Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2025

Ο πατήρ Ίλια και οι διδαχές του

Αναμνήσεις ενός πνευματικού παιδιού. Μέρος Α

Ο μεγαλόσχημος Ίλια (Νόζντριν) με τον μοναχό Τύχωνα (Γεώργιο Μπογκομόλοβ)  

Ο μεγαλόσχημος Ίλια (Νόζντριν) με τον μοναχό Τύχωνα (Γεώργιο Μπογκομόλοβ) Αν πάτε στο μοναστήρι της Όπτινα, προσέξτε εκεί απέναντι από τη στάση του λεωφορείου βρίσκεται ο τάφος του αγαπητού κελλιώτη πατέρα Γεώργιου Μπογκομόλοφ (μοναχού Τύχωνα). Όπως και όταν ζούσε, εξακολουθεί να συναντά και συνοδεύει τους προσκυνητές. Στην επιγραφή στην πίσω πλευρά του σταυρού του μνήματος αναγράφεται το εξής: Ο Γεώργιος υπήρξε δίκαιος και θεοφοβούμενος, διακόνησε ως κελλιώτης γέροντας για 17 χρόνια, έλαβε το μοναχικό σχήμα στα 67 του. Εγώ θα πρόσθετα ότι ήταν ένας αληθινός αγωνιστής του πνεύματος. Αχ, Γεώργιε, πόσα είναι συνδεδεμένα με σένα…

…Είναι μια παγωμένη μέρα του Μαρτίου. Αύριο πρέπει να κάνω ένα επαγγελματικό ταξίδι στην πόλη Μινεράλνιγιε Βοντί και από εκεί με το τρένο (σιδηροδρομική γραμμή) να πάω σε αρκετές πόλεις. Το επαγγελματικό ταξίδι, το λέω ευθέως, δεν είναι απλό και έτσι αποφάσισα να πάρω ευλογία για τον δρόμο. Βιάζομαι στο Περεντέλκινο, πηγαίνω προς την ίδια γνωστή πύλη, με την ελπίδα ότι σήμερα δε θα έχει πολύ κόσμο λόγω κακοκαιρίας και θα μπορέσω να φτάσω γρήγορα στον γέροντα, αλλά δυστυχώς όλη η πύλη είναι γεμάτη από κόσμο. Από κουβέντες γύρω καταλαβαίνω ότι πολλοί στάθηκαν στην ουρά από χθες ακόμα, ξεχωριστά στέκονται οι ιερείς με τους μοναχούς. Στο δρόμο υπάρχουν πρόσωπα των μέσων μαζικής ενημέρωσης σε ένα πλήθος από σωματοφύλακες. Καταλαβαίνω ότι δεν υπάρχει περίπτωση να φτάσω. Ξαφνικά εμφανίζεται ο Γεώργιος και ανακοινώνει: «Όσοι είστε από το Ιρκούτσκ, ετοιμαστείτε, σε είκοσι λεπτά- μισή ώρα μπαίνετε». Αφού με είδε, ο Γεώργιος με χαιρέτισε και είπε να γυρίσω πίσω. «Ο παππούλης σίγουρα δε θα σε δεχτεί σήμερα». Και τότε μου ήρθε στο μυαλό μια σκέψη: Και τι πειράζει να τον δω απλώς από μακριά; Μόνο ένα βλέμμα. Να πάω και να φύγω! Ο Γεώργιος αφού το σκέφτηκε λίγο, είπε: «εντάξει, ένα βλέμμα, μόνο ένα βλέμμα, τίποτα παραπάνω!». Με παίρνει απ’ το χέρι και με οδηγεί μέσα απ’ το εξοργισμένο πλήθος στο κελλί, με αφήνει απέναντι απ’ το παράθυρο και κουνάει το δάχτυλό του: «κοίτα, προσευχήσου!» Αλλά δε θα μου ερχόταν να ανοίξω το στόμα, αυτό που είδα με επηρέασε βαθιά στην ψυχή. Το απολύτως μεταμορφωμένο πρόσωπο του γέροντα. Μπροστά του καθόταν ένας αγρότης- κτηνοτρόφος, στα χέρια του κρατούσε κάτι σαν δίσκο (ή κρατούσε τη σακούλα έτσι) και έβγαζε ένα ένα σπόρους χειμερινού σίτου σε μια μικρή διαφανή συσκευασία, περιγράφοντας εν συντομία τα χαρακτηριστικά τους: «να, αυτό έχει τόσο υψηλή απόδοση, το άλλο δεν παθαίνει κάτι από πρώιμους παγετούς, εκεί το στέλεχος είναι σύντομο, ενώ εδώ το σύστημα της ρίζας έχει βάθος…»

Ο γέροντας πήρε προσεκτικά, σαν κάτι που ήταν ανεκτίμητο, στα χέρια του κάθε σποράκι και κοίταξε την απόσταση. Τι έβλεπε εκεί; Πώς γεννιέται το θαύμα της ζωής στο άγριο ψύχος κάτω από το χιόνι; Ένα γενναιόδωρο δροσερό έδαφος; ή έτοιμο για σκάψιμο σιτάρι; Ή μήπως έβλεπε εκατομμύρια ανθρώπους, οι οποίοι πέθαναν από πείνα -ανάμεσά τους και ο παππούς και η γιαγιά του- «Λοιπόν, αν αυτό το σιταράκι υπήρχε τη δεκαετία του 1930, πόσοι άνθρωποι θα είχαν ζήσει» πρόφερε τελικά. «Χρυσό σιταράκι». Αυτό ειπώθηκε με τέτοιο πόνο και ευγνωμοσύνη ταυτόχρονα, που έμεινε χαραγμένο στη μνήμη μου μέχρι σήμερα: κάθε μέρα να ευχαριστείς τον Θεό για το ψωμί σου! Το ψωμί μας είναι ανεκτίμητο. Επίσης, να γνωρίσεις τα είδη του ψωμιού, για το μάζεμα των οποίων δουλεύουν άνθρωποι μέρα και νύχτα, ερευνούν, αποκτούν εμπειρία και όχι για τα χρήματα ή για να αποκτήσουν τίτλους, αλλά απλώς για να εξασφαλίσουν στη χώρα τους το ψωμί.

Έμεινε χαραγμένο στη μνήμη μου μέχρι σήμερα: κάθε μέρα να ευχαριστείς τον Θεό για το ψωμί σου!

Ακόμα και στη γενέτειρά μου, μια ζώνη επικίνδυνη για γεωργία, το Τιούμεν, όπου όπως είναι γνωστό το κρύο το χειμώνα φτάνει τους -40 βαθμούς, από καιρό «έχουν καθιερωθεί» χειμερινές ποικιλίες μαλακού σίτου (ποικιλία «Νοβοσιμπίρσκ 51» και «Σκίπετρ», καθώς και χειμερινή ποικιλία σίκαλης, ποικιλία «Βλάντα» και «Μνήμη Κουνακμπάεφ»). Σε άλλες εποχές οι τίτλοι των κορυφαίων ΜΜΕ θα ήταν γεμάτοι πληροφορίες για αυτές τις επιστημονικές ανακαλύψεις, οι οποίες πράγματι, αλλάζουν τον κόσμο επειδή σώζουν τους ανθρώπους απ’ την πείνα, ακόμη και από τις σκέψεις τους για την πείνα! Ζούμε στην εποχή των μεγάλων ανακαλύψεων…τις οποίες ελάχιστα γνωρίζουμε ή δε γνωρίζουμε καθόλου.

Ο παππούλης έριξε μια ματιά στο παράθυρο, αφού με είδε, κούνησε το κεφάλι του έντονα και έδειξε την παλάμη του με τους κόκκους σιταριού. «Κοίτα, είναι θαύμα» Κατάλαβα. Τα κατάλαβα όλα.

Ο τάφος του μοναχού Τύχωνα (Γεώργιου Μπογκομόλοφ)  

Ο τάφος του μοναχού Τύχωνα (Γεώργιου Μπογκομόλοφ) Υπήρχαν όμως και μέρες που μπορούσες απλώς να καθίσεις μαζί του και να μιλάς για οτιδήποτε. Ήταν ιδιαίτερα πολύτιμες οι στιγμές που χαμογελούσε. Να, για παράδειγμα, μια τέτοια στιγμή. Του εξιστορούσα ότι δεν με δέχτηκαν στην Κομσομόλ. Όταν συμπλήρωσα τα 14, σε αυτή την οργάνωση δεν τους δέχονταν όλους, παρά μόνο όσους ήταν καλοί μαθητές. Το επίθετό μου ήταν στη λίστα, θυμάμαι, ακόμη και γιορτινούς φιόγκους είχε αγοράσει η μαμά μου, παρόλο που ήμουν μεγάλη για να φοράω τέτοιους. Είχαμε γιορτή! Είχαμε καλέσει έναν φωτογράφο από την τοπική εφημερίδα (σε αυτή την εφημερίδα αργότερα εργάστηκα ως ανταποκρίτρια), έμενε μόνο να μάθω τον όρκο και να παρελάσω επίσημα στη σειρά, πρώτη παρεμπιπτόντως. Και τελευταία στιγμή το επίθετό μου εξαφανίστηκε απ’ τη λίστα. Προσπαθώ να καταλάβω τι συμβαίνει. Όλοι οι δάσκαλοι λένε ότι πρέπει να είμαστε πιο επιμελείς στις σπουδές μας, έπρεπε να διορθώσω κάποια 4άρια σε 5άρια. Σαν να ήταν πολλά αυτά που έπρεπε να διορθώσω. Πήγα σπίτι κλαίγοντας. Στο σπίτι, ύστερα από μεγάλη σύσκεψη, αποφασίστηκε να στείλουμε στο σχολείο τον παππού μου που ήταν στρατιώτης πρώτης γραμμής και αυτός, με μια σταθερή φωνή πρέπει να λογικέψει τους δασκάλους. Τότε, παρεμπιπτόντως, ήταν η μοναδική φορά που είδα όλες τα παράσημα και τα μετάλλια στο σακάκι του παππού, συνήθως μιλάει για τα βραβεία φιλοσοφώντας. Αλίμονο! Δε βοήθησε. Η επίσημη παρέλαση πραγματοποιήθηκε χωρίς εμένα, δε χρειάστηκε να μάθω τον όρκο, και εκτός αυτού, η Κομσομόλ σύντομα διαλύθηκε. Ο πατήρ Ίλια αφού άκουσε την ιστορία μου, γέλασε. Πολύ καιρό αργότερα, έμαθα από την επίσημη βιογραφία του ότι ο ίδιος υπηρετούσε στην Κομσομόλ, κάτι για το οποίο αργότερα μετανόησε. Και εγώ δεν έπρεπε λοιπόν να κάνω αυτό το βήμα, προφανώς, κάποιος προσευχόταν για μένα…

Περί σεβασμού στους γονείς

Γεώργιος Μπογκομόλοφ, φωτο: taday.ru  

Γεώργιος Μπογκομόλοφ, φωτο: taday.ru Μια φορά, μέσα στην ευλογημένη ησυχία, όταν ο Γεώργιος βγήκε απ’ το αυτοκίνητο για να ξεφορτώσει φυλλάδια (ήταν και φορτωτής, οδηγός, οικοδόμος, επισκευαστής, μάγειρας, για να αναφέρω μερικά μόνο απ’ όσα έκανε), εμφανίζεται ένας νεαρός στο κελλί, με ακριβό κοστούμι, λευκό, απόλυτα αστραφτερό πουκάμισο, που έμοιαζε σαν να βγήκε από εξώφυλλο περιοδικού μόδας, και πέφτει στα πόδια του παππούλη. Εγώ δεν ήθελα να επιστρέψω, αλλά αποφάσισα να μη φύγω. Λίγοι τρελοί υπάρχουν; Και αρχίζει, λοιπόν, να μιλάει, να λέει ότι δεν είναι καλά, ότι νιώθει θλίψη στην ψυχή του, δεν βλέπει τίποτα ωραίο, τίποτα δεν τον χαροποιεί…όλα όσα έλεγε ήταν στο ίδιο πνεύμα. Ο παππούλης κοιτάζει μακριά, τα καθαρά σαν τον ουρανό μάτια του είναι στραμμένα κάπου ψηλά, έχω παρατηρήσει αυτό το βλέμμα πολλές φορές. Μετά από αυτό, συνήθως βασιλεύει απόλυτη ησυχία. Μια ησυχία που κυριαρχεί παντού. Αυτή η ησυχία συνοδεύει τον άνθρωπο για πολλή ώρα, σαν να σε ακολουθεί ένας ήσυχος άγγελος. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο πολύτιμο και όμορφο από αυτή την πλήρη ησυχία. Υπήρχαν μέρες που αφού συναντούσα αυτή την πολύτιμη ησυχία του παππούλη, την κουβαλούσα μαζί μου για μήνες. Τι υπέροχο συναίσθημα! Ο παππούλης κοίταξε στοργικά τον επισκέπτη, άρχισε να λέει ήσυχα ήσυχα… Δυστυχώς, δεν μπορώ να μεταφέρω όλα του τα λόγια, δεν σκόπευα να το απομνημονεύσω, αλλά ήταν κάτι σαν: «πρέπει να εκπληρώσουμε τις εντολές!» Αυτό! Δεν ειπώθηκε τίποτα περί σεβασμού στους γονείς…

Τότε ο νεαρός ξέσπασε:

«Αγόρασα για τη μητέρα μου ένα εισιτήριο για το σανατόριο! Το καλύτερο σανατόριο, παρεμπιπτόντως. Έδωσα χρήματα για να φτιάξει τα δόντια της, έκλεισα την οροφή του σπιτιού, όχι ο ίδιος, προσέλαβα εργάτες. Η τηλεόρασή της, ξέρετε τι τηλεόραση έχει;» έριξε μια ματιά στο κελλί και είπε απότομα: «εδώ εξ ορισμού δε θα μπορούσε να υπάρχει τηλεόραση…»

Πάλι κυρίευσε η σιωπή. Ο γέροντας κοίταξε με απορία. Ο νεαρός κατάλαβε, κι εγώ κατάλαβα. Του είπε για την εντολή για τον πατέρα και τη μητέρα…Πέρασε μια στιγμή και ξαφνικά ξέσπασε σε κλάματα

«Μας εγκατέλειψε ο πατέρας! Ήμουν τεσσάρων χρονών, έφυγε. Δεν έδωσε διατροφή, η μητέρα μου έκανε ό,τι μπορούσε, αλλά πού μπορείς να δουλέψεις στο χωριό; Καλλιεργούσε λαχανικά στον κήπο και τα πουλούσε στον αυτοκινητόδρομο. Ξέρετε τον δρόμο προς την Πένζα; Μόλις μπαίνετε στην περιφέρεια, ένα μικρό χωριό αριστερά, εκεί είναι το σπίτι μου, ακριβώς δίπλα στον αυτοκινητόδρομο. Τώρα έχουμε μια σοφίτα, δορυφορική κεραία. Αλλά παλιά η στέγη έσταζε. Δε φαντάζεστε πόση ταπείνωση ζήσαμε από τη φτώχεια. Δεν πήγα στην ίδια μου την αποφοίτηση, δεν είχα κοστούμι και για το τραπέζι δεν είχα να πληρώσω, αυτό με πονάει…»

«Ο πατέρας σου τι ύψος έχει;» ρώτησε απρόσμενα ο γέροντας

Ο νεαρός τεντώθηκε λίγο κι ύστερα απάντησε κάτι σαν: θα είναι λίγο πιο κοντός από μένα. Και μοιάζουμε πολύ, ένας και ένας.

«Συμφιλιώσου με τον πατέρα σου»

Υπήρξε μια παύση.

«Πώς;»

«Αρχικά τηλεφώνησέ του» είπε ο γέροντας, «ρώτα τον πώς είναι, και έπειτα μπορεί να χρειάζεται κάτι, μπορείς να του στείλεις ρούχα σου, έχεις πολλά τώρα, έτσι; Μπουφάν, διάφορα πουκάμισα…στο χωριό μπορεί να φορέσει οποιοδήποτε ρούχο, αλλά και παπούτσια, βέβαια, πού να πάει χωρίς αυτά;»

Μόλις που πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του ο γέροντας και εμφανίστηκε ο Γεώργιος, και ζήτησε από τον νεαρό να φύγει, είπε: «σε μια απαράδεκτη μέρα, ήρθε και μπήκε χωρίς να είναι η σειρά του» κάτι τέτοιο του είπε σε γενικές γραμμές. Έτσι, ο νεαρός έφυγε, εντελώς διαφορετικός. Δεν ήταν πια ένας επιχειρηματίας από το εξώφυλλο, αλλά ένας απλός νεαρός Ρώσος με μπλε μάτια, φακίδες, μια ατίθαση φράντζα στο χρώμα του ώριμου σταριού και ένα καλοσυνάτο χαμόγελο. Αυτούς συνήθως τους φωνάζουν με αγάπη όχι Ρομάν, αλλά Ρομάσκα, όχι Βασίλη, αλλά Βασιλιόκ, όχι Νικολάι αλλά Κολοκόλτσικ…

Έφυγε ο νεαρός, εντελώς διαφορετικός. Δεν ήταν πια ο επιχειρηματίας από εξώφυλλο, αλλά ένας απλός νεαρός Ρώσος με μπλε μάτια και καλοσυνάτο χαμόγελο

Αυτή η ιστορία έχει και συνέχεια. Λίγους μήνες αργότερα τον συνάντησα στην πόλη. Ο νεαρός με γνώρισε, πλησίασε, ρώτησε πότε θα μπορούσε να έρθει να δει τον γέροντα και να τον ευχαριστήσει. Και πώς να τον ευχαριστήσει; Του απάντησα ότι μπορεί να ζητήσει να γίνει μια ευχαριστιακή δέηση στον ναό ή το μοναστήρι και ξεχωριστά να ζητήσει ένα σαρανταλείτουργο υπέρ υγείας του αρχιμανδρίτη Ίλια. Αυτή θα είναι η καλύτερη ένδειξη ευγνωμοσύνης. Αλλά ο νεαρός ήταν γεμάτος χαρά και έπρεπε οπωσδήποτε να το μοιραστεί με κάποιον. Και εγώ, παρά τις πολλές δουλειές που είχα, στάθηκα να τον ακούσω.

Εκείνη ακριβώς τη μέρα που έφυγε απ’ το μοναστήρι, ακολουθώντας τη συμβουλή του γέροντα, τηλεφώνησε στον πατέρα του. Πρώτα τηλεφώνησε στους γείτονες, έπειτα σε γνωστούς, μετά κάπου αλλού, για να μάθει τον αριθμό του. Στην αρχή δεν το πίστευε, όταν κατάλαβε ότι ήταν ο γιος του, έκλαψε από ευτυχία και ζήτησε συγχώρεση. Μιλούσαν για δυο ώρες, ο πατέρας του έλεγε πώς πήγαινε κρυφά κοντά στο σχολείο, κοιτούσε τον γιο του, αλλά δεν μπορούσε να πλησιάσει γιατί φοβόταν τι θα έλεγε ο κόσμος. Στο χωριό όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους. Είπε πώς ζήτησε από έναν φίλο, που εργαζόταν σε βυτιοφόρο φορτηγό, να πάει τον γιο του στο νοσοκομείο όταν έπαθε κρίση σκωληκοειδίτιδας. Και ακόμη, πώς χάρηκε όταν έμαθε ότι ο γιος του στη Μόσχα πέρασε στη Νομική Σχολή, κερδίζοντας δωρεάν φοίτηση! Αυτός ήταν ο μοναδικός απ’ όλο το σχολείο που περπατούσε τόσο μακριά απ’ το σχολείο. Ο πατέρας έλεγε ότι μετανόησε, χωρίς ελπίδα συγχώρεσης, δεν την άξιζε, το αναγνωρίζει, τώρα είναι μόνος, ξαπλωμένος στο σπίτι μετά την εγχείριση, και ενώ βρισκόταν στο νοσοκομείο, τον λήστεψαν. «Ακόμη και τις παντόφλες μου πήραν». Δεν έχει με τι να βγει έξω, και δεν έχει και τη δύναμη. Η αιμοσφαιρίνη είναι χαμηλή, δεν έχει δύναμη ούτε να βράσει τσάι.

Η απόσταση από τη Μόσχα μέχρι την Πένζα είναι 640 χλμ, αλλά δεν είναι απαραίτητο να φτάσετε μέχρι εκεί, φαίνεται το δεύτερο χωριό αμέσως από την είσοδο στην περιφέρεια. Μια νύχτα, ο γιος πέρασε αυτό τον δρόμο με το αυτοκίνητο και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να πάει στον πατέρα του. Και αυτός ήταν ακριβώς ένας γιος χωριατών, και όχι ένας αλαζόνας, ειδικός στο διαιτητικό δίκαιο, επικεφαλής τμήματος σε μια μεγάλη εταιρία της πρωτεύουσας. Έφερε τα πράγματά του, στη θέα των οποίων ο πατέρας του ξέσπασε σε κλάματα, και επίσης διάφορα πιεσόμετρα, μετρητές σακχάρου, τσάι, καφέ και κάτι άλλο.

Από αυτή τη στιγμή κάτι άλλαξε στη ζωή του. Εξαφανίστηκε ο ψυχικός πόνος, η μελαγχολία, εμφανίστηκε η αγάπη και το ενδιαφέρον για τη ζωή. Η σπουδαία δύναμη της συγχώρεσης τον άλλαξε εν μία νυκτί.

Παρήγγειλε πλαστικά παράθυρα, κλειδαριές, αντικατάσταση των υδραυλικών, το μεσημέρι επισκέφτηκε τη μητέρα του, ρύθμισε τον εξαερισμό στο θερμοκήπιο, πήγε στον κτηνίατρο τον Σάρικ, έβαλε ένα γάντζο στον αχυρώνα και το επόμενο βράδυ έφυγε. «Το μεσημέρι έχω μία δίκη, δε γίνεται να απουσιάζω, αλλιώς θα υπάρξει πρόστιμο.» Από εκείνη τη στιγμή κάτι άλλαξε αδιόρατα στη ζωή του. Εξαφανίστηκε ο ψυχικός πόνος, υποχώρησε η μελαγχολία και εμφανίστηκε η αγάπη και το ενδιαφέρον για ζωή. Η σπουδαία δύναμη της συγχώρεσης τον άλλαξε εν μία νυκτί. «Με τον πατέρα τώρα επικοινωνούμε, ποτέ δεν ξέρεις…» είπε στο τέλος.

Συνεχίζεται…

Όλγα Ιζενιακόβα
Μετάφραση: Aργυρώ Γιαβροπούλου

Pravoslavie.