Ὁ
γερω–Αὐξέντιος ἦταν μοναχός σιωπηλός καί φιλήσυχος. Ὅταν
ἔβλεπε σκάνδαλα, ἔφευγε ἀμέσως. Μιλοῦσε λίγο, ἀλλά
ἀγωνιζόταν πολύ. Ἀπέφευγε τίς συζητήσεις, γιατί ὅπως
ἔλεγε «ὅταν ὁμιλῶ, μετά δυσκολεύομαι στήν πνευματική
ἐργασία, διότι μοῦ ἔρχονται λογισμοί ἄλλοι»
Συμβούλευε:
«Νά λέτε συνεχῶς τήν εὐχή, γιατί ἔτσι θά εἶστε μαζί μέ τόν
Χριστό. Μέ τήν εὐχή αἰσθάνεται κανείς ἕνωση μέ τόν Θεό.
Καταλαβαίνει ὅτι τό πᾶν εἶναι ὁ Θεός. Μέ τήν εὐχή νά
διώχνετε τούς λογισμούς. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός θά σᾶς διδάσκει
καί θά σᾶς φωτίζει. Μόνο νά κοιτᾶτε ὁ νοῦς σας νά εἶναι μέσα στήν
καρδιά. Ὅταν ὅμως κουράζεστε, νά λέτε τό “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…”
μέ τό στόμα. Ἐγώ αὐτό πού ἔχω νά σᾶς πῶ εἶναι τό “Κύριε Ἰησοῦ
Χριστέ…” καί τίποτε ἄλλο». Ὅταν τόν ρωτοῦσαν, «τί πρέπει νά
κάνουμε γιά νά κερδίσουμε τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν»,
ἀπαντοῦσε: «Νά λέμε συνεχῶς τήν εὐχή “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ,
ἐλέησόν με”». Σέ ὅλους συνιστοῦσε νά λένε τήν εὐχή, καί
μάλιστα ἔλεγε «τήν εὐχή στήν καρδιά», ἐνῶ στούς λαϊκούς
ἔλεγε νά τηροῦν τίς ἐντολές καί νά διαβάζουν τήν Ἁγία Γραφή.
Ὁ
ἴδιος εἶχε κάνει πράξη στήν ζωή του τό «ἀδιαλείπτως
προσεύχεσθε», καί μάλιστα ἔφθασε σέ προχωρημένη κατάσταση
πνευματική, ὥστε νά λέγη τήν εὐχή καί στόν ὕπνο του, ὅπως μέ
ἁπλότητα ἀπεκάλυψε στόν γέροντα Παΐσιο.
Ἄλλοτε
εἶπε ὁ ἴδιος, ὄντας τυφλός, ὅτι, «ὅταν λέω τήν εὐχή βλέπω στό
δεξιό μέρος φῶς. Αὐτό τό βλέπω, ὅταν κάνω τόν κανόνα μέ τό
κομποσχοίνι. Τό βλέπω συχνά. Αὐτό φεύγει καί ὕστερα πάλι
ξανάρχεται. Τό κυριώτερο ὅμως εἶναι ἡ ἀγάπη πού ἔρχεται
στήν καρδιά γιά τόν Χριστό». Ἔβλεπε τακτικά τό Ἄκτιστο φῶς.
Κάποια μέρα πού ἀνησύχησε πού δέν τό εἶδε καί ζητοῦσε νά
ἐξομολογηθῆ στόν Πνευματικό του.
Κάποτε
ὁ γερω–Αὐξέντιος πῆγε νά κοινωνήση στό παρεκκλήσι τοῦ Ὁσίου
Γρηγορίου, τοῦ Κτίτορος, ὅπου γινόταν θεία Λειτουργία.
Προσῆλθε προετοιμασμένος μέ πολύ πόθο καί εὐλάβεια, ἀλλά ὁ
λειτουργός Ἱερέας τυφλώθηκε ἀπό ἕνα φῶς δυνατό καί ἱλαρό
πού ἔβγαινε ἀπό τό πρόσωπο τοῦ γέροντος Αὐξεντίου. Τό
πρόσωπό του σκεπάστηκε, ἐξαφανίστηκε ἀπό ἕναν φωτεινό
ἥλιο, ὑπέρ τόν ἥλιο λάμποντα, καί ὁ ἱερέας δέν μποροῦσε πλέον
ὄχι νά τόν κοινωνήση ἀλλά οὔτε νά τόν ἀντικρύση, ρίχνοντας
τό βλέμμα του χαμηλά. «Ἔλαμπε τόσο τό πρόσωπό του», διηγεῖται
ὁ λειτουργός, «πού ὅταν τόν κοίταξα, ζαλίστηκα καί παρά λίγο
νά πέσω κάτω. Ἔβαλα τό χέρι μου καί σκέπασα τά μάτια μου γιατί
δέν ἄντεχα τό δυνατό φῶς. Ἔλαμπε ὁλόκληρος». Ὅταν σέ λίγο
ὑπεστάλη τό ἄκτιστον φῶς καί συνῆλθε ὁ ἔκπληκτος ἱερέας,
τότε τόν κοινώνησε.
Εἶχε
μεγάλη αὐταπάρνηση. Γιά νά μή βγῆ στόν κόσμο νά ἐγχειρισθῆ
στά μάτια του ἔμεινε τυφλός. Δέν ἔκανε ἐγχείρηση κήλης, παρ᾿
ὅλο πού πονοῦσε καί ὑπέφερε. Δέν θέλησε νά βάλη ξένα δόντια.
Ἔμεινε χωρίς οὔτε ἕνα δόντι, καί δυσκολευόταν στίς σκληρές
τροφές. Δέν ἤθελε νά τοῦ κάνουν ἰδιαίτερα φαγητά. Ὅταν τόν
ρωτοῦσαν τί φαγητό θέλει, ἀπαντοῦσε: «Ὅ,τι ἔχει τό κοινό».
Πάντα ἔτρωγε μέ ἐγκράτεια καί μέτρο. Ἄν τόν πίεζαν νά φάη
περισσότερο, ἔλεγε: «Μή μέ πιέζετε. Τό πολύ φαγητό δέν
εἶναι κατά Θεόν». Ἔδινε καί στόν διακονητή του κάτι ἀπ᾿ αὐτά
πού τοῦ πήγαινε.
Ὅταν
κοινωνοῦσε κλεινόταν στό κελλί του καί προσευχόταν. Δέν
μιλοῦσε καί δέν ἀπαντοῦσε σέ κανέναν. Κάποτε, μετά τήν θεία
Κοινωνία τόν βρῆκαν οἱ πατέρες μπρούμυτα μέσα στό κελλί του
νά προσεύχεται. Ἦταν σέ θεωρία καί δέν ἔνιωθε τούς πατέρες
πού τόν παρακολουθοῦσαν.
Τυφλός
ὤν καί ἐνῶ δέν ἄκουγε καί καλά, μή ἔχοντας ἀκριβῆ αἴσθηση τοῦ
χρόνου καί μή θέλοντας νά χάση τήν ἀκολουθία, ξεκινοῦσε ἀπό
τό κελλί του ὡς συνήθως καί δύο ὧρες νωρίτερα. Μία νύχτα
σκόνταψε, ἔπεσε, χτύπησε καί πλημμύρισε στά αἵματα πού
ἔτρεχαν ἀπό τήν μύτη του. Ἐξαντλήθηκε καί δέν μποροῦσε νά
σηκωθῆ. Τόν βρῆκαν μετά ἀπό δύο ὧρες περίπου ξυλιασμένο
μέσα στά αἵματα καί τόν μετέφεραν στό γηροκομεῖο. Ἐκεῖ τόν
καθάρισαν καί κάθησε ἕνας ἀδελφός νά τόν προσέχη. Ὅταν
κατάλαβε ὅτι ἔφυγαν οἱ πατέρες καί νομίζοντας ὅτι εἶναι
μόνος, πέταξε τίς κουβέρτες σηκώθηκε ὄρθιος καί ἄρχισε νά
κάνη τόν κανόνα του, συνεχίζοντας γιά ὧρες τά κομποσχοίνια
του. Τοῦ εἶπαν οἱ πατέρες: «Γερω–Αὐξέντιε, ἐσύ τώρα εἶσαι
γεροντάκι. Κάθησε στό κελλί σου, δέν χρειάζεται νά ἔρχεσαι στήν
ἀκολουθία». Αὐτός ἀπάντησε: «Μή μοῦ στερῆτε τήν Ἐκκλησία.
Ἐκεῖ αἰσθάνομαι πραγματική ἐλευθερία».
Ἐκοιμήθη
τήν 1η Μαρτίου 1981, ξημερώνοντας Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας,
σέ ἡλικία 89 ἐτῶν, προετοιμασμένος πλήρως γιά τήν ἄλλη ζωή. Ὁ
Γέροντας καί οἱ πατέρες μιλοῦσαν μέ θαυμασμό καί συγκίνηση γιά
τόν γερω–Αὐξέντιο, γιά τά ἀσκητικά του καί νηπτικά του
κατορθώματα, καί εἶχαν τήν αἴσθηση ὅτι προπέμπουν ἕναν ὅσιο
στήν Ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων, στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Μετά
τήν κοίμησή του, ἀδελφός ρώτησε τόν γερω–Παΐσιο ἐάν σώθηκε
ὁ γερω–Αὐξέντιος καί ἀπάντησε: «Ἐάν αὐτός δέν σώθηκε, τότε
κανείς ἀπό μᾶς δέν θά σωθῆ». Ἡ τιμία κάρα του κατά καιρούς
ἐκπέμπει εὐωδία.
Τήν εὐχή του νά ἔχουμε.
Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου