«Η μητέρα μου είχε πεθάνει, από όταν γεννήθηκα. Και ο πατέρας μου είχε ξαναπαντρευτή. Η μητρυιά μου ήταν πολύ πιστή και ασυνήθιστα καλή γυναίκα• τόσο καλή, που αντικατέστησε σε μένα με τον καλλίτερο τρόπο την μητέρα μου. Και κάτι παραπάνω• μου έδωκε ανατροφή, που ίσως, δεν θα μπορούσε να μου δώση η φυσική μητέρα μου! Κάθε πρωΐ σηκωνόταν πολύ ενωρίς, με έπαιρνε και πηγαίναμε μαζί στην Εκκλησία να ακούσωμε τον όρθρο, παρ’ όλο που ήμουν ακόμη τόσο μικρός. Κάποτε ξύπνησα το πρωΐ πολύ ενωρίς. Μα δεν ήθελα να σηκωθώ. Μια υπηρέτρια έχυνε στην μητέρα μου νερό να πλυθή. Εγώ κουκουλώθηκα με τις κουβέρτες μου.
Η μητέρα ήταν έτοιμη.
Την ακούω να λέη: -Αχ, ο Παύλος μας κοιμάται ακόμη!
Δος μου λίγο κρύο νερό. Καταλαβαίνω τι το ήθελε και ξετρυπώνω κάτω από την κουβέρτα: -Μαμά, να ξύπνησα! λέω. Με έντυσαν και πήγα με την μητέρα στην Εκκλησία. Ήταν ακόμη σκοτάδι. Εγώ πότε-πότε έφτιαχνα μπάλες χιόνι και έτρεχα από πίσω της! Την αγαπούσε πολύ την προσευχή. Προσευχόταν και στο σπίτι. Διάβαζε και την παράκληση. Και εγώ με την λεπτή φωνούλα μου επαναλάμβανα σε κάθε τροπάριο: «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου