Παρασκευή 13 Απριλίου 2018


  Ταξιδεύουμε σε μια φυλακή της Προύσας, εκεί που έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του ένας σπουδαίος τούρκος ποιητής, που στίχους του έχουν μελοποιήσει αρκετοί Έλληνες συνθέτες, αναμεσά τους και ο Θάνος Μικρούτσικος. Είναι ο Ναζίμ Χικμέτ που φυλακίστηκε και βασανίστηκε από το τουρκικό κράτος για τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Η δίκη του διεξήχθη πάνω σε ένα πολεμικό πλοίο και τον ανάγκαζαν να περπατάει πάνω στη γέφυρα του πλοίου συνεχώς. Τον βασάνισαν με διάφορους τρόπους και τον έκλεισαν στην απομόνωση. Ο Χικμέτ τα κατάφερε να αντέξει αυτά τα μαρτύρια τραγουδώντας. Στην αρχή σιγοψιθύριζε τα τραγούδια, σαν για να τα ακούει μόνο αυτός. Σιγά-σιγά άρχισε να υψώνει τη φωνή του και στο τέλος τραγουδούσε με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του. Τραγουδούσε ό,τι θυμόταν: Ποιήματα δικά του, ποιήματα σχολικά, παραδοσιακά τραγούδια. Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να επιζήσει. Μέσα στη φυλακή ο Ναζίμ Χικμέτ συνέχισε να γράφει ποιήματα. "Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει. Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα. Τις πιο όμορφες μέρες μας δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα. Κι αυτό που θέλω να σου πω, το πιο όμορφο απ’ όλα, δε στο’ χω πει ακόμα..."
Τα περισσότερα τα έστελνε ως γράμματα στην οικογένειά του ή στους φίλους του.
 


Σήμερα ημέρα Κυριακή.
Και σήμερα πρώτη φορά
μ’ αφήκαν να ’βγω στη λιακάδα
κι εγώ
πρώτη φορά στη ζωή μου
κοίταξα, ασάλευτος τον ουρανό.
Πόσο μακριά από μένανε είναι
πόσο γαλάζιος είναι
πόσο απέραντος.
Κάθουμαι καταγής
γιομάτος σεβασμό
τη ράχη μου στον άσπρο τοίχο αποκουμπώντας.
Όχι δεν είναι τούτη τη στιγμή
για να ριχτώ στα κύματα.
Όχι ο αγώνας τούτη τη στιγμή
Ούτε κι η λευτεριά κι ούτε η γυναίκα.
Μόνο η γης, ο ήλιος κι η αφεντιά μου.
Είμαι ένας άνθρωπος ευτυχισμένος.



Μερικά από αυτά ήταν "Τα ποιήματα των 9-10 μ.μ.". Κάθε μέρα έγραφε και ένα στην αγαπημένη του και αυτό του έδινε δύναμη και κουράγιο. " Διαβάζω βιβλία: μέσα τους βρίσκω εσένα, ακούω τραγούδια: μέσα τους εσύ. Κάθομαι να φάω το ψωμί μου: εσύ κάθεσαι αντίκρυ μου, δουλεύω: αντίκρυ μου εσύ. Εσύ, που είσαι «παντού και πάντα» κοντά μου, δεν μπορώ να σου μιλήσω, τη φωνή σου δεν μπορώ ν’ ακούσω, εσύ ’σαι η γυναίκα μου, χήρα μου οχτώ χρόνια… Είναι ωραίο να σε σκέφτομαι, γεμάτος ελπίδα, είναι σα ν’ ακούω το πιο ωραίο τραγούδι απ’ την πιο ωραία φωνή του κόσμου. Μα εμένα η ελπίδα πια δε μου φτάνει, εγώ δε θέλω ν’ ακούω πια τραγούδια, θέλω να τραγουδήσω…
Κι εγώ γεμάτος απ’ την απουσία σου, φορτωμένος με την ανυπομονησία των μεγάλων ταξιδιών περιμένω σαν αγκυροβολημένο φορτηγό μέσα στην Προύσα. Ο αγέρας κυλάει και φεύγει, ποτέ το ίδιο κλαρί κερασιάς δεν κουνιέται με τον ίδιο αγέρα. Πουλιά κελαηδούν στο δέντρο : θέλουν σπρώξιμο ν' ανοίξουν. Εγώ θέλω εσένα : να' ναι ωραία σαν εσένα η ζωή, φίλη, κι αγαπημένη....... Ξέρω δεν τελείωσε ακόμα της δυστυχίας η γιορτή............ Μα θα τελειώσει, δεν μπορεί..........
Ξέρουμε κ’ οι δύο, αγαπημένη, μας έμαθαν: να πεινάμε, να κρυώνουμε, να πεθαίνουμε στην κούραση και να ζούμε μακριά ο ένας απ’ τον άλλο. Ξέρουμε κ’ οι δυο, αγαπημένη, μπορούμε να μάθουμε στους άλλους: να αγωνίζονται για τους ανθρώπους, και κάθε μέρα λίγο πιο βαθιά, λίγο πιο ωραία ν’ αγαπάνε...
Εννιά η ώρα. Στην αυλή χτύπησε το καμπανάκι, κλείνουν όπου να 'ναι τα κελιά. Η φυλακή κράτησε κάπως παραπάνω αυτή τη φορά: 8 χρόνια. Να ζεις, είναι μια υπόθεση γεμάτη ελπίδα, αγαπημένη μου, να ζεις, είναι μια υπόθεση σοβαρή, όπως και το να σ' αγαπώ..." και την επόμενη έγραψε: "Όμως χειρότερο από το να είναι κάποιος κλεισμένος στη φυλακή αγαπημένη μου, είναι να κουβαλάει ο άνθρωπος τη φυλακή μέσα του όπου κι αν βρίσκεται.."
Ποτέ του δεν κατάφερε να βγει σε μια λιακάδα
και ζει με, ό,τι, περίσσεψε από ένα σκάρτο ποίημα
τα πρωινά σηκώνεται με μια βαριά ζαλάδα
και λέει πως τον ξύπνησε ένα μεγάλο κύμα

Κρεμάει τις αφίσες του στα παράθυρά του
κρύβει το φως μα κρύβει κι όλα τ’ άλλα
γιατί το μόνο που λαχτάρησε ως λάφυρά του
είναι μια θάλασσα να φτάνει ως τη σκάλα

Βάζει σημάδια με στυλό πάνω στον τοίχο του
μετράει το ύψος του που πόντο πόντο χάνει
μα κάθε βράδυ όταν βγαίνει απ’ τον ύπνο του
στέκεται όρθιος και τρυπάει το ταβάνι

Είναι που ονειρεύεται πως φεύγει για ταξίδια
πως μπαίνει μέσα σε παλιές φωτογραφίες
ξέρει αν μπορούσε θα ‘κανε μία απ’ τα ίδια
αλλά τι νόημα έχει το όνειρο χωρίς μικρές νοθείες

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Η ζωή δεν είναι παίξε-γέλασε
Πρέπει να τήνε πάρεις σοβαρά
Τόσο μα τόσο σοβαρά
Που έτσι, να πούμε, ακουμπισμένος
σ' έναν τοίχο
Με τα χέρια σου δεμένα
Ή μέσα στ' αργαστήρι
Με λευκή μπλούζα και μεγάλα ματογυάλια
Θε να πεθάνεις, για να ζήσουνε οι άνθρωποι,
Οι άνθρωποι που ποτέ δε θα 'χεις δει το πρόσωπο τους
Και θα πεθάνεις ξέροντας καλά
Πως τίποτα πιο ωραίο, πως τίποτα πιο αληθινό
απ' τη ζωή δεν είναι.

"Για τη ζωή", Ναζίμ Χικμέτ