Φόρεσε το καλό της ρομπάκι. Εκείνο το γκρι, με τα ροζ πουά. Με το ζωνάκι στη μέση και τον μεγάλο γιακά. Αυτό, το έχει για τις καλές εμφανίσεις. Ε! Πώς! Τον τελειόφοιτο φοιτητή, εγγονό, περιμένει. Έχει να τον δει, κοντά έναν χρόνο. Ελέγχει τα μαλλιά, το ρομπάκι, τα σεμεδάκια στο σαλόνι, τα σοκολατάκια, όλα εντάξει.
Χτυπάει το κουδούνι. Σαν ελατήριο πετάχτηκε. ” Τ’ αγόριμ’! Τ’ αγόριμ’! Ήρθε τ’ αγόριμ’!” ακούει ο Μίλτος, την γλυκιά, γνώριμη φωνή της γιαγιάς του. Της γυναίκας που τον μεγάλωσε. Της δεύτερης μάνας του. Και χαμογελάει.
– Γιαγιά μου!!! φωνάζει ο Μίλτος, ανοίγει τα χέρια του και σκύβει να αγκαλιάσει την μικροσκοπική φιγούρα που στέκεται μπροστά του.
– Παιδίμ’, τζιέριμ’, σπλάχνομ’! η γιαγιά Σουλτάνα, κλείνει στην αγκαλιά της τον εγγονό της, την ζωή της όλη.
– Ααα γιαγιά, στις ομορφιές σου!
– Αααα κι ‘συ, τι ομουρφιές; Του ρουμπάκιμ’;
– Το ρομπάκι σου πηγαίνει πολύ. Είσαι πολύ όμορφη γιαγιά μου. Τι κάνεις;
– Έλα, μπες, κάτσι. Πεινάς; Αδυνάτσες! Δι τρώς εκεί στην Αθήνα που σπουδάιζ;
– Βρε γιαγιά. Ακόμα δεν ήρθα. Τρώω, πώς δε τρώω. Δεν αδυνάτησα.
– Αδυνάτσις, ξέρου ιγώ. Να σι κάνου αυγόφετς; Να σι κάνου τραχανά; Τι θιες; Τι λαχταράς;
– Γιαγιά μου! Γιαγιά μου! λέει ο Μίλτος και την σφίγγει πάνω του. Πόσες μνήμες ξεπηδούν. Η ακούραστη γιαγιά του.
– Αγόριμ’, σι πιθύμσα. Μαύρισαν τα μάτιαμ να σι διώ.
– Κι εγώ σε πεθύμησα γιαγιά μου. Πολύ.
– Τί φτιανς ικεί στην Αθήνα; Ούι βρε πιδακιμ, πουλύ μακριά! Κι ακούω σνέχεια στις ειδήσεις για σκοτωμούς. Να προσέχς τζιέριμ’. Για να διώ! Το φυλαχτό τοχ’ς; και τα μάτια της όλο αγωνία, τον κοιτούν.
– Το έχω, το έχω. Μην ανησυχείς! και της το δείχνει, μέσα από το πουκάμισό του.
– Αλήθεια; Του φορείς; Ή του’ βαλς σήμερα που θα ρχόσαν να με διεις;
Τον ρωτάει και στο πρόσωπό της τώρα ζωγραφίστηκε η απογοήτευση.
– Βρε γιαγιά μου, για τέτοιο με έχεις; Το φοράω κάθε μέρα. Δεν το βγάζω από πάνω μου. Αφού είναι το φυλαχτό σου! και της χαϊδεύει το μάγουλο.
Εκείνη βουρκωμένη, χαμηλώνει το βλέμμα και για λίγα δευτερόλεπτα τους ενώνει η σιωπή. Η σιωπή εκείνη, που μιλάει στις ψυχές.
– Η κοπέλας’; Γιατί δεν την ίφερες;
– Η Μυρτώ, γιαγιά, δουλεύει. Δεν μπορούσε να έρθει. Σου στέλνει πολλά φιλιά.
– Α! Ναν καλά του κουρίτς. Καλή κοπέλα. Σ’ αγαπάει. Να την αγαπάς κι ‘συ. Να την σέβεσαι.
– Γιαγιάκα μου, εσύ με μεγάλωσες, ξέχασες; Όλα εσύ μου τα έμαθες. Να φροντίζω όσους έχουν ανάγκη, να σέβομαι τις γυναίκες, να είμαι δίκαιος, να έχω τα χέρια ανοιχτά και να δίνω, για να τα βλέπει κι ο Θεός ανοιχτά και να μπορεί να μου δώσει πίσω, να ακούω τον πόνο του άλλου, όταν έχω να πω κάτι να είναι του καλογιάννη και όχι του κακογιάννη, να βλέπω στους ανθρώπους την ομορφιά της ψυχής και όχι την εξωτερική, να μη θεωρώ ότι είμαι καλύτερος από τον οποιοδήποτε, μα ούτε και χειρότερος και σίγουρα δεν μας φτάνουν δέκα μέρες για να στα θυμίσω όλα τα διδάγματά σου.
Όσο μιλούσε ο Μίλτος, η κυρά Σουλτάνα κόλλησε το βλέμμα της, πίσω του, στην κορνίζα, πάνω στη συρταριέρα. Ήταν εκείνη κι ο μικρός της τότε εγγονός, μαθητής της πρώτης δημοτικού, με την ολοκαίνουργια τσάντα, που εκείνη του είχε αγοράσει. Άκουγε τον Μίλτο να της μιλάει κι εκείνη ταξίδεψε με την χρονομηχανή του νου, πίσω. Πώς πέρασαν τόσα χρόνια; Σα χθες όλα. Σαν αστραπή.
– Εεεε γιαγιά, πού σεργιανάς; διέκοψε τις μνήμες της ο Μίλτος.
– Πιδίμ’, ανάσαμ’. Μιγάλωσες. Άντρας πια. Είκουσι δυό χρουνών άντρας. Κι εγώ γέρασα.
– Επ! Τι είναι αυτό τώρα; Εσύ είσαι το κορίτσι μου. Το μπουμπούκι μου!
Η κυρά Σουλτάνα έδιωξε τις σκέψεις και άλλαξε το κλίμα.
– Τιλιώνς τη σχουλή ε;
– Ναι γιαγιάκα μου, δύο μαθήματα θα δώσω τώρα στην εξεταστική κι αν τα περάσω, θα με καμαρώσεις στην ορκωμοσία μου.
– Θα τα πιράϊς, γιατί να μη τα πιράϊς; Αφού διαβάϊζ. Αυτούνο που κρατάς, τί είναι;
– Έλα να σου δείξω.
Και σηκώνεται από τον καναπέ, γονατίζει μπροστά της και ανοίγει το μπλοκ.
Η έκφραση της κυρά Σουλτάνας σαν είδε, όταν άνοιξε ο Μίλτος το μπλοκ, ήταν ένα πέρασμα είκοσι δύο χρόνων από μπροστά της.
Εγκυμοσύνη κόρης, γέννα, το μωρό, ευτυχία, το διαζύγιο, κλάματα, η εξαφάνιση του γαμπρού της σε άλλη χώρα με τη νέα σύντροφο, ο καρκίνος, ο πόνος, το “φευγιό”, το αντίο, η μοναξιά, η απελπισία, το οχτάχρονο ορφανό, η πίστη, η δυναμη, το μεγάλωμα, οι σπουδές, η γιαγιά και μάνα και πατέρας ταυτόγχρονα. Ένα κουβάρι όλα. Εναλλαγές συναισθημάτων, στο αντίκρυσμα αυτού του σχεδίου. Τελοιόφοιτος Καλών Τεχνών το καμάρι της ζωής της. Και αντίκρυ της έβλεπε τον εαυτό της, σε μια κόλλα του μπλοκ, να την κοιτάζει χαμογελαστή, με την υπογραφή και το ονοματεπώνυμο του εγγονού της. Αν δεν είναι αυτό το σπουδαιότερο δώρο ζωής, ποιό είναι;
Τα δάκρυά της, δάκρυα ευγνωμοσύνης, περηφάνιας και συγκίνησης. Έτσι, εκεί, γονατιστός μπροστά της, την κοιτούσε στα μάτια, με όλη του την αγάπη.
Τον φίλησε στο μέτωπο, ακούμπησε το κεφάλι της στο δικό του, ψέλλισε ” ευχαριστώ” και έμειναν έτσι για λίγο, απολαμβάνοντας ο ένας, την παρουσία του άλλου.
~Χρυσούλα Καμτσίκη~
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου