Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2024
Ο λόγος του αγαπημένου μας μακαριστού Γεροντα Γρηγορίου Αρχιπαλαγίτου , Ηγουμένου της Ι. Μ. ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ .
Στὸν χλευασμὸ νὰ ἀπαντᾶς μὲ χαμόγελο
Ἡ γυναίκα, τοῦ βασιλιᾶ Δαυίδ, Μελχόλ, χλεύασε κάποια φορὰ τὴν ἔνθερμη προσευχὴ τοῦ ἄντρα της. Ἀπὸ τὸν χλευασμὸ αὐτὸ ὁ Θεὸς βρέθηκε περισσότερο προσβεβλημένος ἀπ’ ὅ,τι ὁ βασιλιὰς Δαυίδ. Γι’ αὐτὸ ὁ Ὕψιστος τιμώρησε τὴν Μελχόλ: «καὶ τῇ Μελχὸλ θυγατρὶ Σαοὺλ οὐκ ἐγένετο παιδίον ἕως τῆς ἡμέρας τοῦ ἀποθανεῖν αὐτὴν» (Βασ. Β΄ 6, 23). Ὅποιος παρατηρεῖ προσεχτικὰ τὴ μοίρα τῶν ἀνθρώπων καὶ τὰ γεγονότα, αὐτὸς μπορεῖ νὰ βεβαιωθεῖ ὅτι καὶ στὶς μέρες μας ὁ Θεὸς τιμωρεῖ αὐστηρά τοὺς χλευαστὲς τῆς ἱερότητας.
Κι ἐσὺ – ἐὰν νομίζεις ὅτι ὁποιοσδήποτε λόγος εἶναι πιὸ δυνατὸ φάρμακο γι’ αὐτοὺς ἀπὸ τὴ σιωπὴ – πὲς στοὺς χλευαστές σου: μὲ ἀπατοῦν τὰ μάτια μου ἢ βλέπω καλά; Ἐσεῖς ποὺ κάθε μέρα παρακαλᾶτε τοὺς ἐμπόρους καὶ τοὺς γαιοκτήμονες καὶ τοὺς χωροφύλακες, τὴν μία γιὰ τὸ ἕνα καὶ τὴν ἄλλη γιὰ τὸ ἄλλο, χλευάζετε ἐμένα, ἐπειδὴ παρακαλῶ τὸν αἰώνιο Δημιουργό μας; Δὲν εἶναι πιὸ γελοῖο νὰ παρακαλᾶς τὸν ἀνήμπορο παρὰ τὸν Παντοδύναμο; Δὲν εἶναι παράλογο νὰ προσκυνᾶς τὴ σκόνη παρὰ τὸν Ζωοδότη καὶ Κύριο;
Ἔχει εἰπωθεῖ κάπου στὸν προφήτη: «ἐπικατάρατος ὁ ἄνθρωπος, ὃς τὴν ἐλπίδα ἔχει ἐπ’ ἄνθρωπον» (Ἱερ. 17, 5). Ὅποιος τοποθετεῖ τὴν ἐλπίδα στὸν θνητὸ ἄνθρωπο, σὲ μία πρόσκαιρη φούσκα καὶ δὲν τὴν τοποθετεῖ στὸν Θεὸ Παντοκράτορα, εἶναι ὀφθαλμοφανὲς ὅτι εἶναι καταραμένος. Καὶ αὐτὴ ἡ κατάρα ἐπάνω του καὶ στὸ σπίτι του μπορεῖ νὰ ἐπιβεβαιωθεῖ μὲ τὴν καθημερινὴ ἐμπειρία. Εἶναι ξεκάθαρο, ὅτι κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο εἶναι καταραμένος ὁ ἄνθρωπος ποὺ παρακαλᾶ μόνο τὸν ἄνθρωπο ἐνῶ δὲν παρακαλᾶ Ἐκεῖνον ποὺ κρατᾶ τὰ πάντα καὶ μπορεῖ τὰ πάντα. Ἀλλά, πρόσεχε, καμιὰ φορὰ ἡ σιωπὴ εἶναι χρησιμότερη καὶ ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια.
Ὁ πρῶτος χλευασμὸς συγχύζει τὴν προσευχόμενη ψυχή. Ὅμως ἐσὺ ἤδη ἐπέζησες καὶ δὲν παραιτήθηκες ἀπὸ τὴν προσευχή. Ἐνῶ ὁ ἐπαναχλευασμὸς εἶναι ὤθηση. Σ’ αὐτὸ λὲς καὶ μόνη σου ὅτι ἔχεις ἐμπειρία. Τώρα αἰσθάνεσαι ὅτι εἶναι ὁ Θεὸς κάπως ἐγγύτερα σ’ ἐσένα καὶ ἡ ἐκκλησία πιὸ ἀγαπητὴ καὶ ἡ προσευχὴ πιὸ γλυκιά. Νὰ ξέρεις ὅτι θὰ ἔρθει καιρός, ὅπου ὁ χλευασμὸς θὰ σταματήσει καὶ θὰ ἀρχίσει νὰ γίνεται συναίνεση καὶ θαυμασμὸς καὶ ἔπαινος καὶ τότε ἡ ψυχή σου θὰ βρίσκεται σὲ μεγαλύτερο κίνδυνο ἀπ’ ὅ,τι βρίσκεται τώρα. Τώρα μαθαίνεις τὴν ταπεινοφροσύνη, ἐνῶ τότε θὰ ἀμύνεσαι ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια. Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἄλλο ζήτημα, ἄλλος πειρασμός.
Νὰ ξέρεις ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς βασανίζουν μὲ χλευασμὸ ἐκεῖνοι ἀκριβῶς εἶναι καὶ οἱ ἐχθροί μας. Καὶ σ’ αὐτοὺς ἀναφερόταν ὁ Κύριος ὅταν ἔδινε τὴν ἐντολή: «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν» (Ματθ. 5, 44). Χωρὶς νὰ τὸ ξέρουν, μᾶς κάνουν καλό. Πικραίνοντάς μας καὶ στενοχωρώντας μας, ἀνάβουν τὴν φλόγα τοῦ θεϊκοῦ πυρὸς μέσα μας. Γαβγίζοντας πισώπλατα ὅταν ἐμεῖς βαδίζουμε στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ μᾶς σπρώχνουν πιὸ κοντὰ στὸν Θεό. Κάνοντάς μας τὴ γῆ πιὸ ἀνιαρή μᾶς κάνουν τὸν οὐρανὸ ἀκόμα πιὸ ἀγαπητό. Ἡ παγωνιὰ καὶ ὁ ἄνεμος δὲν σκέπτονται τὸ καλό του δένδρου, ἀλλά, ἂν καὶ ἄθελά τους, τοῦ κάνουν καλό. Ἔτσι καὶ οἱ ἐχθροί σου σ’ ἐσένα.
Γι’ αὐτὸ συγχώρησέ τους καὶ εὐλόγησέ τους καὶ προσευχήσου στὸν Θεὸ γι’ αὐτούς, καὶ -ἐκεῖνο ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ἀποκορύφωμα ὅλων- ἀγάπα τους ὡς τοὺς μέγιστους εὐεργέτες σου μετὰ τὸν Θεό.
Ἀλλὰ ἐὰν ἡ ψυχή σου δὲν ὑπομένει αὐτὸ τὸ ἐλάχιστο σύριγμα τῆς γήινης σκόνης καὶ δὲν προτιμᾶ νὰ ντρέπεται ἀπέναντι στὸν Χριστό, τότε θὰ γελοῦν μαζί σου ὄχι μόνο οἱ ἄνθρωποι ἀλλὰ καὶ τὰ δαιμόνια.
Νὰ ἐπισκέπτεσαι συχνά τους οἴκους τῆς θλίψης. Νὰ ἐπισκέπτεσαι καὶ τὸ νεκροταφεῖο. Νὰ σκέπτεσαι περὶ τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ τὸν ἀσπάζεσαι ὅσο πιὸ συχνὰ μπορεῖς. Καὶ περὶ τοῦ τέλους τῆς ζωῆς νὰ σκέπτεσαι. Ὅλα αὐτὰ θὰ σὲ βοηθήσουν νὰ ἰσχυροποιήσεις τὴ διάθεσή σου γιὰ προσευχὴ καὶ νὰ φθάσεις ἕως τὴν πλήρη νίκη.
Εἰρήνη καὶ ἔλεος Κυρίου.
Άγιος Γέροντας Φιλόθεος (Ζερβάκος)_Οί σημερινοί ποιμένες καί ιεράρχαι δέν εισήλθον διά τής θύρας, ήτοι τής μελέτης τών θείων γραφών καί τών αγίων Πατέρων, αλλά εισήλθον μέ μέσα βουλευτών καί υπουργών. Άλλοι μέ χρήματα, καί έτεροι μή έχοντες ένδυμα γάμου, μή φυλάξαντες οίμοι τήν παρθενίαν καθαράν·
Θεολογική Ημερίδα: «Άνθρωπος της βαθειάς καρδιάς» Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024 στο Θέατρο του Κολλεγίου Αθηνών με ώρα έναρξης 17.00
Η Ιερά Μονή Βατοπαιδίου Αγίου Όρους σε συνεργασία με την Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας διοργανώνουν Επιστημονική Θεολογική Ημερίδα με τίτλο «Άνθρωπος της βαθειάς καρδιάς». Η ημερίδα έχει ως σκοπό να παρουσιάσει το συγγραφικό έργο του Αρχιμανδρίτη π. Ζαχαρία της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου.
Ἀπό τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ στόν Ντοστογιέφσκυ
Πᾶν μέτρον ἄριστον. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ μέτρο, ὁ ἅγιος ἄνθρωπος. Κι ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ εἶναι ἕνα μέτρο γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὴ ζωὴ καὶ τὴν τέχνη καὶ τὴ δρᾶσι.
Ποῦ βρίσκεται! Πῶς ζῆ! Πῶς γράφει! Τί ποίησι, τί φιλοσοφία, τί ψυχολογία κάνει! Πῶς δρᾶ, ἡσυχάζει, κινεῖται καὶ ἀκινητεῖ!
Μποροῦμε δι’ αὐτοῦ νὰ κρίνωμε τοὺς ἀνθρώπους; Δὲν εἶναι μεγάλος, μέγιστος, μοναδικός; Δὲν εἶναι ἀδικία ἢ αὐθάδεια νὰ συγκρίνωμε μὲ τέτοια μεγέθη ὅλους τοὺς ἄλλους, ἐμᾶς, τοὺς κοινούς;
Θὰ ἀπαντοῦσα ἀδίσταχτα: Ὄχι. Ἂν ἦταν κάποιος ποὺ ἀνέπτυξε μία δρᾶσι ἢ κάποιος ποὺ εἶχε μερικὰ ὅλως ἐξαιρετικὰ φυσικὰ χαρίσματα καὶ δι’ αὐτῶν κατέπληξε τὴν ἀνθρωπότητα, δὲν θὰ ἦταν σωστὸ νὰ τὸν πάρωμε σὰν μέτρο κρίσεως καὶ συγκρίσεως τῶν ἀνθρώπων. Ἐδῶ ὅμως συμβαίνει κάτι ἄλλο: τοῦτος ὁ Ἀββᾶς εἶναι μέγιστος καὶ ἀνθρωπινότατος. Εἶναι μεγάλος καὶ προσηνής. Κοντά του οἱ μεγάλοι νοιώθουν ἐλάχιστοι καὶ οἱ μικροὶ παίρνουν θάρρος, μποροῦν νὰ κινηθοῦν.
Δὲν κολακεύει τὸν ἕνα, οὔτε περιφρονεῖ τὸν ἄλλο. Δὲν ἀγνοεῖ τοὺς πόνους, τὶς κλίσεις καὶ τοὺς καημοὺς κανενός. Αὐτὸς εἶναι ἕνα ἄρτιο σύνολο. Ἕνας ὥριμος καρπὸς τοῦ Πνεύματος, ποὺ τὴν ὡριμότητά του φανερώνει μὲ τὸ χρῶμα, τὸ ἄρωμα, τὴν ἁπαλότητα, τὴ γεῦσι.
Εἶναι ἀνθρώπινος, ταπεινός· καταλαβαίνει, γνωρίζει βαθιὰ τὶς ἀδυναμίες τοῦ ταλαίπωρου κόσμου. Δὲν εἶναι κανεὶς κριτὴς ἄτεγκτος ἢ ἱεροεξεταστὴς ἀνίλεως. Εἶναι γνώστης τῶν ἀδυναμιῶν καὶ τῆς πτωχείας μας, μέτοχος τῆς φύσεώς μας καὶ –ταυτόχρονα– κοινωνὸς τῆς χαρᾶς καὶ τῆς παρακλήσεως τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Δὲν διαπληκτίζεται μὲ κανένα. Δίδει ἀφορμὲς καὶ περιμένει. Λέει τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀφήνει νὰ δράσῃ μέσα μας.
Καὶ γιὰ τὴ λογοτεχνία καὶ ἐξομολόγησι τῶν λογοτεχνῶν: Τὶς ξέρει, τὶς καταλαβαίνει, τὶς γνωρίζει, τὶς δέχεται. Εἶναι καὶ ὁ ἴδιος λογοτέχνης. Καὶ τόσο πολὺ λογοτέχνης, ποὺ φτάνει στὸ σημεῖο νὰ μὴν εἶναι. Ἔχει ξεπεράσει τὴ λογοτεχνία καὶ βρίσκεται στὸν ἐπέκεινα χῶρο, ὅπου ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο ὁ ἀληθινὸς πόνος καὶ ὁ καημὸς τῆς λογοτεχνίας.
Ὄντας μεγάλος, σέβεται τὸν μικρό, τὸν ταπεινό. Σέβεται καὶ τοὺς λογοτέχνες, τοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς ἐξομολογήσεις τους, περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι οἱ ἴδιοι οἱ λογοτέχνες, ποὺ λίγο-πολὺ ὅλοι βρίσκονται στὸν χῶρο τῆς φθορᾶς, τῆς ἅμιλλας, τῆς ζήλειας καὶ τῆς προσπάθειας νὰ τὰ ξεπεράσουν ὅλα αὐτά.
Τὸ μήνυμα: Μπορεῖ νὰ γίνῃ ὁ ἄνθρωπος λίγο σὰν τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Νὰ ἡσυχάσῃ ἐν ὅσῳ ζῆ ἐπὶ γῆς. Καὶ νὰ ἐπιβιοῖ μέσα στοὺς πολλοὺς ἀειζώως, ἐνῷ θὰ ἔχη ἀπέλθει εἰς τὰς αἰωνίους μονάς.
Ἀκούγοντας ἕνα λογοτέχνη (παίρνουμε ὡς παράδειγμα τὸν Γιῶργο Ἰωάννου, ὅπως παρουσιάζεται στὰ «Εἰς ἑαυτόν»), βλέποντάς τον νὰ ἀγωνίζεται νὰ βρῇ μιὰ ἰσορροπία· νὰ ἀκροζυγιάσῃ δίκαια τὴ ζωή του, τὸ ἔργο του· βλέποντάς τον νὰ θέτῃ προβλήματα μεγάλα τιμίως, νὰ ψάχνῃ γιὰ τὸ γνήσιο καὶ αὐθεντικὸ στὸ περιεχόμενο καὶ στὴν ἔκφρασι τῆς δουλειᾶς του, δὲν μπορεῖς νὰ μείνῃς ἀσυγκίνητος. Ὅλος αὐτὸς ὁ ἀγώνας κάτι σοῦ λέει· κάτι μπορεῖ νὰ πῆ σ’ ὅποιον ἀγωνίζεται τίμια στὸν ὁποιονδήποτε δικό του τομέα. Μόνο κάτι μένει νὰ πῇς –ἐφ’ ὅσον τὸν βλέπεις νὰ βασανίζεται γιὰ τὸ γνήσιο. Καὶ αὐτὸ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου: «Ἔτι ἕν σοι λείπει» (Λουκ. 18, 22):
Ἀφοῦ τὰ δίνεις ὅλα· ἀφοῦ ἐγκαταλείπεις τὰ σχετικά· ἀφοῦ ἔφτασες στὸ σημεῖο νὰ μὴ σὲ ἐνδιαφέρει ἡ προβολή· ἀφοῦ πονᾶς, σκέπτεσαι τὸν ἀναγνώστη σου, τὸν ἄνθρωπο· τότε γιατί δὲν κάνεις ἕνα ἀκόμη βῆμα; Τὸ βῆμα αὐτὸ σοῦ τὸ δείχνει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ.
Δὲν σοῦ λέει ὁ Ἀββᾶς, μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὰ γραπτά του, «ἐγκατάλειψε τὸν ἀγώνα σου». Δὲν ἀπορρίπτει τὴν προσπάθειά σου. Νοιώθει τὴ χαρὰ ποὺ ζῆς καὶ ἀπολαμβάνεις γράφοντας καὶ δημιουργώντας τίμια. Δὲν σοῦ τὸ ἀρνεῖται. Δὲν θέλει νὰ σὲ σταματήσῃ. Θέλει νὰ σὲ ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὴν ἀνακύκλωσι τῆς φθορᾶς: νὰ σπάσῃ τὸ φράγμα ποὺ σοῦ δεσμεύει τὴν πορεία· νὰ σὲ σπρώξῃ στὰ ἄπατα νερὰ τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς.
Αὐτὸς βλέπει ὅτι ἐσὺ κλείνεις τὸν ἑαυτό σου. Φυλακίζεις τὸ εἶναι σου, ποὺ διψᾶ τὴν ἐλευθερία. Σταματᾶς τὴ λογοτεχνική σου ἐξέλιξι, περιορίζεις τὸν ὁρίζοντα τῆς ζωῆς σου, στερεῖς ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου ἀνοίγματα πρὸς νέες ἐπεκτάσεις –θανάτους καὶ ἀναστάσεις– ποὺ καταξιώνουν τὸν ἄνθρωπο καὶ καθιστοῦν ἀτέρμονη καὶ ἀέναη τὴ λογοτεχνικὴ δημιουργία καὶ τὴ χάρι της.
Ἀκολουθώντας πιστὰ τὸν Ἀββᾶ μπαίνεις πιὸ πολὺ μέσα στὸν ἄνθρωπο. Καὶ ὁ κάθε ἄνθρωπος σὲ σένα. Ὅλοι μαζὶ προχωρεῖτε ἀδελφωμένοι πρὸς τὴν καινὴ κτίσι, ἀναπνέετε στὸν ἥσυχο ἀέρα τῆς ἀδέσμευτης ἐλευθερίας. Αὐξάνεστε ἀτελείωτα καὶ διαστέλλεστε ἀσταμάτητα, ταπεινούμενοι, συστελλόμενοι, θυσιαζόμενοι γιὰ τὰ μέγιστα.
Στὴ σοβαρὴ λογοτεχνία ἀναμφίβολα βρίσκεις συμπυκνωμένη κάποια ἀνθρωπιά. Ἀναπαύεσαι, συμφωνεῖς. Παίρνεις στοιχεῖα ζωῆς. Ἡ ἀνάπαυσι ἔρχεται μέσα σου, καὶ μιὰ καινούργια δύναμι καὶ ὄρεξι ἀποκτᾶ ὁ ἑαυτός σου γιὰ τὴ συνέχισι τοῦ ἀγώνα.
Ἀλλὰ ἡ τελικὴ ἀπειλὴ μένει ἀνοιχτή. Προχωρεῖς. Καὶ φτάνεις στὸν θάνατο, στὸν τάφο. Τότε οἱ φίλοι λογοτέχνες μπορεῖ νὰ σοῦ φέρουν μὲ ἀγάπη ἕνα μπουκέτο λουλούδια ἢ μιὰ ἀνθοδέσμη καλῶν καὶ μετρημένων λόγων. Δὲν μποροῦν ὅμως νὰ σὲ ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὸν θάνατο· νὰ ἀκυρώσουν τὸν «ἔσχατο ἐχθρό» (Α΄ Κορ. 15, 26). Τὸ νοιώθουν –ἄσχετα ἂν πολὺ θὰ τό ’θελαν νὰ εἶναι διαφορετικά– ὅτι βρίσκονται δῶθε τοῦ θανάτου.
Μπορεῖ ὅμως ὁ ἄνθρωπος νὰ μπολιαστῆ σὲ ἕνα δέντρο ἀείζωο. Μπορεῖ νὰ γίνη «κλῆμα τῆς ἀμπέλου τῆς Ζωῆς». Μπορεῖ ἡ ἄσκησί του νὰ συνδεθῇ μὲ μίαν ἄλλη. Μπορεῖ νὰ βαφτιστῇ ὁλόκληρος. Νὰ προσφερθῇ, νὰ πεθάνῃ, ὅπως τὸ ζητοῦν οἱ ἀληθινοὶ ἐραστὲς τῆς Ἀλήθειας. Καὶ πεθαίνοντας, συνθαπτόμενος εἰς τὸν θάνατον τοῦ Ἰησοῦ, νὰ συναναστηθῇ μαζί Του σὲ μιὰ καινὴ ζωή.
Ἔτσι, ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀνθρωπιά, τὴν ὁποία πετυχαίνουν μὲ τὸν ἀγώνα καὶ τὸν κόπο ποὺ καταβάλλουν, οἱ ἀληθινοὶ λογοτέχνες μποροῦν νὰ προχωρήσουν φυσιολογικὰ στὴ θεανθρωπία.
Ὁ λόγος καὶ ἡ ὕπαρξι τοῦ λογοτέχνη ἐγκεντρίζεται στὴ ζωὴ τὴν αἰώνιο. Τρέφεται ἀπ’ αὐτήν. Τρέφεται ἀπὸ τὸν ἕνα Λόγο, «δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν» (Πρβλ. Ἰω. 1, 3).
Τότε βρίσκουν αὐτὸ ποὺ προσδοκοῦν. Ψηλαφοῦν αὐτὸ ποὺ ὑπαινίσσονται καὶ ἐνσαρκώνουν αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμοῦν. Συνεχίζουν τὸν ἀγώνα τὸν λογοτεχνικό. Τοὺς δίδεται τὸ ἀνέφικτο, τοὺς χαρίζεται ἐκεῖνο ποὺ «ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α΄ Κορ. 2, 9).
Δὲν σταματᾶ κάπου ἡ πορεία, ἡ ἐπέκτασι, ἡ ἄνοδος. Συνέχεια προχωρεῖς. Ἀπεκδύεσαι τὴν προβολή. Ἐγκαταλείπεις τὴν ἄμυνα. Ὅλα σοῦ κάνουν καλό. Μὲ ἄλλο ἀσχολεῖσαι. Ἀποφεύγεις τὰ ἀνθρώπινα καὶ βρίσκεις τοὺς ἀνθρώπους. Φτάνεις στὴ σιωπή. Καὶ μιλᾷ μὲ ἄλλο τρόπο ὁ λόγος καὶ ἡ ζωή σου.
Ὅταν ἀνεβῆ ἡ θερμοκρασία, κολλοῦν τὰ μέταλλα. Ἂν εἶσαι ἀπαιτητικὸς στὴ ζωή σου, μπορεῖς νὰ ἔλθης σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Αὐτὸς θὰ σὲ μυσταγωγήση στὰ κεκρυμμένα. Θὰ σὲ παραλάβη ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ σταματᾶς. Θὰ σὲ πιάση ἀπὸ τὸ χέρι τότε ποὺ νοιώθεις ὅτι δὲν μπορεῖς νὰ ἀνεβῆς. Θὰ σὲ βοηθήση νὰ προχωρήσης στὸν δρόμο σου. Θὰ σοῦ ἀποκαλύψη –θὰ τὸ δῆς καὶ θὰ τὸ ζήσης μόνος σου– ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἡ μέλλουσα χαρίζεται στοὺς ἀνθρώπους ἤδη ἀπὸ σήμερα.
Καὶ μένει ὁ Ἀββᾶς κριτήριο καὶ μέτρο· γιὰ τούτη τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἄλλη· γιὰ τὴ διαγωγὴ καὶ τὸ γράψιμο· γιὰ τὴ δρᾶσι καὶ τὴ θεωρία· γιὰ τὴν ἀντιμετώπισι κάθε εὐτυχίας ἢ συμφορᾶς· γιὰ τὴν ἀποκρυβὴ καὶ τὴ φανέρωσι· γιὰ τὴ σιωπὴ καὶ τὸν λόγο. […]
Ἂν ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ἔχῃ τὸν ἀνεξιχνίαστο πλοῦτο τῆς Χάριτος· ἐὰν πολλοὶ λογοτέχνες μποροῦν πολλὰ νὰ πάρουν καὶ νὰ βοηθηθοῦν ἀπ’ αὐτόν…
Ὑπάρχει καὶ ἡ ξεχωριστὴ περίπτωσι τοῦ Ντοστογιέφσκι, ὅπου ἡ πνευματικὴ συγγένεια καὶ ὁμοιότης –παρ’ ὅλη τὴν ἐμφανῆ καὶ μεγάλη διαφορά μὲ τὸν Ἀββᾶ εἶναι ἀναμφισβήτητη. Μποροῦμε νὰ ποῦμε: κοσμικὸς Ἀββᾶς Ἰσαάκ.
Ἔτσι, μπορεῖς καὶ γι’ αὐτόν, τὸν ἱερὸ καὶ μέγιστο λογοτέχνη, νὰ μιλήσῃς στὸν ὑπερθετικὸ βαθμό, γιατὶ παραμένει ἐσαεὶ στὸ παγκόσμιο στερέωμα ἕνα παρήγορο φαινόμενο, ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ καρπὸς τοῦ Πνεύματος.
Δὲν σοῦ παριστάνει τὸν δάσκαλο. Δὲν σοῦ λέει κάτι ἐξωτερικὰ καὶ ἀνώδυνα. Σοῦ προσφέρει αὐτὸ ποὺ ἐρρευσε ἀπὸ τὴν καρδιά του, ποὺ δὲν εἶναι δικό του, ἀλλὰ τοῦ Πνεύματος.
Αὐτὸς ὁ ἐπαναστάτης πίστεψε στὸν Θεάνθρωπο καὶ ὁμολόγησε: «Ἃν μοῦ ἀποδείξετε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, ἐγὼ θέλω τὸν Χριστό, κι ὄχι τὴν ἀλήθεια»1· τὸν Χριστὸ ποὺ εἶπε: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. Τοῦτο εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες» (Ἰω. 7, 38-39).
Ἀπὸ μέσα του ρέουν ποταμοὶ παρακλήσεως, ποὺ τὴν κέρδισε μετὰ ἀπὸ χίλια βάσανα, πόνους, πειρασμούς, θανατικὲς ἀπειλὲς καὶ κάτεργα. Αὐτὴ παρασύρει καὶ ζωογονεῖ τοὺς πάντας. Ἔτσι, ἔχει νὰ πῇ καὶ λέει πολλά. Καὶ δι’ ὅλων προσφέρεται τὸ ἕνα· ἡ παράκλησι, ἡ παρηγοριὰ τοῦ Πνεύματος.
Αὐτὸς σὰν νὰ κάθεται κάπου μόνος. Συζητᾶ μὲ τὸν ἑαυτό του. Διαλέγεται μὲ τὸ πολυπρόσωπο εἶναι του. (Εἶναι γνωστὸ τὸ λεγόμενο ὅτι στοὺς Ἀδελφοὺς Καραμάζωφ ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας αὐτοπεριγράφεται σ’ ὅλες τὶς μορφὲς τῶν ἀδελφῶν.) Καὶ εἶναι ἀληθινός. Δημιουργεῖ κλίμα εὔκρατο γύρω του. Ἀναδίδει μαγευτικὴ μουσική. Σκορπᾶ ὑλικὸ πολύτιμο δωρεάν. Καὶ μαζεύεται ὅλος ὁ κόσμος γύρω του. Τὸν ἀκούει. Μένει μαζί του. Τὸν παίρνει μέσα του. Τὸν δέχεται σὰν δικό του. Ποτίζεται ἡ ρίζα ἡ βαθιὰ τοῦ κάθε μαραμένου μὲ τὸ νερὸ ποὺ ρέει ἀπὸ ἐδῶ. Γιατρεύονται οἱ πόνοι καὶ συσφίγγονται οἱ παράλυτοι στὰ θερμὰ νερὰ τούτης τῆς ἰαματικῆς πηγῆς.
Ὁ Ντοστογιέφσκι παρακολουθεῖ τὴν ἱστορία ἔσωθεν. Ζῆ τὴν ἐμπειρία τῶν ἡρώων του. Γνωρίζει μὲ κοινωνία ζωῆς τί συμβαίνει μέσα τους. Καὶ αὐτὴ ἡ πείρα, ἡ μέσα γνῶσις, συνέχεια φανεροῦται στὴ διήγησι. Συναρμολογεῖ τὰ γεγονότα. Πλέκει τοὺς διαλόγους. Στρώνει τὶς φράσεις. Λέει κάτι ξεκάθαρα ἢ τὸ ἀφήνει νὰ ἐννοηθῆ. Πάντοτε ὅμως αὐτὸς ἀπὸ μέσα ὁδηγεῖ ἀπαρασάλευτα τὰ πράγματα ἐκεῖ ποὺ θέλει. Ἤ, καλύτερα, ὁ Χριστὸς τὰ κατευθύνει μὲ τὸ πανάγιο θέλημά Του.
Εἶναι ὅλα δονήσεις σεισμοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ ἐπίκεντρο βρίσκεται στὰ βάθη τῆς ζωῆς τοῦ Ντοστογιέφσκι. Ἔτσι, ὅταν κάτι φανερώνεται, κάτι κινῆται στὴν ἐπιφάνεια, σημαίνει ὅτι ταυτόχρονα, ἀπὸ τὸ βάθος μέχρι τὴν ἐπιφάνεια, ὅλο τὸ σῶμα τῆς γῆς –τὸ εἶναι τοῦ Ντοστογιέφσκι– δονεῖται καὶ μετέχει στὸ γεγονός. Αὐτὸς βρίσκεται ὁλόκληρος μέσα σὲ ὅλους τοὺς ἥρωές του. Ταυτίζεται μ’ αὐτοὺς ἀσυγχύτως.
Πόσο παθιασμένα καὶ πειστικὰ ὑποστηρίζει τὴν κάθε μιὰ θέσι! Πῶς καὶ οἱ δύο πλευρές, οἱ δύο ἀπόψεις τοῦ ἴδιου θέματος, ἔχουν τὰ δίκια τους! Καὶ πῶς ἡ Ἀλήθεια, ποὺ εἶναι πρόσωπο θεανθρώπινο, ξεπερνᾶ τοὺς στοχασμοὺς ποὺ θέλουν νὰ ποῦν τὸ ἄρρητο ἢ τὶς ἀπόψεις ποὺ χωρίζουν τοὺς ἀνθρώπους!
Καὶ ὁ Ντοστογιέφσκι κυκλοφορεῖ ἀοράτως ἐν λευκοῖς μετὰ τοῦ Ἀναστάντος χαρίζοντας εἰρήνη καὶ χαρὰ στοὺς ἀπεγνωσμένους καὶ καταφρονημένους.
Σοῦ κάνει κριτική, χωρὶς νὰ σοῦ τὸ λέη. Σοῦ προσφέρει ὑγεία ψυχῆς ἀσχολίαστα. Σοῦ μιλᾶ, χωρὶς νὰ ἀπευθύνεται σὲ σένα. Σοῦ ἀναμοχλεύει σοβαρότατα προσωπικὰ θέματα, μονολογώντας καθ’ ἑαυτόν.
Καὶ ἐπειδὴ σὲ ἀφήνει ἐλεύθερο, πᾶς κοντά του. Ἐπειδὴ δὲν σοῦ κάνει τὸν δάσκαλο, τεντώνεις τὸ αὐτί σου. Ἐπειδὴ ἔχει αὐτὸ ποὺ θέλεις, μένεις πάντα, ἄθελά σου, δίπλα του.
Ἂν ζητοῦσε νὰ τὸν ἀκούσουν, αὐτὸ καὶ μόνο θὰ ἦταν ἱκανὸ νὰ διώξῃ τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ κοντά του. Θὰ ἦταν ἀπόδειξι ὅτι λέει ψέματα.
Τὸ ψεύτικο προβάλλεται καὶ ζητᾶ ὀπαδούς. Τὸ ἀληθινὸ τιμᾶται περιφρονούμενο καὶ σώζει αὐτοὺς ποὺ μποροῦν νὰ νοιώσουν τὴν ἀξία του.
Δὲν ἐπιδιώκει κάτι δικό του, ἀλλὰ φανερώνει ἐκεῖνο ποὺ λειτουργεῖ καὶ καταλήγει κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Κάνει φαινομενικὰ κάτι τὸ ἄσχετο ἢ καὶ μπλεγμένο. Οἱ ἥρωές του εἶναι συχνὰ παράφρονες, δαιμονισμένοι ἢ καὶ ἐγκληματίες. Οἱ ἱστορίες του εἶναι φορτωμένες καὶ περιπεπλεγμένες, ἀλλὰ ὁ ἄξονάς του σταθερός. Καὶ τὸ σημεῖο ὅπου ὁδηγεῖ, σαφὲς καὶ παρήγορο. Ὅλοι ἔρχονται ἑκούσια πρὸς αὐτόν, ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται τὸ ἄγνωστο εἶναι τους, τὸ ἄλγος τοῦ νόστου.
«Ὅπου ἐὰν ᾖ τὸ πτῶμα, ἐκεῖ συναχθήσονται οἱ ἀετοί» (Ματθ. 24, 28). Καὶ οἱ ἄνθρωποι ἔρχονται στὸ πτῶμα, στὸν πόνο, στὸν τάφο, ἀπ’ ὅπου ἡ ζωή.
Πόσοι πολλοὶ ἀλληλοσπαρασσόμενοι, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἀνεχθοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἔχουν τὸν Ντοστογιέφσκι μέσα στὴν καρδιά τους! Ἔχουν τὴ φωτογραφία του μέσα στὸν πιὸ δικό τους χῶρο! Ἔχουν τὴ μαχαιριὰ τοῦ πόνου του νὰ αἱμορραγῆ καὶ νὰ μαλακώνη τὰ σωθικά τους!
Δὲν μπορεῖς νὰ διαβάσης τὸν Ντοστογιέφσκι, ἂν ζητᾶς τὰ τίμια, καὶ νὰ μείνης ὁ ἴδιος. Δὲν μπορεῖς νὰ τὸν διαβάσης, τὴν ὥρα ποὺ μπορεῖς νὰ πάρης τὸ μήνυμά του, καὶ νὰ τὸν ξεχάσης. Γίνεται δικός σου. Γίνεσαι δικός του. Ἀδελφωθήκατε σ’ ἕνα χῶρο βαθύ, ὑψηλό, εὐρύχωρο· σ’ ἕνα χῶρο ποὺ ἀνήκει σ’ ὅλους. Καὶ χωροῦν ὅλοι.
Ἡ φωνή του καταργεῖ τοὺς χωρισμούς. Ὁ λόγος του πάει βαθιά. Περνᾶ ὅλα τὰ γρανιτώδη πετρώματα τῆς ἀνθρώπινης σκληρότητος. Ἡ ψυχή του ἔχει ἀντοχὴ ἀτσαλιοῦ καὶ εὐαισθησία ἀγγέλου. Μπαίνει στὸν πιὸ βαθὺ χῶρο τοῦ σπιτιοῦ σου, ὅπου δὲν μπῆκες ἀκόμη. Σοῦ τραγουδᾶ κάποιο τραγούδι τῶν προγόνων σου, ποὺ δὲν τὸ ἄκουσες ποτέ, ἐνῷ ὁ σκοπός του μυρμηδίζει στὸ αἷμα σου. Σὲ πάει πολὺ πίσω, στὴν ἀρχή, ἀπ’ ὅπου ὅλοι ξεκινᾶμε. Σὲ προχωρεῖ πολὺ μπροστά, στὸ μέλλον, ὅπου ὅλοι συναντιόμαστε, καὶ ἀγκαλιάζει ὁ φονιὰς τὸ θύμα καὶ ὁ σκοτωμένος τὸν φονιά.
Αὐτὸς ποὺ ἔχει μέσα του ἕνα πυράκτωμα ἀγάπης, ὡς πλοῦτο προσωπικῆς ζωῆς, καὶ μιὰπαράφορη δίψα τοῦ ἀπολύτου. Αὐτὸς ποὺ νοιώθει τὴ χάρι τῆς ταπεινώσεως καὶ τὴν ἀγγελικὴ λεπτότητα τοῦ μικροῦ παιδιοῦ ἀλλὰ καὶ τῆς καρδιᾶς τοῦ πληγωμένου μέθυσου ἢ ἐγκληματία. Αὐτὸς ποὺ ζῆ, αἰσθάνεται καὶ κρύβει μέσα του ὅλους τοὺς πόνους τοῦ κόσμου, τοὺς τύπους τῶν ἀνθρώπων, καὶ σὲ τίποτε δὲν θέλει νὰ βλάψη κανένα. Αὐτὸς ποὺ κράτα ὅλα τὰ θέματα ἀνοιχτά, γιατὶ δὲν ἐλέχθη ἀκόμη ὁ τελικὸς λόγος ἀπὸ τὸν Θεὸν Λόγον, ποὺ μπορεῖ καὶ ὀφείλει νὰ τὸν πῆ, ἐπειδὴ εἶναι ἡ Ἀγάπη. Αὐτὸς ποὺ ἔχει αὐτὴ τὴν εὐαισθησία, μεγαλοθυμία καὶ εὐθύνη. Αὐτὸς ποὺ κανένα δὲν ἀγνοεῖ, δὲν ἀπορρίπτει, δὲν ἀδικεῖ, καὶ μᾶς ἀφήνει μόνους νὰ τὸ καταλάβωμε. Αὐτὸς ποὺ βασανίζεται, θυσιάζεται, πεθαίνει γιὰ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἑνότητα ὅλων μας. Αὐτὸς ποὺ δὲν ζῆ χωρὶς τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ χάριν τῶν ἄλλων.
Αὐτὸς ὅταν μιλᾶ, ὅλοι σιωποῦν, γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουν. Ἀκούγοντάς τον, σβήνουν οἱ θόρυβοι καὶ τὰ παράσιτα. Καθένας ἀκούει τὴ βαθύτερη φωνὴ τοῦ ἑαυτοῦ του, γιατὶ ἀληθινὰ ἀκούγεται ὁ ἀπ’ ἀρχῆς καὶ ἕνας Λόγος.
Αὐτὸς ἀνέβασε τὸ ἐπίπεδο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, τῆς δουλειᾶς καὶ τῆς δημιουργίας του πιὸ ψηλὰ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους, γιατὶ κατέβηκε στὰ κατώτατα μέρη. Δοκίμασε τὸν ἀβάστακτο πόνο καὶ δὲν δυσανασχέτησε. Ἀλλὰ ἀπὸ μέσα του βγῆκε λόγος καὶ διάθεσι εὐγνωμοσύνης γιὰ ὅλα του τὰ βάσανα. Πῆρε βοήθεια. Βρῆκε τὸ μυστικό. Δέχτηκε τὸ προζύμι τῆς Βασιλείας. Καὶ ὅλο τὸ φύραμα τῆς ζωῆς καὶ τῆς δημιουργίας του ἀνέβηκε μὲ τὴ δραστικὴ ζύμη τῆς μελλούσης Βασιλείας.
Εἶναι ὁ πολὺ βασανισμένος καὶ παρηγορημένος· στὸν πιὸ βαθὺ ἅδη κατεβασμένος καὶ σὲ ὁλοφώτεινο οὐρανὸ ἀνεβασμένος. Πέρασε τὴ ζωηφόρο νέκρωσι. Ζῆ τὴ νεκρανάστασι. Γι’ αὐτό, ἔχει τὴ δυνατότητα καὶ τὴ χάρι νὰ δώση τὸ εὐαγγέλιο τῆς χαρᾶς πρὸς ὅλους.
Αὐτὸ γίνεται, ἐπειδὴ τὸ ζῆ. Λέγεται μόνο του. Καὶ δι’ ὅλων ὅσα λέει, δι’ ὅλων ὅσα βάζει τοὺς ἥρωές του νὰ λένε, νὰ τσακώνωνται, νὰ χαριεντίζωνται, φανερώνεται καὶ προσφέρεται αὐτό, τὸ ἕνα καὶ σωτήριο.
Νομίζει ὁ ἄλλος ὅτι, διαβάζοντας Ντοστογιέφσκι, διαβάζει ἀστυνομικὰ μυθιστορήματα ἢ συγγραφέα ἀνατόμο τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ποὺ κάνει τὴ χαρτογράφησι τοῦ ἄγνωστου καὶ ἀπλησίαστου εἶναι μας. Ἔτσι εἶναι. Τὰ κάνει ὅλα αὐτά. Ἀλλὰ τὸ σημαντικότερο εἶναι ὅτι, δι’ ὅλων αὐτῶν, ἐνσταλάζει μέσα μας τὴν παράκλησι τοῦ Πνεύματος καὶ τὴ βεβαιότητα ὅτι ὑπάρχει Ἐκεῖνος ποὺ συνέχει τὰ πάντα· ἀγαπᾶ καὶ σώζει τὸν ἄνθρωπο.
Ὁ Ντοστογιέφσκι ξέρει τὴν ἀλήθεια τῆς ζωῆς. Εἶναι γεμάτος βαριὰ χαρά. Ξέρει τί περιμένουν οἱ ἄλλοι ἀπ’ αὐτόν. Καὶ ποὺ ὀφείλει καὶ μπορεῖ τώρα νὰ τοὺς κατευθύνη:
Νὰ μὴ βιαστοῦν νὰ ἐλπίσουν, στηριζόμενοι σὲ πράγματα πρόσκαιρα, «οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία» (Ψαλμ. 145, 3).
Νὰ μὴ βιαστοῦν νὰ ἀπελπιστοῦν, νομίζοντας ὅτι ἡ ὅποια δοκιμασία τους εἶναι ἀρρώστια πρὸς θάνατον.
Ἔχει ὁ Θεὸς γιὰ ὅλους μας, ἀρκεῖ νὰ ταπεινωθοῦμε, νὰ συγχωροῦμε καὶ νὰ περιμένωμε.
Ἔτσι, εἴτε διαβάσεις τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ, εἴτε τὸν Ντοστογιέφσκι, παίρνεις ἐν τέλει τὸ ἴδιο μήνυμα, τὴ χάρι καὶ τὴν παρηγοριά.
Αὐτὸς ὁ συγγραφέας εἶναι ἕνα βιωματικὸ καὶ ὁλοζώντανο σχόλιο στὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Καὶ «ντοστογιεφσκικά», μὲ ὅλα του τὰ ἔργα, πιστοποιεῖ καὶ ἐπικυρώνει τὴ διπλὴ βεβαιότητα τοῦ Ἀββᾶ (ποὺ εἶναι καὶ δική του):
Χωρὶς μεγάλους πειρασμούς, δὲν δίδονται μεγάλα χαρίσματα (βλ. λόγο μς΄, σ. 192). Καί: Ἡ χαρὰ ἡ ἐν τῷ Θεῷ εἶναι ἰσχυροτέρα τῆς παρούσης ζωῆς (πρβλ. λόγο λη΄, σ. 163).
Σημείωση
- Βλ. Ἅπαντα τοῦΝτοστογιέφσκι (στὰ ρωσικά), Ἁγ. Πετρούπολη 1985, τόμ. 28, σ. 176.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι, ἐκδ. Ἱ. Μ. Ἰβήρων και από το Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία τεύχος 255 Ιανουάριος 2014. Αφιέρωμα στον Φ.Μ. Ντοστογιέφσκυ.
Άγιος Ιουστίνος Πίρβου
.Το «διαμάντι» του Μυστρά: Το μοναστήρι της Παναγίας Παντάνασσας
Στον Μυστρά, δεσπόζει η ξακουστή Μονή της Παντάνασσας. Ιδρυτής της ήταν ο Ιωάννης Φραγκόπουλος, υψηλόβαθμος αξιωματούχος του Δεσποτάτου του Μυστρά και αποτελεί το τελευταίο βυζαντινό εκκλησιαστικό κτίσμα που οικοδομήθηκε στην πόλη.
Βρίσκεται σε περίοπτη θέση, στο κεντρικό σημείο της καστροπολιτείας και διατηρείται καλύτερα απ’ όλα τα άλλα μνημεία του Μυστρά. Είναι το μοναδικό μοναστήρι στον αρχαιολογικό αυτόν χώρο το οποίο εξακολουθεί να κατοικείται μόνιμα μέχρι σήμερα.
Συνδυάζει την τρίκλιτη βασιλική στο ισόγειο και το σταυροειδή εγγεγραμμένο πεντάτρουλο στον όροφο. Σημαντικές για το κτιριακό συγκρότημα ήταν οι ανοιχτές στοές του αν και σήμερα σώζεται μόνο μία.
Η όμορφα και περίτεχνα σκαλισμένη πέτρινη πρόσοψη της μονής αποτελεί από μόνη της ένα όμορφο αξιοθέατο. Η εξωτερική ανάγλυφη κεραμοπλαστική διακόσμηση της Παντάνασσας αποτελεί εξαίρετο δείγμα συνδυασμού βυζαντινών και δυτικών στοιχείων. Πιο έντονες είναι οι φραγκικές επιδράσεις στο εντυπωσιακό τετραώροφο καμπαναριό της. Συνολικά ο ναός είναι το κτίσμα του Μυστρά με τις ισχυρότερες δυτικές επιρροές.
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας η εκκλησία δεν μετατράπηκε σε τζαμί, και η μονή εξακολούθησε να λειτουργεί, όμως τα έτη 1770-1822 εγκαταλείφθηκε. Το 1824, αφού είχε επισκευασθεί, πυρπολήθηκε από τον στρατό του Ιμπραήμ.Στο εσωτερικό του ναού τα περισσότερα γλυπτά προέρχονται από παλαιότερα μνημεία. Αξιόλογες είναι και οι τοιχογραφίες του ναού, οι οποίες ανήκουν σε τέσσερις χρονικές περιόδους. Το παλαιότερο στρώμα, του 1430, σώζεται στα υπερώα, ενώ στο 1444/5 χρονολογείται η προσωπογραφία του άρχοντα Μανουήλ Λάσκαρη Χατζίκη, που βρίσκεται στον νάρθηκα, πάνω από τον τάφο του. Το τρίτο στρώμα τοποθετείται στον 17ο αιώνα (ισόγειο, υπερώα) και το νεότερο στον 18ο αιώνα (ισόγειο). Οι τοιχογραφίες του 15ου αιώνα είναι έργα υψηλής ποιότητας, αντιπροσωπευτικά της παλαιολόγειας ζωγραφικής, που διακρίνονται για τη ζωντάνια των μορφών, τον δυναμισμό των παραστάσεων και τα έντονα χρώματα.
Εξωτερικά, η διακόσμηση του μνημείου χαρακτηρίζεται από εκλεκτισμό και δημιουργεί την πολύπλοκη, μοναδική όψη του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανατολική πλευρά του ναού, με τα διακοσμητικά θέματα των ψηλών αψίδων, που δείχνουν την προσπάθεια του τεχνίτη να εντάξει στη βυζαντινή παράδοση φραγκικά στοιχεία. Φραγκικές επιδράσεις αποτυπώνονται και στο καμπαναριό.
ΜΕΓΙΣΤΗ Η ΚΑΣΤΕΛΟΡΙΖΟ : ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΌΤΕΡΗ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΕΛΛΆΔΑΣ ΜΑΣ
Ή μεγαλύτερη φιλανθρωπία είναι ή προσευχή καί άς μή τό καταλαβαίνουν οί άνθρωποι
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ , ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ
Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024
Άγιος Σωφρόνιος: Μη θλίβεσθε για τίποτε και για τίποτε μην ανησυχείτε…
Άγιος Σωφρόνιος και Πατέρας Ζαχαρίας - αρχές 1990
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
[…] Στην τελευταία μας όμως αναπνοή, ας ενισχυθούμε με τη σκέψη ότι είναι απαραίτητο να περάσουμε από όλα τα παθήματα του κόσμου αυτού, ώστε να γνωρίσουμε βαθύτερα τη ζωή του Μονογενούς Υιού του Θεού πάνω στη γη και να γίνουμε ικανοί να προσλάβουμε τη θεία και άφθαρτη ζωή Του.
Αυτή η στάση πνεύματος μειώνει την ένταση της «ανούσιας οδύνης», που με τον παραλογισμό της γίνεται ακόμη πιο δυσβάστακτη και από τη δύναμη του πόνου.
Ο πόνος καθεαυτός με κανέναν τρόπο δεν είναι συμφορά. Δεν είναι μόνο δυνατόν, αλλά είναι και αναγκαίο να θεωρούμε τα παθήματα ως την οδό προς την αιώνια γνώση της αλήθειας, της αγάπης, της ανάπαυσης, της ειρήνης.
Είμαστε κτιστά όντα και γνωρίζουμε τα πάντα με τη σύγκριση. Αν δεν είχαμε πείρα των παθημάτων, δεν θα γνωρίζαμε και τη χαρά της αγάπης. Και είναι φανερό ότι όσο βαθύτερα είναι τα παθήματά μας, υπό την αγαθή και συνετή έννοιά τους, τόσο πληρέστερη θα είναι η αγάπη μας, τόσο βαθύτερη θα είναι η γνώση της αιωνιότητας, τόσο πιο αισθητά θα προσλάβουμε την ειρήνη του Θεού, τόσο εγγύτερα θα παρασταθούμε στον Χριστό μέσα στη Βασιλεία Του.
Προσεύχομαι στον Θεό να σας δώσει αληθινή έμπνευση άνωθεν γι’ αυτή την οδό, για την όποια εγώ με την αφροσύνη μου τόλμησα να σας μιλήσω. Με το ίδιο αίτημα προσεύχομαι στον Θεό και για τον εαυτό μου. Και εσείς να προσεύχεσθε για μένα στο ίδιο επίπεδο με το ίδιο πνεύμα. Και έτσι θα είμαστε όλοι ένα εν Χριστώ.
Όταν η ψυχή μας αγγίξει την αιωνιότητα, τότε θα εξαφανισθούν πολλά πάθη μας και εμείς θα απομακρυνθούμε, πολύ μακριά, από τον συχνά άσκοπο αγώνα των ανθρώπων. Η ειρήνη του Χριστού δεν πρέπει να σας εγκαταλείπει.
Τι σας χρειάζεται; Φοβόσαστε ότι δεν θα έχετε ένα κομμάτι ψωμί η στέγη στα χρόνια των γηρατειών σας; Αν όμως, ούτως ή άλλως, αρκεσθείτε στα απολύτως απαραίτητα, δηλαδή, αν έχετε σπίτι να μείνετε, αν δεν σας λείπει το ψωμί, αν είναι καλυμμένο το σώμα σας, τότε αυτό θα σας είναι αρκετό.
Η ελευθερία του νου από την ανούσια κοσμική διάχυση και η εμβάθυνση του στη θεωρία του θείου κόσμου, η έφεση προς τον άνω κόσμο, η νοσταλγία γι’ αυτόν θα αποτελεί την ακατάπαυστη «ευφροσύνη» της ψυχής σας. Τότε τα γηρατειά γίνονται μεγαλειώδη, βασιλικά, ακόμη και μέσα στην έσχατη υλική πτωχεία, αληθινό στέφος σοφίας.
[…]
Χωρίς υπερβολική ένταση, με φυσική κίνηση του πνεύματός σας, να κοιτάζετε διά μέσου σας όλη την τραγωδία του κόσμου, όλης της ανθρωπότητας, και με το πνεύμα να προσεύχεσθε στον Θεό για όλο τον κόσμο. Το μάθημα αυτό το έλαβα από τον μακάριο Γέροντά μου [τον όσιο Σιλουανό τον Αθωνίτη].
Και όταν έλθει σε σας η προσευχή για όλο τον κόσμο, όπως και για τον εαυτό σας, τότε μόνο θα εννοήσετε το μεγαλείο του ανθρώπου εν Θεώ, τι σημαίνει να είναι κάποιος πρόσωπο, κατ’ εικόνα των Θείων Προσώπων, και τότε πια ο θάνατος δεν θα σας εγγίσει. Το αιώνιο Φως θα καταυγάζει μέσα σας και θα γίνετε τέκνο Θεού.
Τότε πια δεν θα έχει σημασία πόσο χρόνο θα ζήσετε ακόμη πάνω στη γη· δέκα χρόνια ή μια ημέρα. Θα ήταν φυσικό για μας τώρα να συνειδητοποιήσουμε ότι το πνεύμα μας στην προσευχή για όλο τον κόσμο μπορεί να λησμονήσει τον εαυτό του, δηλαδή το σώμα του, και να διάγει τρόπον τινά έκτος σώματος*, χωρίς να αισθάνεται στη διάρκεια αυτής της προσευχής κανέναν «κλονισμό» στην έξοδό του από το σώμα.
Ο νους βυθισμένος στον Θεό, στην πράξη αυτής της προσευχής, ενδέχεται να μην παρατηρήσει ότι αποκαλύπτεται μπροστά του η αιωνιότητα και δεν γνωρίζει πλέον τον εαυτό του στα όρια του σώματος.
Έτσι όμως μπορεί ή να παραμείνει στην αιωνιότητα, ή να επιστρέψει πάλι στον κόσμο αυτόν. Όταν το πνεύμα μας εξέλθει από τα όρια του γήινου αυτού κόσμου, από την έλξη της γης, τότε πλέον εισέρχεται σε παγκόσμια σφαίρα και διέπεται από τους «νόμους» της ουράνιας μηχανικής.
Η κίνησή του μπορεί να προσλάβει ταχύτητα, μπροστά στην οποία η ταχύτητα του φωτός είναι μηδέν, σαν βραδύτητα χελώνας. Και αν το πνεύμα μας καταληφθεί από το Άγιο Πνεύμα τότε μέσω αυτού του Θείου Πνεύματος ο άνθρωπος θα προσλάβει την ομοίωση της Θείας πανταχού παρουσίας και παγγνωσίας.
Από τους βίους των Αγίων, ιδιαίτερα λαμπρό παράδειγμα τέτοιας διάβασης από τον θάνατο στη ζωή, όταν η ψυχή δεν αντιλαμβάνεται αν απεβίωσε ή αν απλώς ανοίχθηκε μπροστά της η απεραντοσύνη της προσευχής, είναι ο όσιος Σεραφείμ. Έτσι φαντάζομαι το τέλος του, όταν αυτός στεκόταν στην προσευχή.
Ως εκ τούτου, μη θλίβεσθε για τίποτε και για τίποτε μην ανησυχείτε.
Μη φοβόσασθε να παραμείνετε άρρωστοι σε αυτή τη ζωή, έστω και δέκα ή περισσότερα χρόνια, μη φοβάσθε και την έξοδο από αυτή τη ζωή, γιατί αυτοί που αγάπησαν τον Χριστό δεν πεθαίνουν, σύμφωνα με τον αδιάψευστο λόγο Του.
Πολλές φορές έλεγα στα γεροντάκια μου στη Γαλλία, ότι τα γηρατειά είναι η πιο σημαντική περίοδος της ζωής μας, ότι η προσέγγιση του τέλους είναι κάποια θριαμβευτική διαδικασία, ικανή να εμπνεύσει το πνεύμα μας με την ελπίδα να ενωθεί με τον Χριστό, όμοια με εκείνη την επιθυμία που έφλεγε τον απόστολο Παύλο.
[…]
Το κάθε φαινόμενον ζωής σε όλες τις εκφάνσεις του είναι κατά τη μία ή την άλλη έννοια λόγος Θεού. Και όλοι εμείς θα μπορούσαμε να αντλούμε αδιάκοπα όλο και νέες γνώσεις από την επαφή μας με τη ζωή.
Ο Θεός μας πλήττει με ασθένειες, παραχωρεί σε μας να θλίβουμε με τη μια ή την άλλη απροσεξία του αδελφού μας· σε κάθε κίνηση του πνεύματός μας, της σκέψης μας, της καρδιάς μας, Αυτός αντιδρά με τον δικό Του τρόπο.
Εν κατακλειδι, πάντοτε μας απευθύνει την κλήση να παραδώσουμε εξ ολοκλήρου τη ζωή μας σε αυτόν, ανεπιφύλακτα, ως τη μοναδική συνθήκη για να ολοκληρωθεί η ένωση μαζί Του. «Αν δεν πεθάνουμε, δεν θα ζήσουμε».
Και να λοιπόν ακόμη ένα φοβερό μυστήριο: ο θάνατος… Η στιγμή του θανάτου είναι κάτι το απωθητικό για κάθε ον. Το πνεύμα του ανθρώπου αγανακτεί για τη σκληρότητα και την αδικία αυτή.
Σε αυτήν όμως τη στιγμή περικλείεται ένα μεγάλο μυστήριο. Είναι ο ύστατος λόγος μας ενώπιον Του στην αναζήτησή μας για την αγάπη Του. Στην ουσία, η στιγμή αυτή οφείλει να είναι για μας η πιο σημαντική στιγμή σε όλη την επίγεια ύπαρξή μας.
Γι’ αυτήν πρέπει να προετοιμαζόμαστε όλη τη ζωή μας. Αυτό είναι η γνήσια αγωγή και η αυθεντική «μόρφωση». Όλα τα υπόλοιπα είναι ασήμαντες λεπτομέρειες. Ο καθένας μπορεί να κτίσει την άνετη ζωή του, η κατανόηση όμως της γλώσσας του Θεού δίνεται μόνο σε εκείνον που έχει γνήσια αγάπη για τον Θεό.
Με έναν λόγο, το θέμα που σας στενοχώρησε τόσο βαθιά κατά τον παρόντα χρόνο για μένα συγκεντρώνεται σε μια περισσότερο γενική θέση: να παραδώσουμε τη ζωή μας. «Να προσεύχεσαι για τον αδελφό, σημαίνει να χύνεις αίμα»** έλεγε ο γέροντας Σιλουανός· δηλαδή να δίνεις τη ζωή σου.
* Βλέπε βιβλίο Αγίου Σωφρονίου Αθωνίτου «Οψόμεθα τον Θεόν καθώς έστι», σ. 263.
** Βλ. βιβλίο Αγίου Σωφρονίου Αθωνίτου «Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης», σσ. 55, 76, 253, 303.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Αγίου Σωφρονίου Αθωνίτου, «Πνευματικά κεφάλαια», έκδοση Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας 2021.