Γιατὶ ὁ λόγος ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ γνώση τῶν θείων εἶναι διπλή· ἡ σχετική,
ποὺ βρίσκεται μόνο στὸ λόγο καὶ στὶς ἔννοιες καὶ ποὺ δὲν ἔχει κατὰ τὴν
πράξη μὲ τὴν πείρα αἴσθηση ἐκείνου ποὺ ἔγινε γνωστὸ καὶ ποὺ μ᾿ αὐτὴν
οἰκονομοῦμε τὴν παρούσα ζωή· καὶ ἡ πραγματικὴ ἀληθινὴ γνώση, ποὺ
μὲ τὴν πείρα μόνο κατὰ τὴν πράξη χωρὶς λόγο καὶ ἔννοιες παρέχει ὅλη τὴν
αἴσθηση ἐκείνου ποὺ ἔγινε γνωστὸ, μετέχοντάς το κατὰ χάρη, καὶ μὲ αὐτὴ
τὴ γνώση ὑποδεχόμαστε κατὰ τὴ μελλοντικὴ κατάπαυση τὴν πάνω ἀπὸ τὴ φύση
θέωση ποὺ πραγματοποιεῖται ἀδιάκοπα. Καὶ
ἡ σχετικὴ βέβαια γνώση, ἐπειδὴ βρίσκεται στὸ λόγο καὶ στὶς ἔννοιες,
λένε ὅτι κινεῖ τὴν ἐπιθυμία πρὸς τὴν μεθεκτικὴ κατὰ τὴν πράξη γνώση. ᾿Ενῶ ἡ γνώση μὲ τὴν ἐνέργεια ποὺ ἀπὸ τὴν πείρα καὶ μὲ μέθεξη αὐτοῦ ποὺ ἔγινε γνωστὸ παρέχει τὴν αἴσθηση, ἀπωθεῖ τὴ γνώση ποὺ βρίσκεται στὸ λόγο καὶ τὶς ἔννοιες.
Γιατὶ
εἶναι ἀδύνατο, λένε οἱ σοφοί, νὰ συνυπάρχουν ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ
λόγος περὶ Θεοῦ ἢ ἡ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ νόηση γι᾿ Αὐτόν. Καὶ
λόγο περὶ Θεοῦ ἀποκαλῶ τὴν γνωστικὴ θεωρία γι᾿ αὐτὸν ποὺ ἀναλογεῖ στὰ
ὄντα, αἴσθηση τὴν μεθεκτικὴ πείρα τῶν πέρα ἀπὸ τὴ φύση ἀγαθῶν, καὶ νόηση τὴν ἁπλὴ καὶ ἑνιαία γνώση περὶ Θεοῦ μέσῳ τῶν ὄντων. Τὸ
ἴδιο ἴσως μπορεῖ νὰ διαπιστωθεῖ καὶ σὲ κάθε ἄλλο πράγμα, ἂν ἡ ἐμπειρία
αὐτοῦ τοῦ πράγματος σταματᾶ τὸ λόγο γι᾿ αὐτὸν καὶ ἡ αἴσθηση αὐτοῦ τοῦ
πράγματος κάνει ἀργὴ τὴν νόηση περὶ αὐτοῦ. Πείρα λέγω τὴν ἴδια τὴ
γνώση ἀπὸ τὴν ἐνέργεια, ποὺ πραγματοποιεῖται ἔπειτα ἀπὸ κάθε λόγο, καὶ
αἴσθηση, τὴν ἴδια τὴ μέθεξη αὐτοῦ ποὺ ἔγινε γνωστὸ καὶ ποὺ ἐκδηλώνεται
ἔπειτα ἀπὸ ὅλη τὴ νοητικὴ διαδικασία. Κι ἴσως αὐτὸ διδάσκει μυστικὰ ὁ
μέγας ᾿Απόστολος λέγοντας, «εἴτε προφητεῖες εἶναι θὰ καταργηθοῦν, εἴτε ὁμιλίες σὲ διάφορες γλῶσσες θὰ πάψουν, εἴτε γνώσεις θὰ καταργηθοῦν»5, ἐννοώντας ὁλοφάνερα γιὰ τὴ γνώση ποὺ βρίσκεται στὸ λόγο καὶ στὶς ἔννοιες.
(῾Αγίου
Μαξίμου ῾Ομολογητοῦ, Πρὸς Θαλάσσιον Περὶ Διαφόρων ᾿Απόρων τῆς ῾Αγίας
Γραφῆς, ᾿Ερώτησις Ξʹ. Τὸ ἀρχαῖο κείμενο: PG τ. 90, στλ. 620Β-625Β.
Νεοελληνικὴ ἀπόδοσις: Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ ᾿Ασκητικῶν, Ε.Π.Ε. τ.
14Γ, σελ. 186-195, Θεσσαλονίκη 1992)
(Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον… περί διαφόρων απόρων της Αγίας Γραφής - Απ’ την εισαγωγή…)
Ἡ
χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος δέν ἐνεργεῖ σοφία στούς ἁγίους, χωρίς τό
νοῦ πού δέχεται τήν σοφία· οὔτε γνώση, χωρίς τήν δύναμιν τοῦ λογικοῦ πού
δέχεται τήν γνώση· οὔτε πίστη χωρίς τήν πληροφορία τοῦ νοῦ καί τοῦ
λογικοῦ περί τῶν μελλόντων, πού ἦταν ὡς τότε ἄδηλα σέ ὅλους· οὔτε
χαρίσματα ἰαμάτων, χωρίς φυσική φιλανθρωπία· οὔτε κανένα ἄλλο ἀπό τά
λοιπά χαρίσματα, χωρίς τήν δεκτική ἱκανότητα καί δύναμη τοῦ καθενός. Οὔτε
πάλι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀποκτήσει ἀπό φυσική του δύναμιν ἕνα ἀπό τά
χαρίσματα πού ἀριθμήσαμε, χωρίς τήν θεία δύναμη πού τά χορηγεῖ. Τό
φανερώνουν αὐτό ὅλοι οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ὕστερα ἀπό τίς ἀποκαλύψεις τῶν
θείων ζητοῦν τούς λόγους ὅσων τούς ἀποκαλύφθηκαν.
Όταν νικήσεις κάποιο από τα πιο ατιμωτικά πάθη, τη γαστριμαργία, ας πούμε, ή την πορνεία ή την οργή ή την πλεονεξία, αμέσως σου έρχεται ο λογισμός της κενοδοξίας. Αν και αυτόν τον νικήσεις, τον διαδέχεται ο λογισμός της υπερηφάνειας.
Όλα
τα ατιμωτικά πάθη της ψυχής διώχνουν τον λογισμό της κενοδοξίας. Όταν
όμως όλα αυτά που είπαμε νικηθούν, τον ξαναφέρνουν στην ψυχή.
Την κενοδοξία τη θανατώνει η κρυφή εργασία, ενώ την υπερηφάνεια το να αποδίδει κανείς τα κατορθώματά του στον Θεό.
Εκείνος που καλλιεργεί τις αρετές για την κενοδοξία, είναι φανερό ότι και την πνευματική γνώση για την κενοδοξία την καλλιεργεί. Ένας
τέτοιος άνθρωπος τίποτε δεν κάνει και τίποτε δεν λέει για την ωφέλεια
των άλλων, αλλά σε όλα κυνηγά τη δόξα από αυτούς που τον βλέπουν ή τον
ακούν.
Το
πάθος του ωστόσο φανερώνεται, όταν μερικοί από αυτούς που είπαμε
κατηγορήσουν σε κάτι τα έργα ή τα λόγια του. Αυτό τον κάνει να λυπηθεί
πάρα πολύ, όχι επειδή εκείνοι δεν ωφελήθηκαν –άλλωστε δεν είχε τέτοιον
σκοπό–, αλλά επειδή ο ίδιος ντροπιάστηκε.Η κενοδοξία και η φιλαργυρία γεννούν η μία την άλλη· γιατί
εκείνοι που είναι κενόδοξοι φροντίζουν να πλουτίσουν, και εκείνοι που
είναι πλούσιοι είναι κενόδοξοι. Αυτό βέβαια ισχύει για τους κοσμικούς·
γιατί ο μοναχός γίνεται περισσότερο κενόδοξος όταν είναι ακτήμων, ενώ
όταν έχει χρήματα τα κρύβει, επειδή ντρέπεται να έχει κάτι που δεν
ταιριάζει στο μοναχικό σχήμα.
Το
ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της κενοδοξίας του μοναχού είναι να καμαρώνει
για την αρετή και όσα τη συνοδεύουν· της υπερηφάνειάς του χαρακτηριστικό
είναι να υπερηφανεύεται για τα κατορθώματά του, να περιφρονεί τους άλλους και να τα αποδίδει στον εαυτό του και όχι στον Θεό. Το
χαρακτηριστικό της κενοδοξίας και της υπερηφάνειας του κοσμικού είναι
να υπερηφανεύεται και να καμαρώνει για την ομορφιά, τον πλούτο, την
εξουσία ή την εξυπνάδα του.
Χρειάζεται
μεγάλος αγώνας για να απαλλαγεί κανείς από την κενοδοξία. Και
απαλλάσσεται με την κρυφή εργασία των αρετών και με τη συνεχή προσευχή.
Το σημάδι της απαλλαγής είναι να μη νιώθει πλέον μνησικακία για εκείνον
που τον κακολόγησε ή τον κακολογεί.
(Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Γ’, Υπόθεση ΚΣΤ’ (26), σελ. 194. Εκδόσεις “Το Περιβόλι της Παναγίας”, Θεσσαλονίκη 2006)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου