Η
λέξη "καμάρα" σήμαινε αρχικά «ημικυκλική αψίδα» ή «καμπύλη τού πέλματος
τού ποδιού». Είναι τεχνικός όρος ήδη γνωστός από τον 5ο αιώνα π.Χ.,
όπως φαίνεται στον "Ηρόδοτο". Η ετυμολογία της τη συνδέει με τη γλώσσα
των Ινδοευρωπαϊκών:
🙠 αβεστ. "kamāra" = «ζώνη»
🙠 λατ. "camurus" = «κυρτός, καμπύλος»

Ησύχιος: καταγράφει τη λέξη στον πληθυντικό ως "καμάραι" με τη σημασία «στρατιωτικές ζώνες».
Από τον 1ο αιώνα π.Χ., η "καμάρα" δηλώνει και το «θολωτό δωμάτιο».
Έτσι, φτάνει μέσω της λατινικής "camera" στη σημασία του δωματίου, που
κληροδοτεί λέξεις σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες:
🙠 γαλλ. "chambre"
🙠 ισπ. "cámara"
🙠 ιταλ. "camera"
►
Η ελληνική γλώσσα την «υποδέχεται» ξανά, αυτή τη φορά ως "κάμαρα", με
την ίδια έννοια. Από εκεί, προέρχονται και οι λέξεις "καμαρίνι",
"καμάρι", "καμαρωτός", "καμαρώνω".
Από τη μορφή στην αξία:
Η
"καμάρα", ως αρχιτεκτονικό στοιχείο (αψίδα, θολωτή κατασκευή),
εκλαμβανόταν ως εντυπωσιακό και περίτεχνο. Γι’ αυτό και αποδόθηκε στα
σπουδαία δημόσια και ιδιωτικά κτίρια — σε αντίθεση με τα χαμηλά
"χαμόσπιτα".
Έτσι, ο χαρακτηρισμός "καμαρωτός" εξελίχθηκε σημασιολογικά:
🙠 από το «με καμάρες» →
🙠 στο «αξιοζήλευτος», «θαυμαστός» →
🙠 και τελικά: «περήφανος».
►
Το ρήμα "καμαρώνω", που αρχικά σήμαινε «διακοσμώ με καμάρες», πήρε
επίσης τη σημασία «υπερηφανεύομαι», «καυχιέμαι» — επειδή κάποιος
"ξεχωρίζει", προκαλεί τον θαυμασμό.
Χρήσεις στη λαϊκή και μεσαιωνική γλώσσα:
🙠 Το μεσαιωνικό "καμαρώνω" σήμαινε ακόμη: «χαίρομαι», «θαυμάζω», «έχω εορταστική όψη»
🙠 Για τα άλογα: «κυρτώνω τον τράχηλο», σχηματίζοντας "καμάρα"
🙠 Ο "καμαρωτός" ακολουθεί κι αυτός: από «αψιδωτός» → «αξιοθαύμαστος»
Από όλα αυτά γεννήθηκε και το "καμάρι", πιθανό υποκοριστικό του
"καμάριον" (μικρό θολωτό δωμάτιο), αλλά και σημασιολογική υποχώρηση από
το "καμαρώνω", όταν πια αυτό είχε λάβει τη σημασία «καύχηση».
◆ ⅰ) Ετυμολογικά:
Το "καμάρι" συνδέεται με το "καμαρώνω" και αυτό με το αρχ. "καμαρόω".
◆ ⅱ) Σημασιολογικά:
Η πορεία από το υλικό – καμάρα/αψίδα – οδηγεί στο αφηρημένο – υπερηφάνεια, θαυμασμός.
Μια εναλλακτική (και όχι λιγότερο πειστική) εκδοχή:
Η
σημασία "υπερηφανεύομαι" ίσως δεν ξεκινά από την αρχιτεκτονική
«καμάρα», αλλά από την κίνηση του κυρτώματος, όπως αυτή που γίνεται στον
ευγενικό χαιρετισμό με ελαφρά υπόκλιση – κάτι που θύμιζε τη στάση των
ευγενών αλλά και το κύρτωμα του λαιμού των αλόγων.
"τράχηλον ἐκαμάρωσεν, ἐτίναξεν τὴν χήτην"
❧
Η "καμάρα" λοιπόν — από οικοδομικό στοιχείο σε λέξη συναισθηματικού
φορτίου — μάς θυμίζει πώς οι μορφές εμπνέουν αξίες. Από τη δομή των
κτηρίων, μέχρι τον τρόπο που στεκόμαστε και εκφραζόμαστε με περηφάνεια.
꧁ Καμάρα → καμαρωτός → καμάρι → καμαρώνω ꧂
Μια εντυπωσιακή αψίδα λέξεων στην Ιστορία της Ελληνικής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου