Άγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης
Ο
Άγιος Πορφύριος γεννήθηκε το 1906 στον Άγιο Ιωάννη Καρυστίας Ευβοίας.
Το κοσμικό του όνομα ήταν Ευάγγελος. Στο σχολείο φοίτησε μόνον δύο
χρόνια. Η ασθένεια του δασκάλου και η φτώχεια της οικογένειάς του τον
έσπρωξαν να εργασθεί βόσκοντας τα λίγα ζώα της. Λίγο αργότερα, περίπου
εννέα χρονών παιδάκι, εργάστηκε στο ανθρακωρυχείο της περιοχής και μετά
στο παντοπωλείο ενός γνωστού της οικογένειας, στον Πειραιά. Ο πατέρας
του είχε πάει να δουλέψει στη διώρυγα του Παναμά, για να συντηρήσει την
οικογένειά του.
Όταν
ήταν 8 ετών, βρήκε ένα φυλλάδιο με το βίο του Αγίου Ιωάννη του
Καλυβίτη, το οποίο διάβαζε συλλαβιστά. Ο βίος του αγίου συγκίνησε το
μικρό βοσκό και θέλησε να τον μιμηθεί. Έτσι, γύρω στα δώδεκα χρόνια του,
ξεκίνησε μόνος του κρυφά για το Άγιο Όρος και στο πλοίο συνάντησε τον
μετέπειτα Γέροντά του, ιερομόναχο Παντελεήμονα, τον πνευματικό, που
ασκήτευε στην καλύβη του Αγίου Γεωργίου στη Σκήτη Καυσοκαλυβίων του
Αγίου Όρους.
Σ΄
αυτόν τον Γέροντα και τον αυτάδελφό του μοναχό Ιωαννίκιο, ο νεαρός
δόκιμος έκανε χαρούμενη και άκρα υπακοή και έτσι σε λίγα χρόνια αξιώθηκε
να καρεί μοναχός. Λόγω της θερμής πίστης του, της υπακοής και της
άσκησής του, τον επισκέφθηκε η θεία Χάρη και απέκτησε σε νεαρή ηλικία το
χάρισμα της διοράσεως.
Στο
Άγιον Όρος ασθένησε από πλευρίτιδα γύρω στα 18 του χρόνια και οι
γέροντές του τον έστειλαν σε μοναστήρι στην Εύβοια για θεραπεία. Εκεί
τον γνώρισε ο Αρχιεπίσκοπος Σινά Πορφύριος και αφού διαπίστωσε την
πνευματική του προκοπή, τον χειροτόνησε ιερέα σε ηλικία 20 ετών. Μετά
από ένα μικρό διάστημα ο Μητροπολίτης της περιοχής τον κατέστησε
πνευματικό και έτσι έθεσε στην υπηρεσία των πιστών το χάρισμα της
διοράσεως. Με το χάρισμα αυτό, ο νεαρός ιερομόναχος και πνευματικός
Πορφύριος βοηθούσε τους ανθρώπους να γλιτώσουν από διάφορες πλεκτάνες
του πονηρού, να καταλάβουν τί γίνεται στην ψυχή τους και να εργασθούν
για τη σωτηρία τους.
Το
1940 διορίστηκε εφημέριος στην Πολυκλινική Αθηνών, στην οδό Σωκράτους,
κοντά στην πλατεία Ομονοίας. Σ΄ αυτή τη θέση παρέμεινε συνολικά 33
χρόνια, εξομολογώντας τους ασθενείς και άλλους, προσευχόμενος,
συμβουλεύοντας και συχνά θεραπεύοντας με την προσευχή και τη Χάρη του
Θεού ασθενείς που ζητούσαν τη βοήθεια του.
Το
1950 νοίκιασε το εγκαταλελειμμένο μοναστηράκι του Αγίου Νικολάου
Καλλισίων στην Πεντέλη και μέχρι το 1978 καλλιεργούσε την περιοχή του.
Το 1979 εγκατεστάθηκε στο Μήλεσι Αττικής, κοντά στον Ωρωπό, όπου άρχισε,
αφού έλαβε τις νόμιμες άδειες, να κτίζει το Ησυχαστήριο της
Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Σ΄ αυτό δεχόταν επισκέπτες κάθε κατηγορίας
και τηλεφωνήματα από όλα τα μέρη του κόσμου, για διάφορα προβλήματα και
συμβούλευε, ευχόταν, εξομολογούσε και θεράπευε τις ψυχές και πολλές
φορές και τα σώματα των ανθρώπων.
Τον
Ιούνιο του 1991, προαισθανόμενος το τέλος του, και μή θέλοντας να
κηδευθεί με τιμές, αναχώρησε για το καλύβι του Αγίου Γεωργίου στα
Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, όπου είχε καρεί μοναχός πριν από περίπου
70 χρόνια και στις 2 Δεκεμβρίου παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριο.
Οι
διδαχές του παραμένουν πολύτιμες παρακαταθήκες για τον ταλαιπωρημένο
άνθρωπο της εποχής μας. Με τη βαθιά αγάπη και τη διάκριση που τον
χαρακτήριζε, τα λόγια του αποτελούν αληθινές σανίδες παρηγοριάς στις
μέρες μας. Η διεισδυτική του ματιά και η μεγάλη του φιλανθρωπία
προσφέρουν ξεχωριστές διαστάσεις στη σύγχρονη Ποιμαντική.
Στην
αγιοκατάταξη του Γέροντος Πορφυρίου προχώρησε η Αγία και Ιερά Σύνοδος
του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά συνεδρίασή της 27ης Νοεμβρίου 2013,
υπό τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο.
Γέρων Αμβρόσιος, πνευματικός μονής Δαδίου
Γεννήθηκε
στο χωριό Λαζαράτα της Λευκάδος το 1914. Το κοσμικό του όνομα ήταν
Σπυρίδων Λάζαρης. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος και η οικογένειά του
πολύτεκνη. Από μικρός ο ίδιος χαρακτηριζόταν για την ηρεμία του
χαρακτήρα του και την αγάπη του προς την Εκκλησία. Δεν μπόρεσε να
μορφωθεί γιατί ο πατέρας του έλειπε στον πόλεμο και ο ίδιος βοηθούσε τη
μητέρα του στις αγροτικές δουλειές του σπιτιού.
Όταν
εκπλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία, θέλησε να πάει στο Άγιο Όρος, αλλά
δεν ήξερε τον τρόπο. Με την καθοδήγηση, όμως, ενός νέου έφτασε στην
Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου. Εκεί ο συνοδός του τού είπε: “Εδώ, θα μείνεις,
Σπύρο. θα γίνεις μοναχός, θα κάνεις υπομονή και υπακοή στο γέροντα” κι
αμἐσως εξαφανίστηκε. Ο Σπύρος κατάλαβε ότι επρόκειτο για άγγελο Κυρίου,
παρέμεινε στο μοναστήρι και σε ηλικία 25 ετών έγινε μοναχός με το όνομα
Χαρίτων.
Ένα
βράδυ ο ηγούμενος λέει στο μοναχό Χαρίτωνα να διαβάσει την Ενάτη.
Εκείνος, καθώς ήταν αγράμματος, προσπάθησε να διαβάσει, αλλά είχε μεγάλη
δυσκολία. Ο ηγούμενος αγανάκτησε και τον έδιωξε λέγοντάς του
επιτιμητικά να πάει στο κελλί του. Το ίδιο βράδυ, ενώ προσευχόταν,
εμφανίστηκε η Παναγία και τον βοήθησε να μάθει το ψαλτήρι από μνήμης.
Ένα
καλοκαίρι εργαζόταν στον κήπο της Μονής. Βλέποντας μία συκιά και επειδή
πεινούσε, ανέβηκε στο δένδρο, για να φάει σύκα. Στο Άγιο Όρος οι
μοναχοί δεν επιτρέπεται να τρώνε τίποτε εκτός τραπέζης, γιατί θεωρείται
λαθροφαγία. Έφαγε μερικά σύκα, αλλά γλίστρησε και έπεσε από το δέντρο.
Αν και είχε πέσει από το πρωί, οι άλλοι μοναχοί αφού τον αναζήτησαν, τον
βρήκαν μόνο το απόγευμα στο περιβόλι πεσμένο κάτω να πονάει πολύ. Τον
έβαλαν πάνω σε μια πόρτα και τέσσερα άτομα μαζί – καθώς ήταν σωματώδης –
τον μετέφεραν στο κελλί του. Όπως διηγείται ο ίδιος: «Ενώ βρισκόμουν
στο κρεβάτι και πονούσα, απέναντι έβλεπα το παρεκκλήσι των Αγίων
Αναργύρων και τους παρακαλούσα να με βοηθήσουν. Εμφανίζονται τότε δύο
γιατροί με λευκές μπλούζες και προσπάθησαν να βάλουν το πόδι μου στην
θέση του. “-Τράβα Κοσμά”, έλεγε ο ένας. “-Κράτα από εδώ Δαμιανέ”, έλεγε ο
άλλος. Και σε πέντε λεπτά οι πόνοι εξαφανίστηκαν και έγινα καλά»!
Στο
μοναστήρι βρίσκονταν τότε πέντε νέοι μοναχοί και ένας ηλικιωμένος
γέροντας. Κάποιοι από αυτούς σκέφτηκαν ότι θα ήταν καλό να αλλάξουν τον
γέροντα. Το έμαθε ο γέροντας και ζήτησε την απομάκρυνσή τους. Με τη
συνοδεία της αστυνομίας ο μοναχός Χαρίτων εκδιώχθηκε στη Μονή
Χιλανδαρίου. Εκεί είχε πάρα πολλές δυσκολίες και πέρασε αρρώστιες, που
τον ανάγκασαν να έρθει στον κόσμο. Πήγε, λοιπόν, στον Γέροντα Πορφύριο, ο
οποίος τον συμβούλευσε να πάει στην ερειπωμένη Μονή Δαδίου στη
Φθιώτιδα. Εκεί βρήκε μόνο αρουραίους, φίδια και άγρια ζώα. Ο Γέροντας
Πορφύριος του υπέδειξε: «Κάθισε εδώ, κάνε υπομονή και υπακοή και ο Θεός
θα σε βοηθήσει».
Αμέσως
επιδόθηκε στην ανασύσταση της Μονής, η οποία έγινε στη συνέχεια
γυναικεία. Ο τότε Μητροπολίτης Φθιώτιδος Αμβρόσιος εξετίμησε τον γέροντα
και τον έκανε ιερομόναχο, δίνοντάς του, μάλιστα, το δικό του όνομα.
Κάποτε
χτύπησε το πόδι του, πήγε στο νοσοκομείο, όπου του έβαλαν πλατίνα στο
γοφό. Πονούσε, όμως, πολύ. Ο τότε Μητροπολίτης Ελβετίας Δαμασκηνός τον
πήρε στην Ελβετία να τον δούνε εκεί οι γιατροί. Εκεί διαπιστώθηκε ότι
στην πρώτη επέμβαση, του έβαλαν 1 εκατοστό πλατίνα
μεγαλύτερη με αποτέλεσμα να χρειαστεί νέο χειρουργείο, για να μειώσουν
την πλατίνα. Όταν έγινε αυτό και ετοιμαζόταν για εξιτήριο, του ζητήθηκαν
γενικές εξετάσεις, τις οποίες έκανε. Τότε, βρέθηκε στον αριστερό του
νεφρό πέτρα μεγάλη όσο ένα πορτοκάλι και έτσι παρέμεινε για νέα
εγχείριση.
Διηγείται
ο Γέροντας: «Ενώ ήμουν μόνος στο δωμάτιο, εμφανίστηκε ένας μοναχός.
Βγήκαμε, λοιπόν, μαζί στο μπαλκόνι και καθίσαμε για να μιλήσουμε. Κάπου
15 λεπτά μιλούσαμε και του είπα για τα χειρουργεία και για τον λίθο στο
νεφρό. Τότε ο μοναχός μου είπε: ’’Είμαι ο Άγιος Νεκτάριος και ήρθα να σε
δω. Ήμουν και εγώ φιλάσθενος και παρέδωσα την ψυχή μου στο «Αρεταίειο»
νοσοκομείο. Άντεξα τις συκοφαντίες και την ασθένεια, κάνοντας υπομονή. Ο
Θεός μου έδωσε χάρη μεγάλη για την υπομονή που έκανα’’. Μετά με άγγιξε
και έφυγε. Όταν έφυγε ο Άγιος Νεκτάριος μου ήρθε διάθεση ούρησης και
ούρησα σε ένα μικρό λεκανάκι Τότε βγήκε μαζί με τα ούρα και μία πέτρα σε
μέγεθος μικρού πορτοκαλιού. Τότε με μία χαρτοπετσέτα την πήρα και την
έβαλα στο συρτάρι του κομοδίνου.
Την
επόμενη θα γινόταν η εγχείριση. Έρχεται ο Ελβετός γιατρός και μου λέει:
«Ετοιμάσου για το χειρουργείο». Εγώ του απάντησα ότι δεν χρειάζομαι
χειρουργείο. Άνοιξα το συρτάρι και του έδειξα την πέτρα. Όταν την είδε ο
γιατρός, είπε· «Εσείς οι Ορθόδοξοι έχετε ζωντανή πίστη, εμείς την
νοθεύσαμε”. Το χειρουργείο δεν έγινε και ή πέτρα παρέμεινε στο γραφείο
του Ελβετού γιατρού, για χρόνια πολλά».
Του
άρεζε η ησυχία και η αφάνεια, γι’ αυτό και δεν απέκτησε μεγάλη συνοδεία
από μοναχές. Μάλιστα, ούτε στο χωριό, στο Δαδί, τον ήξεραν καλά καλά.
Και εκεί δεν κατέβαινε παρά σπάνια. Ήταν στο Μοναστήρι, έκανε πρακτικές
εργασίες, ήταν ο εφημέριος της Μονής και ασχολήθηκε πολύ με την ευχή.
Είχε όμως μεγάλη χάρη. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Εγώ αγράμματος άνθρωπος
είμαι και έρχονται εδώ τόσοι άνθρωποι μορφωμένοι, καθηγητές
πανεπιστημίου, και ανοίγει ο νους μου και τους λέω τόσα πράγματα, που
απορώ πως τα λέω».
Κοιμήθηκε την ίδια μέρα, ακριβώς 15 χρόνια μετά, που κοιμήθηκε ο Γέροντας Πορφύριος, στις 2 Δεκεμβρίου 2006, σε ηλικία 92 ετών.
Γέρων Κλεόπα Ηλίε
Γεννήθηκε
στο χωριό Σούλιτσα του νομού Botosani της Ρουμανίας στις 10 Απριλίου
του 1912 και βαπτίσθηκε Κωνσταντίνος. Όπως ανέφερε ο ίδιος, οι γονείς
του ήταν ζωντανό παράδειγμα χριστιανικής ζωής και το σπίτι τους ήταν μια
κατ΄ οίκον εκκλησία. Έτσι, τα πέντε από τα δέκα παιδιά της οικογένειάς
του ακολούθησαν το μοναχικό βίο.
Όταν
ήταν νεογέννητος, αρρώστησε σοβαρά. Επειδή δύο άλλα αδέλφια του είχαν
ήδη πεθάνει σε νηπιακή ηλικία, η μητέρα του τον πήγε στον ερημίτη Κόνωνα
Georgescu, πνευματικό στην Cozancea και με τη βοήθειά του η Παναγία
θεράπευσε τον μικρό Κωνσταντίνο.
Το
1929 εισήλθε μαζί με έναν ακόμη αδελφό του στην Ιερά Σκήτη Sihastria,
όπου μόναζε ήδη ένας μεγαλύτερος αδελφός τους. Αρχικά στάλθηκε στη βοσκή
των προβάτων της σκήτης, διακόνημα που τον γέμιζε με μεγάλη πνευματική
χαρά. Αφού υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία (1935-1937), εκάρη
μοναχός στην ίδια σκήτη.
Ο
ζήλος του στις εργασίες της σκήτης οδήγησε το γηραιό ηγούμενό της να
τον διορίσει αναπληρωτή ηγούμενο το 1942, ενώ το 1944 εξελέγη ηγούμενος.
Στα τέλη του ίδιου έτους χειροτονήθηκε διάκονος και στις αρχές του
επόμενου, πρεσβύτερος. Αμέσως επιδόθηκε στην ανακαίνιση της σκήτης και
το 1947 μόλις, πέτυχε την ανύψωσή της από εξαρτηματική σε ανεξάρτητη
Μονή.
Με
την άνοδο των κομμουνιστών στην εξουσία, συνελήφθη και ανακρίθηκε για 5
ημέρες στο Targu Neamt, αλλά πολύ σύντομα αφέθηκε ελεύθερος. Για να
αποφύγει τα προβλήματα με τις αρχές κρύφτηκε σε μια ξύλινη καλύβα βαθιά
στο δάσος, 6 χλμ. μακριά από το μοναστήρι. Σε 6 μήνες όμως επανήλθε στη θέση του.
Με
απόφαση του Πατριάρχη Ιουστινιανού μεταφέρεται στις 30 Αυγούστου 1949
μαζί με 30 μοναχούς από τη Μονή Sihastria στη Μονή Slatina-Suceava και
γίνεται ηγούμενός της, καθιστώντας τη σύντομα στο πιο οργανωμένο
μοναστήρι της Ρουμανίας. Τα προβλήματα με το καθεστώς όμως δεν έλειψαν.
Αντιμετωπίζοντας διαρκείς έρευνες και συλλήψεις, αναγκάστηκε να ζήσει
σε σκληρές συνθήκες στα βουνά Stânişoarei μαζί με τον ιερομόναχος
Αρσένιο Papacioc. Τελικά θα επιστρέψει το 1956 στη Sihastria.
Το
1959 ψηφίστηκε ειδικό διάταγμα, με το οποίο εκδιώχθηκαν από τα
μοναστήρια πάνω από 4000 μοναχοί και μοναχές. Ο ίδιος πιέστηκε από τις
αρχές να αποβάλει το μοναχικό σχήμα και να περιοριστεί στο σπίτι του.
Όπως πολλοί άλλοι μοναχοί, αρνήθηκε και αποσύρθηκε -για τρίτη φορά- στα
βουνά της Μολδαβίας.
Το
1964 η πολιτική απέναντι στην Εκκλησία έγινε ηπιότερη, οπότε μπόρεσε να
επιστρέψει στη Μονή. Παρέμεινε εκεί για 34 χρόνια ως πνευματικός των
μοναχών και πολλών λαϊκών που έρχονταν από όλη τη χώρα και το εξωτερικό,
για πνευματική καθοδήγηση.
Κοιμήθηκε
οσιακά στις 2 Δεκεμβρίου 1998. Στα τέλη του 2005, η Ιερά Σύνοδος της
Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρουμανίας πληροφόρησε τους πιστούς ότι έχει
αρχίσει να μαζεύει στοιχεία για την επίσημη αγιοκατάταξη του μακαρίου
Γέροντος Κλεόπα – ήδη αγίου στην συνείδηση πάρα πολλών πιστών.
Γέρων Ελπίδιος Νεοσκητιώτης
Γεννήθηκε
το 1913 στη Λευκωσία και το κοσμικό του όνομα ήταν Αλέξανδρος.
Ήταν δίδυμος αδελφός του Ιερομάρτυρος Φιλουμένου, που μαρτύρησε το 1979
στην Παλαιστίνη.
Τα
δύο αδέλφια είχαν μάθει από νωρίς την προσευχή και τη μελέτη πατερικών
βιβλίων. Κάποτε εντυπωσιάστηκαν τόσο πολύ από το βίο του οσίου Ιωάννου
του Καλυβίτου και σε ηλικία μόλις 14 ετών έφυγαν κρυφά από τους γονείς
τους για την Ιερά Μονή Σταυροβουνίου. Μέσα στο πνευματικά ανθηρό κλίμα
της Μονής και υπό τη φωτισμένη καθοδήγηση του πνευματικού π. Κυπριανού,
μυήθηκαν στο πνεύμα της ανατολικής μοναστικής παράδοσης.
Το
αυστηρό πρόγραμμα της Μονής κλόνισε όμως επικίνδυνα την υγεία τους και
μετά από 6 χρόνια πήγαν στην Παλαιστίνη και έγιναν τακτικά μέλη της
Αγιοταφιτικής Αδελφότητος. Το 1937 ο π. Ελπίδιος χειροτονήθηκε διάκονος
και το 1940 πρεσβύτερος, ενώ το ίδιο διάστημα ολοκλήρωσε την εγκύκλιο
παιδεία του. Υπηρέτησε σε πολλές θέσεις του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων
(Ηγούμενος της Μονής του Προδρόμου, Τιβεριάδα, Πατριαρχικός Έξαρχος στη
Ναζαρέτ, όπου έλαβε το οφφίκιο του αρχιμανδρίτου).
Τό
1947 προσελήφθη στην υπηρεσία του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και
απεστάλη για μια πενταετία στη Μοζαμβίκη. Κατόπιν έζησε στην Αθήνα,
όπου και έλαβε το Πτυχίο της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου
(1952-1956). Από το επόμενο έτος υπηρέτησε ως προϊστάμενος του Ι.Ν.
Αγίων Πάντων Λονδίνου, ενώ συγχρόνως παρακολούθησε μαθήματα Ερμηνείας
Καινής Διαθήκης και Εκκλησιαστικής Ιστορίας στο Βασιλικό Κολλέγιο. Το
1959 διορίσθηκε από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας Έξαρχος του Θρόνου,
πρώτα στην Οδησσό και κατόπιν στην Ελλάδα. Ύστερα από πολλές παρακλήσεις
και προτροπές, επανήλθε στην πατρίδα του ως ιεροκήρυκας της Επαρχίας
Πάφου και μετά Ηγούμενος της Μονής Μαχαιρά.
Δεν
έμεινε όμως και εκεί για πολύ. Έτσι, επέστρεψε εις την Ελλάδα και
ανέλαβε την εφημερία του θεραπευτηρίου του Ερυθρού Σταυρού για 6 χρόνια.
Ο ζήλος και η διακονία του παρέμειναν για πολλά χρόνια στη μνήμη των
ασθενών και του προσωπικού. Το βαθύ πνευματικό του έργο συνεχίστηκε
κατόπιν στον Ι.Ν. Αγίας Τριάδος Αμπελοκήπων όπου μετετέθη. Στο μεταξύ,
σπούδασε και στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου.
Όταν,
τέλος, αποσύρθηκε από την ενεργό υπηρεσία, πραγματοποίησε αυτό που για
δεκαετίες διακαώς επιθυμούσε: την αμεριμνησία της ησυχαστικής ζωής.
Ασκήτευσε, έτσι, στη Νέα Σκήτη του Αγίου Όρους, ύστερα από ενύπνια
υπόδειξη της Παναγίας.
Η
αλήθεια είναι πως καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του δεν παρέλειψε ποτέ
τα μοναχικά του καθήκοντα. Από μαθητής ακόμα, συνήθιζε να απομονώνεται
τελώντας τις ακολουθίες του νυχθημέρου. Κάποτε, μάλιστα, όταν στο
νοσοκομείο διογκώθηκαν οι υποχρεώσεις του, ζητούσε μέσα στην απλότητά
του από την αδελφή του και τους ανεψιούς του να διαβάζουν από ένα μικρό
κομμάτι της ακολουθίας του, ενώ από τα πνευματικά του τέκνα (ιδίως τις
αδελφές νοσοκόμες), να κάνουν λίγες μετάνοιες, για να συμπληρωθεί ο
κανόνας του.
Στο
αγιορείτικο κελλί του, πάλι, συνήθιζε να διαβάζει παρακλήσεις για όλο
τον κόσμο, και εξορκισμούς και ευχές για όλους τους μοναχούς της Σκήτης
και του Αγίου Όρους. Στις μετακινήσεις του ήθελε να ταξιδεύει μόνος του
για να λέει απερίσπαστος την ευχή.
Οι
συνασκητές του διηγούνται ότι γνώριζε με λεπτομέρειες το μαρτύριο του
αδελφού του Φιλουμένου εις την Παλαιστίνην, καθώς άκουγε τούς δαρμούς
του και τον ίδιο να του φωνάζει, «αδελφέ μου, με σκοτώνουν!». Άλλοτε
ευλόγησε το λιγοστό φαγητό μιας φτωχής οικογένειας και αυτό
υπερπερίσσευσε. Θαύματα διηγούνται, ακόμη, και κατά τη θητεία του στον
Ερυθρό Σταυρό.
Προτίμησε
πάντοτε τη ζωή της αφάνειας και της διάκρισης και ποτέ δεν προκάλεσε
κανέναν. Όταν στο τέλος της επίγειας ζωής του αρρώστησε βαριά, ήταν
εκείνος που ανέπαυε όσους αδελφούς τον επισκέπτονταν για να τον
αναπαύσουν. Κοιμήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1983.
και του άγιου γέροντα Αναστάσιου του Κουδουμά Κρήτης
Έγραψε ο Επισκοπος Ναυπακτου Ιεροθεος _ Ο
Γέροντας Αναστάσιος Κουδουμιανός κοιμήθηκε την Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013 καισυνέχεια θα καταγράψω μερικές πληροφορίες από τις τελευταίες ημέρες της
επιγείου ζωής του και τα σχετικά από την συνάντησή μου μαζί του στο Νοσοκομείο.
Ελπίζω
δε και πιστεύω ότι ο Ηγούμενος και οι Πατέρες της Μονής Κουδουμά καθώς και ο
Αρχιμ. π. Αντώνιος Φραγκάκης θα γράψουν για τον υπέροχο αυτόν όσιο μοναχό, για
την οσιακή ζωή του, τις αλλοιώσεις της καρδίας του, τις αναβάσεις του πνεύματός
του και τις θεόσοφες διδαχές του.
Εμπειρικός
θεολόγος
Ο
Γέροντας Αναστάσιος ήταν μια πατερική φυσιογνωμία, διέθετε εμπειρική θεολογία,
αλλά γνώριζε πολύ καλά και την θεολογία των Πατέρων και εκφραζόταν θεολογικά
και συγκροτημένα, αν και δεν είχε τελειώσει το Δημοτικό Σχολείο. Όμως η
μοναχική του ζωή, η άσκησή του στα σπήλαια, η αδιάλειπτη προσευχή που είχε και
οι ποικίλες επισκέψεις της θείας Χάριτος επάνω του του έδωσαν θαυμαστή
θεολογική γνώση.
Τόν
γνώρισα δια μέσου του π. Αντωνίου Φραγκάκη, είχα δε μια τηλεφωνική επικοινωνία
μαζί του, μου διεβίβαζε τις ευχές και τις απόψεις του και θαύμαζα για τον τρόπο
με τον οποίο εκφραζόταν, που ήταν απόρροια της χαρισματικής του θεολογίας, αλλά
και της μελέτης των βιβλίων των Πατέρων της Εκκλησίας, μέσα από την δική του
πείρα.
Μιλούσε
με έναν καταπληκτικό τρόπο, δηλαδή «αλιευτικώς και ουκ αριστοτελικώς». Διάβαζε
τα βιβλία μου και εξέφραζε τις απόψεις του. Μέ αγαπούσε και τον σεβόμουν πολύ.
Λάμβανα υπ' όψη μου τον λόγο του, γιατί ήταν ένας θεόσοφος Ιερομόναχος.
Παλαιότερα
άκουσα μια ηχογραφημένη προφορική ομιλία του που έκανε σε προσκυνητές της Μονής
στην οποία ανέπτυσσε με καταπληκτικό τρόπο την δυαδική σχέση μεταξύ ηδονής και
οδύνης, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή. Δεν ήταν ομιλία προετοιμασμένη,
αλλά εξερχόταν μέσα από την πείρα του και τις γνώσεις του.
Ακούγοντας
την ομιλία αυτή θαύμασα για τον ρέοντα πατερικό λόγο, που ήταν απόλυτα
αφομοιωμένος από τον Γέροντα, διέγνωσα καθαρότατα ότι ο λόγος του, καίτοι ο
ίδιος δεν είχε σπουδάσει θεολογία, ήταν κατ' εξοχήν θεολογικός, συγκροτημένος
και θεραπευτικός.
Μέ
αξίωσε ο Θεός να συναντηθώ μαζί του τον προηγούμενο Απρίλιο (15-4-2013), όταν
τον επισκέφθηκα στην Ιερά Μονή Κουδουμά και είχαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα
συζήτηση, την οποία θα δημοσιοποιήσω αργότερα.
Θεολογία
γεγονότων
Εντυπωσιάσθηκα
από την εμπειρική γνώση την οποία διέθετε, τον θεολογικό του λόγο, την
διεισδυτική ματιά του, το φωτεινό πρόσωπό του και την όλη παρουσία του. Αυτός
ήταν ο λόγος για τον οποίον του αφιέρωσα το τελευταίο βιβλίο το οποίο
κυκλοφόρησα με τίτλο «Θεολογία γεγονότων», με τα εξής λόγια:
«Στόν
σεβαστό Γέροντα π. Αναστάσιο Κουδουμιανό πνευματικό αντίδωρο στο θεολογικό δώρο
της πολλής αγάπης του». [...]«Ο Γέροντας τις τελευταίες νύχτες αγρυπνούσε εξ
ολοκλήρου, εκτενής προσευχή. Από τις 11 το βράδυ μέχρι τις 7 το πρωΐ. Μετά
ανέμενε ήρεμος, όπως πάντα, και γλυκύτατος την θεία Κοινωνία. Μέ δάκρυα
κοινωνούσε. Ψέλιζε λόγια καρδιακής αγάπης στον Χριστό, όπως "εφόδιον ζωής
αιωνίου", "φάρμακον αθανασίας", "αντίδοτο του μη
αποθανείν". Σιωπή το πλείστον, έπειτα, και ευχή.
Μελέτησε
ενθουσιασμένος το βιβλίο του αγαπημένου του Μητροπολίτου Ναυπάκτου. ... Από τα
Μυστήρια που ζούσε λίγα μας είπε. Είπε στον π. Ιλαρίωνα: "Ήρθε ολοζώντανα
ο Μέγας Αντώνιος. Συνομιλήσαμε". "Είμαι σε κατάσταση εξόδου... Μικρή
παράταση έλαβα... Εύχεσθε να βρεθώ στο Φώς"».
Έλαβα
δύο σημαντικά μηνύματα που δείχνουν την πνευματική ωριμότητα του Γέροντα. Ζούσε
την εσωτερική νοερά λειτουργία, παράλληλα με την θεία Λειτουργία και συγχρόνως
ποθούσε την «άνω λαμπροφορία».
«Είπε
ο Γέροντας: "Έχει λυσσάξει ο δαίμονας… Δεν περιγράφονται όσα μου κάνει,
ειδικά τις νύχτες… Αυτά βέβαια εξωτερικά… Εσωτερικά λειτουργεί ο νούς στο
Εκκλησάκι της βαθείας καρδίας… Κάθε πρωΐ η νοερά καρδιακή Λειτουργία αναμένει
τον καρπό της ορθρινής Λειτουργίας του Μοναστηριού. Το Σώμα και το Αίμα του
Χριστού… Ο ειρηνάρχης Χριστός ενθρονίζεται μέσα στην καρδιά… Τελεία κατάπαυσις…"».
«Είπε
ο Γέροντας: "Επείγομαι να αναχωρήσω από τον κόσμο της φθοράς. Δεν θέλω να
δώ και τα επερχόμενα δεινά. Θα βρεθή θέσις όμως δι' εμέ τον ανάξιον εις την άνω
φωτοφορίαν; [...]».
Μακάριζα
τον Γέροντα και δόξαζα τον Θεό!
Ο
Γέροντας Αναστάσιος στο Νοσοκομείο
Πλησίασε
η τελείωση του Γέροντα Αναστασίου, η πορεία του προς την Άνω Ιερουσαλήμ.
Πρίν
λίγο καιρό ο Γέροντας Αναστάσιος είχε φρικτούς πόνους από πέτρα στην χολή. Πρίν
πάει στο Νοσοκομείο από τους πόνους έκανε βηματισμούς στο μικρό κελλί του, έπεσε
και έσπασε το ισχύον. Εισήχθη στο Νοσοκομείο για εγχείριση στο ισχύον και στην
συνέχεια θα έπρεπε να αντιμετωπισθή η πέτρα στην χολή.
Κατά
την εισαγωγή του στο Νοσοκομείο «Βενιζέλειο» στο Ηράκλειο Κρήτης εκδηλώθηκε για
μια ακόμη φορά η θεολογική του ύπαρξη. Παρά τους σωματικούς πόνους του, μιλούσε
για τον Θεό, για το Φώς, για την νοερά προσευχή στην καρδιά κλπ. Θα παραθέσω
μερικά απ' όσα έλεγε.
Πονούσε
πολύ, αλλά το αντιμετώπιζε ησυχαστικώς:
«Πονάω
αφόρητα... Πόνος παρατεινόμενος, ανελέητος... Όμως, πρέπει να τραβάμε από εκεί
τον νού μας και να τον έχουμε στον Χριστό... Να πήτε στον άγιο Ναυπάκτου και
τις Μοναχές: Ευχαριστώ εκ καρδίας για την αγάπη τους και τις ευχές τους. Αυτοί
πρέπει να μάθουν και εμένα να προσεύχομαι… Το θέλημα του Κυρίου γενέσθω εν
παντί. Κατά πάντα και δια πάντα. Και επ' εμοί και επί πάσι. Και εν τοίς
αγγέλοις και εν τοίς ανθρώποις. Και εν ουρανώ και επί γής και εν τοίς
καταχθονίοις. Και εν τη αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία. Τα πάντα και εν πάσι
Χριστός...».
«Όποιος
ταυτίσει το θέλημά του με το άγιο θέλημα του Θεού δεν βλέπει στην ζωή του
τίποτα κακό. Δεν διαχωρίζει τα επισυμβαίνοντα εις εαυτόν σε ευχάριστα και
δυσάρεστα. Όλα είναι ευχάριστα. Και τα δυσάρεστα περισσότερο ευχάριστα.
Προέρχονται από την παναγάπη του Θεού και αποβλέπουν στην πραγμάτωση του
"καθ' ομοίωσιν"».
«Τα
εύκολα δεν σώζουν. Δεν θα ήταν προτιμότερο να μήν είχα υποστεί το κάταγμα και
να μήν περάσω τους αφόρητους πόνους; Όχι. Γιατί σημασία έχει τί συμφέρει την
ψυχή μας. Την πνευματική ολοκλήρωση. Γι' αυτό πρέπει να αποβάλλουμε το γνωμικό
θέλημα και να αποκτήσουμε φυσικό θέλημα. Να ταυτίσουμε απόλυτα το θέλημά μας με
το άγιο θέλημα του Θεού. Εκείνος ξέρει τί φάρμακο ταιριάζει στον καθένα από
μάς. Σημασία έχει να ενωθούμε μαζί Του».
Μετά
την χειρουργική επέμβαση στο ισχύο είπε στον π. Αντώνιο.
«Πέρασε,
παιδί μου, η χορεία των αγίων Πατέρων. Πολλοί Πατέρες πέρασαν... ζωντανά, εν
ριπή οφθαλμού τους είδα όλους... Ο Μέγας Αντώνιος, οι αγαπημένοι μου Ιωάννης
Χρυσόστομος και Γρηγόριος Παλαμάς, οι όσιοι του Μοναστηριού μας, Παρθένιος και
Ευμένιος, και όλοι οι υπόλοιποι, ο άγιος Παντελεήμων, η αγία Παρασκευή, και
τόσοι άλλοι... Αυτό γινόταν και στο Μοναστήρι, πολύ έντονα τις τελευταίες
ημέρες, πριν υποστώ τον τραυματισμό...
Ευχαριστώ
τον πολυαγαπημένο μου Μητροπολίτη Ιερόθεο, την Γερόντισσα Σιλουανή και την
Συνοδεία της... Αντελήφθην τις προσευχές όλων... Ευχαριστώ όλα τα πνευματικά
σου παιδιά... Αντεύχομαι σε όλους τα βέλτιστα εν Κυρίω... Και όταν έρχονται και
με επισκέπτονται χαίρομαι, αναπαύομαι. Και όταν μένω μόνος, έχω άλλη
συντροφιά... Η υπομονή δεν είναι δική μου... Τίποτα δεν είναι δικό μου.
"Τί έχεις ό ουκ έλαβες". Χίλιες δόξες τώ παναγίω Θεώ! Από τα έγκατα
της γής ως τα υπερουράνια...».
Κάποια
στιγμή είπε στον Ηγούμενο:
«Βλέπεις,
βλέπεις, τα επουράνια... χορείες Προφητών, Αποστόλων, Μαρτύρων, Οσίων, Δικαίων.
Αρχιερείς, Ιερείς, Μοναχοί, Λαϊκοί... πόσοι είναι εκεί... Όλους θέλει να μας
σώση η αγάπη Του... Όλους θέλει να μας βάλη μέσα... Λίγο φιλότιμο... Λίγο να
αγωνιστούμε». «Έπειτα σιώπησε απόλυτα. Τώρα μόνον ευλογεί».
Είναι
πολύ σημαντικός αυτός ο λόγος, που θυμίζει το τέλος του αββά Σισώη του Μεγάλου,
όπως περιγράφεται στο Γεροντικό. Πρόκειται για επανάληψη της ίδιας πνευματικής
εμπειρίας στον 21ο αιώνα.
Γενικά,
τα όσα έλεγε κατά την διάρκεια του πόνου του είναι καταπληκτικά, γιατί
θεολογούσε και σε αυτήν την δύσκολη στιγμή της ζωής του, που οι περισσότεροι
δεν μπορούν να ομιλούν. [...]
Οι
άγιοι Ευμένιος & Παρθένιος, κτίτορες της μονής Κουδουμά, προσεύχονται και η
θάλασσα εκβάλλει πελέκια (πελεκημένες πέτρες) για την αποπεράτωση της εκκλησίας
της μονής, που δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα για την απόχτησή τους (από
αυτό το αναλυτικό post).
Η
επίσκεψή μου στο Βενιζέλειο Νοσοκομείο Ηρακλείου
[...]
Καθώς ήταν ξαπλωμένος και εγώ πλησίον του, εκείνος ψιθύριζε και δεν μπορούσα να
καταλάβω τί έλεγε ακριβώς. Κάποια στιγμή αντιλήφθηκα ότι έλεγε ότι υπάρχουν
άνθρωποι που τους τιμούν οι άλλοι και δεν θα μπούν στον Παράδεισο, και υπάρχουν
άνθρωποι που θεωρούνται αμαρτωλοί από τον κόσμο και θα σωθούν.
Όταν
ήρθε κοντά μας ο π. Αντώνιος, είπε:
«Μπορεί
να θεωρήται κάποιος ότι έφθασε στα όρια της αγιότητος και να υπάρχη κάποιος
άλλος που να θεωρήται «ξοφλημένος» λόγω των αμαρτιών του. Ο πόνος όμως που
δημιουργείται στην καρδιά από την αίσθηση των αμαρτιών μπορεί να τον εξακοντίση
σε μεγάλα ύψη και ο άλλος να μείνη πίσω... Ένα όμως είναι σίγουρο. Ουδείς θα
εισέλθη στην βασιλεία του Θεού άνευ του πόνου της μετανοίας».
Στόν
θάλαμο βρίσκονταν οκτώ ασθενείς με τα προβλήματά του ο καθένας τους. Τούς
πλησίασα όλους, τους χαιρέτησα και τους ευχήθηκα κατάλληλα. Διέγνωσα ότι πέρα
από τον σωματικό πόνο σε όλους τους ασθενείς υπήρχε μια βαρειά ψυχική
κατάσταση, ενώ στον Γέροντα Αναστάσιο, και με όσα είπε στην συνέχεια, καίτοι
υπήρχε μια μεγάλη σωματική αδυναμία, πολύς σωματικός πόνος, τον οποίο δεν
έδειχνε καθόλου, εν τούτοις φαινόταν να διακατέχεται από μια έντονη, υψηλή
πνευματική κατάσταση.
Αυτό
φαινόταν στα όσα έλεγε, στο καθαρό και διαπεραστικό βλέμμα του, στην ψυχική του
ηρεμία και στην ορμή του πνεύματός του. Έβλεπα μια μεγάλη ορμή της ψυχής του,
που πετούσε κυριολεκτικά, έβλεπα έναν υψηλό εσωτερικό θεολογικό κόσμο, μέσα σε
ένα αραχνοειδές σωματίδιο, σε ένα ανήμπορο και ασθενικό σώμα, που όμως παρέμενε
σε κατάσταση ειρήνης. Θαύμαζα δε πώς μπορούσε αυτό το σώμα να κρατά μια τέτοια
αστραφτερή και ορμητική θεολογική ψυχή που ποθούσε τον Χριστό.
Οι
προαναφερθέντες Πατέρες της Ιεράς Μονής με την βοήθεια και άλλων λαϊκών που
ήταν πνευματικά του παιδιά, τον σήκωσαν λίγο, ώστε να είναι καθιστός στο
κρεββάτι, με τα πόδια να κρέμωνται, για να μπορή να κουνά λίγο το χειρουργημένο
πόδι, όπως είπαν οι γιατροί. Καθώς ήταν καθισμένος έλεγε επανειλημμένως:
«Ο
Χριστός είναι αστείρευτη πηγή!».
Συνεχώς
μιλούσε για τον Χριστό που μας αγαπά και μας γεμίζει δώρα ουράνια.
Στην
συνέχεια είπε: «Εδώ μέσα όλοι θεολογούν».
Προφανώς
εννοούσε ότι πονούν και μιλούν με διαφόρους τρόπους με τον Θεό, δηλαδή παλεύουν
μαζί Του.
Ο
π. Αντώνιος Φραγκάκης, αναφερόμενος σε κάποια εμπειρία που είχε ο Γέροντας πριν
λίγες ημέρες, είπε: «Η γυνή η περιβεβλημένη τον ήλιον», που αναφέρεται στην
Αποκάλυψη του Ιωάννου. Τότε έλαβα τον λόγο για να τον προκαλέσω και του είπα:
«Γέροντα,
όταν διαβάζω την Αποκάλυψη του Ιωάννου, βλέπω ότι στην ουσία περιγράφεται η
άκτιστη θεία Λειτουργία στον άκτιστο Ναό του Παραδείσου. Αυτήν την θεία
Λειτουργία την νοιώθουμε και στην γή.
Νομίζω
ότι στον ησυχαστή ο νούς στην καρδιά λειτουργή ακατάπαυστα όλο το βράδυ και το
πρωί που ξυπνά πηγαίνει στην θεία Λειτουργία στον Ιερό Ναό, ενώ γίνεται θεία
Λειτουργία στην καρδιά. Αλλά παρά την παράλληλη λειτουργία στην καρδιά και τον
Ναό, ο νούς στην καρδιά περιμένει να έλθη το Σώμα και το Αίμα του Χριστού με
την θεία Κοινωνία. Δηλαδή, υπάρχει μια σχέση μεταξύ δύο λειτουργιών, στην
καρδιά και στον Ναό».
Ο
Γέροντας «πήρε φόρα» και άρχισε να λέη:
«Ακριβώς
έτσι είναι, Σεβασμιώτατε. Δεν τα ζουν όμως πολλοί αυτά. Στην Αποκάλυψη του
Ιωάννου περιγράφεται, όντως, η άκτιστη θεία Λειτουργία στον αχειροποίητο Ναό.
Εκεί λειτουργός ο Χριστός αυτοπροσώπως. Εδώ, στον κτιστό Ναό, ιερουργεί δια της
Ιερωσύνης και ιερουργείται το Σώμα και το Αίμα Του. Υφίσταται πραγματικά στον
κτιστό Ναό, αλλά δεν αναπαύεται στον χώρο που ιερουργείται, όσο στις καρδιές
για τις οποίες προορίζεται.
Τούτο είναι και το νόημα του γραφικού
"υιέ μου, δός μοι σήν καρδίαν". Υπάρχει η νοερά λειτουργία και η
λογική λειτουργία. Η πρώτη προηγείται και περιμένει την άλλη. Μέ την θεία
Κοινωνία εγκαθίσταται ο Χριστός στο νοερό θυσιαστήριο της καρδιάς και γίνεται
πηγή όλων των αγαθών».
Σε
κάποια στιγμή του είπα ότι ο Γέροντας Σωφρόνιος γράφει κάπου ότι στην αρχή της
στροφής του προς τον ζώντα Χριστό, ύστερα από την εμπειρία του στην ανατολική
φιλοσοφία, αισθανόταν να περιβάλλη τον εσωτερικό κόσμο της καρδιάς ένα
μολύβδινο τείχος και κάτι σαν βελόνι διαπέρασε το πάχος του, οπότε δημιουργήθηκε
μια τριχοειδής σχισμή, από την οποία διείσδυσε μια ακτίνα φωτός.
Ο
Γέροντας Αναστάσιος, ακούγοντας αυτό, είπε: «Αυτό συνέβη και σε μένα». Να
σημειωθή ότι αγαπούσε πολύ τον Γέροντα Σωφρόνιο, για τον οποίον έλεγε με
θαυμασμό: «Ο μέγας Σωφρόνιος!». Επίσης αγαπούσε πολύ τον π. Παΐσιο και τον π.
Εφραίμ Φιλοθεΐτη που είναι στην Αμερική.
Στην
συνέχεια είπε:
«Στην
καρδιά δημιουργείται μια χαραμάδα σαν τρίχα. Το έζησα κάποτε αυτό. Από εκεί
εισέρχεται ο νούς στην βαθεία καρδία και ανιχνεύει τα πάντα... Η ρωγμή αυτή
παραμένει, δεν αφίσταται ο νούς από εκεί, αλλά μεταβάλλεται η χαραμάδα αυτή.
Δεν είναι πάντα η ίδια εμπειρία... Η λογική λέγει την ευχή και όταν χορτάση,
δίνει και στην καρδιά.
Άλλος
ένας άγιος του Κουδουμά: ο νάνος μοναχός Ιωακείμ
(Ιωακειμάκι)
ανάμεσα σε δυο ανήψια του (από εδώ)
Κατεβαίνει
εκεί ο Χριστός με τον νού. Ο λόγος είναι μέρος του νού... Ο λόγος περιγράφει
έπειτα ό,τι μπορέσει να εκφράση από την εμπειρία της καρδιάς... Η στενή πύλη
για την οποία μίλησε ο Κύριος είναι η πύλη της καρδιάς. Διά της καρδιάς
εισέρχεται ο νούς στον παράδεισο του Θεού. Όταν φθάσης στην θέωση έχεις τα
πάντα. Περατούται η οδός. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος είπε: Σκύψε μέσα στην
καρδιά σου και θα δής τον ουρανό. Γιατί μία είναι η πύλη του Ουρανού, η πύλη που
ανοίγεται στην καρδία...».
Έμεινα
κατάπληκτος απ' όσα άκουγα στο Νοσοκομείο σε κρεββάτι του πόνου από άνθρωπο
χειρουργημένο, που πονούσε, αλλά ο θεολογικός του λόγος έτρεχε σaν ποταμός.
Μετά
για ένα διάστημα σιωπήσαμε, δεν ήθελα να τον ενοχλήσω και να τον κουράσω αν και
φαινόταν ότι ήθελε να ομιλή θεολογικά. Για τον λόγο αυτό μιλούσα με τους
μοναχούς που ήταν δίπλα, στο κάτω μέρος του κρεββατιού. Διέκρινα ότι ο Γέροντας
με κοιτούσε διερευνητικά με τα έντονα εκφραστικά μάτια του.
Άν
και πονούσε, δεν εξέφραζε καθόλου κάποια δυσαρέσκεια με μια σωματική κίνηση ή
έναν μορφασμό του προσώπου. Δεν ενοχλείτο από την παρουσία πολλών ανθρώπων
δίπλα στο κρεββάτι του.
Κάποια
στιγμή είπε:
«Είναι
στενή η πύλη που εισάγει στην όντως ζωή. Και αυτό τον στενωπό, εγώ το διαβαίνω
ήδη».
Έσκυψα
και τον ασπάσθηκα, του χάϊδεψα και την κεφαλή του με αγάπη. Πήγα στο πίσω μέρος
και κρατούσα τα μαξιλάρια σε όρθια θέση για να κάθεται λίγο στο κρεββάτι.
Εκείνος ήταν σύννους, ούτε γελούσε ούτε εξέφραζε τον πόνο του. Είχε μια μεγάλη
ευγένεια ψυχής. Έμοιαζε ως ένας ώριμος θεολόγος αλλά και σaν ένα μικρό παιδί,
και αυτήν την ενοποίηση την δημιουργεί η Χάρη του Θεού με την κατά Χριστόν
απάθεια.
Στο
χέρι του υπήρχε ορός, αλλά και τα δυό του χέρια ήταν πληγωμένα και μαυρισμένα
από τα τρυπήματα. Ο π. Αντώνιος σε κάποια στιγμή χάϊδευε το χέρι του και
εκείνος κοίταζε χωρίς να δείξη ότι ενοχλείται. Κάποιος από τους παρισταμένους
είπε ότι πονάει στο σημείο εκείνο από τα τρυπήματα. Τότε ο π. Αντώνιος του
είπε: «Δεν το γνώριζα, Γέροντα. Γιατί δεν μου το είπατε;». Και ο Γέροντας
απήντησε χαμογελώντας:
«Δυό
μόνο χέρια έχω και δεν βρήκανε τρίτο να το αφήσουνε άθικτο».
Μερικοί
παρόντες λαϊκοί ζήτησαν από τον Γέροντα την άδεια να τον φωτογραφήσουν και να
φωτογραφηθούν μαζί του. Εκείνος δεν απάντησε ούτε θετικά ούτε αρνητικά και
παράμεινε ατάραχος και ειρηνικός.
Τού
είπα ότι η καρδιά είναι εκείνη που αισθάνεται τον Θεό. Ο Γέροντας συμφώνησε,
αλλά γεμάτος σοφία απάντησε: «Συγχρόνως η καρδιά και παραπλανά». Αυτό συμβαίνει
όταν η καρδιά δεν καθαρίζεται από τα πάθη. Στην συνέχεια είπε:
«Η
υπομονή είναι ο Χριστός... Τα πάντα είναι ο Χριστός... Εκείνος είπε:
"Πατάσσω και πάλιν ιάσομαι". Άλλοτε εκφράζεται με αυστηρότητα, άλλοτε
με γλυκύτητα, αλλά και με τους δυό τρόπους φανερώνεται η Αγάπη Του.
Η
πάλη με τον Θεό είναι αδυσώπητη. Δεν την γνωρίζουν –αυτήν την πάλη– παρά μόνον
ο Θεός και οι αθλητές του Χριστού. Είναι αδυσώπητη πάλη, γιατί ο Θεός είναι
παντοδύναμος. Είναι όμως και παναγάπη. Και όταν δείχνη την
"σκληρότητά" Του, ουσιαστικά αισθητοποιεί την αγάπη Του».
Δίπλα
στον Γέροντα ήταν ένας ασθενής που ανέπνεε βαρειά και βογκούσε. Τόν ρώτησα αν
ενοχλήτο από τα βογγητά και αν ήθελε να παρακαλέσω να τον μεταφέρουν σε άλλο
δωμάτιο για να είναι μόνος του και να έχη ησυχία. Μού είπε:
«Όχι,
ευχαριστώ, δεν με ενοχλούν, με βοηθούν... Όλοι αυτοί θεολογούν τον πόνο τους...
Συμπληρώνουν και την δική μου θεολογία».
Είναι
καταπληκτικό να αισθάνεται κανείς τον πόνο του άλλου ως θεολογία. Αυτό δείχνει
μια ευαίσθητη καρδιά που έχει μεταμορφωθή από την Χάρη του Θεού.
Τόν
περισσότερο καιρό που ήμουν κοντά του, δεν μιλούσα για να μη τον κουράζω. Οι
μοναχοί μου έλεγαν ότι δεν κουράζεται ο Γέροντας, αλλά χαίρεται να μιλά
θεολογικά. Μάλιστα, όταν ήταν σε άλλο δωμάτιο, όλη την νύκτα έλεγε με το στόμα
του την ευχή και άκουγαν και οι άρρωστοι.
Κάθησα
κοντά του περίπου μιάμιση ώρα. Αισθανόμουν γαλήνη στην ψυχή και την καρδιά μου,
μια ειρήνη και χαρά. Μετά έλαβα την ευχή του για να φύγω. Μού ζήτησε να
προσεύχομαι γι' αυτόν. Τού είπα ότι το κάνω, αλλά ζήτησα τις δικές του
προσευχές. Αυτός απάντησε: «Αυτό το λέτε από ταπείνωση». Τού φίλησα το χέρι,
εκείνος ζήτησε να φιλήση το δικό μου, ασπάστηκα το μέτωπό του και μου είπε:
«Σάς
εύχομαι την αιώνια δόξα».
[...]
Το
χάρισμα της μακαρίας τελευτής
Τίς
τελευταίες ημέρες πριν την κοίμησή του προσευχόταν συνεχώς. Είχε δυσκολίες.
Έλεγε στους Πατέρες της Μονής:
«Μέ
κρατούν ακόμη στην επίγεια ζωή οι προσευχές σας. Η παράταση είναι δώρο
μετανοίας. Ευχαριστώ κι ευλογώ άπαντας. Αντεύχομαι υπέρ πάντων». [...]
Κάποια
στιγμή ο Γέροντας είπε στον Ηγούμενο της Μονής να του δώση την ευχή του για να
πορευθή στο Φώς. Εκείνος δυσκολευόταν να το κάνη. Όταν όμως τον επισκέφθηκε ο Σεβ.
Μητροπολίτης Γορτύνης κ. Μακάριος του διάβασε μια ευχή και η ψυχή του ανεχώρησε
προς το Φώς. Στο περιστατικό αυτό φαίνεται η συνάντηση ενός χαρισματικού
θεολόγου με την Χάρη της Αρχιερωσύνης και δείχνει ότι τα χαρίσματα δίνονται από
τον Θεό δια της Εκκλησίας, ώστε να ενεργούνται εντός της Εκκλησίας, με την ευχή
των Επισκόπων, προς δόξαν του Τριαδικού Θεού.
Αμέσως
ο π. Αντώνιος με ειδοποίησε ότι κοιμήθηκε ο Γέροντας με μήνυμα:
«Έφυγε
για το αναστάσιμο Φως ο Γέρων Αναστάσιος. Την ευχή του να έχουμε». [...]
Ο
Γέροντας Αναστάσιος ήταν ευλογημένος, ήταν όντως μια μεγάλη θεολογική μαρτυρία
της εποχής μας, εφάμιλλη αρχαίων μεγάλων θεοπτών ασκητών του Γεροντικού.
Η
περίπτωσή του μου θύμισε τους λόγους του αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, τους οποίους
είπε αναμένοντας τον θάνατο: «χτύπα το σώμα, η ψυχή μένει αλάβωτη τη θεία
εικόνα θα την παραστήσω στον Χριστό, όπως την έλαβα, ανθρωποκτόνε». «Πήγαινέ
με, Χριστέ, εμένα τον λάτρη σου, όπως θέλεις».
Επίσης
μου θύμισε τον λόγο του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ότι ο θάνατος «ουκέτι
φοβερός εστιν, αλλά πεπάτηται, καταπεφρόνηται, ευτελής εστι και ουδενός άξιος».
Ακόμη, μου θύμισε τον λόγο του Γέροντος Σωφρονίου ότι η στιγμή της εξόδου μας
από τον κόσμο είναι «θριαμβευτική», και «στήν αναμονή της φοβερής αλλά και
μεγάλης στιγμής η ψυχή βαθύτερα αισθάνεται την υψίστη ειρήνη, την πατρική
αγάπη, και ορμά προς το ανέσπερο Φώς».
Έτσι
έζησε και έτσι τελείωσε ή μάλλον έτσι τελειώθηκε ο Γέροντας Αναστάσιος.
«Οίος
ο χοϊκός, τοιούτοι και οι χοϊκοί, και οίος ο επουράνιος, τοιούτοι και οι
επουράνιοι και καθώς εφορέσαμεν την εικόνα του χοϊκού, φορέσομεν και την εικόνα
του επουρανίου» (Α' Κορ. ιε', 48-49). Πράγματι, ο Γέροντας Αναστάσιος στο όνομα
και αναστάσιμος στην ζωή εφόρεσε την εικόνα του επουρανίου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου