Δὲν θὰ ξεχάσω ποτὲ τὸν ἀείμνηστο καθηγητὴ Θεολογίας Νικόλαο Ματσούκα, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ μαθήματός του στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ ΑΠΘ. Σὲ μία ἀποστροφὴ τοῦ λόγου του εἶπε, ὅτι οἱ μαθητές μας στὰ σχολεῖα θὰ μποροῦσαν νὰ μάθουν τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, μελετώντας ἁπλὰ καὶ μόνο τὰ λογοτεχνικὰ κείμενα τῶν συγγραφέων τῆς γενιᾶς τοῦ ΄30, διότι αὐτοὶ οἱ λογοτέχνες εἶχαν διαβάσει καὶ μελετήσει τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ πατερικὰ κείμενα ἀπὸ τὰ ὁποία ἐμπνεύστηκαν.
Πράγματι, μία ἁπλὴ μελέτη τοῦ ἔργου τῆς νεοελληνικῆς διανόησης εἶναι ἱκανὴ νὰ καταδείξει, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία ἔχει διαποτίσει τὸν σύγχρονο πολιτισμὸ τῶν νεοελλήνων, μόνο καὶ μόνο ἀπὸ τοὺς ὅρους καὶ τὶς λέξεις ποὺ χρησιμοποιοῦνται. Ἄραγε ὁ τίτλος τοῦ ἔργου «Ἄξιον ἐστίν» τοῦ μεγάλου νομπελίστα Ὀδυσσέα Ἐλύτη δὲν παραπέμπει σὲ ἐκκλησιαστικὸ ὕμνο; Ἐκφράσεις ἐπίσης ἀπὸ τὸ ἔργο του, ὅπως «Τῆς δικαιοσύνης ἥλιε νοητέ», δὲν παραπέμπουν σὲ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα; (βλ. τὸ τροπάριο τοῦ Ἑσπερινοῦ τῶν Χριστουγέννων: «Ἀνέτειλας Χριστὲ ἐκ Παρθένου, νοητὲ Ἥλιε τῆς Δικαιοσύνης, καὶ Ἀστὴρ σὲ ὑπέδειξεν, ἐν σπηλαίῳ χωρούμενον τὸν ἀχώρητον…»
Ἡ ποιητικὴ γλώσσα τοῦ Ἐλύτη διακρίνεται γιὰ τὴν ἐπίδραση ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴ βυζαντινὴ ὑμνογραφία. Ἡ βασική του ποιητικὴ σύνθεση, τὸ «Ἄξιον ἐστίν», ποὺ διαιρεῖται σὲ τρία μέρη καὶ τιτλοφορεῖται: «Ἡ Γένεσις», «Τὰ Πάθη», «Δοξαστικόν», βασίζεται πάνω στὴ λειτουργικὴ παράδοση. Σύμφωνα μὲ τὸν Ἀνδριόπουλο, ἡ ἐπιρροὴ τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ εἶναι ἐμφανὴς στὸ ἔργο τοῦ Ἐλύτη. Μάλιστα σημειώνει, ὅτι, «ὅπως ἔχει ὁ ἴδιος ὁ Ἐλύτης ἀναφέρει, ἀκολούθησε τὸ παράδειγμα τοῦ Ρωμανοῦ γιὰ τὴν ἀρχιτεκτονική τοῦ «Ἄξιον ἐστίν».
Ὁ Ἐλύτης εἶναι ὁ πρῶτος καὶ ὁ μόνος, ποὺ ἀσχολήθηκε μέχρι σήμερα συστηματικὰ μὲ τὴν ποιητική τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ, ποὺ τὸν ἔχει μελετήσει βαθιὰ καὶ τονίζει, πὼς «σὲ μία ἑνότητα τοῦ δοκιμίου του, ὁ Ἐλύτης προβαίνει σὲ μία ἐπὶ τροχάδην ἀναφορὰ στὴν ἑλληνικὴ ποίηση, γιὰ νὰ καταδείξει τὴ συμβολὴ τοῦ Ρωμανοῦ στὴν ἀναζωογόνησή της, καθὼς ὁ Ρωμανὸς ἔχει μία ἰδιαίτερη ἀξία γιὰ τὸν Ἐλύτη, ὡς ἐκφραστὴς τῆς ἑλληνικότητας μὲ ὄχημα τὴ γλώσσα. Εἶναι γι’ αὐτὸν ἕνας πυλώνας τῆς ἑλληνικῆς συνέχειας».