Ὁ ἀφηνιασμένος ὄχλος τὸν προστάζει
νὰ φέρει τὸν σταυρὸ τοῦ Ἰησοῦ στὸν ὦμο.
Μετρῶντας τὸν ἀμέτρητο τὸ δρόμο
τρέμουν τὰ γόνατα του, ὁ ἱδρώς του στάζει.
Ἀγκομαχᾶ, τὰ κόκκαλά του τρίζουν,
σὰ νὰ σηκώνει ἀσήκωτο μολύβι,
σὰ νὰ σηκώνει βράχο σκύβει, σκύβει
κι αὐτοὶ τὸν σπρώχνουν, τὸν γελοῦν, τὸν βρίζουν.
Κι αὐτοὶ γελοῦν κι ἐκεῖνος κρυφοκλαίει,
καὶ μόνον ὁ κατάδικος, σιμά του
βαδίζοντας τὸ δρόμο τοῦ θανάτου
τὸν συμπαθεῖ, τὸν συμπονεῖ, τοῦ λέει:
-Βαρύς, δυστυχισμένε εἶν’ ὁ σταυρός μου,
Βαρύς! Ξέρεις μὲ τί εἶναι φορτωμένα
τὰ ξύλα του ποὺ θὰ δεχθοῦν ἐμένα;
Μ’ αἰώνων ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου