Ο π. Νεκτάριος (Κοβιλιάτης,) ιερομόναχος που έζησε εμπειρία του διωγμού από την παιδική του ηλικία, περιγράφει πως θησαυροί των προσφύγων έφθασαν από τις αλύτρωτες πατρίδες στο Ιερό Κάθισμα Μεταμορφώσεως του Σωτήρος
Όλοι οι νεοέλληνες φέρνουμε στην ψυχή μας το τραύμα της Mικρασιατικής Kαταστροφής. Το δέντρο που ξεριζώθηκε από τη Μικρά Ασία, άφησε κενό στα σπλάχνα της μικρασιατικής γης και μέσα μας. Κληροδοτήθηκαν στις γενιές που ακολούθησαν οι μνήμες, μερικά πολύτιμα κειμήλια και ο πόνος για την ορφάνια από την εκεί πατρίδα. Τα κειμήλια αυτά έχουν τη δική τους ζωή και την ατομική τους αφήγηση και γίνονται γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Η ύπαρξή τους μας βοηθά, όσο αυτό είναι δυνατό, στην ίαση του τραύματος. Στο Ιερό Κάθισμα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, στους Άνω Δολούς της Μεσσηνιακής Μάνης, φιλοξενούνται αυτές τις ημέρες, στην έκθεση που βρίσκεται στο αρχονταρίκι, κειμήλια που εμπιστεύτηκαν Μικρασιάτες στους μοναχούς. Ο Κωνσταντινουπολίτης Ιερομόναχος, πατήρ Νεκτάριος Κοβιλιάτης, έχοντας προσωπική εμπειρία του διωγμού από την παιδική του ηλικία, όταν το 1964 απελάθηκε με την οικογένειά του και τους υπόλοιπους συμπατριώτες από την Πόλη, μιλά για το ταξίδι των κειμηλίων από τις αλύτρωτες πατρίδες μέχρι την πόρτα του Ιερού Καθίσματος:
«Με την έλευσή τους, μας δόθηκε η ευκαιρία να “συνομιλήσουμε” με αυτά τα κειμήλια, που εμείς δεν τα βλέπουμε ως αντικείμενα. Ο γέροντάς μας Γαβριήλ μάς βοηθούσε πάντα να προσπαθούμε από το ελάχιστο να φτάνουμε στο μέγιστο και έτσι με αυτό τον τρόπο δουλέψαμε για πολύ καιρό προκειμένου να παρουσιάσουμε αυτή την έκθεση κειμηλίων, που μας έρχονται από πέντε διαφορετικές περιοχές.»
Έκθεση μνήμης με ιστορικά αντικείμενα από πέντε περιοχές στους Άνω Δολούς Μεσσηνιακής Μάνης
Οι μοναχοί του Ιερού καθίσματος, άνθρωποι υψηλής αισθητικής αντίληψης, που την συνδυάζουν με συμβολισμούς, είχαν την όμορφη ιδέα να τοποθετήσουν, στο μπούστο μιας Ποντιακής ζιπούνας από την Τραπεζούντα, κλαδιά από ποντιακή ρίγανη, που τους χάρισαν πριν από λίγα χρόνια και την καλλιεργούν στον ολάνθιστο κήπο τους. Για αρχή ζητήσαμε από τον πατέρα Νεκτάριο να μας διηγηθεί την ιστορία ενός φουστανιού, που κάποτε ανήκε σε ένα δωδεκάχρονο κοριτσάκι:
«Το φουστανάκι βρισκόταν για πάρα πολλά χρόνια στο υπόγειο ενός τουρκικού σπιτιού στην Καππαδοκία. Το σπίτι επρόκειτο να δοθεί αντιπαροχή και ο Τούρκος ιδιοκτήτης ειδοποίησε κάποιους Καππαδόκες λέγοντάς τους ότι αυτό το κειμήλιο αποτελεί κομμάτι της ιστορίας τους και τους το επέστρεψε. Οι Καππαδόκες αποφάσισαν να μας προσφέρουν το φουστανάκι κι εμείς μέσα από αυτό, είδαμε το μικρό αυτό κορίτσι, που εγκατέλειψε με βίαιο τρόπο τον γενέθλιο τόπο. Έτσι δημιουργείται μια γέφυρα επικοινωνίας. Ο παππούς του σημερινού Τούρκου ιδιοκτήτη ήταν το 1922 εργάτης σε ένα μεγάλο κτήμα Καππαδοκών και όταν ήρθε η πικρή στιγμή να εγκαταλείψουν οι Καππαδόκες το σπίτι τους, τον κάλεσε ο Έλληνας Ρωμιός και του είπε ότι από δω και πέρα τα κτήματα και το σπίτι τού ανήκουν. Ο Τούρκος του φίλησε το χέρι. Έτσι σήμερα οι συγγενείς εκείνων των Ελλήνων προγόνων ταξιδεύουν το καλοκαίρι και πηγαίνουν στο σπίτι τους στην Καππαδοκία δημιουργώντας μια σχέση αμεσότητας και ανθρωπιάς.»
Ανάμεσα στα εκθέματα ο προσκυνητής θα παρατηρήσει το κομμάτι από ένα ζωνάρι του οποίου την πικρή ιστορία αφηγήθηκε ο φιλόξενος μοναχός:
«Το ζωνάρι προέρχεται από το Μιστί, ένα μικρό χωριό της Καππαδοκίας, που μας παρέδωσε ο δισέγγονος της γυναίκας που το φορούσε. Όταν ήρθαν οι Καππαδόκες στην Ελλάδα οδηγήθηκαν στον Πειραιά. Στο λιμάνι οι αρχές φέρθηκαν άκομψα στους πρόσφυγες. Ανάμεσά τους ήταν και η προγιαγιά του, διωγμένη, ταλαιπωρημένη, της οποίας έκοψαν τα μαλλιά και της έκαψαν τα ρούχα, όπως και στις υπόλοιπες. Απ’ όλη αυτή την ιστορία σώθηκε αυτό το μικρό ζωνάρι.»
Η απόγνωση μιας γυναίκας
Ο πατήρ Νεκτάριος διαβάζει συγκινημένος το σημείωμα μιας γυναίκας από το χωριό Φερτέκι της Καππαδοκίας, της Καλλισθένης Καλλίδου, που έγραψε, εκφράζοντας την απόγνωση του εκδιωγμένου, όταν έφθασε στον Πειραιά:
«15 ημέρες μείναμε στα βαπόρια, έπειτα φτάσαμε στον Πειραιά, από τον Πειραιά μόνο τα σύρματα ξέρω, όπου μας κρατήσανε 20 ημέρες και πολύ μας ρεζιλέψανε, βασανίσανε. Μας βάλανε στη σειρά, τα μικρά και τις γριές από τη ρίζα μας κουρεύαν. Έκλαιγα και φώναζα να με ψάξουν ότι δεν έχω ψείρες. Με κουρέψαν με το ζόρι, με κάνανε σαν κολοκύθι. Πολύ καιρό έπειτα ντρεπόμουν να βγω στην αγορά να ψωνίσω. Μας γδύσανε, ό,τι φορούσαμε τα πέταξαν στον κλίβανο. Παπούτσια δεν είχαμε να φορέσουμε και επικρατούσε μεγάλη κακοπάθεια. Μετά τις 20 ημέρες, μας βάλανε στο καράβι και μας φέραν στη Θεσσαλονίκη όπου μας άφησαν στα στενά. Ξαπλωμένους μέσα στα σοκάκια, μας βλέπανε οι άνθρωποι που περνούσανε. Πέρασε ένας άντρας, ο οποίος πέταξε μια πεντάρα, την έπιασα και έκλαιγα φωνάζοντας ότι έχουμε λεφτά και φαγητό να φάμε, αφήσαμε τα σπίτια μας,τα αμπέλια μας, δεν είμαστε ζητιάνοι. Η μάνα μου ήταν άρρωστη. Περνούσε ο κόσμος, μας κοίταζε από μακριά και δεν μας πλησίαζε.»
Το κλειδί του Αγίου Βλασίου της Καππαδοκίας, η ασημένια εικόνα από τα Βουρλά, μια σπάνια φωτογραφία από τον Τσεσμέ και ένα σημείωμα το οποίο αποδεικνύει το μεγαλείο της πίστης!
Την προσοχή του επισκέπτη στην έκθεση θα ελκύσει ένα παλιό, σιδερένιο, σκουριασμένο, μεγάλο κλειδί. Με την ιδιότητά του και ως αρχαιολόγου, ο πατήρ Νεκτάριος μας ξεναγεί στον ιστορικό τόπο εξηγώντας την προέλευση του κλειδιού:
«Από την ίδια περιοχή που προέρχεται το ζωνάρι, μας ήρθε και το κλειδί, το οποίο άνοιγε την εκκλησία του Αγίου Βλασίου, μια από τις μεγαλύτερες εκκλησίες της Καππαδοκίας, που είχε επτά πόρτες. Οι Καππαδόκες που μας το δώρισαν είναι φίλοι της Μονής και μας πρόσφεραν το ένα από τα επτά κλειδιά.»
Μόνο για όσο διαρκεί η έκθεση μνήμης, μια μικρή εικόνα της Παναγίας από τα Βουρλά, άλλαξε θέση και μεταφέρθηκε από την Αγία Τράπεζα στο αρχονταρίκι με τα κειμήλια. Ο πατήρ Νεκτάριος Κοβιλιάτης συνεχίζει την ξενάγηση:
«Ένα ακόμα κειμήλιο που έρχεται από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας είναι μια μικρή ασημένια εικόνα. Η γυναίκα που της ανήκε, την κρύβει στο στήθος της, παίρνει τα παιδάκια της σε μια βάρκα και περνάνε στη Χίο. Όταν η εικόνα αυτή προσφέρθηκε από την γηραιά κόρη της στο μοναστήρι δεν υπήρχε καταλληλότερη θέση από το να είναι στην Αγία Τράπεζα. Κάθε φορά που τελώ την θεία Ευχαριστία πέφτει το μάτι μου σε αυτή την εικόνα και μου έρχεται στο μυαλό η δύσκολη ώρα αυτής της γυναίκας που εγκαταλείπει τα πάντα.»
Ο πατήρ Νεκτάριος διαβάζει ένα ακόμα σημείωμα, το οποίο αποδεικνύει την πίστη των Μικρασιατών που σώζουν τις εικόνες τους και κοινωνούν στη Θεία Λειτουργία, πριν εγκαταλείψουν για πάντα το βιος τους. Το σημείωμα το έγραψε η Ελισάβετ Ξηροστυλίδου από τα Σίλατα Νεαπόλεως της Καισαρείας:
«Κάναμε δέματα τα πράγματά μας, μαζέψαμε τα κόκκαλα των γονέων μας από τα μνήματα στου Προφήτη Ηλία, την εκκλησία μας, απ’ έξω, ανοίξαμε ένα λάκκο, βάλαμε εκεί τα κόκκαλα και στον ίδιο λάκκο βάλαμε και τις παλιές εικόνες και παλιά μπουκάλια με μέσα χαρτιά που γράψαμε την ιστορία του χωριού. Βουλώσαμε τα μπουκάλια και τα βάλαμε στον λάκκο. Το γυαλί δεν διαλύεται, οπότε όσα χρόνια και να περάσουν, μπορείς να διαβάσεις την ιστορία του χωριού. Κλαίγοντας, κοινωνήσαμε στην εκκλησία όπου ο παππάς έλεγε “Δεύτε τελευταίον ασπασμό”... σαν ετοιμοθάνατοι ήμασταν. Φεύγοντας από το χωριό δεν ξέραμε αν θα ζήσουμε ή όχι.»
Στο τραπέζι με τα κειμήλια είναι τοποθετημένη και μια παλαιά φωτογραφία που αποτυπώνει έναν βρακοφόρο και μια ηλικιωμένη γυναίκα που φορά ένα μαντήλι. Ο μοναχός Νεκτάριος αποκαλύπτει πως ένας νέος άνθρωπος την πρόσφερε στο μοναστήρι λέγοντας συγκινημένος ότι αυτοί ήταν οι προπάτορές του από τον Τσεσμέ. Πρόκειται για μια σπάνια φωτογραφία εποχής. Από τον Πόντο και πιο συγκεκριμένα στην πόλη Κρώμνη, κοντά στην Τραπεζούντα, ταξίδεψε και μια ζιπούνα από πολύ καλό ύφασμα, το οποίο διασώθηκε από πρόσφυγες.»
Μια τραγική συγκυρία και ένα κομμάτι παράδοσης από την Αν. Θράκη και την Αν. Ρωμυλία
Η έκθεση περιλαμβάνει και κειμήλια από μια ακόμα αλύτρωτη πατρίδα, την Ανατολική Θράκη, όπου είχαμε σημαντικές πόλεις και χωριά, που κατοικούνταν από Ελληνικό πληθυσμό, με ανθρώπους που κουβαλούσαν παράδοση και σημαντικό πολιτισμό, πράγματα που μετέφεραν και στην Ελλάδα. Ο πατήρ Νεκτάριος θα περιγράψει μια τραγική συγκυρία για τους πρόσφυγες από τα χωριά της Μακράς Γέφυρας:
«Από την περιοχή της Μακράς Γέφυρας έχουμε συγκλονιστικές εμπειρίες, όπου γυναίκες που τούς σκότωσαν τους συζύγους, κουβάλησαν τα άψυχα κορμιά τους πάνω στα κάρα και με φόβο και αγωνία τα πέρασαν στην Ελλάδα. Αντιμετώπισαν, όμως, μια τρομερή νεροποντή και γι’ αυτό αρκετοί άνθρωποι πέθαναν από πνευμονία. Από εκεί έχουμε 2 βραχιόλια τα οποία φορούσαν οι αρραβωνιασμένες κοπέλες. Επίσης, έχουμε ποδόγυρους πουκαμίσων με θαυμάσια κεντήματα. Είναι αξιέπαινο το πώς αυτές οι γυναίκες, οι οποίες ήταν αγρότισσες, έφτιαχναν αυτά τα υπέροχα κεντήματα, έργα τέχνης.»
Τέλος, στην έκθεση μνήμης περιέχονται κειμήλια από μια λιγότερο γνωστή περιοχή της σημερινής νότιας Βουλγαρίας. Εκεί υπάρχουν Ελληνικά χωριά που οι Έλληνες αναγκάστηκαν σταδιακά να εγκαταλείψουν. Οι Βούλγαροι τούς πρότειναν να δηλώσουν βουλγαρική υπηκοότητα ώστε να μπορέσουν να παραμείνουν. Ο πατήρ Νεκτάριος, καμαρώνοντας για τον πατριωτισμό των Ελλήνων, εξιστορεί με χαμόγελο:
«Οι άνθρωποι αυτοί δήλωσαν Ελληνική συνείδηση και πέρασαν στην Ελλάδα κατοικώντας στο σημερινό Ορμένιο και στο χωριό Πύργος της Θράκης. Από εκεί έχουμε ένα καρεκλάκι ενός μικρού κοριτσιού, ένα πιάτο από το σερβίτσιο του γάμου και μια σφραγίδα για πρόσφορο. Η γυναίκα, που μας τα προσέφερε, επέστρεψε πριν από λίγα χρόνια μαζί με τη μητέρα της στο σπίτι τους στην Ανατολική Ρωμυλία και έζησαν για λίγο εκεί. Με αυτό τον τρόπο μπόρεσαν να θεραπεύσουν κάπως το τραύμα τους.»
* * *
Ευχαριστούμε τον Γέροντα Γαβριήλ Κοβιλιάτη, που έδωσε ευχαρίστως την ευλογία για τη συνέντευξη, τον Ιερομόναχο πατέρα Νεκτάριο που μας ξενάγησε στους τόπους και στις ιστορίες, τον μοναχό Αλέξιο για το φωτογραφικό υλικό και τον μοναχό Σιλουανό για την υπόλοιπη βοήθεια. Τους είμαστε ευγνώμονες, γιατί με αυτή την έκθεση των κειμηλίων στο Ιερό Κάθισμα της Μεταμορφώσεως, ξαναζωντάνεψαν τις ιστορίες των ανθρώπων από τις μακρινές πατρίδες και αυτός είναι ένας από τους αυθεντικότερους τρόπους να μην ξεχάσουμε.
__________
Σοφία Χατζή
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου