Ήταν το
καλοκαίρι τού 1966-1967. Μετά την νυχτερινή ακολουθία, όταν στην
εκκλησία [στην Ιερά Μονή Συχαστρία της Ρουμανίας] έμεινε μόνο ένας
μοναχός, που διάβαζε το Ψαλτήρι, είδα δυο μοναχούς σε πολύ μεγάλη ηλικία
να παραμένουν στην εκκλησία βυθισμένοι στην προσευχή.
Έκαιγε ένα κανδήλι στο Ιερό και ένα στην εικόνα της Θεοτόκου. Γονάτισαν
και απλώθηκαν με το πρόσωπο στο πάτωμα, προσευχόντουσαν σιωπηλά. Ήμουν
στο τελευταίο στασίδι, απαρατήρητος παραμελημένος, με το κεφάλι στα
χέρια, λέγοντας στον Θεό τον πόνο μου.
Ανάμεσα στα δάχτυλα είδα ένα φως που επήγασε από τα κεφάλια των δύο
μοναχών. Περίπου 10 εκατοστά πάνω από τα κεφάλια τους, τρεμόλαμπε, ένα
φως που αναβοέσβηνε.
Σε μια απόλυτη ησυχία τους κοίταζα και δεν μπορούσα να το πιστέψω. Προσκύνησα σιγά όπως μπροστά σε ένα θαύμα.
Οι δύο μοναχοί σηκώθηκαν ταυτόχρονα, προσκύνησαν, πέρασαν από κοντά μου, σαν να με επέπληξαν και πήγαν στα κελιά τους.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Ιερέως, π. Δημητρίου Μπεζάν, “Η χαρά της ταλαιπωρίας” που περιέχει “συγκλονιστικές μαρτυρίες από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, θαυμαστές εμπειρίες και αξιόλογες πνευματικές απαντήσεις”. Έκδοση Ορθοδόξου Κυψέλης.
Ο πιστός, ταπεινός και σκληρά δοκιμασμένος πατήρ Δημήτριος Μπεζάν από το Χιρλάου της Ρουμανίας έζησε κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα, 1909-1995.
Η θεία Πρόνοια τον ενίσχυσε και αντιμετώπισε τις απάνθρωπες συνθήκες της επί 24 χρόνια ταλαιπωρίας του σε διάφορες φυλακές, για την πίστη και αγάπη του στον Χριστό, με υπομονή, καρτερία, δοξολογία και ευχαριστία προς τον Θεό. Έζησε θαυμαστά γεγονότα, μέσα σε θλίψεις και δοκιμασίες, αλλά χαρούμενος.
Ως στρατιωτικός ιερέας στο ανατολικό μέτωπο, σε ηλικία 32 ετών, υπέφερε για 7 χρόνια ως αιχμάλωτος στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως στη Ρωσία και Σιβηρία. Γλυτώνοντας, σαν από θαύμα, από την καταδίκη σε θάνατο, στάλθηκε στη Ρουμανία, όπου καταδικάστηκε ισόβια στις κομουνιστικές φυλακές της Ρουμανίας αλλά παρέμεινε μέχρι το 1964.
Μετά την απελευθέρωσή του διορίστηκε, με μεγάλη δυσκολία, σε μια μικρή ενορία στο χωριό Γκινδεοάνι του νομού Νεάμτζ, όπου με μεγάλο ζήλο εξυπηρετούσε τους πιστούς για πέντε περίπου χρόνια.
Η μεγάλη κοσμοσυρροή ενόχλησε τους άθεους διώκτες τω χριστιανών και τον οδήγησαν σε μια νέα δίκη όπου συνταξιοδοτήθηκε και εξορίστηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό στο πατρικό του σπίτι στο Χιρλάου το 1970.
Με τέτοιες συνθήκες έζησε για είκοσι ακόμη χρόνια μέχρι το 1990, με φόβο και ταπεινώσεις από τους φύλακες. Δεν εlχε την άδεια να λειτουργήσει σαν ιερέας, ούτε και να κινηθεί ελεύθερος.
Εγκαταλειμμένος από τους συναδέλφους του, λογοκρινόμενος και υπό παρακολούθηση από τις αρχές, ο πατήρ Δημήτριος δεν απελπίστηκε ούτε στενοχωρήθηκε, αλλά τα δέχτηκε όλα με χαρά, σαν από το χέρι του Θεού, με υπομονή και ευχαριστία, σαν άλλος μικρός Ιώβ.
Οι μοναδικοί αληθινοί του φίλοι στα χρόνια αυτά ήταν οι πιστοί από τα γύρω χωριά και λίγοι ιερείς και μοναχοί, που τον αναζητούσαν με μεγάλη διακριτικότητα, για να τον συμβουλευθούν.
Στα τελευταία του χρόνια, αν και εlχε περισσότερη ελευθερία, ο π. Δημήτριος ήταν όλο και περισσότερο άρρωστος. Την ημέρα συμβούλευε και παρηγορούσε τους προσερχομένους πιστούς, ενώ την νύχτα προσευχόταν στο φως του κανδηλιού, στο ταπεινό σπιτάκι του και χαιρόταν κατά Χριστόν.
Το βράδυ της 27 Σεπτεμβρίου του 1995 παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, τον οποίο τόσο πολύ αγάπησε και ομολόγησε με θάρρος ενώπιον των ανθρώπων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου