καὶ δολοπλόκος καὶ ἄτιμος καὶ μισάνθρωπος, πρὸ κειμένου νὰ ἐπιβιώσῃ. Καταληκτικῶς, γιὰ νὰ ἐπιβιώσῃ θὰ προβῆ σὲ κάθε μορφῆς ἔγκλημα, ἀκόμη καὶ τὸ πιὸ ἀκραῖον, ἐὰν ἡ δική του, πάσχουσα ἀντίληψις κρίνῃ πὼς θὰ τὸν κρατήσῃ στὸν …ἀφρό. Καὶ τότε, ὅταν γιὰ μίαν μόνον πρώτη φορὰ ἐγκληματήσῃ, τὸ κάθε λογῆς σαπρόφυτον, εἶναι δεδομένον πὼς θὰ τὸ ἐπαναλάβη ἀμέτρητες φορές, εἴτε γιὰ νὰ καλύψῃ τὸ πρῶτο του ἔγκλημα εἴτε ἐκβιαζόμενος ἀπὸ κάποιους μάρτυρες. Σὲ κάθε περίπτωσιν ὅλοι αὐτοί, οἱ ἀνίκανοι νὰ παράξουν πρωτογενῆ πληροφορία, νὰ διασταυρώσουν γνώσεις καὶ νὰ δομήσουν ἐπιστημονικὴ πραγματικότητα, πρὸ κειμένου νὰ καλύψουν τὴν ἀπύθμενο μετριότητά τους, καταλήγουν παπαγάλοι ὁποιασδήποτε ἀρλούμπας, μὲ μόνον ἀντάλλαγμα τὴν ἐπιβίωσίν τους. Καταληκτικῶς φθάνουν στὸ νὰ λάμπουν, ἐνᾦ στὴν πραγματικότητα αὐτὸ ποὺ λάμπει εἶναι μία ἐπίπλαστος «κρούστα», ποὺ μὲ μεγάλον κόπο κρύβει τὰ …σκατά!!!
Κατ’ αὐτὴν τὴν λογικὴ λοιπόν, ἐὰν κρατήσουμε τὸ κεντρικὸ συμπέρασμα ὡς γενική μας Ἀρχή, θὰ μπορούσαμε πολὺ εὔκολα νὰ κατανοήσουμε ἀκόμη καὶ τὸν μηχανισμὸ ἐλέγχου τῆς ψήφου μας, καθὼς φυσικὰ τῶν ἀπόψεών μας, τῶν «ἰδεῶν» μας καί, γενικότερα, τοῦ ἀντιληπτικοῦ μας ἐπιπέδου. Εἶναι τόσο πανομοιότυπες οἱ τεχνικὲς προπαγάνδας τῶν κρατούντων, ποὺ εὔκολα πλέον μποροῦμε νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ πῶς αὐτὴ ἡ ψῆφος (γιὰ παράδειγμα) γίνεται ὅπλο ποὺ στρέφεται ἐναντίον μας, ἐὰν ἁπλῶς καὶ μόνον παρατηρήσουμε τὸ ποῦ ἀκριβῶς στρέφονται (κατὰ περίπτωσιν) τὰ «λαμπρά» φῶτα τῆς δημοσιότητος.
Ἂς κρατήσουμε λοιπόν, γιὰ ἀρχή, τὸ κεντρικὸ συμπέρασμα ποὺ ἀφορᾶ στὸ τὶ εἶναι ἤ ὄχι ἱκανός, γιὰ νὰ μπορέσουμε μὲ ἀπλὲς διεργασίες νὰ κατανοήσουμε ὅλον τὸν μηχανισμὸ συντηρήσεως τοῦ σαπροφυτισμοῦ στὸν κόσμο μας, ἐντὸς κι ἐκτὸς συνόρων. Εἶναι πανομοιότυπος, σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα, σὲ ὅλες τὶς φυλὲς τοῦ πλανήτου μας καὶ σὲ ὅλες τὶς …«ἰδεοληψίες». Τὸ Ἄριστον τρομάζει, ὁ Ἱκανὸς στοχοποιεῖται καὶ ἡ ἀλληλο-ἐξάρτησις ἐπικρατεῖ, δικαιολογώντας κάθε ἔγκλημα εἰς βάρος τῆς Ἀνθρωπότητος.
Τί μᾶς ἀπομένει;
Νὰ διαχωρίσουμε τὶς θέσεις μας ἀπὸ αὐτὸν τὸν μηχανισμό. Νὰ ἐπιλέξουμε τὴν διαδρομή μας, ἀπολύτως δεσμευμένοι καὶ προσηλωμένοι στὸν σκοπό μας. Νὰ διεκδικήσουμε καὶ γιὰ ἐμᾶς καὶ γιὰ τοὺς γύρω μας τὸ δικαίωμα τοῦ Ἀριστο-κρατεῖν σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς ζωῆς μας. Νὰ ἀπαιτοῦμε (ἔως τῶν ἄκρων) τὸ ἀπόλυτον Δίκαιον γιὰ ὅλους. Νὰ μὴν ἀρκούμεθα σὲ ψίχουλα, παρὰ νὰ ἀξιώνουμε τὸ Ὅλον. Νὰ ἐξαλείψουμε τὶς ἐκπτώσεις ἀπὸ κάθε πλευρὰ τοῦ βίου μας καὶ νὰ μὴν ἀρκούμεθα σὲ κάτι λιγώτερον ἀπὸ τὸ ἀπόλυτον. (Εἴπαμε… τὸ «ὀλίγον ἔγκυος» μᾶς ἐτελείωσε…!!!)
Ἄλλως τέ… Ὄσο πιὸ σαφεῖς οἱ θέσεις μας, τόσο πιὸ ἰσχυρὰ τὰ ἐπιχειρήματά μας. Ὅσο πιὸ ἰσχυρὰ τὰ ἐπιχειρήματά μας, τόσο πιὸ κοντὰ στὸ δίκαιον συμπλέουμε… Μά, ἐὰν συμπλέουμε κοντὰ στὸ δίκαιον, ποιά ἀνάγκη ὑπάρχει νά περικόψουμε ἀρχές κι ἀξίες;
Γιὰ ὅσον καιρὸ λοιπὸν αὐτὸ τὸ μόρφωμα θὰ ὑφίσταται, τὸν νοῦ μας. Δὲν ἔχουμε νὰ κάνουμε τόσο μὲ κάτι σκέτο ἀνθελληνικὸ ἢ σκέτο μισάνθρωπον ἢ σκέτο ἠλίθιο. Ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ τὸ βασίλειον τῶν ἀνικάνων, ποὺ λόγῳ συγκυριῶν ἐπεκράτησαν μὲ δόλους, ὑποκλοπές, πλαστογραφίες καί, σήμερα, λυσσωδῶς, προαισθανόμενοι τὸ τέλος τους, ἐξαπολύουν τὴν μίαν δολιοφθορὰ πίσω ἀπὸ τὴν ἄλλην, πρὸ κειμένου νὰ μὴν ἀφανισθοῦν.
Εἶναι λοιπὸν θέμα συγκυρίας, ὀρθῆς σκέψεως, ἀπολυτότητος, ἤθους, ἀριστείας καί, ἰδίως, ἀποφασιστικότητος πλέον τὸ νὰ καρακρημνισθῇ συθέμελα ὅλο αὐτὸ τὸ ὑβριστικὸν μόρφωμα καὶ εἶναι, θέλουμε δὲν θέλουμε, ἀποκλειστικὰ στὸ δικό μας χέρι.
Φιλονόη