Ήταν από τό Ριζοκάρπασο τής σήμερα τουρκοκρατούμενης Κύπρου κι ήλθε στό Άγιον Όρος όταν κι αυτό ήταν Τουρκοκρατούμενο.
Εκοιμήθη σέ ηλικία εκατόν έξι ετών. Είχε στό Άγιον Όρος ογδόντα έξι έτη. Εξήλθε αυτού μία δύο φορές, γιά νά πάει προσκυνητής στά Ιεροσόλυμα. Ογδόντα έξι έτη είχε νά φάει κρέας. Ογδόντα έξι έτη είχε νά δεί γυναίκα. Είκοσι πέντε έτη είχε νά πλύνει τό πιάτο του. Υγιέσταστος, εγκρατέστατος, εξυπνότατος, αγαθότατος. Εκατόν τριών ετών ανέβηκε στή σκέπη τού κελλιού του νά διορθώσει τά κεραμίδια.
«Ότι ζητάω από τήν Παναγία μού τό στέλνει» έλεγε. Έχω τήν εικόνα της, τής Οικονόμισσας, καί μέ οικονομεί ή Υπερευλογημένη. Νά, τώρα ήθελα νερό καί ήλθες νά μού φέρεις».
Μιά φορά ήλθαν δύο φίλοι από τήν Αθήνα, νεαροί οικογενειάρχες, καί μέ ρωτούσαν άν υπάρχουν γέροντες τού Γεροντικού καί τής Φιλοκαλίας.
Υπάρχουν, τούς είπα καί τούς πήγα στόν γέροντα αυτόν, τόν μοναχό Ιωσήφ τόν Κύπριο. Ήταν τότε εκατόν πέντε ετών. Ήταν ξαπλωμένος κι έκανε κομποσχοίνι.
«Οί κύριοι» τού λέγω, «είναι από τήν Αθήνα καί ήθελαν νά πάρουν τήν ευχή σου». Τόν είδαν πώς δέν είχε όρεξη γιά κουβέντα. Αφού είπαν δύο-τρία λόγια, έκαμε νόημα νά φύγουμε.
Φεύγοντας λένε στόν γέροντα: «Γέροντα, είμαστε μέ πολλά προβλήματα, σάς παρακαλούμε νά προσεύχεσθε».
«Θά προσεύχομαι» τούς απαντά, «αλλά γιά νά προσεύχομαι θέλω καί λεφτά»!
Ντράπηκα πολύ, τά έχασα, δέν ήξερα τί νά πώ. Προσπαθούσα νά δικαιολογήσω τήν κατάσταση. Απορούσα γιατί νά τό κάνει αυτό. Τούς πήγα σ’ έναν άγιο άνθρωπο κι αυτός νά ζητάει χρήματα γιά νά προσευχηθεί; Αυτός πού δέν γνώριζε καλά-καλά τήν αξία τών χρημάτων καί δέν τούς έδινε μεγάλη σημασία. Οί άνθρωποι έφυγαν καί λυπήθηκα.
Τήν άλλη ημέρα πού πήγα νά τόν δώ, μού λέει:
«Πάτερ Μωυσή τήν αρετή δέν τή μαζέψαμε μαζί. Μήν μού φέρνεις κόσμο νά μέ τιμάνε. Ζήτησα από τόν Θεό νά μέ τιμήσει στήν άλλη ζωή, όχι σ’ αυτή τήν ψεύτικη».
Εξεπλάγην. Ντροπιάσθηκε στούς ξένους ζητώντας χρήματα, πού ποτέ δέν είχε καί ποτέ δέν τ’ αγάπησε, μέ ντρόπιασε κι εμένα. Πού νά τολμήσω νά ξαναπάω κόσμο.
Χάλασε τήν εικόνα του, ώς σπουδαίου ασκητού. Κατέστρεψε τήν πρόσοψή του. Ποιός από μάς τό κάνει αυτό; Ήταν ταπεινός. Υπεράνω καί τού σκανδαλισμού. Τόν ένοιαζε τί θά πεί γι αυτόν ό Θεός κι όχι οί άνθρωποι. Όταν τό είπα στούς φίλους έμειναν άφωνοι.
+Μοναχός Μωϋσής, ό Αγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου