Γ. Ἀποδέχθηκαν οἱ πιστοὶ τὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις πού τὸν καθαίρεσαν; Ἀποδέχθηκαν ὡς κανονικὸ ἐπίσκοπο καὶ εἶχαν ἐκκλησιαστικὴ καὶ λειτουργικὴ κοινωνία μέ τὸν διάδοχό του;
Ἀσφαλῶς ὄχι! Ὁ πιστὸς λαός τῆς Βασιλεύουσας ἀπό τήν πρώτη στιγμὴ δὲν ἀποδέχθηκε τήν καθαίρεση καί τήν ἐξορία τοῦ ποιμένα του. Παρά τοὺς ἀπηνεῖς καὶ σκληροὺς διωγμοὺς μεγάλο μέρος τῶν πιστῶν δὲν εἶχαν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία καὶ δὲν ἀναγνώρισαν ὡς ποιμένες τους τοὺς παρεισάκτους “διαδόχους” τοῦ Χρυσοστόμου, τὸν Ἀρσάκιο (26.6.404 ἕως 11.11.405) καί τὸν Ἀττικὸ (Μάρτιος 406 ἕως 10.10.425), διότι στὴ συνείδησή τους ὁ Χρυσόστομος παρέμενε ὁ Ἀρχιεπίσκοπός τους.
Ὁ λαὸς ποὺ παρέμεινε πιστός στὸν Χρυσόστομο καὶ δὲν μνημόνευε, δηλαδὴ δὲν εἶχε ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία27 μέ τοὺς διαδόχους του Ἀρχιεπισκόπους, ὀνομάστηκαν ἀπό τοὺς κραττοῦντες περιφρονητικὰ «Ἰωαννίτες» καὶ θεωροῦνταν γιά τήν κρατικὴ Ἐκκλησία «σχισματικοί». Ἀποτελοῦν ὅμως ἔνδοξο στράτευμα στὴ ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀναμενόμενο λοιπὸν ἦταν το “σχίσμα” τῶν Ἰωαννιτῶν νὰ ἀναδείξει πολλοὺς ἁγίους μὲ πλέον ἔνδοξη τήν Διακόνισσα Ἁγία Ὀλυμπιάδα.
Εἶναι συγκινητικὴ ἡ ἀγάπη τοῦ λαοῦ καὶ ἡ προσπάθειά του νὰ προστατεύσει τὸν Ἀρχιεπίσκοπό του ἀπό τὴ μανία τῶν ἐχθρῶν του. Ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ δώσει καὶ τὸ αἷμα του γιὰ χάρη τοῦ Πατέρα του. Κατά τήν πρώτη, σύντομη ἐξορία, μετά τή σύνοδο τῆς Δρυός, ὁ Ἰωάννης γιὰ νὰ μὴ χυθεῖ αἷμα ὑπάκουσε στὴν αὐτοκρατορικὴ ἀντιπροσωπεία καὶ νύχτα, κρυφὰ ἀπό το λαό, παραδόθηκε στὸ αὐτοκρατορικὸ ἀπόσπασμα γιά τήν ἐξορία. Τήν ἑπόμενη ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος καὶ ἡ συνοδεία του εἰσῆλθαν ὡς νικητὲς καὶ ἐκκλησιαστικοὶ κατακτητές στὴ Βασιλεύουσα. Ὁ λαὸς ὅμως τῆς Κωνσταντινουπόλεως πληροφορήθηκε τήν ἐξορία τοῦ ποιμένα του καὶ διαμαρτυρήθηκε ἔντονα. Ὅταν ὁ Θεόφιλος «θέλησε νὰ μπεῖ στὸ ναὸ τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, ἐκδιώχθηκε ἀπό τοὺς πιστούς. Οἱ Ἀλεξανδρινοί τῆς συνοδείας του τράβηξαν τά ὃπλα τους καί ἔγινε μάχη. Ἡ ἀντίσταση τοῦ λαοῦ ἦταν ἐνεργητική. Ἡ Ἐκκλησία καί τὸ βαπτιστήριο γέμισαν ἀπὸ πτώματα καὶ ἡ κολυμβήθρα, καθὼς λένε, ξεχείλισε ἀπὸ ἀνθρώπινο αἷμα. Καθὼς ἄρχισε ἡ σύγκρουση, οἱ ἀξιωματοῦχοι ἔστειλαν στρατό, γιὰ νὰ τήν ἐνισχύσουν. Δόθηκαν μάχες παντοῦ. Κάθε Ἐκκλησία μεταβλήθηκε σὲ φρούριο, ὃπου ὁ λαὸς ὀχυρωνόταν καὶ οἱ στρατιῶτες ἐφορμοῦσαν χτυπώντας μὲ λοστοὺς καὶ βέλη. Τὸ αἷμα κυλοῦσε στὰ θυσιαστήρια καὶ οἱ κραυγαλέες κατάρες ἀντικαθιστοῦσαν τὸν ὕμνο τῆς εὐσπλαχνίας… Οἱ στρατιῶτες ἔκαναν ἐπίθεση ἐναντίον τῶν μοναχῶν. Τοὺς ἔσφαζαν ὁμαδικὰ μές στὶς Ἐκκλησίες τους, ἐρευνοῦσαν τὰ κελλιά τους… καὶ ὡς τὸ δρόμο καταδίωκαν μέ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι ὅσους κατὰφεραν νὰ διαφύγουν»28.
Κατά τήν δεύτερη καὶ ὁριστικὴ ἐξορία, ἀκόμα καὶ μετά τὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου οἱ διωγμοὶ ποὺ ὑπέστησαν οἱ πιστοί τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τήν κρατικὴ Ἐκκλησία ἦσαν φοβεροὶ καὶ ἐξαπλώθηκαν σὲ ὅλο τὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἡ τριανδρία των Πατριαρχῶν (Ἀρχιεπισκόπων) τῆς Ἀνατολῆς: ὁ Κωνσταντινου-πόλεως Ἀρσάκιος (καὶ ἐν συνεχείᾳ ὁ Ἀττικός), ὁ Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος καὶ ὁ Ἀντιοχείας Πορφύριος29 δὲν μποροῦσαν νὰ ἀνεχθοῦν νὰ ἀκούγεται κάπου το ὄνομα τοῦ ἐξορίστου Ἀρχιεπισκόπου Ἰωάννου. Ἡ παραμονὴ μάλιστα τοῦ Χρυσοστόμου στὴν Κουκουσὸ (τόπος τῆς ἐξορίας του) πλησίον τῆς Ἀντιόχειας καὶ ἡ μετάβαση τῶν Ἀντιοχέων στὴν Κουκουσὸ γιὰ νὰ συναντηθοῦν μέ τὸν μεγάλο ἐξόριστο αὔξησε τὸν φθόνο τῶν ἐχθρῶν του καὶ μεθόδευσαν τὴ μετάβασή του σὲ ἄλλο ἔρημο τόπο, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε.
Ἀλλὰ οἱ διωγμοὶ ἐναντίον τοῦ προσώπου τοῦ Χρυσοστόμου συνεχίστηκαν καὶ μετά τὸ θάνατό του στὸ πρόσωπο τῶν Ἰωαννιτῶν, οἱ ὅποιοι δὲν ἐνέδωσαν στὶς πιέσεις, καὶ συνέχιζαν νὰ μὴν μνημονεύουν τοὺς ἐπισκόπους ποὺ ἀποδέχθηκαν τήν καθαίρεση τοῦ Ἰωάννη. Ὁ παρείσακτος διάδοχός του «θεασάμενος μηδένα τῶν Ἀνατολικῶν αὐτῷ ἐπισκόπων κοινωνοῦντα, μήτε μὴν τοῦ τῆς πόλεως λαοῦ, διὰ τὰ οὕτως ἀνόμως παρακολουθήσαντα καὶ ἀθέσμως, παρασκευάζει… ταῖς ἀντιγραφαῖς (δηλαδὴ αὐτοκρατορικές ἀποφάσεις), καταναγκάζεσθαι τοὺς μὴ κοινωνοῦντας»30 ἐπὶ ποινῇ δήμευσης περιουσίας, ἔκπτωσης ἀπό τὸ ἀξίωμα, προστίμου, ἐξορίας ὅσους δὲν ἔχουν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μαζί του καὶ μέ τὸν Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο καὶ Ἀντιοχείας Πορφύριο.
Οἱ περιγραφὲς31 τοῦ βιογράφου τοῦ Χρυσοστόμου Παλλαδίου, ἐπισκόπου Ἑλενουπόλεως, γιά τὸ τί ὑπέστησαν οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ λοιποὶ κληρικοὶ ποὺ παρέμειναν πιστοί στὸν Ἀρχιεπίσκοπό τους μᾶς θυμίζουν μαρτυρολόγια τῶν ρωμαϊκῶν χρόνων. Τέτοιο μίσος, τέτοια μανία ἐπέδειξε ἡ τριανδρία τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ἐναντίον τους32. Εὔστοχα σημειώνει ὁ Ἁγ. Ἰωάννης ἀναφερόμενος στοὺς ἐπισκόπους ποὺ δίωκαν τὰ πνευματικά του παιδιὰ: «Μηδὲν σὲ τούτων σκανδαλιζέτω, μὴ ἱερεὺς νῦν φαῦλος γεγενημένος καὶ λύκου παντὸς ἀγριώτερον ἐπιπηδῶν τῇ ἀγέλῃ, μὴ τῶν ἀρχόντων, μὴ τῶν κρατούντων τις πολλὴν ὠμότητα ἐνδεικνύμενος»33.
Καὶ ὅμως . οἱ Ἰωαννίτες παρέμειναν πιστοί στὸν Πατέρα τους ὅσο ζοῦσε, ἀλλὰ καὶ μετά τὸ θάνατό του συνέχιζαν νὰ εἶναι ἀποκομμένοι ἐκκλησιαστικὰ ἀπὸ ὅσους δέν τὸν μνημόνευαν ὡς κανονικὸ Ἀρχιεπίσκοπο. Μόνο ὅταν 30 χρόνια μετά τὸν θάνατο τοῦ Χρυσοστόμου στὸν θρόνο τῆς Βασιλεύουσας ἀνέβηκε ὁ μαθητής του Πρόκλος καὶ ἐνέγραψε τό ὄνομά του στὰ Δίπτυχα, τότε οἱ Ἰωαννίτες ἀποκατέστησαν τήν κοινωνία μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἀπαίτησαν τήν ἐπιστροφή τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου στὴν Κωνσταντινού-πολη (438 μ.Χ.).
Ὁλόκληρη τήν ἐκκλησιαστική μας παράδοση γιά το “σχίσμα” τῶν Ἰωαννιτῶν τήν συγκεφαλαιώνει ὁ Ἃγ. Συμεὼν Μεταφραστής, ὅταν γράφει γιά τοὺς Ἰωαννίτες : «ὅσοι δὲ τῶν αὐτῷ (τῷ Ἰωάννῃ) κεκοινωνηκότων ἦσαν ἐπίσκοποι τε καὶ ἱερεῖς ἁπλῶς, οἱ διὰ τὸν ὑπὲρ Χριστοῦ ζῆλον ἐκκλησίαν ἐμίσησαν πονηρευομένων, τούτους δὴ πάντας δημεύσεις, ἐξορίαι, θάνατοι καὶ κολάσεις ποικίλαι διεμερίζοντο…. Ἦν οὖν ὁρᾷν τοὺς μὲν τὰς ἐγγὺς που φυλακὰς πληροῦντας, τοὺς δὲ τὰς μακρὰν ἠπείρους καὶ νήσους οἰκεῖν κατακρισομένους, πολλαῖς πρότερον καὶ χαλεπαῖς ταῖς βασάνοις κατεργασθέντας»34. Γιά τὸν Ἃγ. Συμεὼν ὅσοι ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς κοινωνοῦσαν μέ τὸν Χρυσόστομο καὶ φυσικὰ δὲν κοινωνοῦσαν μέ τοὺς ἐχθρούς του ἐπισκόπους μὴ μνημονεύοντάς τους καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὑπέστησαν δημεύσεις, ἐξορίες, θανάτους καὶ ποικίλες τιμωρίες τὸ ἔκαναν «διά τὸν ὑπὲρ Χριστοῦ ζῆλον» καὶ ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ «ζήλου» «ἐμίσησαν τήν ἐκκλησίαν πονηρευομένων»! Δηλαδὴ ἡ τότε κρατικὴ ἐκκλησία ποὺ δίωκε τὸν Χρυσόστομο καὶ ὅσους κοινωνοῦσαν μαζί του ἦταν, κατά τὸν Ἃγ. Συμεὼν, «ἐκκλησία πονηρευομένων»!
Δ. Ποιὰ στάση τήρησε ὁ Χρυσόστομος ἀπέναντι στοὺς πιστοὺς ποὺ ἀρνοῦνταν τήν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μέ τὸν διάδοχό του;
Ἂς δοῦμε ὅμως ποιὰ στάση τήρησε ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἔναντι των πιστῶν ποὺ δὲν μνημόνευαν τοὺς διαδόχους του και εἶχαν διακόψει κάθε ἐκκλησιαστικὴ καὶ λειτουργικὴ κοινωνία μαζί τους. Ὑπενθυμίζουμε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ ἱερὸς Πατὴρ ἦταν ἐξαιρετικὰ αὐστηρὸς μὲ ὅσους ἔσχιζαν τήν Ἐκκλησία λέγοντας γιά το σχίσμα ὅτι «οὐδὲν οὕτω παροξύνει τὸν Θεόν, ὡς τὸ Ἐκκλησίαν διαιρεθῆναι… οὐδὲ μαρτυρίου αἷμα ταύτην ἒφησε δύνασθαι τήν ἁμαρτίαν ἐξαλείφειν»35.
Στοιχούμενος σὲ αὐτὴ τὴν ἐκκλησιολογική του θέση ὁ Ἰωάννης λίγο πρὶν παραδοθεῖ στὴν αὐτοκρατορικὴ κουστωδία ποὺ θά τὸν μετέφερε στὴν ἐξορία, κατά τὸν συγκινητικό ἀποχωρισμό του ἀπό τοὺς στενοὺς συνεργάτες του (ἐπισκόπους καὶ διακόνισσες) ζήτησε ἀπό τὶς διακόνισσες νὰ ἀναγνωρίσουν καὶ νὰ ἔρθουν σὲ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μέ τὸ διάδοχό του («κλίνατε αὐτῷ τὴν κεφαλὴν ὑμῶν ὡς Ἰωάννῃ»). Αὐτὸ ὅμως θὰ γινόταν μέ τὶς ἑξῆς προϋποθέσεις: α) αὐτὸς νὰ χειροτονηθεῖ χωρίς τή θέλησή του («ἄκων ἀχθῇ ἐπὶ τὴν χειροτονίαν»), β) νὰ μὴν ἐπιδιώξει νὰ καταλάβει τὸ θρόνο («μὴ ἀμφιβατεύσας τὸ πρᾶγμα») καὶ γ) νὰ ἔχει τὴν συγκατάθεση ὅλων («κατὰ συναίνεσιν τῶν πάντων»): «ὃς ἂν ἄκων ἀχθῇ ἐπὶ τὴν χειροτονίαν, μὴ ἀμφιβατεύσας τὸ πρᾶγμα, κατὰ συναίνεσιν τῶν πάντων, κλίνατε αὐτῷ τὴν κεφαλὴν ὑμῶν ὡς Ἰωάννῃ . οὐ δύναται γὰρ ἡ Ἐκκλησία ἄνευ ἐπισκόπου εἶναι»36. Φυσικὰ καμία ἀπό τὶς προϋποθέσεις ποὺ ἔθεσε ὁ Χρυσόστομος δὲν πληρώθηκαν στὸ πρόσωπο τῶν διαδόχων του καὶ γιά το λόγο αὐτὸ ὅλοι οἱ στενοὶ συνεργάτες τοῦ Ἁγίου, ὅπως ἤδη εἴδαμε, ἀρνήθηκαν τήν ὁποιαδήποτε ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μαζί τους καί, φυσικά, δέν τοὺς μνημόνευαν ὡς ἐπισκόπους καὶ ποιμένες τους.
Γιά τὸ λόγο αὐτὸ καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἰωάννης ὄχι μόνο δέν τοὺς ἐπιτίμησε, ἀλλὰ ἀντίθετα ἐπιστρατεύοντας πρόσωπα Παλαιᾶς τε καὶ Καινῆς Διαθήκης μέ τὴ ρητορικὴ δεινότητα πού τὸν χαρακτήριζε τοὺς συνεχάρη, τοὺς ἐπαίνεσε καί τοὺς ἐνθάρρυνε στὸν ἀγῶνα αὐτό.
Γιά τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο ὁ ἀγῶνας τῶν Ἰωαννιτῶν δὲν ἀφοροῦσε μόνο τήν προσωπική του δικαίωση καὶ ἀποκατάσταση στὸ θρόνο του, οὔτε ἀφοροῦσε μόνο τήν Ἐκκλησὶα τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀλλά τήν ἀνά τήν οἰκουμένη Ἐκκλησὶα καί τοὺς ἱεροὺς θεσμούς της37. Γράφοντας πρός τοὺς φυλακισμένους στὴ Χαλκηδόνα ἐπισκόπους, πρεσβυτέρους καὶ διακόνους σημειώνει: «Διὸ δὴ παρακαλῶ τὴν ὑμετέραν ἀγάπην … πλείονα καὶ τὴν προθυμίαν ἐπιδείξασθαι, καὶ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν μεριμνᾷν ὑπὲρ τῶν κατὰ τὴν οἰκουμένην Ἐκκλησιῶν, ὅπως ἂν γένοιτό τις διόρθωσις ἡ προσήκουσα»38. Σὲ ἂλλη ἐπιστολή του κάνει χρήση «τῶν καλῶν τούτων ἱδρώτων καὶ ἀγώνων, τῶν μόχθων, καὶ πόνων, καὶ τῶν κινδύνων, οὓς ὑπὲρ τῶν Ἐκκλησιῶν τῶν κατὰ τὴν οἰκουμένην κειμένων ὑπομεμενήκατε»39.
Φτάνει μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ σημειώσει ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἀγωνίστηκαν ἐναντίον τῆς ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεως ποὺ ἐπικράτησε μετά τήν ἐκδίωξή του εἶναι «δίκαιοι μυριάκις» καὶ πρέπει «εἰς τὸν τῶν μαρτύρων καταλεγῆναι χορὸν», «μετὰ τῶν μαρτύρων, μετὰ τῶν Ἀποστόλων, μετὰ τῶν γενναίων καὶ ὑψηλῶν ἀνδρῶν στήσονται, λάμποντες ἀπὸ τῶν κατορθωμάτων, ἀπὸ τῶν παθῶν, ἀπὸ τῶν στεφάων, ἀπὸ τῶν βραβείων, ἀπὸ τῆς πολλῆς παρρησίας»40!
Ἀξίζει νὰ δοῦμε πῶς ἡ Χρυσοστομικὴ πένα ἀναφέρεται στοὺς Ἰωαννίτες ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιὰ: «Οἱ τοσαύτας σφαγὰς προσδοκήσαντες… πρὸς τοὺς κρατοῦντας τῆς οἰκουμένης ἁπάσης ἀποδυσάμενοι… νόμοις πατρώοις καὶ θεσμοῖς Ἐκκλησίας ἐπηρεασθεῖσι παραστάντες καὶ διὰ τῶν ρημάτων καὶ τῶν πραγμάτων τὴν παρρησίαν ἐπιδειξάμενοι καὶ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἀποθνήσκοντες καὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες καὶ παῖδες, πῶς οὐκ ἂν εἶεν δίκαιοι μυριάκις εἰς τὸν τῶν μαρτύρων καταλεγῆναι χορόν;… οὗτοι ἑαυτῶν μὴ φεισάμενοι, ἐννόησον πόσον λήψονται μισθόν, οὐ μίαν, οὐ δύο καὶ τρεῖς ἡμέρας, ἀλλ’ ὁλόκληρον τὸν βίον ἐπὶ τῆς παρατάξεως ἱστάμενοι ταύτης βαλλόμενοι λοιδορίαις, ὕβρεσιν, ἐπηρείαις, συκοφαντίαις. Οὐδὲ γὰρ τοῦτο μικρόν… καὶ γὰρ οὐσίας ἐπέδωκαν πολλοί… οἱ μὲν πατρίδος, οἱ δὲ καὶ αὐτῆς ἐξεβλήθησαν τῆς ζωῆς… πρὸς ἄρχοντας παρρησιαζόμενοι, βασάνων καταφρονοῦντες, ἀπειλῶν καταγελῶντες, δεικνύντες ὅσον ἐστὶν ἀρετὴ»41.
Λίγο πιὸ κάτω ἀντιδιαστέλλει τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς καὶ κρατικοὺς διῶκτες μέ τὰ ἱερὰ θύματά τους: «ἐννόησον πόσας δώσουσιν οὗτοι δίκας ἐν τῷ φοβερῷ δικαστηρίῳ τότε ἐκείνῳ, πόσας ὑποστήσονται τιμωρίας, τὸ γε εἰς αὐτοὺς ἧκον, τὴν οἰκουμένην ταράξαντες ἅπασαν, τοσαύτας ἀνατρέψαντες ἐκκλησίας, τοσαύτῃ πολεμήσαντες εἰρήνῃ, μυρία πανταχοῦ σκάνδαλα θέντες; Οἱ δὲ παρ’ ἐκείνων παθόντες, ἅπερ ἔπαθον, μετὰ τῶν μαρτύρων, μετὰ τῶν Ἀποστόλων, μετὰ τῶν γενναίων καὶ ὑψηλῶν ἀνδρῶν στήσονται, λάμποντες ἀπὸ τῶν κατορθωμάτων, ἀπὸ τῶν παθῶν, ἀπὸ τῶν στεφάνων, ἀπὸ τῶν βραβείων, ἀπὸ τῆς πολλῆς παρρησίας… οἱ μὲν γὰρ ἐπιβουλευόμενοι, τὴν οἰκουμένην ἐραστὰς ἔχουσιν, ἐπαινετάς, θαυμαστάς, ἀνακηρύττοντας, στεφανοῦντας, τοὺς εἰδότας, τοὺς οὐκ εἰδότας, τοὺς ἀπὸ πραγμάτων, τοὺς ἀπὸ φήμης τὰ ἐκείνων μανθάνοντας, τοὺς συναλγοῦντας μυρίους, τοὺς συναγωνιζομένους, τοὺς τὰ χρηστὰ συνευχομένους αὐτοῖς πάντας»42.
Μὲ ἰδιαίτερο ἐνθουσιασμὸ γράφει στὴν πολλὰ παθοῦσα διακόνισσα Πενταδία γιά τὴ νίκη τήν ὁποία κατήγαγε κατά τῶν ἐχθρῶν: «Χαῖρε τοίνυν καὶ εὐφραίνου τοιαύτην ἀραμένη νίκην, καὶ τοιούτους εὐκόλως ἐπιστομίσασα θῆρας, καὶ τὰς ἀναισχύντους αὐτῶν ἐμφράξασα γλώττας, καὶ λυσσῶντα ἀποῤῥάψασα στόματα. Τοιοῦτον γὰρ ἡ ἀλήθεια μεθ’ ἧς ἠγωνίσω, καὶ ὑπὲρ ἧς ἐσφάγης πολλάκις … Χαῖρε τοίνυν καὶ εὐφραίνου (οὐ γὰρ παύσομαι συνεχῶς ταῦτα λέγων τὰ ῥήματα), ἀνδρίζου, καὶ κραταιοῦ, καὶ καταγέλα πάσης ἐπαγομένης σοι παρ’ αὐτῶν ἐπιβουλῆς»43.
Σὲ ἄλλη ἐπιστολή του στὴν ἰδία διακόνισσα Πενταδία τῆς ζητεῖ νὰ μὴν φύγει ἀπό τήν Πόλη ἀλλὰ νὰ παραμείνει ἐκεῖ καὶ νὰ συνεχίζει νὰ ἀγωνίζεται γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει καί τοὺς ἄλλους πιστοὺς μέ τὸ ἀνδρεῖο παράδειγμά της: «Τῶν μὲν στεφάνων σε μακαρίζω, οὓς ἀνεδήσω καὶ νῦν, διὰ τῆς ἀνδρείας πάντα ἑλομένη παθεῖν ὑπὲρ τῆς ἀληθείας. Διὰ τοῦτο καὶ τὸν Θεὸν ὑπερασπίζοντά σου ἔχεις μετὰ πολλῆς τῆς σφοδρότητος. Ἕως γὰρ θανάτου, φησὶν, ἀγώνισαι ὑπὲρ τῆς ἀληθείας, καὶ ὁ Κύριος πολεμήσει ὑπὲρ σοῦ. Ὅπερ καὶ γέγονε. Μέχρι γὰρ τοσούτου δραμοῦσα τὸν καλὸν τοῦτον ἀγῶνα, πολλὰ ἄνωθεν ἐπεσπάσω τὰ βραβεῖα· τούτου μὲν οὖν ἕνεκεν χαίρω. Ἐπειδὴ δὲ ἔγνων, ὅτι βουλεύῃ περὶ ἀποδημίας, καὶ μεταστῆναι ἐκεῖθεν βούλει, παρακαλῶ σου τὴν τιμιότητα μηδὲν τοιοῦτον ἐννοῆσαι μηδὲ βουλεύσασθαι. Πρῶτον μὲν δι’ αὐτὸ τοῦτο, ὅτι δὴ στήριγμα τῆς πόλεως εἶ τῆς αὐτόθι, καὶ λιμὴν εὐρὺς, καὶ βακτηρία, καὶ τεῖχος ἀσφαλὲς τοῖς καταπονουμένοις. Μηδὲ τοσαύτην ἀπὸ τῶν χειρῶν ἐμπορίαν ῥίψῃς, μηδὲ τοσοῦτον πρόῃ κέρδος, τοσούτους καθ’ ἑκάστην ἡμέραν συνάγουσα θησαυροὺς ἀπὸ τῆς παρουσίας τῆς αὐτόθι. Οἵ τε γὰρ ὁρῶντες, οἵ τε ἀκούοντές σου τὰ κατορθώματα, οὐ μικρὰ κερδαίνουσιν. Οἶσθα δὲ ἡλίκον τοῦτο φέρει σοι τὸν μισθόν. Πρῶτον μὲν, ὅπερ ἔφην, διὰ τοῦτο παρακαλοῦμεν αὐτόθι μένειν· καὶ γὰρ πεῖραν οὐ μικρὰν δέδωκας τῆς ὠφελείας, ἣν παρέσχες διὰ τῆς αὐτόθι παραμονῆς»44.
Συγκινητικὲς εἶναι οἱ ἐπιστολὲς ποὺ ἀπευθύνει στοὺς κληρικοὺς ποὺ βρίσκονται φυλακισμένοι γιὰ χάρη του: «Μακάριοι καὶ τῶν δεσμῶν ὑμεῖς, καὶ τῆς γνώμης, μεθ’ ἧς φέρετε τὰ δεσμὰ, ἀποστολικὴν ἀνδρείαν ἐν τούτοις ἐπιδεικνύμενοι· ἐπεὶ κἀκεῖνοι καὶ μαστιγούμενοι, καὶ ἐλαυνόμενοι, καὶ δεσμούμενοι, μετὰ πολλῆς ταῦτα ἔφερον τῆς ἡδονῆς· οὐ μόνον δὲ μετὰ πολλῆς ἔφερον τῆς ἡδονῆς, ἀλλὰ καὶ τὰ αὑτῶν ἐποίουν ἐν ταῖς ἁλύσεσιν ὄντες, καὶ τὴν οἰκουμένην μεριμνῶντες ἅπασαν. Διὸ δὴ παρακαλῶ τὴν ὑμετέραν ἀγάπην μηδὲν ἐντεῦθεν ἀναπεσεῖν, ἀλλ’ ὅσῳ πλείων ὑμῖν ἡ ὀδύνη γίνεται ἐξ ὧν πάσχετε, πλείονα καὶ τὴν προθυμίαν ἐπιδείξασθαι, καὶ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν μεριμνᾷν ὑπὲρ τῶν κατὰ τὴν οἰκουμένην Ἐκκλησιῶν, ὅπως ἂν γένοιτό τις διόρθωσις ἡ προσήκουσα, μηδὲ εἰς τὴν ὀλιγότητα ὑμῶν ἀπιδόντες, καὶ τῷ περιελαύνεσθαι πανταχόθεν, ὑπτιώτεροι γένησθε. Δι’ ὧν γὰρ πάσχετε, μείζονα τὴν παρὰ τῷ Θεῷ παῤῥησίαν κτώμενοι, πλείονα εὔδηλον ὅτι καὶ τὴν δύναμιν ἕξετε»45.
Σὲ ἄλλους κληρικοὺς ποὺ καὶ αὐτοὶ βρίσκονταν φυλακισμένοι γιὰ τὸν ἴδιο λόγο γράφει: «Μακάριοι καὶ τρισμακάριοι, καὶ πολλάκις τοῦτο ὑμεῖς τῶν καλῶν τούτων ἱδρώτων καὶ ἀγώνων, τῶν μόχθων, καὶ πόνων, καὶ τῶν κινδύνων, οὓς ὑπὲρ τῶν Ἐκκλησιῶν τῶν κατὰ τὴν οἰκουμένην κειμένων ὑπομεμενήκατε, λαμπροὶ μὲν ἐν γῇ, λαμπροὶ δὲ ἐν οὐρανοῖς διὰ τούτων γενόμενοι. Καὶ γὰρ ἄνθρωποι πάντες οἱ νοῦν ἔχοντες ἀνακηρύττουσιν ὑμᾶς, καὶ στεφανοῦσιν, ἐκπληττόμενοι τὴν εὐτονίαν ὑμῶν, τὴν ἀνδρείαν, τὴν καρτερίαν, τὴν προσεδρείαν. Ὅ τε φιλάνθρωπος Θεὸς, ὁ μείζονας ἐκ πολλοῦ τοῦ περιόντος τιθεὶς ἀεὶ τῶν πόνων τὰς ἀμοιβὰς, τοσούτοις ἀμείψεται ἀγαθοῖς, ὅσοις ἀμείβεσθαι Θεῷ πρέπον τοὺς οὕτω γενναίως ἀγωνιζομένους ὑπὲρ τῆς κατὰ τὴν οἰκουμένην ἅπασαν εἰρήνης. Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς οὐ παυόμεθα μακαρίζοντες ὑμᾶς, ἐντρυφῶντες ὑμῶν τῇ μνήμῃ διηνεκῶς, ἐπὶ διανοίας περιφέροντες, εἰ καὶ πολλῷ διῳκίσμεθα τῷ τῆς ὁδοῦ μήκει»46.
Ὁ Χρυσόστομος ἐπαινεῖ, ἐνθαρρύνει καὶ προτρέπει τοὺς πιστοὺς κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς νὰ συνεχίσουν τὸν ἀγῶνα ἐναντίον τῆς νοσηρῆς ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεως ποὺ ἀκολούθησε τήν ἐξορία του, διότι θεωροῦσε αὐτόν τὸν ἀγῶνα τους ὡς τὴ μοναδικὴ ἐλπίδα γιὰ ἀποκατάσταση τῆς κανονικῆς τάξεως στὴν Ἐκκλησὶα τῆς Κωνσταντινου-πόλεως: «Χρήσασθε τοίνυν εἰς καιρὸν τῇ προθυμίᾳ, καὶ δι’ ἑαυτῶν, καὶ δι’ ἑτέρων, ὧν ἂν οἷόν τε ᾖ, ταῦτα καὶ πρᾶξαι καὶ εἰπεῖν σπουδάσατε, ἵνα τὸ κατέχον κλυδώνιον καταστεῖλαι δυνήσεσθε. Μάλιστα μὲν γὰρ ἔσται τι καὶ πλέον σπουδαζόντων ὑμῶν»47.
Σὲ ἐπιστολή του στὸν ἐπίσκοπο Θεοδόσιο τὸν παρακαλεῖ νὰ συνεχίσει τὸν ἀγῶνα πού καὶ τὸν ἲδιον τὸν ἀγωνιζόμενον τιμᾶ καὶ τὶς Ἐκκλησίες προφυλάσσει καὶ νὰ ἀποστρέφεται μέ τήν πρέπουσα ἀνδρεία αὐτοὺς ποὺ δημιούργησαν ταραχές στὴν οἰκουμένη καὶ συντάραξαν τὶς Ἐκκλησὶες. Θεωρεῖ ὁ ἱερὸς Πατὴρ ὅτι αὐτὴ ἡ ἀνδρεία στάση θὰ εἶναι ἡ ἀρχὴ ἀπαλλαγῆς ἀπό τὴ συμφορά, αὐτὸ θὰ εἶναι ἡ ἀσφάλεια γιά τὶς Ἐκκλησίες αὐτὸ θὰ βοηθήσει στὴν ἐξάλειψη τῶν δεινῶν, ὅταν οἱ σώφρονες διακόψουν κάθε ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ «τοὺς τοσαύτας ταραχὰς ἐμβαλόντας»: «παρακαλοῦμεν ὑμᾶς καθάπερ καὶ ἔμπροσθεν ἐποιήσατε, κοσμοῦντες τε ἑαυτοὺς καὶ τὰς Ἐκκλησίας ἀσφαλιζόμενοι, οὕτω καὶ νῦν ποιήσατε, καί τοὺς τοσαύτας ταραχὰς ἐμβαλόντας εἰς τήν οἰκουμένην ἅπασαν καὶ τὰς Ἐκκλησίας διαταράξαντας ἀποστρέφεσθαι μετά τῆς προσηκούσης ὑμῖν ἀνδρείας. Τοῦτο γὰρ ἀρχή τῆς λύσεως τοῦ χειμῶνος, τοῦτο ἀσφάλεια ταῖς Ἐκκλησίαις, τοῦτο τῶν κακῶν διόρθωσις, ὅταν ὑμεῖς οἱ ὑγιαίνοντες ἀποστρέφησθε καὶ μηδὲν ἒχητε πρὸς αὐτοὺς»48.
Ε. Συμπερασματικὰ: Εἶναι ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ὑπερασπιστὴς σχίσματος;
Ἀσφαλῶς, ὄχι! Ὅμως, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ προτρέπει τοὺς πιστοὺς ποὺ τὸν σέβονταν νὰ παραμείνουν μακρυὰ ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους τους νὰ μὴν ἔχουν καμμία λειτουργικὴ κοινωνία μαζὶ τους καὶ νὰ μὴν τοὺς μνημονεύουν ὡς κανονικοὺς ποιμένες τους;
Ὅπως πολὺ συνοπτικὰ εἴδαμε ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος οὐδέποτε ἀποδέχθηκε τὶς ἀποφάσεις τῶν συνόδων Δρυὸς καὶ Κωνσταντινουπόλεως ποὺ τὸν καθαίρεσαν καὶ ἀφόρισαν. Τὴν ἰδία στάση τήρησε καὶ μέρος τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἀρνήθηκε τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς διαδόχους του. Ἔτσι δημιουργήθηκε στὴν Βασιλεύουσα τὸ “σχίσμα” τῶν Ἰωαννιτῶν. Καὶ ὅμως ὁ Ἰωάννης ἀντὶ νὰ ἐπιπλήξει τοὺς πιστοὺς γιὰ τὴ ”σχισματικὴ” τους συμπεριφορὰ τοὺς ἐπαινεῖ ἰδιαιτέρα καὶ τοὺς ἐνθαρρὺνει νὰ τὴν συνεχίσουν! Ὅμως, πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ κατ’ ἐξοχὴν ὑπερασπιστὴς τῆς κανονικῆς τάξεως, ὁ διαπρύσιος κήρυκας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας καὶ σφοδρὸς πολέμιος τοῦ σχίσματος νὰ ἐπαινεῖ καὶ οὐσιαστικὰ νὰ ἐνθαρρύνει τὸ “σχίσμα” τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν;
Θὰ πρέπει νὰ προσεχθεῖ ἰδιαιτέρα ὅτι ὁ Ἰ. Χρυσόστομος δὲν προσεγγίζει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα ἐπιπόλαια, μὲ νομικοὺς ὃρους καὶ ἐξωτερικὰ κριτήρια ἀλλὰ καθαρὰ ἁγιοπνευματικά. Δὲν τὸν ἐνδιαφέρει μιὰ ἐξωτερική, ἐπίπλαστη ἑνότητα ποὺ δὲν ἑδράζεται ἐπὶ στερεᾶς βάσεως καὶ δὲν διαποτίζεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Εὔστοχα ἐπισημαίνει ὁ μελετητὴς τοῦ ἱεροῦ Πατρὸς καὶ ἐκφραστὴς τοῦ χρυσοστομικοῦ ἤθους, πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, ἀναφερόμενος στὴ χρυσοστομική ἑρμηνεία τοῦ Παύλειου «ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα» (Ἐφεσ. 4, 4)49: «Πιστεύει ὁ αὐθεντικὸς ἑρμηνευτὴς τοῦ Παύλου, … ὅτι καλῶς ὁ Ἀπόστολος μετὰ τὸ “ἓν σῶμα” ἔθεσε καὶ τὸ “ἓν πνεῦμα”, γιὰ νὰ δείξει ὅτι … δὲν ἀρκεῖ νὰ εἶναι κανεὶς ἐνσωματωμένος στὴν Ἐκκλησὶα, στὸ “ἓν σῶμα”, χρειάζεται νὰ ἔχει καὶ τὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ αὐτὸ ἰσχύει … ὄχι μὲ τοὺς αἱρετικοὺς… ἀλλὰ μὲ ὅσους Ὀρθοδόξους ἀνήκουν στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἔχουν ὅμως τὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ εἶναι φίλοι τῶν αἱρετικῶν»50.
Γιὰ τὸν Ἰ. Χρυσόστομο ἡ ἀπουσία τοῦ Πνεύματος τῆς Ἀληθείας σὲ ἕνα ἐκκλησιαστικὸ σῶμα καταλύει τὴν οὐσιαστικὴ ἑνότητά του ἀκόμα καὶ ὅταν πληροῦνται τὰ λοιπὰ ἐξωτερικὰ στοιχεῖα ποὺ τὴ συγκροτοῦν καὶ συνεπῶς καθιστᾶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ αὐτὸ σῶμα ὄχι Σῶμα Χριστοῦ ἀλλὰ σχισματικὴ ὁμάδα. Σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση οἱ πιστοὶ ἔχουν καθῆκον ἀναλόγως μὲ τὴ θέση καὶ τὶς δυνατότητές τους νὰ ἀντισταθοῦν ἀγωνιζόμενοι ἐναντίον τῆς σχισματικῆς αὐτῆς ὁμάδας. Ἀντιθέτως, σὲ κρίσιμες καὶ ἔκτακτες στιγμὲς τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ἔχει παρατηρηθεῖ ὅτι ὃπου ὑπάρχει πόνος, ἀγωνία καὶ ἀγῶνας γιὰ πιστότητα στὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη καὶ παράδοση, ἐκεῖ, ἀκόμα καὶ ὅταν ἐξωτερικὰ φαίνεται νὰ ὑφίσταται σχισματικὴ κατάσταση, ἐπαναπαύεται τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, ἐκεῖ βρίσκεται ὁ Χριστός, ἐκεῖ φανερώνεται ἡ Ἐκκλησία Του. Δὲν πρόκειται, λοιπόν, περὶ σχίσματος, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ! Αὐτὸ μᾶς ἔδειξαν οἱ Ἰωαννίτες …
Μὲ ἂλλα λόγια, γιὰ τὸν Ἰωάννη, σὲ σχίσμα βρίσκονται ὅσοι περιφρονοῦν καὶ ἐνεργοῦν ἀντίθετα μὲ τὴν κανονικὴ τάξη καὶ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ἀκόμα καὶ ὅταν ἔχουν μὲ τὴν ἀνοχὴ ἢ τὴν συνεπικουρία τῆς κρατικῆς ἐξουσίας ὑψηλὴ θέση στὴν Ἱεραρχία καὶ ἀναγνωρίζονται ὡς ἐκκλησιαστικοὶ ἡγέτες. Ἀντίθετα, δὲν εἶναι σχισματικοὶ ἀλλὰ κανονικὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἂξια τιμῆς καὶ σεβασμοῦ ὅσοι ὑπακούουν, σέβονται, τιμοῦν καὶ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν κανονικὴ τάξη καὶ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ἀκόμα καὶ ἂν εἶναι ὀλίγοι ἢ βρίσκονται σὲ διάσταση καὶ δὲν κοινωνοῦν ἐκκλησιαστικὰ μὲ τοὺς ἔχοντες τοὺς θρόνους ἐπισκόπους οἱ ὁποῖοι οὐσιαστικὰ εἶναι «ψευδεπίσκοποι καὶ ψευδοδιδάσκαλοι» (κανόνας 15ος Πρωτοδευτέρας).
Οἱ διάδοχοι, λοιπόν, τοῦ Χρυσοστόμου Ἀρσάκιος καὶ Ἀττικὸς μὲ τὴν συνειδητὴ παρανομία καὶ τὴν περιφρόνηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως αὐτοὶ ὁδηγήθηκαν στὸ σχίσμα, τὸ ὁποῖο ἀγωνίστηκαν μὲ αὐξημένο προσωπικὸ κόστος νὰ ἐξαλείψουν οἱ Ἰωαννίτες.
Εἶναι ἀπολύτως σαφὴς ἡ θέση τῶν σαράντα ἐπισκόπων ποὺ στάθηκαν στὸ πλευρὸ τοῦ Χρυσοστόμου, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη τοῦ Ἰωάννη ἀπάντησαν στὴ σύνοδο τῆς Δρυὸς καὶ ἰδιαιτέρως στὸν Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο: «Μὴ κατάλυε τὰ πράγματα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μὴ σχίζε τὴν Ἐκκλησίαν, δι’ ἣν ὁ Θεὸς εἰς σάρκα κατῆλθεν»51. Δηλαδή, ἔργο σχίσματος διαπράττει ὅποιος μὲ βάση τοὺς ἱεροὺς κανόνες παρανομεῖ.
Αὐτὸ ἐπαναλαμβάνει καὶ ὁ Ἰ. Χρυσόστομος καὶ ἀκριβολογεῖ σημειώνοντας: «δύο γὰρ εἰσὶ διαιρέσεις ἀπὸ τοῦ σώματος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ · μιὰ μέν, ὅταν ψέξωμεν τὴν ἀγάπην, δεύτερα δὲ ὅταν ἀνάξια τοῦ τελεῖν εἰς ἐκεῖνο τὸ σῶμα τολμήσωμεν · ἑκατέρως γὰρ χωρίζομεν ἑαυτοὺς τοῦ πληρώματος»52. Δὲν πρόκειται, λέει ὁ ἱερὸς Πατήρ, γιὰ διαίρεση τοῦ Σώματος ἀλλὰ γιὰ «διαίρεση ἀπὸ τοῦ σώματος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ», ἡ ὁποία διαπράττεται μὲ δύο τρόπους: Στὴν πρώτη περίπτωση ἔχουμε σχίσμα ὅταν ἔχει ψυγεῖ ἡ ἀγάπη καὶ χωριζόμαστε. Στὴ δεύτερη περίπτωση σχίσμα δημιουργεῖται ἀπὸ ὅσους τολμοῦν νὰ ἐνεργήσουν παρανομίες πάνω στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία. Στὴ δεύτερη περίπτωση αὐτὸς ποὺ ἐνεργεῖ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο χωρίζει τὸν ἑαυτὸ του ἀπὸ τὸ Σῶμα, «χωρίζομεν ἑαυτοὺς τοῦ πληρώματος». Ἀκριβέστερα γιὰ τὸν ἱερὸ Πατέρα δὲν ἔχουμε σχίσιμο τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἡ ἑνότητά της παραμένει ἀδιατάρακτη, ἀλλὰ ἀπόσχιση «ἀπὸ τοῦ σώματος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ» ὅσων τολμοῦν νὰ ἀσεβήσουν στὸ ἱερὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Μὲ ἀλλὰ λόγια ἡ ἑνότητα μὲ τὴν Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπροϋπόθετη. Θεμελιώδης προϋπόθεση γιὰ νὰ ἑδρασθεῖ σὲ στερεὰ βάση ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα εἶναι ἡ ἀλήθεια, δηλαδὴ ἡ πιστότητα στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ τάξη. Ὅποιος περιφρονεῖ τὴν ἀλήθεια αὐτὸς «σχίζει τὴν Ἐκκλησὶα» ἤ ἀκριβεστέρα ἀποσχίζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, αὐτὸς δημιουργεῖ τὸ σχίσμα καὶ αὐτὸς εἶναι ὑπαίτιός του.
Αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν ἐκκλησιολογία ποὺ διαποτίζει ὁλόκληρη τὴν ἐκκλησιαστικὴ μας παράδοση ἦλθε ὁ 15ος Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπὶ Μ. Φωτίου νὰ τὴν περιβάλει μὲ κανονικὸ κῦρος: Αἰτιολογώντας γιατὶ δὲν πρέπει νὰ τιμωρηθοῦν ἀλλὰ ἀντιθέτως «τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται» ὅσοι κληρικοὶ -ἀκόμα καὶ πρὸ συνοδικῆς καταδίκης- διακόπτουν τὴν κοινωνία καὶ δὲν μνημονεύουν (δηλαδὴ ἀποτειχίζουν) τὸν ἐπίσκοπο ποὺ κηρύττει δημόσια αἵρεση, ἀποφαίνεται ὅτι αὐτοὶ δὲν δημιουργοῦν σχίσμα μὲ τὸ νὰ διακόπτουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία ἀλλὰ ἀντίθετα φρόντισαν νὰ γλυτώσουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ σχίσματα: «οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι» ἀφοῦ «οὐ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν» .
Οὐσιαστικὰ στὴν περίπτωση τῶν Ἰωαννιτῶν τέθηκε τὸ διαχρονικὸ καὶ πάντα κρίσιμο ἐρώτημα: Ποιός, τελικά, ἔχει ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα; Αὐτὸς ποὺ συμμορφώνεται μὲ τὴν παρανομία καὶ τὴν ἀσέβεια καί ὑποτάσσεται δουλικὰ ὑπηρετώντας ὄχι τὴν ἀλήθεια ἀλλὰ διαφορὲς σκοπιμότητες πρὸς ἴδιον, συνήθως, ὄφελος ἢ αὐτὸς ποὺ ἀγωνιᾶ γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ ἀγωνίζεται μὲ ταπείνωση καὶ φόβο Θεοῦ καταβάλλοντας ἐνίοτε καὶ αὐξημένο προσωπικὸ κόστος;
Ἡ Ἐκκλησία τὸ 438 μ.Χ., 30 χρόνια μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μεγάλου Πατρός, ἀποκατέστησε καὶ τυπικὰ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννη καὶ δικαίωσε τὸ φρόνημα, τὸ ἦθος καὶ τοὺς ἀγῶνες τῶν Ἰωαννιτῶν καταδικάζοντας μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ὅλες τὶς παρανομίες, ἀθλιότητες, ἀσέβειες καὶ αὐθαιρεσίες ποὺ διέπραξαν πάνω στὸ ἐκκλησιαστικὸ Σῶμα οἱ πρὸς καιρὸν ἰσχυροὶ ἐκκλησιαστικοὶ καὶ κρατικοὶ παραγόντες, οἱ πραγματικὰ σχισματικοὶ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου