Πάντοτε ο π. Γεράσιμος πήγαινε στη Ζάκυνθο όταν γιόρταζε ο Άγιος Διονύσιος, και στις 24 Αυγούστου, και στις 17 του Δεκέμβρη. Όταν γύριζε έφερνε ευλογίες, όπως κι από όλα τα προσκυνήματά του, βιβλία, εικόνες, κομματάκια άρτου, λαδάκι, αγιασμό, διηγήσεις θαυμάτων, τραγούδια, ποιήματα. Ήταν ένας άρχοντας, δεν έπαιρνε μόνο για τον εαυτό του, τίποτα δεν κρατούσε μόνο για πάρτη του, μοιραζόταν, μοιραζόταν, μοιραζόταν την Χάρη.
Και σε ένα βιβλίο για τους τρεις Αγίους της Επτανήσου μπορεί να διαβάσει κανείς για τον Άγιο Διονύσιο:
“Κι αγιάζει ο αναμάρτητος την ώρα που αμαρτάνει”
Στιγμή της ζωής του που δίνει ακέραιο το μέγεθος της αγιότητάς του.
Ηγούμενος της μονής Αναφωνητρίας ο Άγιος Διονύσιος. Ήταν νύκτα άναστρη και θυελλώδης όταν αιφνίδια παρουσιάστηκε ενώπιον του άνθρωπος ξένος. Κατάκοπος, έφερε σημάδια δεινής περιπέτειας και σκληρής περιπλάνησης. Χρώμα δεν είχε το πρόσωπο του, έμοιαζε με νεκρό. Έτρεμε σαν κυνηγημένο αγρίμι. Και πράγματι εδιώκετο. Το ομολόγησε προς τον Ηγούμενο ο ίδιος. Είχε φονεύσει τον άρχοντα Κωνσταντίνο ...
Αλλ' ας παρακολουθήσουμε τους υπέροχους στίχους του Στέφανου Μαρτζώκη:
................................................................................................................
“Η όψι του Καλόγερου σαν το λουλούδι αχνίζει,
το χείλι του νεκρώνει.
Ζαλίζεται το πνεύμα του, το μάτι του γυαλίζει,
το μέτωπό του ιδρώνει.
Κρυφά ένα δάκρυ εκύλισε από το βλέφαρό του
στ' αχνό το πρόσωπό του
κι αγάλι – αγάλι στου φονιά το χέρι το βαμμένο
σταλάζει φλογισμένο.
Αίμα και δάκρυ σμίγουνε ... τ' αδέλφια τα καϋμένα
θερμαίνουν ενωμένα.
Το χέρι που τα χώρισε, για λίγο τα ταιριάζει,
το χέρι ανατριχιάζει ...
Εστέναξε, το βλέμμα του υψώνει δακρυσμένο
εις τον Εσταυρωμένο ...
Θάρρος, Χριστέ μου, δος του,
το θύμα είναι τ' αδέλφι του και ο φονιάς εμπρός του.”
Και η σπαρασσόμενη καρδιά του βρήκε βάλσαμο στη χριστιανική εντολή της αγάπης και της συγγνώμης. Μήπως και ο Κύριος δεν είχε από του σταυρού Του ζητήσει άφεση για τους σταυρωτές Του; Τώρα βλέπει μόνο τον δυστυχισμένο άνθρωπο που εκλιπαρεί την προστασία του. Του την δίνει. Και όταν καταφθάνουν ασθμαίνοντες οι οπλισμένοι διώκτες προσποιείται ότι ουδέν γνωρίζει, θρηνεί μαζί τους και τους στέλνει δήθεν προς ανεύρεσή του.
“Τέτοια τους λέει στενάζοντας και το χρυσό του στόμα,
που αφότου επρωτολάλησε δεν είπε ψέμα ακόμα,
εψεύστηκε πρώτη φορά. Την παρθενιά του χάνει
κι αγιάζει ο αναμάρτητος την ώρα που αμαρτάνει.”
Διασκευή από το βιβλίο του Χ. Γ. Ευαγγελάτου “Οι τρεις Άγιοι της Επτανήσου”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου