Γράφει και φωτογραφίζει ο ΜΑΝΟΛΗΣ ΔΗΜΕΛΛΑΣ
Πετάχτηκε άγρια χαράματα μέσα από τον ύπνο της. Έτριψε απαλά τα χέρια της μέσα στο σκοτάδι. Βρήκε τον διακόπτη, άναψε, μια ασθενική λάμπα φώτισε την ηλικιωμένη.
Γριά για την κοινωνία, για
τα παιδιά και εγγόνια της. Δεν έλεγε σε κανέναν τα όνειρά της. Δεν
μοιραζόταν με κανέναν τις ανομολόγητες σκέψεις της, που έτσι κι αλλιώς
όλοι είχαν άλλοθι και τις προσπερνούσαν.
Ήτανε λέει,
όνειρο κι αυτό, στο γάμο των γονιών της. Τα όργανα, βιολί και λαούτο,
παίρνανε τον γαμπρό στο σπίτι τής νύφης κι εκείνη καμάρωνε τον...
πατέρα της. Μα, τι αδυναμία που της είχε! Μα, πώς περάσανε τόσα χρόνια
30, 40, 50! Μετά, τής έφεραν τον δικό της άντρα, τον γαμπρό. Από
Αυστραλία. Παραλής! Όχι παραλίας, που λέμε σήμερα, αλλά το φύσαγε το
μαϊδί, το χρήμα, λέγανε.Τι να το κάμεις,
σήμερα φορά και τις δυο βέρες... Εκείνος έφυγε πρώτος. Την άφησε
μοναχή να ονειρεύεται εκείνα που της έταξε και ήταν πολλά. Μα κάμανε
καλιμέντο, στήσανε σπιτικό. Δυο παιδιά, αγόρι και μια κόρη, παντρεμένα,
τακτοποιημένα. Είπαμε: με άλλοθι. Σήμερα μοιράζονται μαζί μια Κυριακή.
Όχι τίποτε σπουδαίο. Άλλωστε, η γριά μάνα άμα θέλει κάτι θα μάς το
πει, λέει ο μεγάλος γιος. Η κόρη πάλι κολλημένη με τα δικά της παιδιά
βλέπει την μάνα, τα σπασμένα, ταλαιπωρημένα χέρια της, βλέπει τι κάνει ο
χρόνος, δεν αντέχει, ούτε μπορεί να διαχειριστεί κι αυτή την απώλεια
που έρχεται. Φεύγει.
Έπιασε μια
κρέμα που έφερε ο γιος από τα ξένα, ταξιδεύει, τον καμαρώνει, της
θυμίζει τον μακαρίτη. Όχι τον μακαρίτη, ψέματα• ήταν ερωτευμένη πολλά
χρόνια πριν με έναν καπετάνιο συντοπίτη της. Μα δεν ήταν για κείνη,
έλεγε και ξανάλεγε η μάνα της. Α, ρε μάνα... Όσο προχωρά ο χρόνος, το
σώμα γεμίζει σημάδια. Δείκτες πως ωριμάζουμε. Μα η ψυχή;
Μπα παιδί ακόμη,
ένα όνειρο και γυρνάς στην αγκαλιά που αγάπησες, μα ποτέ δεν άγγιξες.
Σε ποιον να το πεις, πού να το μοιραστείς, σε λένε ξεμωραμένο,
ανόητο... Πού να χωρέσει ο χρόνος μας...
Σιωπηλή λοιπόν
ξεχνά τα όνειρα της, που τ’ άγρια χαράματα της δίνουν χρώμα και κάνουν
το φορτωμένο με άψυχες φωτογραφίες δωμάτιο να γεμίζει φωνές. Γεροντική
άνοια. Κούνα που σε κούναγε, λέει από μέσα της, μα είναι τόσο άγρια
αυτή η κοινωνία που είναι καλύτερα σα γεράσεις να φεύγεις. Τυχερός ο
Αυστραλός, ο σύζυγος. Αυτή που έμεινε, πρέπει να κρατά τα σχήματα, τα
σενάρια. Αν κάνει πως ξεφεύγει θα την γεμίσουν και ψυχοφάρμακα. Ήδη την
φορτώνουν, μα τα πετά, θέλει να βλέπει όνειρα.
Έσβησε πάλι το φως. Της αρέσει να ξυπνά ξαφνικά και να σπάει το χρόνο. Είναι ζωντανή. Νοιώθει, αγγίζει απαλά το χρόνο.
Εμείς πάλι, αγωνιούμε
όχι για το παρόν, όχι για τον χρόνο, μα για την υποψία του. Μάλλον θα
πρέπει να φτάσουμε στα χρόνια της, για να πάρουμε μυρωδιά τα όριά μας,
για να μάθουμε να γευόμαστε τις μικρές στιγμές μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου