Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

Εφτιχια Σ.....

amst_bike_wagon

Στους ώμους της έπεσε ο κλήρος να μεγαλώσει τ’ ορφανό.
Και είχαν γύρει, μαζί με την αξιοπρέπεια της. Τούτο το βάρος ασήκωτο..
Ο μικρός έπαιζε, στην αυλή, με το ξύλο που το σκάλιζε με την λίμα του παππού του.
Το έτριβε με μανία να του δώσει μορφή και αυτή σκουριασμένη, δεν «άκουγε» τις προσταγές του.

Το σπίτι ήταν στην άκρη του χωριού. Εδώ είχε μεγαλώσει, είχε περάσει το κατώφλι νύφη και κράτησε για πρώτη φορά τον γιο της αγκαλιά πάνω στο σιδερένιο κρεβάτι από τα χέρια της μαμής.
Ο Λάζαρος έφτιαξε στην πίσω αυλή, το ξυλουργείο του.
Μαντρογυρισμένο με χαμηλό τοίχο και κάγκελα ξύλινα από τον άντρα της.
Ζούσε με τα γονικά της και η ζωή φάνταζε ωραία.
Μόνο το κυπαρίσσι δεν της άρεσε στη γωνιά του τοίχου…
Στην αμυγδαλιά, είχε στερεώσει ένα χοντρό σχοινί και μια μαξιλάρα ριγέ έκανε χρέη κούνιας..
Και τον νανούριζε…
Του σιγοτραγουδούσε..
Μόνη έννοια ο γιός της.. Το πρώτο περπάτημα.. τα παιχνίδια τους.. τα άλλα παιδιά..
Κάθισε στη πάνινη πολυθρόνα με το ξεθωριασμένο χρώμα..
Ίσιωσε με τα κουρασμένα χέρια, τα τσουλούφια που εξείχαν από την μαντήλα.
Που πήγε η χαρά;
Που χώθηκαν τα χρόνια;
Πως ξεράθηκε η αυλή;
Πως στράγγιξε η ψυχή της;
-Γιαγιά πάλι μου χάλασε! Φώναξε ο μικρός και έτρεξε στον παππού να πάρει άλλο ξύλο.
Αναστέναξε, δίχως θόρυβο ίσα που τον άκουγε μέσα της.. σαν τόσους άλλους..
Από κείνη τη μέρα που σταμάτησε η ζωή.
Που βουβάθηκαν για πάντα.
Που ο μικρός δεν είχε άλλη αγκαλιά από τη δική της.


Χθές τον έγραψε στην πρώτη. Ο διευθυντής την ρώτησε για τον κηδεμόνα.
-Δάσκαλε, γράψε ορφανό!
Την κοίταξε με απορία.
-Γράφε σε λέω, τι θωρείς;
Εβαλε την ανορθόγραφη υπογραφή της.. Εφτιχια Σ…
Ηταν η δεύτερη χρονιά που έκανε την προσπάθεια να τον γράψει.
Πέρσι είχε γυρίσει με αναφιλητά και δεν τον πίεσαν να πάει.
Ο γιος "αυτουνού" δεν είχε θέση στα μάτια κανενός.
Ποιος ξέρει τι θα κάνει φέτος; Πρέπει να επιμείνει.
Σουρούπωνε. Ο Λάζαρος χτυπούσε τα καρφιά και ο ήχος χωνόταν στα σπλάχνα της..
Ηταν και η μάντρα που είχαν ξηλώσει τα κάγκελα και σήκωσαν τσιμέντο να κρυφτούν από τα βλέμματα των περαστικών…
Σιωπές και σκιές.. κάθε κίνηση μηχανική, ίδια πάντα.
Οκτώ η ώρα, να ετοιμάσει το βραδινό.
Μπήκε αργά στην πρωτοκάμαρα, στάθηκε το βλέμμα της στο μπουφέ. Φωτογραφίες με γελαστά πρόσωπα.. ο γιός της και η νύφη της. Το καντήλι έσβησε..
Σαν σήμερα.. Ο γιος της σήκωσε τη λάμα.
-Στάσου Μαράκι μου να στο ανάψω.. ‘σχώρα τον, πουλάκι μου.. σου πήρε τη ζωή .. και η δική του στα σίδερα. Το μικρό μας με καίει. Μη νοιάζεσαι θα στον προσέχω πάντα όσο έχουν νερό τα μάτια μου..
Γύρισε το βλέμμα έξω από το παράθυρο.
Το κυπαρίσσι είχε ψηλώσει να κρύψει τις πομπές.

γιαγιά Αντιγόνη

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Υπέροχη και αυτή η Ιστορία της Γιαγιάς Αντιγόνης!!! Μπράβο της να Βάλει ακόμα πιο Πολλές!!!Αξίζει!!!