Παρασκευή 4 Ιουλίου 2025

"Μη φοβάσαι: πέσε στο κενό για να υπάρχει λόγος να σε κρατήσει στην αγκαλιά του ο Θεός".

Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο και κάνει αναρρίχηση


-Πέστε μου, αλήθεια, πατέρα Συμεών: κάποια νύχτα πού έπρεπε να ξυπνήσετε για τον όρθρο, κάποιο απόγευμα - όπως τώρα - μετά τον εσπερινό, κλείσατε την πόρτα του κελιού σας κουρασμένος, νιώθοντας πώς όλος αυτός ο αγώνας ίσως είναι και λίγο μάταιος;
- Πολλές φορές έχω κλείσει την πόρτα μου νιώθοντας εντελώς απογοητευμένος από όλα. Από όλα. Ακόμα κι απ’ τον αγώνα μου - αλλά την πίστη μου δεν την έχω χάσει. Απλούστατα έχω πέσει σε μια ραθυμία, μια - πώς να το πω; - μια μελαγχολία πολλές φορές μελαγχολώ και βαριέμαι που ζω. Ας μπορούσες να καταλάβεις: όλοι μας τρέχουμε να φύγουμε απ’ τον εαυτό μας· δεν θέλουμε να τον συναντήσουμε. Αν όμως τον δεχτούμε και υποφέρουμε το κενό που μας μεταγγίζει, θα δεχτούμε τα γόνιμα δώρα της υπομονής. Όμως πολλές φορές εγώ τα χάνω όταν διαπιστώνω αυτό το κενό μου και λιμνάζω οδυνηρά - κυρίως όταν δεν έχω να κοροϊδεύομαι με επισκέπτες ή κοσμική ζωή βλέποντας τον εαυτό μου γυμνό. Ζητάω τότε να δροσιστούνε λίγο τα χέρια μου και προσεύχομαι.
-Τι άλλο είναι αυτό που σας βγάζει από την αρπάγη της μελαγχολίας;
Δεν ξέρω. Δεν ξέρω να σας πω αν είναι η προσευχή. Μερικές φορές είναι - όχι πάντοτε όμως. Άλλες φορές είναι η ίδια η ροή των πραγμάτων που με τραβάει από αυτήν τη στενοχώρια της απραξίας... Γι’ αυτό, παλιά, τη μέρα της κούρας του καλόγερου ο ηγούμενος απηύθυνε μόνον δυο λέξεις: «Καλή υπομονή». Υπομονή μέσα στη μοναξιά. Με τη μοναξιά κανείς βυθίζεται μέσα στα ύδατα της ψυχής, στον υδατόστρωτο τάφο της κι όλες οι φωτεινές εμπειρίες, όλες οι αντανακλάσεις του νοητού ηλίου στη θάλασσα της ψυχής αστράφτουν πάνω σε Βρώσιμους Ιχθείς, πάνω στο σώμα του Χριστού. Το έχω γράψει και σ’ ένα κείμενο μου - το έχετε προσέξει; «Η αλήθεια εν τω βυθώ». Είναι η αλήθεια που βρίσκεις στα μάτια των αγίων και των απλών γυναικών, είναι η φλόγα που περνάει μέσα απ τα χρόνια, δίνοντας στα μάτια των ανθρώπων μιαν όψη αλλοτινή.
-Και μιαν όψη θλιμμένη.
-Μη λυπάστε γι’ αυτήν τη θλίψη είναι γιατί τα πάθη δεν χάνονται αλλά μόνον αλλάζουν με τη δύναμη της αγάπης, κρατώντας για πάντα τίς μνήμες της πτώσης των.
-Δεν λυπάμαι, πατέρα Συμεών - φοβάμαι όμως.
-Όπως φοβάται ο ακροβάτης που βγαίνει χωρίς πίστη στη σκηνή. Όπως φοβάται όποιος δεν δαπανιέται για τους άλλους. Όμως μη φοβάσαι: πέσε στο κενό για να υπάρχει λόγος να σε κρατήσει στην αγκαλιά του ο Θεός.
Από συνέντευξη στον π.Συμεών του Αγιορείτη