Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2025

Από Συναξαριακή Διήγηση της ΙΖ ' Νοεμβρίου

 Μπορεί να είναι εικόνα κείμενο που λέει "జుపధగ్ధప 070. Τρεις θεράρχες :άγιος Παύλος Ομολογητής, άγιος Ιωάννης Ελεήμων KG άγιος θαυματουργό εκ.).Τέλος 16ουαιώνα. Hierarchs: tPaul Confessor, StJoh Jahn Mercifula Gregory of Neocaosarea the Miracio- Miracle-Worker -Worker 25.5X2 cm). 16th century Copyright: toly Monastery Pantokrator"

Ένας άνθρωπος ένδοξος και περίφημος στα κοσμικά πράγματα, ονόματι Ιωάννης, αφού καταφρόνησε όλες τις ηδονές της ζωής, ζούσε με τρόπο ταπεινό και μοναχικό. Αφοσιωμένος στα πράγματα του Θεού, φρόντιζε να αρέσει μόνο σε Εκείνον. Ήταν πάντοτε δοσμένος στην προσευχή και στις δεήσεις, προχωρώντας συνεχώς σε τελειότερα έργα και μεγαλύτερα πνευματικά κατορθώματα. Και επειδή, μαζί με όλα τα άλλα του έργα, είχε και τη συνήθεια να αγρυπνά ολόκληρη τη νύχτα στους ναούς του Κυρίου, μια νύχτα πήγε στον μεγάλο ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Βρίσκοντας τις πόρτες κλειστές, κάθισε σε ένα σκαμνί που ήταν εκεί κοντά, επειδή ήταν κουρασμένος. Εκεί, καθισμένος, διάβαζε σιγανά την ακολουθία του.
Και τότε βλέπει μια λάμψη φωτός να έρχεται απ’ έξω. Κοιτάζοντας πιο προσεκτικά, διέκρινε έναν σεμνό άνδρα να ακολουθεί το φως. Χαρούμενος από αυτό το θέαμα, παρακολουθούσε προσεκτικά για να δει τι θα έκανε εκείνος ο άνθρωπος. Όταν ο εμφανισθείς έφτασε στις κλειστές πόρτες του ναού της Αγίας Σοφίας, γονάτισε στο κατώφλι και προσευχήθηκε αρκετά. Έπειτα σήκωσε ψηλά τα χέρια του και, κάνοντας το σημείο του Σταυρού στις πόρτες, ω του θαύματος! οι πόρτες άνοιξαν από μόνες τους, και μαζί με το φως μπήκε μέσα και ο θαυμαστός εκείνος άνδρας. Μόλις μπήκε, πάλι γονάτισε στο σημείο όπου ήταν ζωγραφισμένη η εικόνα της Παναγίας, και αφού σηκώθηκε, άνοιξε και εκείνες τις πόρτες. Ύστερα έφτασε στις αργυρές, ωραίες πόρτες του ναού, εκεί στον νάρθηκα, όπου προσευχήθηκε αρκετά. Έπειτα και αυτές τις άνοιξε με το σημείο του Σταυρού και έτσι μπήκε στον ναό, ολόκληρος φωτεινός.
Πηγαίνοντας στο μέσο του ναού, σήκωσε τα χέρια του ψηλά, ικετεύοντας τον Θεό. Όταν τελείωσε την προσευχή του, γύρισε πάλι πίσω και βγήκε στο προαύλιο του ναού. Οι πόρτες έκλειναν πίσω του με θεία ενέργεια καθώς έβγαινε. Ο μακάριος Ιωάννης στεκόταν και παρατηρούσε προσεκτικά για να δει πού θα πήγαινε ο θείος εκείνος άντρας, αφού βγήκε από τον ναό. Επειδή ο άγνωστος προχωρούσε σε ίσιο δρόμο, δεν αμέλησε ο Αβραμιαίος Ιωάννης να τον ακολουθήσει, για να μάθει πού κρυβόταν αυτός ο πολύτιμος μαργαρίτης του Θεού. Στρίβοντας λίγο από τον ίσιο δρόμο, ο άνδρας κατέβαινε προς την κατηφόρα της σκάλας του Αγίου Μάρτυρα Ιουλιανού. Κι όταν πλησίασε σε ένα πολύ μικρό σπιτάκι, χτύπησε την πόρτα με το χέρι και είπε σιγά το όνομα της γυναίκας που βρισκόταν μέσα, «Μαρία», και έτσι μπήκε. Τότε το φως που τον φώτιζε στον δρόμο υψώθηκε και χάθηκε· και έτσι έμεινε σκοτάδι ανάμεσα στους δύο άντρες.
Η γυναίκα του θείου εκείνου ανδρός άναψε το λυχνάρι από την καντήλα και το έφερε στον άντρα της. Εκείνος όμως δεν ξάπλωσε σε κρεβάτι ούτε αναπαύθηκε με άλλο τρόπο, αλλά άρχισε να εργάζεται. Ήταν τσαγκάρης και ράφτης δερμάτων. Τότε και ο Ιωάννης που τον ακολουθούσε, χωρίς ντροπή, μπήκε στο ταπεινό σπιτάκι. Έπεσε στα πόδια του άνδρα και τα έβρεχε με δάκρυα, παρακαλώντας τον να μην του κρύψει ποιος είναι και ποια είναι η υψηλή του πολιτεία, με την οποία επιτελεί τέτοια θαύματα, που είδε με τα μάτια του. Εκείνος ο ταπεινόφρων απάντησε: «Συγχώρησέ με, γέροντα, για τον Κύριο. Εγώ είμαι αμαρτωλός άνθρωπος και δεν έχω κανένα καλό έργο. Τι είμαι εγώ ο απλός; Από πού έμαθα κάποια υψηλή πολιτεία, όπως λες, τη στιγμή που είμαι φτωχός και εργάτης μιας ευτελέστατης τέχνης; Πλανήθηκες, άνθρωπε, πλανήθηκες· μάλλον φάντασμα είδες παρά αλήθεια».
Ο γέροντας πρόσθεσε δάκρυα πάνω στα δάκρυά του και δεν σταματούσε να τον ορκίζει στο όνομα του Θεού να του φανερώσει τη μεγάλη του αρετή. «Αν δεν ήταν θέλημα της θείας Πρόνοιας να φανερωθεί η πολιτεία σου», έλεγε, «δεν θα αξιωνόμουν εγώ ο ελάχιστος να δω τέτοια μυστήρια». Στενοχωρημένος λοιπόν από τους όρκους, ο θαυμαστός εκείνος άνδρας σηκώθηκε και, αφού πρώτα έκανε μετάνοια στον γέροντα, άρχισε να λέει:
«Να ξέρεις καλά, αδελφέ μου, ότι κανένα επίγειο κατόρθωμα δεν απέκτησα, παρά μόνο να αναμειγνύομαι και να μολύνομαι με τις αμαρτίες και να ζητώ την καλοπέραση της σάρκας μου. Ύστερα όμως, από την αγαθότητα του Θεού, παίρνοντας στο νου μου τον φόβο της κολάσεως, από τότε που πήρα αυτήν εδώ για σύζυγό μου, δεν μόλυνα την καθαρότητα της σάρκας. Και οι δυο μας φυλάμε παρθενία με συμφωνία και το κρύβουμε λέγοντας ότι εκείνη είναι στείρα. Και μέχρι τώρα, με τη βοήθεια του Θεού, η καθαρότητα της ψυχής και του σώματος φυλάγεται με ασφάλεια από εμάς, για χάρη της αγάπης προς τον Πλάστη μας. Θα προσθέσω και κάτι ακόμα, για την επιβεβαίωση του όρκου. Όλος μου ο πλούτος δεν είναι περισσότερο από ένα τριμίσιο (κάποια ποσότητα νομισμάτων). Με αυτό αγοράζω δέρματα και εργάζομαι την τέχνη του υποδηματοποιού. Και όποιο μισθό πάρω από την εργασία αυτή, τον μοιράζω στα δύο. Το ένα μισό —το πρώτο και σπουδαιότερο— το αφιερώνω στον Χριστό, δίνοντάς το στους φτωχούς αδελφούς Του. Το άλλο το ξοδεύω για τις δικές μας ανάγκες. Και έτσι, πολιτευόμενος πάντοτε, φαντάζομαι κάθε μέρα τον φοβερό Κριτή που μέλλει να έρθει, και θυμάμαι την εξέταση που θα μου κάνουν οι φορολόγοι δαίμονες».
Ακούγοντας αυτήν τη διήγηση ο Ιωάννης, θαύμασε την καθαρή και μακαρία ζωή του μακαριστού Ζαχαρία — έτσι λεγόταν — και τον επαίνεσε πάρα πολύ. Ύστερα τον αποχαιρέτησε και έφυγε χαρούμενος και αγαλλόμενος από το ταπεινό του σπίτι. Ο Ιωάννης επέστρεψε στον οίκο όπου φιλοξενούνταν, δοξάζοντας τον Θεό για τα θαυμαστά μεγαλεία που είδε. Ο δε μακάριος και πραγματικά ταπεινός Ζαχαρίας, θέλοντας να αποφύγει τον κίνδυνο της ανθρώπινης δόξας, άφησε εκείνο το σπιτάκι και έφυγε, μένοντας έκτοτε εντελώς άγνωστος σε όλους.