Ζοῦμε σὲ μία ἐποχὴ μεγάλων ἀνακατατάξεων καὶ ἱστορικῶν μετασχηματισμῶν, ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νὰ παρακολουθήσει τοὺς φρενήρεις ρυθμοὺς τῶν ἀλλαγῶν, ποὺ συντελοῦνται γύρω του. Στὴν ἐποχή μας, μέσα στὸν κυκεῶνα τῶν πολιτικοκοινωνικῶν ἐξελίξεων ποὺ λαμβάνουν χώρα παγκοσμίως, ἦρθε νὰ προστεθεῖ καὶ ἡ λεγόμενη οἰκονομικὴ κρίση, ἡ ὁποία ἀπειλεῖ τὴ συνοχὴ καὶ τὴν εὐστάθεια, ὄχι μόνο τῆς δικῆς μας χώρας ἀλλὰ καὶ πολλῶν ἄλλων σὲ ὅλη τὴν ὑφήλιο.
Ἡ ἔννοια τῆς κρίσης εἶναι πολυσήμαντη, καθώς, ἂν ἀνατρέξουμε σὲ ἔγκυρα καὶ ἔγκριτα λεξικά, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ἡ σημασία τοῦ ὅρου ἐκτείνεται σὲ πολλὰ ἐπίπεδα. Ἀπὸ τὴν ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου ν᾿ ἀξιολογεῖ ποιοτικὰ πρόσωπα, πράγματα καὶ γεγονότα τοῦ καθημερινοῦ βίου, μέχρι τὴν προβολὴ τῆς ἔννοιας σὲ κοινωνικὸ ἐπίπεδο, ὅταν τὴν χρησιμοποιοῦμε γιὰ νὰ περιγράψουμε καταστάσεις ἔντασης πολιτικοῦ, οἰκονομικοῦ ἢ διακρατικοῦ χαρακτῆρα. Δὲν πρέπει, βέβαια, νὰ ξεχνᾶμε καὶ τὴ θρησκευτικὴ διάσταση τοῦ ὅρου, ἰδιαίτερα ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, ἀφοῦ ἀποτελεῖ ἀδιαπραγμάτευτη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ προσδοκία τῆς Ἀνάστασης τῶν νεκρῶν καὶ ἡ τελικὴ Κρίση τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὴν φοβερὴ ἐκείνη ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ οἰκονομικὴ κρίση δὲν εἶναι ἄσχετη μὲ τὶς προαναφερθεῖσες πτυχὲς τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, τὴν πολιτική, τὴν ἐθνικὴ καὶ τὴ θρησκευτική, ἀλλὰ τὸ πρόβλημα εἶναι πολυσύνθετο καὶ συνεπῶς ἡ ἐπίλυσή του, θεωροῦμε, ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ τὴν προσφυγὴ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο σὲ μέτρα οἰκονομικῆς φύσης, ποὺ δυστυχῶς βλέπουμε νὰ μονοπωλοῦν στὶς ἡμέρες μας.
Ἡ ὁλοένα διογκούμενη ἀγανάκτηση τῶν πολιτῶν, ὄχι μόνο στὴν Ἑλλάδα ἀλλὰ καὶ διεθνῶς, ἐναντίον πολιτικῶν καὶ κυβερνήσεων, ἀναδεικνύει τὴν ἀπουσία χρηστῆς διοίκησης στὴν ἐποχή μας, γεγονὸς ποὺ πιστοποιεῖ καὶ ἡ ἐκδήλωση ἔντονων φαινομένων σήψης καὶ παρακμῆς στὸν πολιτικὸ βίο. Τὸ πρόβλημα δὲν ἑστιάζεται μόνο σὲ ἐξωτερικὰ φαινόμενα ἀλλὰ τὰ βαθύτερα αἴτια πρέπει νὰ τ᾿ ἀναζητήσει ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς στὸν ἐσωτερικό του κόσμο, διεξάγοντας ἕναν τίμιο διάλογο μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ ἀσκώντας μία εἰλικρινὴ αὐτοκριτικὴ ποὺ θὰ τὸν βοηθήσει νὰ κερδίσει σὲ αὐτογνωσία, ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῆς κρίσης.
Ἐπειδὴ ἡ κρίση εἶναι ὑπαρκτή καὶ ὄχι θεωρητική, φρονοῦμε ὅτι καὶ ἡ ἀπόκριση στὴν κρίση πρέπει νὰ ἀντλεῖ ἐπιχειρήματα καὶ παραδείγματα ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, ἱστορικὴ καὶ σύγχρονη. Ἐκτὸς τούτου, δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγει τὸ γεγονὸς, ὅτι ἡ κρίση μπορεῖ νὰ εἶναι παγκόσμια ἀλλὰ ἡ ἀντιμετώπισή της ἑδράζεται σὲ μεγάλο βαθμὸ στὴν ὡριμότητα καὶ τὰ ἱστορικὰ ἀντανακλαστικά τοῦ κάθε λαοῦ. Ὡς Ἕλληνες μπορεῖ νὰ βιώνουμε σήμερα ἕναν πρωτοφανῆ διεθνῆ διασυρμὸ, ποὺ προκαλεῖ πόνο καὶ ταπείνωση, ὅμως τὸ γεγονὸς αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει ἐφαλτήριο ἀνάκαμψης, ἂν τὸ ἀξιοποιήσουμε σωστὰ, ἀντλώντας παραδείγματα ἀπὸ τὴν πλούσια ἱστορία μας, καὶ ἂν ἀποφύγουμε στὸ μέλλον κακοτοπιὲς καὶ ἐπιλογές, ποὺ μᾶς ὁδήγησαν στὸ σημερινὸ ἀδιέξοδο. Στὴν προσπάθεια αὐτὴ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἔχουμε πρότυπα ἀνθρώπους, τῶν ὁποίων ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο θὰ ἀποτελέσουν γιὰ ἐμᾶς πηγὴ ἔμπνευσης καὶ πορεία προσανατολισμοῦ στὴν μετὰ τὴν κρίση ἐποχή. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ πρότυπα εἶναι σίγουρα καὶ ἡ πολιτικὴ φυσιογνωμία τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια.
Ὁ Ἰωάννης Καπποδίστριας γεννήθηκε στὴν Κέρκυρα, τὸ 1776, ἀπὸ ἀριστοκρατικὴ οἰκογένεια. Ἀπὸ μικρὸς ἔλαβε ἐπιμελημένη Ἑλληνορθόδοξη ἀγωγὴ ἀπὸ τὴν Ἠπειρώτισσα μητέρα του Ἀδαμαντία καθὼς καὶ ἀπὸ μοναχούς τῆς Μονῆς Πλατυτέρας. Ἔπειτα ἀπὸ λαμπρὲς σπουδὲς στὴν Ἰταλία θὰ γυρίσει στὴν πατρίδα του, ὅπου γιὰ λίγο καιρὸ ἀσχολήθηκε μὲ τὴν πολιτική, μέχρι ποὺ ἡ φήμη του ἁπλώθηκε καὶ ἐκτὸς συνόρων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ κληθεῖ στὴ Ρωσσία, προκειμένου ν᾿ ἀξιοποιηθεῖ διπλωματικά.
Οἱ ἐπιτυχίες του στὸ διπλωματικὸ στίβο ἦταν πολὺ μεγάλες, μὲ κορυφαία ἴσως τὴ συμφιλίωση τῶν ἀντιμαχόμενων κατοίκων τῆς Ἑλβετίας καὶ τὴν κατάρτιση συντάγματος, τὸ ὁποῖο ἰσχύει μέχρι σήμερα καὶ κάνει ὑπερήφανους τοὺς Ἑλβετούς. Ἀποτέλεσμα τῶν ἐνεργειῶν αὐτῶν ἦταν ν᾿ ἀναλάβει τὴν ἡγεσία τοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσσίας καὶ νὰ προασπίζεται, ἔτσι, ἀποτελεσματικότερα τὸ δίκαιο τοῦ Ἑλληνικοῦ ἀγῶνα γιὰ τὴ λευτεριά.
Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1827, ἡ Ἐθνοσυνέλευση τῆς Τροιζήνας τὸν ἐκλέγει πρῶτο Κυβερνήτη τοῦ νέου Ἑλληνικοῦ κράτους καὶ στὶς 8 Ἰανουαρίου 1828, καταφθάνει στὸ Ναύπλιο, ὅπου γίνεται πανηγυρικὰ δεκτός. Ἡ πρώτη διακήρυξή του στὸν Ἑλληνικὸ λαὸ ἀρχίζει μὲ τὴ φράση: «Εἰ ὁ Θεὸς μεθ᾿ ἡμῶν, οὐδεὶς καθ᾿ ἡμῶν» καὶ εἶναι ἐνδεικτική τοῦ ἤθους καὶ τῶν προθέσεών του.
Παραλαμβάνει μία κατάσταση κυριολεκτικὰ χαοτικὴ, καθὼς οἱ περισσότερες περιοχές, ἂν δὲν ἦταν ὑπόδουλες στοὺς Τούρκους, ἦταν κατεστραμμένες, ἐνῶ ἀπουσίαζε κάθε στοιχεῖο ποὺ μπορεῖ νὰ δώσει ζωὴ σὲ μία πολιτεία, ὅπως ἡ δικαιοσύνη, ἡ οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη καὶ ἡ ἀσφάλεια. Γρήγορα ἐπιδίδεται σὲ ἕνα τιτάνιο ἔργο θεμελίωσης κράτους μὲ τὴν ἵδρυση Σχολείων, βιβλιοθηκῶν τυπογραφείου, ναυπηγείων, δικαστηρίων καθὼς καὶ τράπεζας, στὴν ὁποία ὁ ἴδιος συνεισέφερε 25.000 τάλληρα.
Ἀναδιοργάνωσε τὸν στρατὸ μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Σχολῆς Εὐελπίδων, μερίμνησε γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τοῦ Μεσολογγίου καὶ τῶν Πατρῶν, ἐνῶ συνέβαλε καὶ στὴν ἀνάπτυξη τοῦ ἐμπορίου, μὲ τὴν παραχώρηση δανείων στοὺς νησιῶτες γιὰ τὴν ἀγορὰ πλοίων, κατασκευάζοντας παράλληλα ναυπηγεῖα στὸν Πόρο καὶ τὸ Ναύπλιο. Τέλος, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἀναφερθεῖ ἡ ἵδρυση τοῦ πρώτου Ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου στὴν Αἴγινα, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1829, καθὼς καὶ ἡ δημιουργία τῆς Γεωργικῆς Σχολῆς τῆς Τύρινθας, ἀφοῦ ὁ Καπποδίστριας ἐπένδυε πολλὰ στὴν ἀγροτικὴ οἰκονομία καὶ μία ἀπὸ τὶς πλέον εὔστοχες ἐνέργειές του στὸν τομέα αὐτό ἦταν ἡ εἰσαγωγὴ τῆς καλλιέργειας τῆς πατάτας γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Ἑλλάδα.
Ἂν στοὺς τομεῖς τῆς κοινωνικῆς καὶ οἰκονομικῆς πολιτικῆς ἐπένδυσε πολλὰ γιὰ τὸ μέλλον τῆς χώρας, ἐκεῖ ποὺ πραγματικὰ ἐπέδειξε μεγάλο ζῆλο ἦταν ἡ Παιδεία σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν Ἐκκλησία. Ἵδρυσε τὸ ἀλληλοδιδακτικὸ Σχολεῖο, τὴν ἐκκλησιαστικὴ σχολὴ στὸν Πόρο, καθὼς καὶ τὸ ὀρφανοτροφεῖο στὴν Αἴγινα. Ἀνακαίνισε πολλὲς ἐρειπωμένες ἐκκλησίες, ἐνῶ ἐπεδίωκε τὴ μόρφωση τοῦ κλήρου, καθὼς πίστευε στὴν πνευματικὴ καὶ ἐκπαιδευτικὴ ἀποστολὴ τῶν κληρικῶν.
Γαλουχημένος μὲ τὴν Ἑλληνορθόδοξη παράδοση ἀλλὰ καὶ διορατικὸς ὡς πολιτικός, ἔβλεπε τὴν Ἐκκλησία, ὄχι μόνο ὡς κιβωτὸ σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ καὶ ὡς μία ζωτικῆς σημασίας δύναμη γιὰ τὴ διάσωση καὶ τὴν ἱστορικὴ συνέχεια τοῦ Γένους. Ὁραματιζόταν τὴν ἀναβίωση τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ποὺ θὰ συνένωνε κάτω ἀπὸ τὴν θεόπνευστη καθοδήγησή της ὅλους τοὺς Ὀρθοόδοξους λαοὺς καὶ θὰ ἀντέτεινε στὴ θρησκευτικὴ καὶ πολιτικὴ αὐθαιρεσία τῆς Δύσης τὴ γνήσια ρωμαίικη παράδοση.
Τὰ μεγαλόπνοα ὁράματά του, ὅμως, γρήγορα ἔλαβαν τέλος, ὅταν στὶς 27 Σεπτεμβρίου 1831 δολοφονήθηκε ἀπὸ δύο μέλη τῆς οἰκογένειας Μαυρομιχάλη στὸ Ναύπλιο, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνα, ὅπου ἀπὸ νωρὶς πήγαινε νὰ παρακολουθήσει τὸν Ὄρθρο καὶ τὴ θεία Λειτουργία, ὅπως ἔκανε πάντοτε ὡς ἀληθινὰ πιστὸς καὶ εὐσυνείδητος χριστιανός. Τὸ κενὸ ποὺ ἄφησε τεράστιο καὶ γιὰ πολλοὺς δυσαναπλήρωτο. Ὁ πιστός του φίλος Ἐϋνάρδος γράφει χαρακτηριστικά: «Ὁ θάνατος τοῦ Κυβερνήτου εἶναι συμφορὰ διὰ τὴν Ἑλλάδα, εἶναι δυστύχημα δι᾿ ὅλην τὴν Εὐρώπην[…]. Τὸ λέγω μὲ διπλὴν θλίψιν: ὁ κακοῦργος, ὅστις ἐδολοφόνησε τὸν κόμητα Καπποδίστρια, ἐδολοφόνησε τὴν πατρίδα του».
Γιὰ τὸ μεγαλεῖο τῆς προσωπικότητας τοῦ σπουδαίου αὐτοῦ πολιτικοῦ, δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ παραθέσουμε τὰ λόγια τοῦ Μέττερνιχ, ἀρχηγοῦ τῆς Ἱερᾶς Συμμαχίας καὶ δεδηλωμένου ἐχθροῦ τοῦ Καπποδίστρια, λόγια ποὺ ἀναδεικνύουν τὸ τεράστιο πολιτικὸ καὶ ἠθικὸ ἀνάστημα τοῦ Ἕλληνα Κυβερνήτη: «Ὁ ἀγῶνας ἀνάμεσα στὸν Καπποδίστρια καὶ σὲ μένα μοιάζει μὲ ἀγῶνα ἀνάμεσα σὲ μία θετικὴ καὶ μία ἀρνητικὴ δύναμη. Δύο δυνάμεις τῆς ἴδιας φύσεως θὰ συγχωνεύονταν.
Στὴ δική μας ὅμως περίπτωση, καμμία ἀπὸ τὶς δύο δὲν θὰ μπορέσει νὰ θριαμβεύσει, προτοῦ ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο ἀντιπάλους ἐκμηδενιστεῖ. Ἀπὸ πόση, ὅμως, ὑπομονὴ ἔχω ἀνάγκη γιὰ νὰ κρατηθῶ;… Τότε μονάχα θὰ μπορέσω νὰ κοιμηθῶ ἥσυχα, ὅταν ὁ Καπποδίστριας θὰ ἔχει θανατωθεῖ!… Ἐνόσω ζεῖ, θὰ εἶναι πάντοτε ἐπικίνδυνος. Ὅμως, γιὰ νὰ εἰπῶ τὴν ἀλήθεια, αὐτὸς εἶναι ἕνας ἔντιμος καὶ πολὺ χρήσιμος ἄνθρωπος, ἐνῶ ἐγώ; Ὁ μόνος ἀντίπαλος, ποὺ δύσκολα ἡττᾶται, εἶναι ὁ ἀπόλυτα ἔντιμος ἄνθρωπος καὶ τέτοιος εἶναι ὁ Καπποδίστριας!».
Ἡ σκιαγράφηση τῆς προσωπικότητας τοῦ Ἰωάννη Καπποδίστρια ἔγινε, ἐπειδὴ θέλουμε νὰ καταστήσουμε σαφὲς, πὼς ἀδιέξοδα στὴ ζωὴ δὲν ὑπάρχουν, ὅσο κι ἂν κάποιοι στὶς ἡμέρες μας προσπαθοῦν νὰ μᾶς πείσουν γιὰ τὸ ἀντίθετο. Πρέπει νὰ ἔχουμε τὴν ὡριμότητα καὶ τὰ κατάλληλα κριτήρια γιὰ τὴν ἐπιλογὴ τῶν ὄντως ἱκανῶν καὶ ἀξίων στὶς κρίσιμες θέσεις διακυβέρνησης τοῦ κράτους. Τὸ ἐρώτημα ποὺ γεννᾶται εἶναι, ἂν πραγματικὰ ἔχουμε νηφαλιότητα σκέψης καὶ συνειδησιακὴ ἐγρήγορση στὴ ζωή μας ἢ εἴμαστε βυθισμένοι σ᾿ ἕναν κόσμο ψευδαισθήσεων καὶ πλασματικῆς εὐμάρειας. Οἱ τελευταῖες ἐξελίξεις ἀποδεικνύουν, ὅτι εἴμαστε πολὺ εὐάλωτοι σὲ ἐφήμερες ἀπολαύσεις καὶ ὅτι στὸ ἐγγὺς μέλλον ὑπάρχει σοβαρότατος κίνδυνος ἀπώλειας τοῦ θεϊκοῦ δώρου τῆς ἐλευθερίας, ἐξ αἰτίας τῆς ραθυμίας καὶ τραγικῆς μας ἀνεπάρκειας μπροστὰ στὶς προκλήσεις τῶν καιρῶν.
Αὐτὸ ποὺ χρειάζεται εἶναι ἡ ἐπανασύνδεσή μας, συνολικὰ ὡς λαοῦ, μὲ τὶς πατρογονικές μας ρίζες καὶ ἡ ἄντληση παραδειγμάτων καὶ προτύπων ζωῆς, ποὺ μποροῦν ν᾿ ἀναχαιτίσουν τὴ λαίλαπα τοῦ μηδενισμοῦ καὶ ἀμοραλισμοῦ, ποὺ σαρώνει σήμερα τὴν κοινωνία. Ὡς κατακλείδα τῶν προβληματισμῶν καὶ ἐπισημάνσεων, ποὺ ἀναφέρθηκαν παραπάνω, παραθέτουμε τὴ γνώμη ἑνὸς σπουδαίου Ρώσσου φιλοσόφου–στοχαστῆ τοῦ 20ου αἰῶνα, τοῦ Νικολάου Μπερντιάγεφ, σχετικὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀληθινῆς κουλτούρας στὸν ἄνθρωπο. Λέει χαρακτηριστικά: «Ἡ εὐγένεια κάθε ἀληθινῆς κουλτούρας βρίσκεται, σὲ ὅ,τι ἐκφράζει λατρεία στοὺς προγόνους, θρησκευτικὸ σεβασμὸ στοὺς τάφους καὶ τὰ μνημεῖα, συνέχεια ἀνάμεσα στοὺς πατέρες καὶ τὰ παιδιά. Στηρίζεται σὲ μία ἱερὴ παράδοση καὶ, ὅσο περισσότερο εἶναι παλιὰ, ἄλλο τόσο εἶναι ἐνεργητικὴ καὶ ἀξιοθαύμαστη. Εἶναι πάντοτε περήφανη γιὰ τὸ ἀρχαῖο της λίκνο, τὸ ὁποῖο τὴ συνδέει, χωρὶς διακοπὴ τῆς συνέχειας, μὲ ἕνα μεγάλο παρελθόν […]. Μία κουλτούρα πάρα πολὺ νέα, χωρὶς παράδοση, ντρέπεται γιὰ τὸν ἑαυτό της». Ἂς εὐχηθοῦμε τὰ λόγια αὐτὰ νὰ γίνουν βίωμα ὅλων μας στὶς δύσκολες ἐποχὲς ποὺ ζοῦμε.
2 σχόλια:
Ἡ πρώτη διακήρυξή του στὸν Ἑλληνικὸ λαὸ ἀρχίζει μὲ τὴ φράση: «Εἰ ὁ Θεὸς μεθ᾿ ἡμῶν, οὐδεὶς καθ᾿ ἡμῶν» καὶ εἶναι ἐνδεικτική τοῦ ἤθους καὶ τῶν προθέσεών του.
Αυτά για τον Καποδίστρια.
Ο συντάκτης όμως της ανάρτησης δεν φαίνεται να θέτει αυτή την προτεραιότητα, την οποία βεβαίως επαινεί.
Διεξέρχεται άλλες παραμέτρους του διαχρονικού κοινωνικού προβλήματος και στο τέλος αναφέρεται και στη θρησκευτική διάσταση.
Επίσης η κατακλείδα με τη ρήση του Μπερντιάγιεφ, με τη βαρύτητα των εκφράσεων που τη συνοδεύουν, δεν συμπνέει με το πνεύμα του Καποδίστρια, τουτέστιν το "από Θεού άρξασθε και εις Θεόν απόδοτε".
Η ομολογία του Μέττερνιχ είναι σημαντική.
Αρκεί να είναι αληθινή.
Η ακρίβειά της απαιτεί κάτι παραπάνω από κάποια εισαγωγικά.
Για να μην εγγίζει τα όρια της
μεταγενέστερης συρραφής και αναπροσαρμογής.
Έτσι νομίζω.
Ο Χριστός δεν εγκαθίδρυσε κάποιο κοινωνικό σύστημα.
Απευθύνεται στον κάθε άνθρωπο χωριστά ζητώντας τη μετάνοιά του.
Τέτοιος υπήρξε ο Καποδίστριας.
Γιαυτό ήταν αυτός που περιγράφει η ανάρτηση.
Και το έργο του έργο του Θεού ως συνέργεια των αγαθών προθέσεων του πρώτου Κυβερνήτη του Νεοελληνικού κράτους που άλλαξε δυνάστη. μέχρι και σήμερα που "φεύ" "ανήκομεν εις την Δύσιν".
Αυτής της δυναστείας έργο και η δολοφονία από Ελληνικά χέρια με... ξένα όπλα και ξένους οπλίζοντες.
Και ο Θεός;
Ο Θεός δεν επεμβαίνει στο αυτεξούσιο του ανθρώπου.
Ούτε στο δικό μας.
Αυτό καλούμαστε να χειριστούμε ορθόδοξα χριστιανικά.
Άλλως θα προσθέτουμε κρίκους στην αλυσίδα μας.
Μακρυγόρησα.
Ὑπέροχο ἄρθρο. Εύχαριστοῦμε.
Δημοσίευση σχολίου