της Βασιλικής Νεράντζη-Βαρμάζη, από το Α’ Διεθνές Συμπόσιο με θέμα “Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο – Τομές και συνέχειες στην ελληνιστική και ρωμαϊκή παράδοση
1. Το μοναδικό και πολυσυζητημένο Επαρχικό Βιβλίο αναφέρεται σε συντεχνίες επαγγελματιών και εμπόρων στην Κωνσταντινούπολη το 10ο αιώνα. Είναι εύκολη η διάκριση των συντεχνιών αυτών σε ομάδες που ασχολούνται με σχετικά αντικείμενα. Έτσι ανάμεσα στις συντεχνίες αυτών που ασχολούνται με τα υφάσματα, όσων ήταν υπεύθυνοι για τα τρόφιμα ή τις συντεχνίες των συμβολαιογράφων, των τραπεζιτών και των οικοδόμων υπάρχει και μία μικρή ομάδα που περιλαμβάνει τους μυρεψούς, τους κηρουλάριους και τους σαπωνοπράτες. Και οι τρεις αυτές συντεχνίες έχουν το κοινό χαρακτηριστικό ότι τα μέλη τους είναι συγχρόνως παρασκευαστές και έμποροι ορισμένων προϊόντων. Οι επαγγελματίες δηλαδή που αποτελούν τις τρεις αυτές συντεχνίες ή καλύτερα, κατά την ορολογία του Επαρχικού Βιβλίου, τα τρία αυτά συστήματα, επεξεργάζονται ορισμένες πρώτες ύλες, παρασκευάζουν τα προϊόντα τους και είναι υπεύθυνοι για τη διάθεση τους στο αγοραστικό κοινό της βυζαντινής πρωτεύουσας.
Τις διατάξεις του Επαρχικού Βιβλίου, που αφορούν τα τρία παραπάνω συστήματα, θα μπορούσε κανείς να τις χωρίσει σε τρεις κατηγορίες:
(α) σε διατάξεις που αφορούν τις εσωτερικές σχέσεις των μελών κάθε συντεχνίας,
(β) σε διατάξεις που αφορούν τις σχέσεις κρατικής εξουσίας και συντεχνιών
(γ) σε διατάξεις που δίνουν γενικότερες πληροφορίες για την εμπορική
ζωή στη βυζαντινή πρωτεύουσα και δεν αναφέρονται αποκλειστικά
στις συντεχνίες.
2.1. Αρχίζουμε από την πρώτη κατηγορία. Βέβαια το Επαρχικό Βιβλίο δεν αποτελεί εσωτερικό κανονισμό των συντεχνιών (και πρέπει να πιστέψουμε ότι τέτοιοι κανονισμοί θα υπήρχαν). Οπωσδήποτε όμως μέσα από τις διατάξεις του κράτους για τις συντεχνίες διαφαίνονται κάποιες σχέσεις μεταξύ των μελών κάθε συστήματος.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση των μυρεψών, που πουλούν αρώματα και βαφές, των κηρουλαρίων, που πουλούν κεριά, και των σαπωνοπρατών, που πουλούν σαπούνια γίνεται φανερή μία ιεράρχηση ανάμεσα στα μέλη κάθε συντεχνίας. Ρητά αρχηγός της συντεχνίας αναφέρεται μόνο στους σαπωνοπράτες με τον τίτλο του «προστάτη». Μαθητές, δηλαδή μαθητευόμενοι, αναφέρονται στους κηρουλάριους. Τέλος οικέτες και δούλοι αναφέρονται στους κηρουλάριους και στους σαπωνοπράτες.
Επιβάλλεται επίσης η αλληλοεπιτήρηση των μελών για την αποφυγή παραβάσεων και κυρίως για την αύξηση ενοικίων ή παράνομη πώληση.
Τέλος για την εισδοχή νέων μελών στη συντεχνία απαιτείται η έξωθεν καλή μαρτυρία και η πληρωμή ορισμένων τελών.
Διαφαίνεται λοιπόν από τις διάσπαρτες αυτές διατάξεις που αφορούν τις σχέσεις μεταξύ των μελών κάθε συντεχνίας ότι οι βυζαντινές συντεχνίες του 10ου αιώνα είχαν πολλά κοινά σημεία στην εσωτερική τους οργάνωση με τις συντεχνίες της Δύσης, όπως τις ξέρουμε κυρίως σε λίγο μεταγενέστερα χρόνια, και ακόμη με τις συντεχνίες των χρόνων της Τουρκοκρατίας σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο.
2.2. Πολλές είναι οι διατάξεις του Επαρχικού Βιβλίου που μας πληροφορούν για τις σχέσεις κράτους και συντεχνιών. Άλλωστε αυτός είναι και ο κύριος προορισμός του Βιβλίου.
Πρώτα πρώτα ορίζονται με αυστηρότητα και ακρίβεια τα είδη που επιτρέπεται να εμπορεύεται κάθε συντεχνία. Οι μυρεψοί λ.χ. δεν επιτρέπεται να εμπορεύονται παρά μόνο αρώματα και είδη βαφής, τα οποία μάλιστα αναφέρονται ονομαστικά, οι κηρουλάριοι κατασκευάζουν και εμπορεύονται μόνο κεριά και οι σαπωνοπράτες μόνο σαπούνια.
Καθορίζεται επίσης από το γραφείο του Επάρχου της Πόλης ο τόπος των αγοραπωλησιών και η θέση των εργαστηρίων, είτε σε ένα ορισμένο σημείο της Πόλης, όπως συμβαίνει με τους μυρεψούς, είτε η ακριβής απόσταση μεταξύ αυτών, όπως συμβαίνει με τους κηρουλάριους και τους σαπωνοπράτες. Μόνο στην περιοχή γύρω από την Αγία Σοφία οι κηρουλάριοι μπορούν να πουλούν το εμπόρευμα τους όσο κοντά θέλουν χωρίς κανένα περιορισμό.
Ακόμη απαγορεύεται η αποθήκευση ειδών, για να πουληθούν σε καιρό έλλειψης. Ελέγχεται η αγορά πρώτων υλών και η κατανομή τους σε όλα τα μέλη της συντεχνίας, καθώς και η τιμή της αγοράς πρώτων υλών, για να αποφεύγεται η άνοδος των τιμών γενικά. Ακριβώς γι’ αυτό καταδικάζεται κάθε προσπάθεια για παραβίαση αρχικής συμφωνίας, όπως βέβαια απαγορεύεται και κάθε κρυφή ή φανερή αύξηση ενοικίων.
Επιβάλλεται η χρησιμοποίηση μέτρων και σταθμών και ζυγαριών που έχουν σφραγίδα από το γραφείο του Επάρχου, ενώ οι θρησκευτικές πεποιθήσεις της εποχής γίνονται καθοριστικές για την απαγόρευση πώλησης σαπουνιού από ζωικό λίπος κατά τη διάρκεια των νηστειών.
Τέλος επιβάλλονται ποινές στους παραβάτες των παραπάνω διατάξεων. Ο Έπαρχος και το προσωπικό της υπηρεσίας του είναι υπεύθυνοι για την επιβολή των ποινών, οι οποίες παρουσιάζουν μία μεγάλη ποικιλία και είναι:
(α) Χρηματικές που κυμαίνονται από 10 έως 24 νομίσματα.
(β) Σωματικές, δηλαδή δαρμός και κουρά.
(γ) Δήμευση κατά κύριο λόγο των προϊόντων που αποκτήθηκαν με παράνομο τρόπο, αλλά ακόμη και δήμευση δούλων ή του συνόλου των εμπορευμάτων.
(δ) Έξοδος από τη συντεχνία, που αναφέρεται ρητά με τις εκφράσεις
εκδιωκέσθω του συστήματος ή αποπαυέσθω της πραγματείας ή απλά εκδιωκέσθωσαν.
(ε). Εξορία: εξορία καταδικαζέσθωσαν και
(στ) Θάνατος, που παρουσιάζεται μία και μοναδική φορά σε ολόκληρο το Επαρχικό Βιβλίο, στη συντεχνία των σαπωνοπρατών, με την έκφραση τη των ανδροφόνων υποκείσθω ποινή. Αφορά τον σαπωνοπράτη που παραχωρεί είτε δωρεάν είτε με χρήματα κατάλοιπα των προϊόντων της δουλειάς του, τα οποία είναι δηλητήρια και μπορούν να προκαλέσουν το θάνατο κάποιου προσώπου.
Όλες αυτές οι ποινές σπάνια απαντώνται μεμονωμένα και συνήθως βρίσκονται σε συνδυασμό μεταξύ τους. Ο δαρμός δηλαδή και η κουρά συνδέονται συχνά με την εξορία ή τη διαγραφή από τη συντεχνία ή τη δήμευση, ενώ η χρηματική ποινή μπορεί να συνδέεται με την έξοδο από τη συντεχνία: ζημιούσθω εικοσιτέσσαρα νομίσματα καί εκδιωκέσθω. Σπανιότατα επίσης επαφίεται στη δικαιοδοσία του Επάρχου ο ορισμός συγκεκριμένης ποινής, χωρίς αυτή να ορίζεται με ακρίβεια από τις διατάξεις του Επαρχικού Βιβλίου. Έτσι μία φορά μόνο στα κεφάλαια που μας απασχολούν βρίσκεται η έκφραση προσαγέσθωσαν τω Έπάρχω είς το ευθύνας διδόναι των πεπραγμένων, πιθανότατα γιατί οι προσαγόμενοι στον Έπαρχο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι μέλη της συντεχνίας των κηρουλαρίων, αλλά ξένοι που προσπαθούν να πουλήσουν κεριά και η τιμωρία τους δεν ενδιαφέρει τις διατάξεις του Επαρχικού Βιβλίου, που απευθύνεται συγκεκριμένα στα οργανωμένα μέλη των συντεχνιών.
Αξιοσημείωτο είναι ότι δεν επιβάλλεται σε όλες τις συντεχνίες για το ίδιο αδίκημα η ίδια ποινή. Π .χ. για παράνομη αύξηση ενοικίου στους μυρεψούς επιβάλλεται δαρμός, κουρά και διαγραφή από το σύστημα, ενώ για το ίδιο αδίκημα στους κηρουλάριους η ποινή είναι δαρμός και πρόστιμο δέκα νομισμάτων.
Πρόβλημα δημιουργεί επίσης μερικές φορές και η έκφραση τη προρρηθείση καθυποβαλλέσθω ποινή ή τη προειρημένη υποκείσθω ευθύνη. Για παράδειγμα η παράγραφος 9 των κηρουλαρίων παραπέμπει με την παραπάνω έκφραση στο προηγούμενο εισκομιζέσθω, αλλά στο σημείο αυτό δεν είναι φανερό τι μπορεί να δημευτεί. Πιθανότατα η χειρόγραφη παράδοση του Επαρχικού Βιβλίου, που σώζεται σε ένα και μοναδικό χειρόγραφο του 14ου αιώνα έχει προκαλέσει κάποια ανακατάταξη στην αρχική σειρά των άρθρων και η ανακατάταξη αυτή δημιουργεί μερικές φορές προβλήματα, όπως αυτό που αναφέραμε παραπάνω.
2.3. Πληροφορίες για τη γενικότερη εμπορική ζωή στην Κωνσταντινούπολη, έξω από τα οργανωμένα συστήματα, το Επαρχικό Βιβλίο δίνει αρκετές. Ειδικότερα από τα κεφάλαια που μας απασχολούν μπορεί κανείς να αντλήσει και τέτοιου είδους μαρτυρίες. Μαθαίνουμε λοιπόν ότι οι ξένοι έμποροι, που έρχονται στην Κωνσταντινούπολη να πουλήσουν τα προϊόντα τους στους μυρεψούς, δεν μπορούν να παραμείνουν στη βυζαντινή πρωτεύουσα περισσότερο από τρεις μήνες. Μέσα σ’ αυτό το χρονικό διάστημα πρέπει να ξεπουλήσουν τα εμπορεύματα τους και να είναι έτοιμοι, για να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Και είναι αξιοσημείωτο ότι οι έμποροι αυτοί δεν προέρχονται από άλλο κράτος, αλλά είναι, στο μεγαλύτερο τους ποσοστό, υπήκοοι της αυτοκρατορίας, εφόσον, σύμφωνα πάντα με το Επαρχικό Βιβλίο, οι περισσότερες πρώτες ύλες για τη δουλειά των μυρεψών έρχονται στην Κωνσταντινούπολη από τη Χαλδία και την Τραπεζούντα.
Μέσα στις γενικότερες πληροφορίες για την εμπορική ζωή της πρωτεύουσας εντάσσεται και η συχνά επαναλαμβανόμενη στο Επαρχικό Βιβλίο άρνηση των εμπόρων να δεχτούν το τεταρτηρό νόμισμα και το νόμισμα δύο τετάρτων. Είναι πολύ γνωστό από τις ιστορικές πηγές του 11ου αιώνα ότι ο Νικηφόρος Φωκάς (963-969) εισήγαγε το τεταρτηρό νόμισμα και προσπάθησε να το επιβάλει στη βυζαντινή αγορά. Η προσπάθεια του αυτή έφερε μεγάλη αναστάτωση στην εμπορική κίνηση μέσα στο κράτος και κατά την έκφραση του Ιωάννη Σκυλίτζη ου μικρώς έθλιψε το υπήκοον εν τοις λεγομένοις αλλαγίοις. Ήταν αδύνατο λοιπόν μία τέτοια κίνηση να περάσει απαρατήρητη από το Επαρχικό Βιβλίο και να μην προστεθούν στις διατάξεις του όροι επιβολής του τεταρτηρού νομίσματος στις εμπορικές συναλλαγές της πρωτεύουσας. Γι’ αυτό όποιος επαγγελματίας συλληφθεί να αποστρέφει νόμισμα τεταρτηρόν ή δύο τετάρτων ακίβδηλον έχον τον βασιλικόν χαρακτήρα υφίσταται βαρύτατες ποινές.
3. Εξετάζοντας λοιπόν τα συστήματα των μυρεψών, των κηρουλαρίων και των σαπωνοπρατών μπορούμε να βγάλουμε ορισμένα γενικότερα συμπεράσματα γύρω από το Επαρχικό Βιβλίο και την εμπορική ζωή της βυζαντινής πρωτεύουσας τον 10ο αιώνα. Βέβαια τα μέλη των συντεχνιών που ειδικότερα μας απασχόλησαν δεν ασχολούνται με είδη διατροφής ούτε με είδη ενδύσεως, αλλά οπωσδήποτε έχουν ως αντικείμενο της δουλειάς τους είδη ευρείας κατανάλωσης το Μεσαίωνα, ιδιαίτερα σε όσους είχαν κάποια οικονομική άνεση. Άλλωστε, όπως γίνεται φανερό από τα χρηματικά ποσά που επιβάλλονται ως πρόστιμα σε όσους πέφτουν σε κάποια παράβαση, και τα ίδια τα μέλη των συντεχνιών αυτών είναι αρκετά ευκατάστατα, περισσότερο από όλους βέβαια οι κηρουλάριοι, οι οποίοι απευθύνονται οπωσδήποτε σε πλατύτερο αγοραστικό κοινό και αποτελούν μια πολυάριθμη συντεχνία.
Εκείνο λοιπόν που κυρίως ξεχωρίζει σε όλες τις διατάξεις που εξετάσαμε είναι ο κρατικός παρεμβατισμός σε κάθε εμπορική κίνηση των μελών κάθε συντεχνίας. Το κράτος μέσω του Επάρχου της Πόλης και των υπαλλήλων της υπηρεσίας του προσπαθεί να ελέγξει ολόκληρη την παραγωγή και τη διακίνηση των προϊόντων των μυρεψών, των κηρουλαρίων και των σαπωνοπρατών, όπως άλλωστε και τη διακίνηση κάθε άλλου προϊόντος και ολόκληρη την οικονομική ζωή της πρωτεύουσας.
Στο προοίμιο του ίδιου του Επαρχικού Βιβλίου εκτίθενται άλλωστε θεωρητικά οι προθέσεις του συντάκτη των διατάξεων που θα ακολουθήσουν. Σκοπός λοιπόν του συντάκτη του Βιβλίου είναι να μιμηθεί το Θεό, ο οποίος εν κόσμω και ευταξία το παν συναρμόσας επέβαλε στους ανθρώπους ακατάλυτους νόμους, για να ζήσουν με τάξη και δικαιοσύνη και να αποφύγουν τις αγριότητες και τις ατασθαλίες (μη αναισχύντως επιπηδά τω ετέρω θάτερον, μήτε μην ο κρείττων τον ελάττονα καταβλάπτη, αλλά πάντα δικαίω σταθμώ διαταλαντεύηται). Για τους ίδιους ακριβώς λόγους νομοθετούνται και οι διατάξεις που περιέχονται στο Βιβλίο του Επαρχου και αφορούν τις συντεχνίες: ως αν ευσχημόνως το ανθρώπινον γένος πολιτεύηται και μη θάτερος καταδυναστεύη θατέρου.
Με μία τέτοια αρχή μίμησης του θεϊκού νόμου, που δικαιολογείται από τη γενικότερη βυζαντινή αυτοκρατορική ιδεολογία, δικαιώνεται ο κρατικός έλεγχος στις δραστηριότητες των μελών κάθε συντεχνίας, καθώς και σε ολόκληρη την οικονομική ζωή της Πόλης.
Βέβαια, όπως ήδη πολλές φορές έχει παρατηρηθεί, με την παρέμβαση του κράτους στις δραστηριότητες των συντεχνιών «επιδιώκεται η απάλειψη του αθέμιτου ανταγωνισμού και ο περιορισμός της εκμετάλλευσης, όχι όμως με την έννοια της προστασίας των καταναλωτών, αλλά της διασφάλισης αδιατάρακτων οικονομικών σχέσεων μεταξύ των διαφόρων επαγγελματικών κλάδων».
Η ευταξία και η τάξις, η αποφυγή δηλαδή κάθε αταξίας και συγχύσεως που αποτελεί βασικό μέλημα κάθε βυζαντινής κυβέρνησης, είναι οι κύριες αρχές που διέπουν και τις διατάξεις του Επαρχικού Βιβλίου και θέτουν τους όρους λειτουργίας ολόκληρης της οικονομικής ζωής της βυζαντινής πρωτεύουσας.
Η οργάνωση λοιπόν των εργαζομένων στο ίδιο επάγγελμα σε σωματεία, που καθιερώθηκε στα Ύστερα Ρωμαϊκά αυτοκρατορικά χρόνια και θεσμοθετήθηκε στα χρόνια του Διοκλητιανού, είχε διαφορετική εξέλιξη στη Δύση και στο Βυζάντιο. Στη Δύση απέβλεπε στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε συναφή επαγγέλματα, ενώ στο Βυζάντιο, κάτω από μια ισχυρή κεντρική εξουσία, αποτέλεσε ένα μέσο κρατικής επιβολής στους επαγγελματίες και έναν από τους βασικούς τρόπους ελέγχου των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των πολιτών και της αστικής οικονομίας γενικότερα. Η κρατική αυτή παρέμβαση μειώνεται βέβαια στους τελευταίους βυζαντινούς αιώνες, όταν η κεντρική εξουσία εξασθενεί, αλλά υπολείμματα ανάλογων προσπαθειών παρουσιάζονται στα βυζαντινά νομοθετικά κείμενα ακόμη και στα ύστερα χρόνια. Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να θυμηθούμε τις διατάξεις τις σχετικές με τις αποστάσεις μεταξύ μαγαζιών και εργαστηρίων που περιλαμβάνονται στην Εξάβιβλο του Κ. Αρμενόπουλου στα μέσα του 14ου αιώνα ή όσα γράφονται για τους ταβουλλάριους στα χρόνια του Μανουήλ Β’ και του Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι και το ίδιο το Επαρχικό Βιβλίο σώζεται σε ένα χειρόγραφο του 14ου αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου