Δέν μπορῶ νά πῶ ὅτι χρειάστηκε νά περάσω ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς «ἀποταγῆς», ὅταν ἀποφάσισα νά ἀκολουθήσω τόν μοναχισμό. Ὅταν ἄφηνα τόν «κόσμο», δέν δοκίμασα ἐσωτερική πάλη μέ τόν ἑαυτό μου, δηλαδή δυσκολία νά ἀρνηθῶ κάτι πού μέ τραβοῦσε στήν κοσμική ζωή. Τίποτε δέν ἀπέρριπτα οὔτε ὑποτιμοῦσα. Πῆγα στό μοναστήρι, γιατί μοῦ ἦταν πνευματικά ἀπαραίτητο νά βρῶ μιά τέτοια μορφή ζωῆς, στήν ὁποία θά μποροῦσα νά δοθῶ στόν Θεό ὁλοκληρωτικά, δηλαδή μέ ὅλες τίς σκέψεις, ὅλη τήν καρδιά, ὅλες τίς φυσικές καί ψυχικές δυνάμεις του εἶναι μου.
Ὡστόσο, αὐτό δέν ἀπέκλεισε κάποια περίοδο ὀδυνηρῆς πάλης ἀνάμεσα στήν προσευχή καί τήν ἐμπαθῆ ἀγάπη μου πρός τή ζωγραφική. Ἡ τέχνη ἦταν γιά μένα ἡ ὁδός πρός τή γνώση του εἶναι. Ἔτσι ἀντιλαμβανόμουν τήν τέχνη, ἔτσι τήν ζοῦσα· μέ διεκδικοῦσε ὁλόκληρο, ἀκόμη καί περισσότερο ἀπό «ὁλόκληρο». Χωρίς τήν πλήρη παράδοση τοῦ ἑαυτοῦ μας στήν τέχνη, αὐτή δέν γίνεται ποτέ γνήσια, δηλαδή δέν μπορεῖ νά ὁδηγήσει τόν θεράποντά της πέρα ἀπό τά ὅρια τοῦ χρόνου καί τοῦ χώρου. Αὐθεντικά καλλιτεχνικό ἔργο εἶναι μόνο ἐκεῖνο, πού φέρει μέσα του στοιχεῖα τοῦ αἰωνίου· ἔξω ἀπό αὐτό παραμένει μόνο «διακοσμητικό» ἀντικείμενο τῶν σπιτιῶν μας. Ἡ σκέψῃ γιά τό αἰώνιο μέ συνόδευε ἀπό τά παιδικά μου χρόνια. Ἡ προσευχή, βαθαίνοντας μέσα μου, μέ ὁδηγοῦσε μέ μεγαλύτερη δύναμη στήν ψηλάφηση τῆς αἰωνιότητας. Καί αὑτή νίκησε.
Ἀργότερα ὁ μοναχισμός ἔθεσε τό πρόβλημα τοῦ «προσώπου». Γνωρίζουμε ἀπό τήν παγκόσμια λογοτεχνία ὅτι ἡ ἕνωση δύο προσώπων στόν γάμο, ὅταν αὑτή φέρει περισσότερο ἤ λιγότερο τέλειο χαρακτῆρα προσωπικῆς ἀγάπης, δίνει στούς ἀνθρώπους τήν ἐμπειρία κάποιας «αἰωνιότητας», δηλαδή ἐξωχρονικότητας διανοίξεως πέρα ἀπό τό στενό πλαίσιο τῆς ἀτομικῆς ὑπάρξεως. Ὅσοι πέρασαν ἀπό τήν ἐμπειρία αὐτή δοκίμασαν ἐνθουσιασμό, θαυμασμό. Ἀπό αὐτό κατέληξαν στό συμπέρασμα ὅτι ὁ γάμος εἶναι «μυστήριο» καθ’ ἑαυτό: ὑπερνίκηση τοῦ ἐγωισμοῦ, συνένωση των δύο σέ «ἑνότητα». Ἔτσι, ἕνας θεολόγος στό Παρίσι ἔφθασε καί ὡς τό σημεῖο νά ἰσχυρίζεται ὅτι, ἔξω ἀπό τήν ἐμπειρία αὐτοῦ τοῦ εἴδους, εἶναι ἀδύνατον νά συλλάβει κάποιος τό δόγμα γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Δέν ἰσχυρίζομαι καθόλου ὅτι τά γνωρίζω ὅλα. Ἐξ αἰτίας τῶν συνθηκῶν τῆς ἐπίγειας ὑπάρξεώς μας, κανένας δέν μπορεῖ νά τά βιώσει «ὅλα» στήν προσωπική του ζωή. Βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι μέ τήν ἀναγκαιότητα ἐπιλογῆς ἀποφάσεως, ὁπωσδήποτε κατηγορηματικῆς. Σέ αὐτό μᾶς βοηθᾷ τόσο ἡ παρατήρηση τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων πού μᾶς περιβάλλουν καί πού στή συντριπτική πλειονότητα τους φέρουν μέσα τους τή σφραγῖδα τοῦ κενοῦ, τῆς ἀπογοητεύσεως, ὅσο καί ἡ διείσδυση στά γεγονότα του εἶναι μέσῳ τῆς προσευχῆς. Εἶναι ἀδύνατον νά ἀποσπάσουμε ἀπό τήν ψυχή τήν ἐλπίδα σέ κάτι καλύτερο γι’ αὐτή τήν ἴδια. Μέ τή φαντασία σχεδιάζουμε θαυμάσιο πίνακα ἁρμονικοῦ γάμου. Στήν περίπτωσή μου ὅμως νίκησε ἡ προσευχή. Σέ αὐτή διανοίγεται τό «πρόσωπο» ἀσυγκρίτως βαθύτερα ἀπό ὅσο στή συνένωση δύο ἀγαπημένων προσώπων. Ἡ προσευχή πρόσωπο μέ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ εἰσάγει τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου στή γεμάτη ἀπό ἰδιαίτερη ἀγάπη καί θαυμαστῆ εἰρήνη περιοχή τοῦ Ἀκτίστου Φωτός. Ἐπίσης ἡ προσευχή γιά ὅλο τόν κόσμο, γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα, μᾶς ἀποκαλύπτει νέες σφαῖρες του εἶναι. Τήν ἐμπειρία αὐτή δεν την παρέχει ὁ γάμος.
Κάθε γνήσια ἀνθρώπινη συνάντηση ἀντανακλᾷ μέσα της τήν ὀμορφιά τῆς κοσμικῆς ζωῆς. Ὁ κάθε ἄνθρωπος περιμένει ἀπό μᾶς τήν πληρότητα τῆς προσοχῆς μας ἀπέναντί του. Παρ’ ὅλη ὅμως τή χαρά πού προσελκύει ἡ συνάντηση μέ ζωντανό πρόσωπο, στήν προσευχή γιά ὅλο τόν κόσμο ἡ ψυχή διαβλέπει τό μεγαλεῖο τῆς πάγκοινης πραγματικότητος καί δέν μπορεῖ πλέον νά ἀφήσει τούς ὁρίζοντες πού διανοίχθηκαν μπροστά της. Εἶναι ὑπέροχο πρᾶγμα νά ἀγαπᾷς κάποιο πολύτιμο γιά σένα πρόσωπο. Ἀλλά νά προσεύχεσαι εἶναι κάτι περισσότερο. Γιά νά ἐπιτύχουμε τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, γιά τήν ὁποία μᾶς δόθηκε ἐντολή (βλ. Ἐφεσ. 6,18· Α’ Θέσ. 5,17), εἶναι ἀπαραίτητο νά ὀργανώσουμε τή ζωή μας μέ τέτοιον τρόπο, ὥστε ὅλη αὐτή νά γίνει ἑνιαία, ἀδιάλειπτη πράξῃ παραστάσεως ἐνώπιον τοῦ Μεγάλου Θεοῦ μέ ἐπίκεντρο τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἡ ἱστορική πεῖρα κατέδειξε ὅτι ὁ καλύτερος τρόπος γιά τόν ἅγιο αὐτό σκοπό εἶναι ὁ μοναχισμός. Ἡ ἀπουσία εὐθυνῶν γιά τήν προστασία ὁποιουδήποτε, εἴτε πρόκειται γιά γυναῖκα εἴτε γιά παιδιά καί τά ὅμοια, δίνει στόν μοναχό τήν ἐλευθερία νά διακινδυνεύσει ὅλη τή ζωή του στόν ἀγῶνα τῆς νηστείας, τῆς ἀγρυπνίας, τῆς λήθης γιά τίς φυσικές ἀνάγκες του: διατροφῆς, ἐνδυμασίας, ἀνέσεων κλπ. Ὁ νοῦς του μοναχοῦ εἶναι ἐλεύθερος νά παραμείνει ἀπερίσπαστα στή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Κινεῖται φυσιολογικά στή σφαῖρα τῆς καθαρῆς προσευχῆς. Δοκιμάζει τήν ἐπαφῇ μέ τή ζῶσα αἰωνιότητα. Κατοπτεύει τό Ἄκτιστο Φῶς, πού ἐκπορεύεται ἀπό τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ἀναπνέει τό ἄρωμα τῆς Ἀγάπης, πού κατέρχεται ἄνωθεν.
Ὅταν μετά ἀπό πραγματικά εὐλογημένο γάμο -ὄχι σύντομο οὔτε ἁπλῶς σαρκικό, ἀλλά μέ βαθειά προσωπική ἀγάπη-, κάποιος ἀπό τούς συζύγους πεθαίνει ἀφήνοντας τόν ἄλλο μόνο, τότε αὐτός πού μένει αἰσθάνεται τόν ἑαυτό του χαμένο, διαλυμένο, «μισό». Ὁ κόσμος γι’ αὐτόν ἀδειάζει. Καί μόνο μερικοί μέ φλογερή προσευχή ὑπερνίκησαν τή μοναξιά τους, βγῆκαν στήν ἐλευθερία γιά καλύτερη ἀνάβαση πρός τόν οὐρανό. Συνεπῶς, ὁ γάμος, ἀκόμη καί στήν καλύτερή του μορφή, ἐνέχει τόν κίνδυνο τῆς στενῶσεως τῆς ἀνθρωπινῆς προσωπικότητος. Ὁ μοναχισμός προφυλάσσει ἀπό παρόμοια ὑποβάθμιση. Ἡ ἀκατάπαυστη στροφή πρός τόν Οὐράνιο Πατέρα, χωρίς τήν ἀνάγκη γιά ἐπικοινωνία στά χαμηλότερα ἐπίπεδα τῆς ὑπάρξεώς μας, πλαταίνει τήν καρδιά τοῦ μοναχοῦ γιά τήν πρόσληψη τῆς κοσμικῆς ζωῆς, πού δέν μπορεῖ νά τοῦ ἀφαιρεθεῖ μέ τόν φυσικό θάνατο. Τό πρόσωπό του ἀναπτύσσεται καί προσλαμβάνει χαρακτῆρα χριστοειδούς παγκοσμιότητας. Στόν μοναχό δίνεται ἄνωθεν νά αἰσθανθεῖ τούς λόγους τοῦ Κυρίου, τήν ἀνταύγεια τοῦ Ἄναρχου Εἶναι. Ὁ ἴδιος ὁ Πατέρας ἔδωσε τούς λόγους στόν Υἱό Του, καί ὁ Υἱός τούς μετέδωσε στούς ἀνθρώπους.