Κυριακή 20 Μαΐου 2018

"Με την Ελλάδα καραβοκύρη πάει μια φρεγάτα για το Μισίρι.. Άγιε Νικόλα, παρακαλώ σε στα πέλαγα όλα λουλούδια στρώσε.

 
Όπως έλεγε ο Τάσος Λειβαδίτης "Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου. Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ, αλλά συγχρόνως ότι θα πεθαίνω κάθε μέρα..." 

ή όπως εξηγεί ο Γιώργος Σεφέρης: "Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα.." 
Ενώ ο Οδυσσέας Ελύτης θα πει πως: "Μέσα στη θλίψη της απέραντης μετριότητας, που μας πνίγει από παντού, παρηγοριέμαι ότι κάπου, σε κάποιο καμαράκι, κάποιοι πεισματάρηδες αγωνίζονται να εξουδετερώσουν τη φθορά. Να γιατί γράφω. Γιατί η ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος..."

  Τάσος Λειβαδίτης και το "Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας"

Θα ΄θελα να φωνάξω το όνομά σου, αγάπη, μ’ όλη μου τη δύναμη.
Να το ακούσουν οι χτίστες απ’ τις σκαλωσιές και να φιλιούνται με τον ήλιο
να το μάθουν στα καράβια οι θερμαστές και ν’ ανασάνουν όλα τα τριαντάφυλλα
να τ’ ακούσει η άνοιξη και να ‘ρχεται πιο γρήγορα να το μάθουν τα παιδιά για να μην φοβούνται το σκοτάδι,
να το λένε τα καλάμια στις ακροποταμιές, τα τρυγόνια πάνω στους φράχτες
να τ’ ακούσουν οι πρωτεύουσες του κόσμου και να το ξαναπούνε μ’ όλες τις καμπάνες τους.
Να το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.
Να τ’ ακούσει ο χρόνος και να μη σ’ αγγίξει αγάπη μου , ποτέ.
Σαν ήμουνα παιδί και μ' έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου έσκυβε και με ρωτούσε. Τι έχεις αγόρι;
Δεν μίλαγα. Μονάχα κοίταζα πίσω απ' τον ώμο της ένα κόσμο άδειο από σένα.
Και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι
ήτανε για να μάθω να σου γράφω τραγούδια.
Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής ήτανε που αργούσες ακόμα όταν τη νύχτα κοίταζα τ' αστέρια ήτανε γιατί μου λείπανε
τα μάτια σου κι όταν κτύπαγε η πόρτα μου και άνοιγα δεν ήτανε κανείς. Κάπου όμως μες στον κόσμο ήτανεη καρδιά σου που χτυπούσε.
Έτσι έζησα. Πάντοτε.
Και όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά-θυμάσαι;- μου άπλωσες τα χέρια τόσο τρυφερά
σα να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια
με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρα μου
αγαπημένη μου...
Αλήθεια κείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό, εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας
Ύστερα ερχόταν η βροχή. Μα έγραφα σ' όλα μας τα χνωτισμένα τζάμια τ' όνομα σου
κι έτσι είχε ξαστεριά στην κάμαρα μας. Κράταγα τα χέρια σου
κι έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κι εμπιστοσύνη...
Όταν χαμογελούσες ένα περιστέρι διάβαινε στην βραδιασμένη κάμαρα ένα σύννεφο χρυσό ταξίδευε στον ουρανό όταν χαμογελούσες. Όταν χαμογελούσες ξεχνούσα τη στέγη που έσταζε,
ξεχνούσα το τρύπιο πάτωμα έλεγα κιόλας, να, μες απ' τις τρύπες του όπου και να 'ναι θα φυτρώσουνε μεγάλα κόκκινα τριαντάφυλλα....
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή....

Με τον Οδυσσέα Ελύτη και το "Μικρό Ναυτίλο":

ΣΤΙΣ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΕΣ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ υπήρχε μια μακαριότητα, ένα μεγαλείο, που έφτασαν ως τις ημέρες μας άθιχτα.
Η πατούσα μας, που ανασκαλεύει την ίδια άμμο, το νιώθει.
Περπατάμε χιλιάδες χρόνια, ο άνεμος ολοένα λυγίζει τις καλαμιές κι ολοένα εμείς υψώνουμε το πρόσωπο. Κατα πού; Ως πότε;
Τ' ΑΝΩΤΕΡΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΜΟΥ τα έκανα στο Σχολείο της θάλασσας. Ιδού και μερικές πράξεις για παράδειγμα:
Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι, κι ένα καράβι.
Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.
Ένα δειλινό στο Αιγαίο περιλαμβάνει τη χαρά και τη λύπη σε τόσο ίσες δόσεις που δεν μένει στο τέλος παρά η αλήθεια.
Και δεν είναι τυχαίο που γυρίζουμε όλοι μας γύρω απ' τον ήλιο.
Το σώμα ξέρει.
Δεν είμαι ζωγράφος. Μα θα σε πω με ασβέστη και με θάλασσα.
Θα φυτέψω αμπέλια - λέξεις. Θα κτίσω Ανάκτορα μ' αυτά που μου δίνεις ν' αγαπώ.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολύν άνεμο για να μεγαλώσω.
ΟΤΙ ΜΠΟΡΕΣΑ Ν' ΑΠΟΧΤΗΣΩ μια ζωή από πράξεις ορατές για όλους, επομένως να κερδίσω την ίδια μου διαφάνεια, το χρωστώ σ' ένα είδος ειδικού θάρρους που μου 'δωκεν η Ποίηση:
να γίνομαι άνεμος για το χαρταετό και χαρταετός γιατον άνεμο, ακόμη και όταν ουρανός δεν υπάρχει.

Με τον Κωνσταντίνο Καβάφη και το "Πρώτο σκαλί":

Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μια μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·
«Τώρα δυο χρόνια πέρασαν που γράφω
κ’ ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Aλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ’ ανεβώ ο δυστυχισμένος.»
Είπ’ ο Θεόκριτος· «Aυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.

Και με τον Γιώργο Σεφέρη και τον "Γέροντα στην ακροποταμιά"

Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά-σιγά βουλιάζει
και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της
κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας κάνει αύριο πανιά.

 


Με τη φουρτούνα
και το Σιρόκο
ήρθε μια σκούνα
απ’ το Μαρόκο

Με τον αγέρα
και με τ’ αγιάζι
πάει μια μπρατσέρα
για την Βεγγάζη

Άγιε Νικόλα,
παρακαλώ σε
στα πέλαγα όλα
λουλούδια στρώσε

Με τον ασίκη
το μπουρλοτιέρη
ήρθε ένα μπρίκι
από τ’ Αλγέρι

Με την Ελλάδα
καραβοκύρη
πάει μια φρεγάδα
για το Μισίρι

Δεν υπάρχουν σχόλια: