Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

Ασκητές μέσα στον κόσμο: Αναστάσιος Μαλαμάς


Ο Αναστάσιος με κομμένο πόδι και ιώβεια υπομονή στο κρεββάτι του πόνου
Ο Αναστάσιος με κομμένο πόδι και ιώβεια υπομονή στο κρεββάτι του πόνου

                                                                                                 συνέχεια απ εδώ
Έτσι με κομμένο το ένα πόδι και τυφλός, καθηλώθηκε έγκλειστος τα τελευταία 7 χρόνια της ζωής του μέσα σ’ ένα δωμάτιο στο βάθος του σπιτιού του που έμοιαζε με κελλάκι. Αργότερα εμφανίστηκαν και στο δεξιό πόδι έλκη και οιδήματα μελανά-νεκρωμένα δάκτυλα από την γάγγραινα που απλωνόταν και που του έφερνε πόνους. Κάποτε ένιωθε σα να του πριονίζουν το πόδι, και είχε πόνους και στο ακρωτηριασμένο. Αυτό ονομάζεται ιατρικώς «φάντασμα-μέλος». Όταν τον ρωτούσαν πως είναι, έλεγε: «Ας παραλύσει όλο μου το σώμα, μόνο το δεξί μου χέρι να έχω για να κάνω τον σταυρό μου… ίσως αν γύριζα στην πλατεία, στο πλατάνι, να αμαρτανόμουν». Για τις μετακινήσεις του μέσα στο σπίτι είχε ένα αναπηρικό καροτσάκι, μα όταν του πρότειναν να βγη εξω μ΄ αυτό έλεγε «εδώ μέσα δεν είμαι μόνος, έχω αγίους συντροφιά».
Άλλοτε έλεγε: «Ο Χριστός είπε, «εν τω κόσμω θλίψιν έχετε (όχι χαρά)…». Αχ! μακάρι να παιδευτούμε εδώ, νάναι ο παιδεμός ο τελευταίος… και… ξέρεις τι είναι, κόσμο ν’ ακούς και κόσμο να μη βλέπης;».
Έτσι στην ησυχία, έφτανε στην απαραίτητη γι’ αυτόν αυτοσυγκέντρωση και στην «προσευχούλα», όπως την έλεγε, που τον τραβούσε σαν μαγνήτης. Όσοι τον επισκέπτοντο στο βορεινό εκείνο κελλάκι του, έφευγαν αναπαυμένοι, γιατί ο Τάσος ταπεινά, έλεγε αγιογραφικά χωρία και τα ανέλυε με διάκριση και αγάπη προς τον καθένα αναθέτοντας όλα τα ζητήματα στον Θεό γιατί, όπως έλεγε, «μόνο με άνωθεν φωτισμό αλλάζει ο άνθρωπος».
Κάποτε ο Τάσος είδε ένα όνειρο και κατάλαβε τι σημαίνει στενή και τεθλιμμένη οδός. «Να! ήμουν μ’ ένα αλογάκι, αδύναμο, νηστικό, παραδομένο τελείως και πηγαίναμε μ’ ένα κάρο σ’ ένα δρόμο όλο γωνιές. Το αλογάκι σταματούσε κάθε τόσο. Πάω να το βοηθήσω και τότε κατάλαβα πως το αλογάκι ήμουν εγώ και ήμουν μέσα στα κόλια (τα ξύλα που ζεύουν) και με δυσκολία πήγαινα και γκρεμός μπροστά κι όμως πήγα μπροστά λέγοντας, «αχ! κουράστηκα», και τότε ακούστηκε μία φωνή, σα ψαλμωδία από καμπάνες. «Λίγο ακόμα και θα ξεκουραστείς»».
Παρόλο που για την αρρώστια του είχε μεγάλη σημασία η κατά το δυνατόν σωστή διατροφή με υπολογισμένη ρύθμιση θερμίδων, ο Τάσος δεν έκανε καμμία παραχώρηση στο θέμα της νηστείας. Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή, τηρούσε απαρεγκλίτως ό,τι ορίζει η Εκκλησία. Επειδή μετά την αναπηρία του δεν πήγαινε στον ιερό ναό του Τιμίου Προδρόμου, περίμενε να έρθη ο παπάς στο σπίτι για να μεταλάβη. Κι έμενε νηστικός βέβαια μέχρι να έλθη ο παπάς μετά την απόλυση. Έβλεπες ότι λόγω του διαβήτη είχε απόπνοια οξόνης κι όμως περίμενε με πόθο την θεία Κοινωνία από την οποία «παίρνουμε μερτικό απ’ τον Χριστό», όπως έλεγε.
Ενθυμούμενος τον καιρό που ήταν υγιής και πήγαινε νωρίς στην Εκκλησία, έλεγε: «Κάθε Κυριακή πήγαινα στην Εκκλησία. Τώρα με τό ’να πόδι κομμένο, και τυφλός, ακούω από το ραδιόφωνο. Η Εκκλησία βοηθά πολύ τον άνθρωπο, σαν παιδί της. Χαράματα ξύπναγα την Κυριακή. Κάθε μέρα, για να έχη το άλογό μας κουράγιο, ήθελε βοσκή. Τις Κυριακές, πέντε η ώρα το πρωί, τό ’δενα στον βάλτο, στις καλαμιές, και ήμουν έτοιμος για την Εκκλησιά».
Τους τελευταίους μήνες της ζωής του ήλθαν μαζεμένες οι επιπλοκές της χρόνιας παθήσεώς του κι αναγκάστηκε να κάνη πολλές εισαγωγές σε διάφορα νοσοκομεία. Από την καρδιακή ανεπάρκεια έπαθε πνευμονικό οίδημα με βασανιστική ορθόπνοια, στηθαγχικές προσβολές, έμφραγμα. Συνάμα είχε καθημερινά αφόρητους πόνους στο πόδι που προχωρούσε η γάγγραινα, με το σάκχαρο να απορρυθμίζεται, τρυπημένος χιλιάδες φορές για ενέσεις ινσουλίνης, για αναλύσεις, σε ράντζα και ασφυκτικά γεμάτους θαλάμους και στην εντατική. Πολλές φορές, ενώ ήταν πολύ σοβαρά ανελάμβανε πάλι, ώστε ο διευθυντής μιας καρδιολογικής κλινικής είπε απορώντας, «αυτός ο άνθρωπος είχε μία μη αναμενόμενη βελτίωση». Είχε σχετικά καλή καρδιακή λειτουργία επειδή είχε ασκήσει την καρδιά του με τις σκληρές αγροτικές δουλειές.
Βέβαια ως άνθρωπος που μπαινόβγαινε στις κλινικές, με ασθενοφόρα, φορεία, είχε σημάδια κόπωσης, την έγνοια ότι κουράζει τους άλλους, και σαν φιλότιμος που ήταν στενοχωριόταν. Αλλά πάντα έδειχνε υπομονή, ανεκτικότητα, διαρκή ευχαριστία. Για την αρρώστια έλεγε, πως είναι καλό γιατί σε βοηθά να μην αγανακτής και συμπλήρωνε με κατάνυξη: «Να είμαστε υπερευχαριστημένοι που βρεθήκαμε σ’ αυτό το έργο, να δοξάζουμε τον Θεό, «Δόξα Σοι ο Θεός!!! Δισεκατομμύρια φορές Δόξα Σοι», και δάκρυζε λέγοντας: «Ο Αναμάρτητος Χριστός τι θέλει από μας; Χριστιανά τα τέλη. Να παρακαλάμε τον φύλακα άγγελο, που θα έλθει εκείνη την ώρα, να μας προφυλάξη, από τα πονηρά πνεύματα να μη μας πάρουν. Η Παναγία που είναι σαν μία μάννα, να μας δεχθή στην αυλή των προβάτων». Ενώ πονούσε, σαν να του πριόνιζαν το πόδι κι είχε δύσπνοια, παρακαλούσε για τους άλλους. Τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, ενώ είχε «τα γυαλάκια» στην μύτη του για να παίρνη οξυγόνο, ήταν σε προσευχητική κατάσταση κι έλεγε, «Αχ, Θεέ μου σώσε με! Αχ, Θεέ μου συχώρεσέ με! Δώσε μου δύναμη και κουράγιο τ’ όνομά σου νά ’χω στην καρδιά μου. Αχ! Τίποτα δεν θέλω άλλο». Δεν παρακαλούσε για τον εαυτό του αλλά έλεγε με φωνή ικετευτική, ενώ το ίσο το κρατούσε ο βόμβος απ’ το μηχάνημα που του έδινε οξυγόνο• «Αχ, Θεέ μου, σώσε την ανθρωπότητα… Θεέ μου, σώσε την ανθρωπότητα», και νόμιζες ότι βρισκόταν αλλού.
Επειδή όμως στο δεξί πόδι η μόλυνση προχωρούσε, έγινε νέα εισαγωγή στο νοσοκομείο Παπανικολάου και είχε προγραμματισθή εγχείρηση για να το κόψουν και αυτό. Όμως, ξημερώματα Δευτέρας ζήτησε να χαιρετήση την γυναίκα του ευχαριστώντας την. Πήρε τα χέρια της που τον υπηρέτησαν και τα ασπάσθηκε. Μετά, σταύρωσε τα χέρια του λέγοντας: «Παναγία μου, λύτρωσέ με», και εκοιμήθη στις 30 Αυγούστου 2004, διατηρώντας μέχρι τέλος την λογική του και τις αισθήσεις του. Τότε, το πρόσωπο του Αναστασίου έλαμψε σαν τον ήλιο. Η γυναίκα του συγκλονισμένη αναφέρει:
«Γύρισα να δώ… Το φεγγάρι το βλέπεις, τον ήλιο όχι… Έτσι έλαμπε το πρόσωπό του… Ένα άνοιγμα μικρό στο στόμα του και είδα πως γεννιέται ένα πουλάκι με κολλημένα φτερά, έβγαινε από το στόμα του, μετά ανέβαινε προς τα πάνω αυτό το πουλάκι, ώσπου άνοιξε τα φτερά και χάθηκε• τι ψηλό που μου φάνηκε το ταβάνι!…».
Η Βάϊα, η γυναίκα του, δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με την εκκλησιαστική ζωή. Δεν διάβαζε θρησκευτικά βιβλία, ήταν εξωστρεφής, δραστήρια και δεν ήταν επιρρεπής σε «φαντασίες» ή υποβολές «θρήσκων».
Μετά τον θάνατο του Αναστασίου άρχισε να διαβάζη Ευαγγέλιο, προσευχές και μάλιστα έλεγε: «Ό,τι και να λένε, υπάρχει άλλη ζωή, δεν σταματάω να το λέω, μετά από αυτά που είδα, ότι υπάρχει άλλη ζωή και η ζωή αρχίζει μέσα από τον τάφο».
Ένα χρόνο σχεδόν μετά τον θάνατο του Τάσου, η γυναίκα του ήταν στην Σουηδία κι είδε στο όνειρό της ένα συγχωριανό τους που δεν είχαν μαζί του σχεδόν καμμία σχέση, να είναι στην πλατεία του χωριού και να λέη: «Άμα δήτε που είναι ο Τάσος! Φορά μία στολή και έχει κόσμο μαζεμένο και δεν περπατάει αλλά πετάει». Το πρωί, η γυναίκα του πήρε τηλέφωνο στην αδερφή της και είπε ότι είδε τον τάδε (κ. Ονούφριο). «Α!», είπε η αδερφή της, «αυτός πέθανε, έχει 40 μέρες!». Κάτι που η γυναίκα του ούτε καν γνώριζε.
Ο αδερφός του Τάσου, με τον συμμοριτοπόλεμο, απήχθη με το παιδομάζωμα στην Ουγγαρία. Εκεί γεννήθηκε ο γυιός του Χρηστός, εκεί μεγάλωσε, και παντρεύτηκε την κόρη ενός απαχθέντος από τους αντάρτες. Βέβαια στο αθεϊστικό περιβάλλον που ήταν δεν είχαν βαπτισθή. Όταν γύρισαν στην Ελλάδα, ο Τάσος έλεγε για τα ανήψια του αυτά ότι πρέπει να τα βαπτίσουν. Όταν πέθανε, είδε η γυναίκα του τον Τάσο, ο οποίος με αυστηρή φωνή της είπε! «Τον Χρήστο και την Ουρανία, τα Ουγγαράκια, να τα βαπτίσετε, κι αν δεν θελήσουν οι δικοί μας, να πήτε την κυρία Κ.». Πράγματι, έγινε η βάπτιση, και σε λίγο, ο Χρήστος και η γυναίκα του πέθαναν, από καρκίνο αυτός, και από νεφρική ανεπάρκεια αυτή, σε ηλικία 50 ετών περίπου.
Άλλοτε, ενώ τακτοποιούσε η γυναίκα του το κελλάκι του, της ήρθε ένα κύμα ευωδίας. Σε λίγο ήλθε η αδερφή της και την ρώτησε, «γιατί λιβανίζεις;». Βέβαια η Βάϊα δεν είχε θυμιατίσει, ούτε συνήθιζε να θυμιατίζη. Το ίδιο το αισθάνθηκε κι ο γυιός της.

Χαρακτηριστικά του
Ο Αναστάσιος ήταν μετρίου αναστήματος. Οι χειρωνακτικές δουλειές που έκανε από παιδί, τον είχαν κάνει σκληραγωγημένο, άφοβο, φιλότιμο, ευαίσθητο στον πόνο των άλλων, ακούραστο. Ήταν πολύ εργατικός και επειδή μεγάλωσε με στερήσεις, εκτιμούσε και το παραμικρό. Ήταν ευχάριστος, γενναιόδωρος, φιλόξενος, πράος, ειρηνοποιός, μετρημένος, δίδασκε σιωπηλά με το παράδειγμά του, ποτέ σπάταλος, αλλά αφιλοχρήματος, που πρόκοψε με την δουλειά του. Στα παλιά χρόνια, όταν εγίνοντο πανηγύρια στο χωριό του και αγώνες πάλης, έπαιρνε μέρος και νικούσε συχνά, μα δεν το περηφανεύετο. Είχε ακατάβλητη σωματική δύναμη. Είχε επίσης καταπληκτική ικανότητα στις αριθμητικές πράξεις, που τις εκτελούσε χωρίς χαρτί και μολύβι. Διέθετε μνήμη ισχυρή, επειδή δεν είχε κουράσει το μυαλό του με ματαιότητες, είχε καλούς λογισμούς και καθαρότητα. Περπατούσε σιγά-σιγά, δεν βιαζόταν, έγερνε λίγο το κεφάλι. Στην Εκκλησία έκανε πολύ αργά τον σταυρό του και με ευλάβεια μπροστά στις εικόνες. Εσέβετο πολύ «το ράσο» και αγαπούσε την παράδοση.
Ήταν ολιγαρκής, αυτάρκης, σοβαρός και εξυπηρετικός. Μιλούσε αργά, χαμηλόφωνα, συγκινητικά, όταν όμως έλεγε απ’ έξω τους Μακαρισμούς, ύψωνε την φωνή του. Έλεγε με θάρρος την γνώμη του σε κακοδοξίες. Ελυπείτο πολύ τους φτωχότερους και βοηθούσε κρυφά, όσο μπορούσε.
Τους εχθρούς, που δεν τους είχε φταίξει αυτός, όχι μόνο τους «κύκλωνε με προσευχή» για να μη «φολιάση μέσα του κάτι εναντίον τους» μα και τους ευεργετούσε. Οι γιατροί, όπου πέρασε σε Νοσηλευτικά Ιδρύματα, έμεναν έκπληκτοι με την υπομονή του. Όταν ενοσηλεύετο στο Παπανικολάου, όπου του έκοψαν το αριστερό πόδι, έκανε ταπεινά ομιλία στους συναρρώστους για τον «Αναμάρτητο», όπως πάντα αποκαλούσε τον «Χριστό μας», αφού ζητούσε την άδειά τους πρώτα να πη κάτι και αφού οι άλλοι περίμεναν να ακούσουν. Ποτέ δεν έκανε τον δάσκαλο από μόνος του, μόνο όταν έβλεπε διάθεση από τους άλλους. Όταν μιλούσε, ακόμη και για τα πιο καθημερινά, έλεγε «να, όπως λέει» (και εννοούσε το Ευαγγέλιο) και συνταίριαζε με το θέμα κάτι απ’ το Ευαγγέλιο, που από μικρός διάβαζε σχεδόν καθημερινά και το «πονούσε».

Διδασκαλία
Έλεγε ο ευλογημένος Αναστάσιος: «Το στόμα των ανθρώπων είναι σαν ηφαίστειο. Όμως, όπως λέει, αλλοίμονό σας, αν πούνε καλά λόγια για σας. Όμως και όταν παλεύης με την αδικία, πίσω-μπρός, πίσω-μπρός, σε σακατεύει… Είναι αυτό που λέει, «εμίσησάν με δωρεάν». Όμως τις προσβολές μόνο η προσευχή τις διαλύει. Λειώνει την αδικία».
«Εάν είναι θλιμμένη η προσευχή μου, θα πάθουν κακό, γι’ αυτό θέλει προσοχή να μη ριζώση το μίσος μέσα σου. Όχι. Άμα πέσω σε θλιμμένη προσευχή θα πάθει ο άλλος ζημιά. Όχι να κάνω ζημιά στον άλλον. Έρχομαι σε απαρηγόρητη προσευχή και πέφτω στο ήμαρτον, ζητώ μία παρηγοριά, συχώρεση…».
«Αν μ’ έρθη περιφρόνηση, θεωρώ τον εαυτό μου αμαρτωλό, και αρχίζω, «συχώρεσέ με Κύριε, συχώρεσέ με…»».
«Όλους να τους βλέπουμε καλούς και να παρακαλάμε για όλους».
«Πολλοί πιστεύουν στον Μαμωνά. Θέλουν να κερδίσουν άκοπα δίχως κούραση. Έφυγε όμως η ευλογία. Γιατί, λέει, με τον ίδρω να βγάζης το ψωμί σου. Όχι να βγάζουν πολλά λεφτά άκοπα. Αυτοί θέλουν αιχμάλωτους στο συμφέρον».
«Εμείς δεν θα κάνουμε κακό σ’ όσους μας κάνουν κακό γιατί μετά θα έχεις «κάνονα» για όλη σου την ζωή, θα είναι αυτό εμπόδιο στην προσευχή. Άστους, επειδή είναι αυτοί στην λάσπη, θέλουν να τραβήξουν κι εσένα προς τα κάτω. Εμείς χρωστάμε να αγαπάμε όλους».
«Δεν θα κάνεις κτήμα το κακό. Δεν θα το καλλιεργήσης. Η μοχθηρία είναι απιστία. Άμα πιστεύης, συγκρατιέσαι σε κάποια λογική. Αν κάτι δεν πιάνη τόπο… θάψτο. Το κατηγόριο απαγορευεται αυστηρά».
«Τον εχθρό μας να τον φέρνουμε στο ύψος και εμείς στα πόδια του να παρακαλούμε τον Θεό να τον συχωρέση• να δίνης εκτίμηση στον εχθρό. Στο ύψος να τους βάλλουμε και μείς στα πόδια τους να είμαστε των εχθρών μας. Το πιστεύω μας δεν είναι αέρας, θα πει να μη χαλάσης την καρδιά του άλλου. Όσο πιστεύης στον Θεό τόσο δεν θέλεις να χαλάσης την ψυχή του άλλου. Δεν λέει προσευχηθήτε για όσους σας κατατρέχουν; Αν σ’ έλθη φώτιση να πης• «αχ, Θεέ μου!». Θα πονέσεις και θα κλάψεις για το Ευαγγέλιο».
«Εμένα με κυκλώσαν αδικίες κι έκανα προσευχή. Όταν έβλεπα αδικία και δεν μπορούσα να την σταματήσω, γονατούσα και φώναζα «συχώωωωρεσέ με Κύριε…». Έτσι με περνούσε η στεναχώρια, γιατί οι προσευχές φτάνουν επάνω. Οι προσευχές τα πάντα τα λειώνουν, κι αμέσως προλαβαίνει η καλωσύνη του Θεού. Αν με φερθούν άσχημα, να πέσω στο ήμαρτον. Αν το αφήσω, θα με κάνει ζημιά. Αν ένας με φταίξη τον παρουσιάζω σ’ ένα κλοιό προσευχής. Με την προσευχή τα διαλύεις όλα. Εάν μαλώσω με κάποιον χάνω την καλωσύνη του Θεού».
«Όσο λατρεύεις τον Θεό, τόσο να τιμάς και τον άνθρωπο. Η ανταπόκριση του ανθρώπου είναι στις δυσκολίες, είναι η υπομονή. Έχει ανθρώπους που κλαίνε γιατί δεν αρρωστάνε».
«Να μην πης ποτέ ότι έχασα το δίκιο μου, γιατί θα σε ντελαπάρει. Άμα φωλιάση μέσα σου το γιατί εγώ να χάσω το δίκιο μου, γίνεσαι άλλος άνθρωπος, φεύγει η χάρη. Εμείς στόχο το Φως θα έχουμε. Αυτό είναι η καλύτερη περιουσία. Όλα να τα λειώνη η προσευχή. Είναι προσωρινή η κυριαρχία του σκότους, δεν έχουν φως αυτές οι δουλειές. Μεγαλύτερη περιουσία είναι να μείνουμε στον Χριστό με υπομονή, να μην διαλογιζώμαστε. Τότε είσαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος».
«Μη συνερίζεσαι με τον κόσμο. Η αυστηρότητα όμως απαγορεύεται. Αλλοιώς έχεις αιμοβοριά μέσα σου. Κάνε κάποτε ότι δεν γνωρίζεις τίποτα, γιατί που θα βρεις άκρη αν μπλεχτής με γλωσσοφαγιά;».
«Τώρα ο κόσμος είναι χωρίς θεμέλια, από κάτω προς τα επάνω είμαστε σε μία ομίχλη όλοι μας. Όποιος φωνάζει όμως βοήθεια, θα σωθή. Ο Χριστός είναι επανάσταση καλωσύνης. Ο κόσμος πίστεψε στο χρήμα και στον σαρκικό έρωτα. Η πίστη στον Αναμάρτητο Χριστό μόνο θα μας σώσει».
«Από την οικογένεια να ξεκινά το ηφαίστειο της αγάπης, γιατί άμα θυσιάζεσαι για τον κόσμο και δεν υπολογίζης την οικογένεια, είναι άχρηστα. Είναι λάθος τεράστιο που μερικοί δεν υπολογίζουν την οικογένεια».
«Η γυναίκα τον άντρα της τον εχει κορώνα επειδή είναι απ’ την πλευρά του. Από κει περιμένει χαρά, τα πάντα… Όλες οι γραφές για τον άντρα λένε. «Μακάριος ο ανήρ ο φοβούμενος τον Κύριο». Την γυναίκα σου να την έχης σα παιδί. Πώς χαίρεσαι ένα παιδάκι, πάντα έτσι να την έχης. Άμα κάνη κάτι ο ένας να το ξέρη και ο άλλος, αλλοιώς είναι σαν απάτη».
«Για τα παιδιά να μη βασίζεσαι στις δικές σου δυνάμεις. Μόνο ο Θεός θα τα προστατεύει εκ θαύματος. Πάντα να επιμένης για τον Θεό στα παιδιά, μία μέρα θα πέσουν εκεί. Τα παιδιά να πιάσουν προζύμι πνευματικό από την Δημιουργία του Θεού, τι εντολές έδωσε».
«Όταν είσαι παντρεμένος να λες ότι, πριν από μένα, ο Χριστός το έβαλε αυτό το στεφάνι. Ξημερώνοντας Τετάρτη, Παρασκευή και Κυριακή ο άνθρωπος να είναι καθαρός».
«Αν δεν έχουν στον γάμο στόχο για παιδί, μαζεύονται οι σατανάδες και παίζουν. Ο γάμος είναι ένα επίγειο αγαθό. Η Χριστιανοσύνη προήλθε από παρθενικό βίο. Η Ελισάβετ και ο Ζαχαρίας σε βαθειά γεράματα έκαναν τον άγιο Πρόδρομο, το ίδιο και ο Ιωακείμ και η Άννα. Μεγάλη τιμή θέλει αυτό, να μην το πάρουμε σβάρνα».
«Μόνο ο αναμάρτητος Χριστός είναι το φως. «Χριστέ μου, μην φεύγης απ’ την καρδιά μας». Θέλει όμως καλωσύνη. Να χαίρεσαι όταν σε κατηγοράνε. Το κατηγόριο είναι καλό γιατί είναι σαν να γίνεται ένα φαγάκι και ρίχνης μέσα και λίγο αλατάκι. Τότε καταλαβαίνεις, αν συχωράς τον άλλον. Εκεί φαίνεται η αξία του πιστεύοντα. Να σε κατηγοράνε και να κρύβεσαι σε κρυφό μέρος να παρακαλάς γι’ αυτόν, να τον σώση».
«Όταν είσαι μόνος, τότε πιο γερή προσευχή. Τα μεσάνυχτα είναι καλά, γιατί τότε δεν σ’ εμποδίζει τίποτε».
«Η δύναμη της προσευχής είναι να ξαγρυπνήση το μυαλό σου και να φτάση ψηλά. Πώς φτάνει εκεί στον θρόνο του Θεού; Να λες, «συχώρεσέ με, συχώρεσέ με», κι ο Θεός ξέρει τι ζητάς».
«Εάν κάποιος μας αδικήση να παρακαλάμε γι’ αυτόν. Εγώ, τότε λέω: «Θεέ μου, από μένα σε παρακαλώ μη δικάσης άνθρωπο», και λέγοντας• «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό», τον φέρνω αυτόν που με αδίκησε στο ύψος και είναι σαν να προσεύχεται αυτός. Εσύ τον παίρνεις εκ των προτέρων στην προσευχή σου κι αυτός από άνωθεν θα φωτιστή. Θα φέρεις αυτόν στο ύψος και θα προσεύχεσαι, «ελέησέ με τον αμαρτωλό», το πνεύμα σου θα είναι σ’ αυτόν, αλλά αυτά δεν λέγονται, γιατί η προσευχή είναι αόρατο πράγμα».
«Τώρα δεν είναι εύκολο να κερδίσης άνθρωπο, γι’ αυτό άμα δης κάποιον που σου έκανε κακό, όχι (να κρατάς) μούτρα, αλλά όχι και συναναστροφή με τέτοιον άνθρωπο, γιατί θα σ’ αδικήσει».
«Προπάντων μη πιάνης κακία. Το χαμόγελο μην το κόβης, την αγάπη σου θα δίνεις. Τι λέει; «Διά την υπομονή σας θα αποκτήσετε τας ψυχάς σας, δηλαδή θα γλυτώσετε τις ψυχές σας». Υπομονή, κι ας τον να πάη στο καλό. Ανεξικακία… Ε! πρέπει νά ’χης κι αντίπαλο για να δοκιμαστής, εκεί είναι που θα γίνει λίγο νόστιμο το φαΐ• ρίχνεις το αλατάκι – υπομονή – και νοστιμεύει».
«Τα μεσάνυχτα ζυγώνεις εκεί, πιο καλά να προσεύχεσαι τότε. Ο νους πρέπει να είναι καθαρός και μετά αρχίζω πολλές φορές, «Άγιος ο Θεός… » μετά «Δόξα σοι ο Θεός…». Μπροστά η Δόξα κι υστέρα τ’ άλλα… αφού δοξάσεις πρώτα, μετά προχωράς… Μετά «Πάτερ ημών» και αρχίζω λέω απ’ το Ευαγγέλιο τους Μακαρισμούς… πέφτω στα παρακάλια• «Κύριε Ιησού Χριστέ, διά της Θεοτόκου και πάντων των Αγίων, ελέησόν με τον αμαρτωλόν»… Μετά λέω άλλο κεφάλαιο».
«Ο αμαρτωλός γλυτώνει πιο γρήγορα απ’ αυτόν που αγωνίζεται, αν κλάψη για βοήθεια. Αν πης, «συχώρεσέ με, Θεέ μου» και δακρύσης, πιάνει πολύ το δάκρυ εκείνο, σαν να είναι μισό βάπτισμα».
«Ο Χριστός στάλθηκε απ’ τον Θεό για να σώση τον άνθρωπο. Να πιστεύουμε στο Αίμα του Σταυρού, στον Εσταυρωμένο. Το Αίμα που στάζει απ’ τον Σταυρό, να στάζη μέσα στην καρδιά σου».
«Η προσευχή είναι το μεγαλύτερο όπλο στον άνθρωπο, έχει μεγάλη δύναμη. Η προσευχή σου θα είναι οι άλλοι, και συ θα είσαι αλλού• θέλει πολύ αυτοσυγκέντρωση. Ο άνθρωπος αγιάζει τον τόπο όχι ο τόπος τον άνθρωπο. Άμα κάνης προσευχή όλο το μέρος θα είναι στο φως. Λες «ήμαρτον», πέφτεις στο ήμαρτον, αναγνωρίζεις την καλωσύνη του Θεού, κι όσο βαδίζεις στην αθωότητα και την καλωσύνη, τόσο σε τραβά ο μαγνήτης να προσεύχεσαι. Η προσευχή είναι σύντροφος της καλωσύνης. Το καλό θέλει και συμπαράσταση. Σε τραβά κάτι και προσεύχεσαι και σε διατάζει να κάνης καλωσύνη, σε μιλά• «να, πάρε το ψωμί και παν’ το στον φτωχό». Να αυτοσυγκεντρωθής, γιατί γνήσια προσευχή είναι να μη σκεφτής τίποτα, ο νους σου να είναι αφοσιωμένος πάνω, ώσπου να δώσης παρών στον Θεό και ο Θεός σε φωτίζει. Η προσευχή είναι αόρατο πράγμα, δύσκολο να δώσης να καταλάβη ο άλλος τι είναι».
«Μία μέρα είδα ένα φως να πηγάζη από γης, και εγώ έκλαιγα κι έλεγα• «Άγιος ο Θεός, Άγιος ο Θεός», συνέχεια. Τόσα χρόνια που το σκέφτομαι κλαίω μ’ αυτό».
«Η αμαρτία είναι σαν παγόβουνο. Όπως υπάρχουν πάγοι στον Βόρειο Πόλο και για να λειώσουν θέλει θερμές ακτίνες ηλίου έτσι και η αμαρτία. Θέλει πολλή προσευχή, που είναι σαν τις ακτίνες του ήλιου. Η αμαρτία δύσκολα συχωρείται, δύσκολα διαλύεται, θέλει πολλή προσευχή».
«Η προσευχή είναι απαραίτητη γιατί καλλιεργείται η ψυχή. Η βαθειά προσευχή είναι σαν επιστήμη, δεν μπορώ να στο εξηγήσω. Να παρακαλέσουμε τον Θεό να νεκρωθή ο εαυτός μας και να βρεθή εκεί που είναι ο πόνος. Τον εαυτό μας θα τον συγκεντρώνουμε να φτάση στο Φως κοντά και να ζητά βοήθεια. Θέλει μεγάλο αγώνα. Έχει χρόνια που παρακαλώ να με φωτίση όπως το θέλει Αυτός».
«Η λατρεία του Θεού είναι λαχτάρα».
«Μεγάλη αξία έχουν οι Άγιοι».
«Η φοβία είναι ολιγοπιστία».
«Η Εκκλησία είναι κιβωτός του Νώε. Εγώ για τους καλογέρους και το ράσο κάνω ιδιαίτερη προσευχή. Χωρίς Ευαγγέλιο, δεν καταλαβαίνεις τι λέει η Εκκλησία. Θέλω να ζω για να προσφέρω λατρεία με το ήμαρτον στον Θεό, και φέρνω στο νου μου όλους τους πεθαμένους».
«Την Μεγάλη Σαρακοστή είναι επικηρυγμένος ο Χριστός και με τους Χαιρετισμούς παρηγοράμε την Μάννα Του. «Χαίρε Μήτηρ Θεού και πάντων των Αγίων, Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε». Των Αγίων η καλωσύνη δεν πεθαίνει. Όταν πέφτω στην προσευχή όλα τα ξεχνώ. Είναι σαν θεραπεία και βλέπω τον Χριστό στον Σταυρό και την Μητέρα Του».
«Η προσευχή πρέπει να γίνεται εκ βάθους καρδίας και με αυτοσυγκέντρωση. Άμα κάνης σαρκικά είναι δύσκολο να είσαι με δάκρυα κάτω από τον αναμάρτητο Θεό».
«Οι Χάρες, οι Άγιοι πάνε σε απλούς ανθρώπους όπως στην κ. Ελένη που ξεψυχώντας έλεγε συνέχεια από το Ψαλτήρι, το «Ραντιείς με υσσώπω και καθαρισθήσομαι». Οι Χάρες φεύγουν από κει που πάνε τα λεφτά. Ο Χριστός όμως δεν ξεχωρίζει κανέναν, όλους τους έχει το ίσο, αν γυρέψουν την βοήθειά του».
«Να προσέχουμε, νά ’χουμε σεβασμό σ’ όλους τους Αγίους αλλά και στον κάθε άνθρωπο, ας είναι και κακός. Παρακαλάτε να τον συχωρέση. Ο αμαρτωλός για να σωθή πρέπει να αγωνιστή πολύ, όπως αγωνίζεται ένας για να κάνη περιουσία καινούργια. Χαρά στον άνθρωπο που θυσιάζεται γι’ αυτό και κλαίει γι’ αυτά που πιστεύει».
«Όπως κρέμεται αυτό το σκυλί σε μένα, έτσι και ’γω κρέμομαι στον μεγάλο Θεό που μου λέει, «πίστευε σε μένα»».
«Στο βραχυκύκλωμα που παθαίνουμε μέσα στον κόσμο, το φάρμακο είναι η προσευχή».
«Η χάρι του Θεού είναι το μεγαλύτερο πράγμα».
«Το Ευαγγέλιο τώρα είναι ορφανό και σα να κλαίη! Μόνο άμα κάνης τα έργα του Ευαγγελίου, τότε θα το πονέσεις και θα το κλάψεις».
«Δεν είναι μόνο να παραδεχώμαστε Θεό, αλλά και να τον λατρεύωμε».
«Άμα φτάσης στην λεπτότητα δεν σε χωρά ο τόπος, άμα αμαρτήσης σε κάτι, ελέγχεις και το ελάχιστο, αν δεν το ελέγξης, θα σε μολύνει. Το παραμικρό αμάρτημα πρέπει να το κάνουμε προσευχή ώσπου να λειώση».
«Γιατί να ρίξω το βάρος στον Θεό με το «γιατί;». Εκ του πονηρού είναι να στενοχωριέται κανείς με το γιατί. Άμα το καλλιεργούμε το γιατί, είναι εκ του πονηρού, για να σε εξολοθρεύση. Ο διάβολος δίνει όλες του τις δυνάμεις για να μην χάση την συμμετοχή που έχει μέσα μας».
«Να μην χάσουμε το πιστεύω μας. Είναι το σχοινί που μας ενώνει με τον Θεό, που μας δένει με τον Θεό».
«Όπως μία μέλισσα μαζεύει απ’ όλα τα λουλουδάκια λίγο-λίγο και τα κάνει μέλι, έτσι κι ο Χριστός κρατά την καλωσύνη μες στην Εκκλησία».
«Το τάλαντο που λέει στην παραβολή ο Χριστός είναι η καλωσύνη. Όχι τα ταλέντα!».
«Κάθε Χριστιανός είναι λυχνάρι. Είναι καθρέφτης να βλέπης το πρόσωπό σου».
«Άραγε έχει καλούς; Είναι κανείς να καταδικάζη τον εαυτό του, να σκέφτεται καλά;».
«Άμα κάνης καλωσύνη, γίνεσαι πάντα βαρετός.
Ε, θα πούνε. Άστον αυτόν, δεν εχει καμμία απόδοση, άχρηστος είναι. Εμείς όμως ούτε να το βάλουμε στην ιδέα μας. Νά ’χουμε τους Αγίους στην οικογένειά μας να τους παρακαλάμε, τον Χριστό σταυρωμένο μπροστά, την Παναγία».
«Εμείς ανήκουμε στην οικογένεια των Αγίων. Εκείνους να παρακαλάμε να μας καταδεχτούν. Στενοχώρια όχι για το τι μας κάνουν οι άλλοι, στενοχώρια κυριώτερη άμα αμαρτήσης, που δεν το επιτρέπει ο αναμάρτητος Θεός».
«Για έναν που μας φέρνει δυσκολίες να πούμε: «Αυτός είναι η αιτία που θα με σώσει, να μην τον κερδίση μόνο το σκότος». Ποτέ να μην σκέφτεσαι πονηρά. Η πονηρή ιδέα κακό επεξεργάζεται. Να πης• «Κύριε Ιησού Χριστέ…» και έτσι δεν γίνεται κτήμα σου η ιδέα αυτή, γιατί αλλοιώς γίνεται επαναστάτης ο εαυτός σου».
«Το Άγιο Πνεύμα δεν κατεβαίνει στον περήφανο να τον φωτίση. Για να μην καλλιεργήσουμε το μίσος, να μην ζυμωθούμε με κακία…, να λέμε στον Θεό Πατέρα «ήμαρτον…», στον Χριστό με τα αίματα στον Σταυρό, στους Αγίους Πάντες. Να μετατρέψης την συνείδησή σου από μίσος σε καλωσύνη».
«Ο πολυμήχανος σε παγιδεύει σιγά-σιγά, φεύγει η θεία Χάρις και ούτε μπορείς να δώσης άνω προσευχή. Άμα πης για τον άλλον, που σε έκανε κάτι, «γιατί εμένα να με κάνης έτσι;» πάει! Είμαι πεσμένος στα πόδια του εχθρού μου, αλλοιώς θα μείνει στην συνείδηση το μίσος».
«Στο Ευαγγέλιό μας, που είναι το βήμα του Χριστού, απαγορεύεται η κακία. Να τον πάρης στην προσευχή σου, «Κύριε Ιησού Χριστέ…», και θα παρακαλάς να τον συχωρέση, για να μη ριζώση η κακία, διότι γίνεσαι τότε κτήμα άγονο, ακαλλιέργητο, εκτός καλωσύνης».
«Αν, όμως, πω «ήμαρτον», φέρω την μεγάλη δύναμη στο Φως και παρακαλάω να συχωρέση όλο τον κόσμο, που είναι καλύτεροί μου• αν σκύψω το κεφάλι μου και πω, εγώ τι έκανα στην ζωή μου, θα βρω ταπείνωση. Κι αυτό, το να μην σκεφτής ότι εγώ αδικεύτηκα, προέρχεται από προσευχή. Ανάλογα με την δύναμη της προσευχής, έρχεται ταπείνωση».
«Μόνο όσοι είναι στα πόδια του Χριστού, είναι μία ξεχωριστή οικογένεια. Θέλει αγώνα, να μην αφήσουμε τον σατανά να μολύνη τον λογισμό. Μόλις έλθη λογισμός, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με…», γιατί η δύναμη του Θεού, είναι δύναμη καλωσύνης».
«Άμα δεν έχης πίστη, γίνεσαι άγριο θηρίο, δεν σε χωρά ο τόπος ή θ’ αρρωστήσεις ή θα μαλώσεις. Ο καλός Θεός να μας δίνη δύναμη. Να φωνάζουμε, «εσύ αναμάρτητε Χριστέ, θυσιάστηκες για τον κόσμο, βοήθησε με κι εμένα τον αμαρτωλό»».
«Η καλωσύνη θάβεται εδώ στην γη. Η καλωσύνη δεν πιάνει τόπο σ’ ανθρώπους. Πιάνει τόπο στον Θεό. Βρίσκεις δικαίωση μόνο στον Θεό».
«Άμα αχρηστευθή ενα κοπάδι πρόβατα και δεν βγάζουν γάλα, δεν έχει καλά αρνιά, χαλάει σιγά-σιγά το κοπάδι, χαλάει και η ράτσα, και τότε λέει ο τσομπάνης, δε με συμφέρει, και παίρνει απόφαση να τα δώση στον χασάπη. Έτσι και η ανθρωπότης χαλάει σιγά-σιγά. Ώσπου θά ’ρθει η Αγανάκτησις, η Δύναμις, που κρατάει το γένος αυτό, και τότε αλλοίμονον».
«Να χαίρεσαι, όταν είσαι πρόβατο εν μέσω λύκων. Ο Σατανάς είναι μουσαφίρης στο σπίτι σου και θέλει να σ’ αρπάξη. Ο Θεός δεν εχει κόψει το δικαίωμα του πονηρού να πειράζη, του άφησε δύναμη για να ελεχθή ο άνθρωπος, για να δοκιμαστή».
«Άλλος με παρακάλια κρατά την θεογνωσία• να μη χάσουμε αυτό που πιστεύουμε. Άλλος ξετροχιάζεται. Όχι μόνο να διαβάζης αλλά και να πράξης, τότε θα το πονέσεις το Ευαγγέλιο».
«Έτσι, να έχης μπροστά σου όλα τα αμαρτήματά σου και, τότε, δεν θα κατηγορήσεις κανένα, γιατί ο άλλος από κάρβουνο μπορεί να γένη διαμάντι».
«Είναι κακό πράγμα να παγιδεύεται ο άνθρωπος, γιατί τότε δεν φεύγει από την δύναμη του σκότους. Η μετάνοια είναι ένδυμα του νέου ανθρώπου. Ξαναγέννηση είναι όταν μετανοή. Του έρχεται τότε μία ευλογία και λέει «ήμαρτον», και τότε ξαναγεννιέται. Ο Χριστός αν τον δεχτής, σαν μαγνήτης σε τραβά με προσευχή».
«Η αγαθότης του Θεού είναι πιο μεγάλη απ’ την δικαιοσύνη Του, όπως τότε με την Νινευί που λυπήθηκε τα 120.000 παιδιά. Να μετανοούμε και να γινώμαστε άλλοι άνθρωποι. Να ενδυθούμε το Ευαγγέλιο που είναι το βήμα του Χριστού. Οι αμαρτίες, και σαν τις τρίχες της κεφαλής να είναι ή σαν τα φύλλα των δέντρων, όλες λειώνουν άμα πιστέψης. Αν ένας μπορέση απ’ την ομίχλη να συνδεθή με τον Θεό, είναι σαν ήρωας».
«Να χαίρεσαι όταν σε αδικούν κι όταν αδικούμε να κλαίμε».
«Ε…, δεν θα είμαστε και απέθαντοι. Αφού υπάρχει θάνατος. Μπερεκέτ’ (=αρκετά) τόσο που ζήσαμε».
«Μετά τα εβδομήντα χρόνια είσαι λαθραίος σ’ αυτήν την γη. Ήμασταν τόσα αδέλφια, μονάχα εγώ έμεινα. Πάει τώρα, τις παχιές αγελάδες τις φάγαμε».
«Αν δεν έλθη ο άνθρωπος σ’ αυτό το σημείο, με την αρρώστια, σ’ αυτήν την παρακμή, δεν μπορεί να μπη στο νόημα».
«Γιατί να χάση ο Θεός μία ψυχούλα; Τον συλλαμβάνω αυτόν που με προσβάλλει, στην προσευχή μου, για να μην φωλιάση η κακία μέσα μου. Πέφτω στο «ήμαρτον», και παρακαλώ να τον συγχωρέση ο Θεός, μην τον εύρη κανένα κακό. Η καλωσύνη είναι σαν ενα τεράστιο θωρακισμένο τάνκς. Το ποιός έχει δίκαιο θα το εξετάσει ο αναμάρτητος Χριστός. Αν το δούμε εμείς θα πέσουμε σε υπερηφάνεια. Οι υπομένοντες τώρα θα καταταχθούν με τους Αγίους. Όμως κι όταν κρατάς λεφτά, μη μιλάς για τα Θεία! Η ανεχορταγιά είναι εμπόδιο. Να θρηνής για αυτό που πιστεύεις».
«Η προσευχή έχει πολύ περισσότερη δύναμη από τα μηχανήματα. Όσοι ξέρουν την δύναμή της έχουν πολύ περισσότερη δύναμη απ’ όσους κάνουν τα κομπιούτερ. Κάποτε με ειρωνεύτηκαν σ’ ένα σπίτι. Μόλις βγήκα έξω απ’ το χωριό, κρύφτηκα σε απλησίαστο μέρος κι έλεγα γονατιστά όπως ουρλιάζει το σκυλί, «συγχώρεσέ με Θεέ μου! Συγχώρεσέ με!». Δεν είπα τι με κάνουν, έβαλα τον εαυτό μου κάτω από το φως. Μόνο με προσευχή και με έργα θα νικήσουμε. Να παρακαλάς από καρδιάς».
«Η υπομονή αποκτάται από το πιστεύω και την προσευχή. Όταν είσαι μόνος, τότε κάνε πιο γερή προσευχή. Τα μεσάνυχτα είναι καλά, γιατί τότε δεν σ’ εμποδίζει τίποτε. Μόλις έλθη ένας λογισμός να κάνουμε τον σταυρό μας και να πούμε, «Χριστέ μου, σώσε με, εσύ θυσιάστηκες για μας», έρχεται σαν σαϊτιές ο λογισμός, όμως θα λέμε, «Κύριε Ιησού Χριστέ, διά της Θεοτόκου και πάντων των Αγίων ελέησέ με». Αν η προσευχή σου είναι καλλιεργημένη φτάνεις ψηλά. Ο Θεός είναι δύναμη καλωσύνης. Η προσευχή είναι απαραίτητη γιατί καλλιεργείται η ψυχή. Όταν ξεκινάς μία δουλειά να αυτοσυγκεντρώνεσαι με προσευχή και τότε να μη φοβάσαι κανέναν. «Μην ταράζεται η καρδιά σας»», θα πει, να βρης την αυτοσυγκέντρωση».
«Ο αναμάρτητος Χριστός είναι φως εκ φωτός και για να μας εμπιστευθή πρέπει να δη τα παρακάλια μας, τα καλά μας έργα και τις προσευχές μας. Το Άγιο Πνεύμα δεν κατεβαίνει στον περήφανο να τον φωτίση. Ανάλογα με την δύναμη της προσευχής έρχεται η ταπείνωση. Να πιστεύουμε στο αίμα του Σταυρού, στον Εσταυρωμένο. Το αίμα που στάζει από τον Σταυρό να στάζη μέσα στην καρδιά σου. Η προσευχή θέλει πολλή αυτοσυγκέντρωση. Στην προσευχή θέλει να σταματάς κάθε τόσο, να είσαι ήρεμος να μην σκέφτεσαι τίποτα, και ξανά να ανεβαίνης σαν σκαλοπάτι πάνω, σταματάς-προχωράς, σιγά-σιγά, ώσπου να φτάσης επάνω, βγαίνεις στο φως, φτάνεις στην λάμψη, άμα φτάσης επάνω μαγνήτης, δεν σ’ αφήνει να πας κάτω, χαρά, όμως χρειάζεται να είσαι επιφυλακτικός σαν στρατιώτης με κράνος και τότε αισθάνεσαι ότι είσαι αμαρτωλός. Άμα το αισθανθής, έχει στήριγμα η προσευχή. Να ζητάς προσευχή σαν ένα πουλάκι αδύναμο, δειλό και να έχης τον εαυτό σου σαν ένα φτωχό μυρμήγκι. Όταν λες «είμαι αδικημένος από παντού», ρίχνεις το δίκιο όλο επάνω σου, επαναστατείς. Ενώ αν πης αυτό το Φως (ο Χριστός) βγαίνει για όλον τον κόσμο, εγώ άραγε κάνω αυτό που θέλει; Πώς να ελέγξω; «βγάλε τον δοκό από τον οφθαλμό σου», μας λέει. Το πολύ-πολύ να πης είμαι και εγώ στην ίδια ζυγαριά».
«Η αγάπη του Θεού είναι πολύ ισχυρή και φαίνεται στους αμαρτωλούς. Αυτή η θεία καλωσύνη αφήνει να πέφτης για να ξαναγυρίσης. Ο κεχαγιάς αγαπά τα πλανεμένα πρόβατα πιο πολύ. Άμα δοκιμάση έναν αμαρτωλό που γύρισε πίσω, αυτόν ο Θεός τον εμπιστεύεται, αγαπά την αμαρτωλή, όπως γράφει, πιο πολύ, εκεί δείχνει όλη την καλωσύνη του».
«Τους Αγίους να έχουμε μπροστά μας. Άλλοι λιανισμένοι, άλλοι σφαγμένοι, άλλοι πετροβολημένοι. «Δεν θα σας αφήσω ορφανούς», μας είπε ο Χριστός. Εμείς ανήκουμε στην οικογένεια των Αγίων. Εκείνους να παρακαλάμε να μας καταδεχθούν. Η μεγαλύτερη απόδειξη της άλλης ζωής είναι η Παναγία που παρακαλάει δακρυσμένη όπως στον Σταυρό, τον αναμάρτητο Υιό της. Εμένα με κύκλωσαν αδικίες κι έκανα προσευχή. Έτσι με περνούσε η στενοχώρια».
«Ο άνθρωπος μέσα στο λάθος είναι βουτηγμένος, αλλά η καλωσύνη νικάει πάντα».
«Ο αγιασμός και ο Παράδεισος είναι πολύ λεπτά πράγματα. Κάποτε είδα ένα πολύ όμορφο κήπο, παράδεισο, και μόνο μία ψυχή πέρασε μέσα».
«Ο ύποπτος κόσμος είναι απλωμένος παντού. Ακόμα κι η προβατίνα το κουτράει (διώχνει) το μικρό της μετά από πενήντα μέρες».
«Να παρακαλάμε τον Χριστό να μην φύγη από μέσα μας. Να κρατάμε πραότητα».
«Να σκεπτώμαστε πάντα το καλό για άλλους. Οι υπομένοντες τώρα θα καταταχτούν με άγιους».
«Θέλει καθαρότητα για να δης οράματα. Εγώ πολύ ζόρισα τον εαυτό μου, έφτιαχνα μεγάλο αγώνα τότε που… (κάτι είδα)».
«Κάποτε λέγαμε θα χαλάσει ο κόσμος. Τώρα λέμε θα χαθούμε. Τώρα ξεσκεπάστηκε η ντροπή. Οι ίδιοι εμείς θα χαθούμε. Θα λέμε σε λίγο, καλά που προλάβαμε και ζήσαμε».
«Η Ελλάδα μοιάζει με μικρό δέντρο, καρποφόρο όμως, ας πούμε αχλαδιά. Γύρω οι άλλοι λαοί είναι σαν θεόρατα, ας πούμε πλατάνια, βελανιδιές, χωρίς όμως καρπό. Επειδή δεν μπορούν να μας κόψουν με το πριόνι μια κι έξω, σκάβουν γύρω-γύρω απ’ το δεντράκι μας να μαραθή από μόνο του, γιατί θέλουν δήθεν πολιτισμένα να ξεραθούν οι ρίζες μας και να γείρουμε από μονάχοι μας».
«Η Εκκλησία δεν είναι θέατρο να θέλη να κόβη όσο το δυνατόν περισσότερα εισιτήρια. Σκοπός είναι αυτοί που έρχονται να πιστέψουν ότι υπάρχει άλλη ζωή, Ανάσταση, Δευτέρα Παρουσία. Αλλοιώς τι να το κάνης το πλήθος; Γιατί να τους καλοπιάνης να έρχωνται όπως να είναι;».
Την ευχή του να εχουμε. Αμήν.

Παραπομπή
1. Για τον Αναστάσιο Μαλαμά εξέδωσαν τεύχος και οι εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη» με μεγάλη κυκλοφορία. Ο ιατρός κ. Ιωάννης Πατσώνης, ο συγγραφέας του τεύχους, μας απέστειλε την βιογραφία του με νέα στοιχεία, την διδασκαλία του και αδημοσίευτες φωτογραφίες. Τον ευχαριστούμε, καθώς και τον υπεύθυνο των εκδόσεων κ. Στυλιανό Κεμετσεντζίδη. Κρίθηκε προτιμότερο να παρατεθή αυτούσια η διήγηση του ιδίου Αναστασίου με την χαριτωμένη απλότητά του και αμεσότητα, παρά να γίνη μία νέα βιογραφία. Όπου χρειάζεται, παρατίθενται επεξηγηματικές λέξεις εντός παρενθέσεων.

(“Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β΄, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής, 2012)
πηγή
 πρώτο μέρος       

Δεν υπάρχουν σχόλια: