Yannis Bakman
Κυριακή 31 Ιουλίου 2022
Μια φορά κι έναν καιρό...
Παναγία: η αγία των αγίων με τα 1000 ονόματα
Από τη Γέννηση ως το Θάνατο η Παναγία βρίσκεται στο προσκέφαλο όλων των ανθρώπων |
Γράφει ο Παναγιώτης Καμπάνης, Δρ. Αρχαιολόγος-Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού
Θεοτοκονύμια
(Φώτης Κόντογλου)
Η ονοματοδοσία γίνεται συνήθως ανάλογα με τον τόπο, την τεχνοτροπία του
ναού της, από το όνομα του κτήτορα του ναού ή της μονής, από το μήνα που
εορτάζεται, από τα θαύματα της, τον τρόπο που έχει γίνει η
εικονογράφηση, εγκωμιαστικά από την έξαρση της αγάπης των πιστών, από
αυτά που της έδωσαν οι υμνογράφοι της Εκκλησίας και τέλος ανάλογα με τη
σχέση της με τον Χριστό.
Ολόκληρο στη συνέχεια
Η φοβερή προφητεία του αββά Παμβώ για τα έσχατα χρόνια.
Δεν φαντάζεστε ποιοι κρύβονται πίσω από το δήθεν "Κέντρο "Μακεδονικής" Γλώσσας στην Ελλάδα"…
Δεν μπορείτε να φανταστείτε ποιοι κρύβονται πίσω από το δήθεν "Κέντρο "Μακεδονικής" Γλώσσας στην Ελλάδα", όπως αυτοαποκαλείται βαρύγδουπα!
ΠΡΩΤΑ "ΒΛΑΧΙΚΗ", ΤΩΡΑ "ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ"
Μετά τις αποκαλύψεις μας για την προσπάθεια δημιουργίας ανύπαρκτης δήθεν "Βλαχικής Μειονότητας" στην Ελλάδα, μέσω της εντατικής διαφήμισης απαράδεκτου βιβλίου δήθεν "Βλαχικής Γλώσσας" που είχε την μετάφραση όχι σε ελληνικά αλλά σε λατινικά, δηλαδή ρουμανικά και προβαλόταν και μέσω ειδικής σελίδας στο διαδίκτυο (δείτε εδώ σχετικό άρθρο μας), ήρθε και η ειδική σελίδα πάλι στο διαδίκτυο για την δήθεν "Μακεδονική Γλώσσα", με κάποιο αυτοαποκλαούμενο "Κέντρο "Μακεδονικής" Γλώσσας στην Ελλάδα", με το οποίο κάποιοι προσπαθούν, όπως οι προηγούμενοι, να δημιουργήσουν εντυπώσεις και να τυλίξουν αφελείς, για να τους καταγράψουν σαν "Μειονότητα" της πεντάρας...
Το Ν, αποδεικνύοντας για πολλοστή φορά μέσα στην 19χρονη πορεία του ότι πραγματικά Νοιάζεται, όταν ολόκληρο κράτος και εκατοντάδες Σύλλογοι όλων των ειδών αδιαφορούν κυριολεκτικά, αποκαλύπτει σήμερα ποιοι κρύβονται πίσω από το "Κέντρο "Μακεδονικής" Γλώσσας στην Ελλάδα". Και θα πέσετε όλοι από τα σύννεφα.
Δείτε το βίντεο
ΝΟΙΑΖΟΜΑΙ
Οἱ τελευταῖες στιγμές τῆς Παναγίας
Ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ λοιπόν
ἔδειξε στούς Ἀποστόλους, πού ἤδη τό γνώριζαν, τό σύμβολο τῆς
ἀναχωρήσεώς της, τό φοίνικα, τούς μετέδωσε ἐπίσης εὐλογία καί ἀνάλογη
παρηγοριά καί ἀφοῦ τούς μίλησε γιά τήν ἔξοδό της καί τούς προθυμοποίησε
γιά τό κήρυγμα, τούς εἶπε μέ λίγα λόγια ὁλόκληρη τήν οἰκονομία τῆς
ἀποστολῆς τους. Ἔπειτα ἀσπάσθηκε τόν Πέτρο καί τούς ἄλλους Ἀποστόλους,
“χαίρετε”, λέγοντας, “τέκνα καί φίλοι καί μαθηταί τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ μου
καί νά αἰσθάνεστε εὐτυχεῖς, πού ἀξιωθήκατε τέτοιο δάσκαλο καί Δεσπότη
καί νά ὑπηρετεῖτε τέτοια μυστήρια καί νά μετέχετε τῶν διωγμῶν καί τῶν
παθημάτων του, γιά νά γίνετε κοινωνοί τῆς δόξας καί τῆς Βασιλείας Του”.
Ἀφοῦ τούς μίλησε γιά τά
τελευταία γεγονότα, τούς ζήτησε νά ψάλλουν τούς ἐπιτάφιους ὕμνους, ἐνῶ
Ἐκείνη ἄρχισε τίς πρός τόν Θεό εὐχαριστίες της.
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
«Σέ εὐλογῶ”, ἔλεγε,
“Δέσποτα καί Θεέ καί Υἱέ τοῦ Θεοῦ τοῦ προανάρχου σου Πατρός καί δικέ μου
υἱέ, τῆς δούλης σου, γιά τήν φιλανθρωπία σου. Σέ εὐλογῶ, πού μᾶς
λύτρωσες ἀπό τήν κατάρα καί μᾶς ἔδωσες τήν εὐλογία. Σέ εὐλογῶ τόν αἴτιο
ὅλων τῶν ἀγαθῶν μας, τῆς ζωῆς, τοῦ φωτός, τῆς εἰρήνης, τῆς δυνατότητας
νά γνωρίσουμε τόν Πατέρα σου καί τό συνάναρχό σου καί ζωοποιό Πνεῦμα. Σέ
εὐλογῶ Λόγε, πού εὐλόγησες τήν κοιλιά μου κατοικώντας σ’ αὐτὴ μέ
ἀνέκφραστο τρόπο. Σέ εὐλογῶ, πού μέ τέτοιο τρόπο μᾶς ἀγάπησες ὥστε καί
γιά μᾶς νά σταυρωθεῖς καί νά πεθάνεις. Σέ εὐλογῶ, πού κατέστησες μακαρία
τήν κοιλιά μου καί πιστεύω ὅτι θά ἐκπληρωθοῦν καί ὅλα τά ἄλλα, γιά τά
ὁποῖα μοῦ ἔχεις μιλήσει».
Η ΠΑΡΑΔΟΞΗ ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Μετά ἀπό αὐτά τά λόγια
ἀκολούθησε ἀμέσως ἡ παράδοξη κάθοδος τοῦ Υἱοῦ της πού συνοδευόταν ἀπό
τούς Προφῆτες, τούς Πατριάρχες καί ὅλους τοὺς Δικαίους. Μπροστά πήγαιναν
οἱ Ἄγγελοι καί Ἀρχάγγελοι καί ὅλες οἱ ὑπόλοιπες Ἀγγελικές δυνάμεις.
Τότε ὁ ἀέρας καί ὁλόκληρο τό σπίτι γέμισε. Ὅλα ἐκεῖνα πού ἡ Παρθένος
προγνώριζε, τότε τά ἔβλεπε μπροστά της, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἔβλεπαν μέρος ἀπό
αὐτά τά θαυμάσια, ὁ καθένας ἀνάλογα μέ τήν ἁγιότητά του. Ἔτσι ἡ δεύτερη
κατάβαση ἔγινε ἐνδοξότερη καί φρικωδέστερη τῆς πρώτης, καί προφανεστέρα
γιά ὅσους εἶχαν ὅραση πνευματική. Δέν ἦσαν μόνον παρόντα τά κατώτερα
ἀγγελικά τάγματα καί δυνάμεις, ἀλλά καί αὐτά ἀκόμη τά Σεραφείμ καί τά
Χερουβείμ καί οἱ Θρόνοι παρευρίσκονταν μέ φόβο, ἱεραρχικά σύμφωνα μέ τήν
τάξη τους. Ἔβλεπαν μέ φόβο ὄχι μικρότερο (ἴσως μεγαλύτερο θά ἔλεγα, ἄν
ἐπιτρεπόταν), γεμάτοι ἔκπληξη γιά τήν δεύτερη κένωση καί συγκατάβασή
του. Ὅ,τι ἔγινε ἄλλοτε γιά χάρη ὁλόκληρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τώρα
γιά μιὰ μόνο ψυχή, γιά μιὰ μόνον γυναίκα γινόταν ἕνα τέτοιο θαῦμα.
Ἡ συνοδεία ἦταν λαμπρή
καί πολυάριθμη, ὅπως ἅρμοζε γιά τήν ἄφιξη τοῦ Δεσπότη καί τήν ἀναχώρηση
τῆς Δέσποινας, ἀλλά ἡ θέαση αὐτῶν πού γίνονταν, ὅπως ἤδη εἶπα, γινόταν
μόνον ἀπό τούς καθαρούς, ἄν καί ἡ παρουσία τοῦ Δεσπότη ἦταν ἀκατανόητη
καί σ’ αὐτούς τούς Μαθητές καί Ἀποστόλους πού ἦσαν γεμάτοι ἀπό τή δύναμη
τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού κατοικοῦσε μέσα τους.
Παρευρισκόταν ἐκεῖ ὁ Χριστός μέ σῶμα καί μορφή πλήρως θεωμένη,
λαμπρότερη τῆς ἀστραπῆς καί τῆς λάμψεώς της, ἀπό ὅ,τι στό Θαβώρ, ἀλλά
μικρότερη τῆς φυσικῆς της λαμπρότητας ἐνῶ οἱ Ἀπόστολοι ἦσαν σάν νεκροί. Ὁ
Κύριος ἀμέσως τούς λέγει, “εἰρήνη ὑμῖν”, ὅπως ἄλλοτε ὅταν «εἰσῆλθε τῶν
θυρῶν κεκλεισμένων», στό ἴδιο σπίτι πού μαζεύτηκαν καί τότε καί τώρα, τό
σπίτι τοῦ Ἰωάννη. Τότε συγκεντρώθηκαν γιά τόν φόβο τῶν Ἰουδαίων. Σήμερα
τούς συγκέντρωσε αὐτή πού γέννησε τόν Κύριο, ἡ ὁποία καί κατοικοῦσε σ’
αὐτό μέ τόν ἀγαπημένο καί παρθένο μαθητή του, τό δεύτερο καί θετό υἱό
της.
Ἀκούοντας οἱ Μαθητές
αὐτήν τή γλυκειά, τήν ἤρεμη καί γνώριμη φωνή, πῆραν θάρρος στό σῶμα καί
στή ψυχή καί, ὅσο τούς ἦταν δυνατό, ὕψωσαν τά μάτια τους πρός τόν ἥλιο,
τήν ὥρα πού Ἐκεῖνος χαμήλωνε λίγο τή λαμπρότητα τῆς ἀνατολῆς του καί
τούς περιέλαμπε μέ μικρότερο φωτισμό.
Ἀλλά ἄς σταθοῦμε λίγο
στά ἐπιθανάτια τῆς Παρθένου. Ἡ ψυχή της βρίσκεται σέ μία μεγάλη
συγκίνηση καί σχεδόν σκιρτᾶ καί προφθάνει ἀσυγκράτητη καί τρέχει νά
ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό σῶμα ὥστε τό γρηγορότερο νά βρεθεῖ μέ τόν Υἱό της
καί νά προσπέσει στά χέρια του καί νά ἀναχώρησει μαζί του. Πῶς ἦταν
δυνατό νά ὑπομείνει αὐτή τή χαρά, ὅπως τή λύπη τόν καιρό τοῦ Πάθους, καί
πῶς ἐμεῖς νά μήν ἐπιθυμοῦμε νά ποῦμε πώς αὐτή δέν πέθανε, ἄν καί δέν τό
λέμε αὐτό, γιά νά μήν ποῦμε πρωτάκουστα διδάγματα.
Δάκρυσε, καί πάλι ἔγινε
ἀνώτερη τῶν δακρύων ἀπό τή μεγάλη εὐτυχία καί τό παράδοξο θέαμα, ὅταν
εἶδε μέ σῶμα ἐκεῖνον, πού λίγο παλιότερα τόν εἶδε νά σύρεται, νά
καθυβρίζεται καί νά κτυπιέται, ἐνῶ περιβαλλόταν ἀπό τόσες μυριάδες
Ἀγγέλων, ἀπό τόση λαμπρότητα καί τόση δόξα. Ἔβλεπε τό πρόσωπο καί τή
μορφή ἐκείνου, πού ἄλλοτε τόν κορόιδευαν καί τόν ἔφτυναν, πού ἦταν
ντυμένος τήν κόκκινη χλαίνα τῆς ντροπῆς, νά περιβάλλεται τώρα μέ τόση
ἀξία καί λαμπρότητα. Αὐτόν πού δέν εἶχε οὔτε εἶδος οὔτε ὀμορφιά, τώρα νά
ἀστράφτει ἀπό τήν ὀμορφιά τῆς θεότητάς του. Ἔβλεπε τόν ἄλλοτε νεκρό πού
καταδικάστηκε σάν ἀντίθεος, Θεό καί Βασιλέα καί Κριτή τῶν πάντων,
ἀθάνατο καί ἀνίκητο. Ὤ, πῶς ζοῦσε καί πάλι μέσα στίς ἀντιθέσεις, ὅπως
τόν καιρό τῆς Σταυρώσεως. Τό ὅραμα τή γέμιζε εὐφροσύνη, χαιρόταν
ὑπερβολικά ἡ ψυχή της, ἀλλά συστελλόταν ἐπειδή ἀναχωροῦσε πρός ἐκείνη τή
δόξα καί λαμπρότητα.
Τώρα πλέον δοξολογοῦσε
περισσότερο ἀπό πρίν ἐκεῖνον πού τήν δόξασε. Προσευχόταν γιά τούς
Ἀποστόλους καί γιά ὅλους τοὺς παρόντες, ἱκέτευε γιά τούς πιστούς ὅλης
τῆς γῆς ἤ μᾶλλον γιά ὅλο τόν κόσμο καί αὐτῶν ἀκόμη τῶν ἐχθρῶν καί τῶν
σταυρωτῶν. Ζητοῦσε νά λάβει ἀπό τό Δεσπότη κάποιο λόγο ἤ κάποιο σημεῖο
ὡς ἐγγύηση τῆς σωτηρίας τους, ἁπλώνοντας ἱκετευτικά τά χέρια ἐκεῖνα μέ
τά ὁποῖα τόν ἀγκαλίαζε, κινώντας τή γλώσσα καί τά χείλη μέ τά ὁποῖα τόν
ἀσπαζόταν, θυμίζοντας τόν θηλασμό του, καί κλαίοντας ἀπό εὐτυχία, ἔκαμε
τό πᾶν, λέγοντας ἀποχαιρετιστήριους λόγους καί προσευχές. Τότε ἀρχίζουν
τήν ὑμνωδία οἱ Ἄγγελοι καί ὅλοι μένουν ἀκίνητοι καί ἐκστατικοί,
ὄχι ἀπό φόβο ἀλλά ἀπό χαρά. Οἱ Ἀπόστολοι ἀντιφωνοῦν μέ τή δική τους
ψαλμωδία, καί ἔτσι, περνώντας ἀπό τό πανάγιο στόμα ἡ ὑπεραγία ψυχή της,
σάν σέ ὕπνο, παραδίδεται στόν Υἱόν της, ξεφεύγοντας τούς πόνους τοῦ
θανάτου, ὅπως τούς διέφυγε καί κατά τήν γέννηση ἤ μᾶλλον μέ τήν ἴδια καί
μεγαλύτερη χαρά καί ὅπως τότε, ὅταν ἀνέκφραστα γεννιόταν ἀπ’ αὐτή ὁ
Υἱός καί Θεός της, καί τώρα πού αὐτή πήγαινε πρός τόν Θεό, ὁ ὁποῖος
βρισκόταν μπροστά της ὄχι μόνο νοερά ἀλλά καί αἰσθητά.
Ἀμέσως ὅλοι οἱ Ἄγγελοι
ἄρχισαν νά ψάλλουν, καί μετά τοῦ πνεύματος μέν ἔβγαινε κάποια ἄφθονη καί
ἀνεξήγητη εὐωδία, ἐνῶ τό σῶμα περιβαλλόταν ἀπό πλούσιο καί ἀπλησίαστο
φῶς, ὥστε καί ὁ ἀέρας γέμισε ἀπό ἤχους καί ἄσματα, περισσότερο ὅμως ἀπό
τήν εὐχάριστη εὐωδία, τό δέ σῶμα ἀκτινοβολοῦσε ἀπό παντοῦ, ὥστε νά
γίνεται κάπως ἀθέατο. Ἔτσι λοιπόν διαμοιράζονται τήν Παρθένο, οἱ μαθητές
καί ὁ Διδάσκαλος, τά ἐπίγεια καί τά οὐράνια, ὅπως καί μετά ἀπό λίγο ὁ
οὐρανός καί ὁ παράδεισος. Ὁ Κύριος καί τά γύρω ἀπό αὐτόν λειτουργικά
πνεύματα πῆραν τή ψυχή, ἐνῶ οἱ μαθητές τό σῶμα.
Ἰωάννης ὁ Γεωμέτρης
Δίκτυο Ελληνισμού_Νυστέρι στα γεγονότα
Οι γιορτές της Παναγίας μέσα στο έτος (& τα Εγκώμιά της)
Οι άγιοι διδάσκαλοι του χριστιανισμού, που καθιέρωσαν τις γιορτές και τις νηστείες της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως ένα δρόμο που οδηγεί τον άνθρωπο στο Φως του Χριστού, γέμισαν πολύ σοφά το έτος με γιορτές του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων, για να ευλογείται κάθε μέρα και κάθε δραστηριότητα της ζωής των χριστιανών. Έτσι, δεν υπάρχει καμία μέρα μέσα στο χρόνο που να μη γιορτάζονται άγιοι ή κάποια σημαντικά γεγονότα από τη ζωή του Ιησού Χριστού και της Θεοτόκου, δηλ. της Παναγίας.
Μόλις 7 μέρες μετά την 1η Σεπτεμβρίου, δηλαδή τον 1ο μήνα του εκκλησιαστικού έτους, έχουμε την 1η μεγάλη γιορτή της Παναγίας, το Γενέσιό της (την εορτή της γέννησής της), στις 8 Σεπτεμβρίου. Η εορτή αυτή στο Γέρμα Καστοριάς ονομάζεται «γιορτή της Σταφυλοπαναγιάς», τότε κόβονται τα πρώτα ώριμα σταφύλια και υπάρχει σχετική εικόνα με τη Θεοτόκο βρεφοκρατούσα να κρατάει και ένα σταφύλι.
Η Εκκλησία, πρέπει να πούμε, γιορτάζει γενέθλια μόνο τριών προσώπων: του Ιησού Χριστού (25 Δεκεμβρίου, δηλαδή τα Χριστούγεννα), της Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου) και του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου (24 Ιουλίου). Αυτά τα τρία γενέθλια οδηγούν στην ανάσταση του Χριστού και, κατ’ επέκτασιν, στην ανάσταση όλων μας, που θα γίνει με τη δευτέρα παρουσία του Χριστού. Οι υπόλοιποι άνθρωποι κανονικά δεν εορτάζουμε τα γενέθλιά μας (τα οποία ουσιαστικά, καθώς προχωρεί η ηλικία μας, φέρνουν πιο κοντά τη στιγμή του θανάτου μας), αλλά τον άγιο του ονόματός μας, η γιορτή του οποίου μας συνδέει με τον Ιησού Χριστό, την πηγή της αιώνιας ζωής. Η γιορτή των γενεθλίων, που έχει γίνει στην εποχή μας τόσο ισχυρή, ώστε σχεδόν ξεχνάμε τη γιορτή του αγίου μας, καθιερώθηκε αρχικά στη δυτική Ευρώπη, εκεί όπου κυριαρχεί ο προτεσταντισμός (μια μορφή του χριστιανισμού που δημιουργήθηκε στη Γερμανία μετά το 1500 ως αντίδραση στο ρωμαιοκαθολικισμό). Οι προτεστάντες δεν εορτάζουν τους αγίους, οπότε καθιέρωσαν ένα άλλο είδος γιορτής (τα γενέθλια) για να μη μείνει η ζωή τους χωρίς γιορτές.
Προχωρώντας το έτος, φτάνουμε στο Νοέμβριο, όπου γιορτάζουμε τη 2η μεγάλη γιορτή της Παναγίας, τα Εισόδια (21 Νοεμβρίου). Είναι η αφιέρωση της Παναγίας στο Ναό του Σολομώντα, στα Ιεροσόλυμα, όπως είχαν υποσχεθεί οι γονείς της (οι άγιοι Ιωακείμ και Άννα), όλα τα χρόνια που προσεύχονταν στο Θεό να τους στείλει ένα παιδί. Στα Εισόδια η Παναγία είναι τριών ετών. Γι’ αυτό στην Κρήτη και σε λίγες ακόμη περιοχές έχει δημιουργηθεί ένα έθιμο, σύμφωνα με το οποίο την εορτή των Εισοδίων γιορτάζουν οι ανύπανδρες κοπέλες με το όνομα Μαρία, οι οποίες κατά τεκμήριο είναι μικρές σε ηλικία, όπως ήταν η Παναγία όταν εισήλθε στο Ναό, όπου έζησε, προστατευόμενη των ιερών και των αγγέλων, περίπου δέκα χρόνια.
Η επόμενη μεγάλη γιορτή της Παναγίας έρχεται στη συνέχεια. Είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, στις 25 Μαρτίου, η γιορτή της επίσκεψης του αρχαγγέλου Γαβριήλ στην Παναγία, όταν της ανακοίνωσε ότι ο Θεός την επέλεξε για να κυοφορήσει και να γεννήσει το Σωτήρα του κόσμου, τον Ιησού Χριστό.
Η Παναγία πρέπει να ήταν περίπου 15 ετών τότε, σε ηλικία γάμου για την εποχή της. Οι άγιοι γονείς της είχαν κοιμηθεί από χρόνια και οι ιερείς του Ναού, για να την προστατεύσουν, την είχαν αρραβωνιάσει με έναν άνδρα αρκετά μεγαλύτερό της, τον άγιο και δίκαιο Ιωσήφ, ο οποίος, όπως γνωρίζουμε, αν και την παντρεύτηκε σύμφωνα με τον εβραϊκό νόμο, όμως ποτέ δεν έγινε αληθινός σύζυγός της, γι’ αυτό και έμεινε στην Ιστορία ως άγιος Ιωσήφ ο Μνήστωρ (=αρραβωνιαστικός).
Την ιστορία του Ευαγγελισμού (η λέξη σημαίνει «αναγγελία καλής είδησης») τη διηγείται το κατά Λουκαν Ευαγγέλιο. Εκεί διαβάζουμε ότι ο αρχάγγελος μίλησε στην Παναγία, αλλά δεν της έδωσε κρίνο, όπως νομίζει ο πολύς κόσμος. Ο μύθος για τον κρίνο πέρασε στην ιστορία του Ευαγγελισμού από τους ζωγράφους της δυτικής Ευρώπης, την εποχή της Αναγέννησης, από το 15ο αιώνα και μετά, οι οποίοι ζωγράφιζαν από τη φαντασία τους τον άγγελο να κρατάει ένα λευκό κρίνο.
Στις ορθόδοξες εικόνες ο άγγελος κρατάει το "κηρύκειο", δηλ. το ραβδί που δηλώνει ότι είναι αγγελιαφόρος (=άγγελος). Αυτό μετατράπηκε σε κρίνο από τη δυτική ζωγραφική.
Όμως πρέπει να πούμε ότι συνήθως ασχολούμαστε με την Παναγία ολόκληρο το Μάρτιο ή τον μισό Μάρτη και τον μισό Απρίλη, επειδή συμπίπτει με τη Μεγάλη Σαρακοστή και κάθε Παρασκευή στις εκκλησίες μας ψάλλουμε προς τιμήν της Παναγίας τους Χαιρετισμούς, το υπέροχο εκείνο ποιητικό και μουσικό έργο της βυζαντινής εποχής, που ο λαός μας δικαιολογημένα το θαυμάζει και το υπεραγαπά και πολλοί χριστιανοί το ξέρουν απ’ έξω και το λένε, ως προσευχή, κάθε βράδυ πριν κοιμηθούν, όλο το χρόνο…
Η τέταρτη μεγάλη γιορτή της Παναγίας (που κλείνει τον κύκλο της επίγειας ζωής της και της αύξησης της ηλικίας της) έρχεται τον τελευταίο μήνα του εκκλησιαστικού έτους, τον Αύγουστο. Είναι η Κοίμηση της Θεοτόκου (15 Αυγούστου), για την οποία οι ορθόδοξοι χριστιανοί όλων των λαών προετοιμάζονται με τη νηστεία του Δεκαπενταύγουστου (οι πρώτες 5 μέρες νηστεύονται και προς τιμήν της εορτής της Μεταμόρφωσης του Χριστού, 6 Αυγούστου, κατά την οποία τρώγεται ψάρι, αλλά ευλογούνται στην εκκλησία και μοιράζονται στο λαό και τα πρώτα ώριμα σταφύλια της χρονιάς), καθώς και με τις υπέροχες Παρακλήσεις προς την Παναγία, που ψάλλονται στις εκκλησίες μας κάθε απόγευμα, εκτός Σαββάτου, μέχρι την παραμονή της εορτής της.
Ο εορτασμός της Κοίμησης της Θεοτόκου ολοκληρώνεται στις 23 Αυγούστου («απόδοση της Κοιμήσεως»), ημέρα που ο λαός μας την ονομάζει «τα εννιάμερα της Παναγίας», την έχει μετατρέψει σε ξεχωριστή εορτή και υπάρχουν εκκλησίες αφιερωμένες ειδικά σε αυτήν. Εξάλλου, η εορτή της Παναγίας Μυρτιδιώτισσας (24 Σεπτεμβρίου), που εορτάζεται η εύρεση της εικόνας της Παναγίας μέσα σε μια μυρτιά στο νησί Κήθυρα και τα πολλά θαύματά της, από το λαό θεωρείται ως «τα σαράντα της Παναγίας», αφού είναι 40 μέρες μετά την Κοίμηση. Έτσι, ο λαός μας έχει κάνει την Παναγία ακόμη πιο δική του, την κηδεύει και τη μνημονεύει μέσα στην καρδιά του όπως κάθε χριστιανός τη μητέρα του. Αυτός είναι και ο λόγος που την Παναγία τη γιορτάζουμε τόσο πολύ, ότι, με το να γίνει η Μητέρα του Χριστού, που είναι ο Μεγάλος Αδελφός μας ενώπιον του Θεού (αφού κάθε χριστιανός μπορεί να ενωθεί με το Θεό, μέσω του Χριστού, και να γίνει γιος του Θεού), η Παναγία γίνεται Μητέρα όλων μας. Τα αναρίθμητα θαύματα και οι εμφανίσεις της, άλλωστε, σε όλες τις εποχές, φανερώνουν πως αγαπά τους ανθρώπους ακριβώς σαν Μητέρα μας.
Ο Αύγουστος, εξάλλου, ο «μήνας της Παναγίας», κλείνει με την εορτή της Τιμίας Ζώνης, στις 31 Αυγούστου, δηλαδή της ζώνης της Παναγίας, που η ίδια η Θεοτόκος παρέδωσε στον άγιο απόστολο Θωμά τρεις ημέρες μετά την Κοίμησή της. Το πολύτιμο και θαυματουργό αυτό κειμήλιο, μετά από πολλές περιπέτειες, παραδόθηκε πριν από αιώνες στην ιερά μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους, όπου φυλάσσεται μέχρι σήμερα.
Υπάρχουν κι άλλες εορτές της Παναγίας, δευτερεύουσες. Αυτές είναι οι κυριότερες, που γεμίζουν το χρόνο και τη ζωή μας με την ευλογία της.
«Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου», ένα διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
ΡΕΜΒΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Ανάμεσα εις συντρίμματα καί ερείπια, λείψανα παλαιάς κατοικίας ανθρώπων εν μέσω αγριοσυκών, μορεών μέ ερυθρούς καρπούς, εις έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν πρός μίαν παραλίαν βορειοδυτικήν τής νήσου, όπου τήν νύκτα επόμενον ήτο νά βγαίνουν καί πολλά φαντάσματα, είδωλα ψυχών κουρασμένων, σκιαί επιστρέφουσαι, καθώς λέγουν, από τόν ασφοδελόν λειμώνα, αφήνουσαι κενάς οιμωγάς εις τήν ερημίαν, θρηνούσαι τό πάλαι ποτέ πρόσκαιρον σκήνωμά των εις τόν επάνω κόσμον ― εκεί ανάμεσα εσώζετο ακόμη ο ναΐσκος τής Παναγίας τής Πρέκλας. Δέν υπήρχε πλέον οικία ορθή, δέν υπήρχε στέγη καί άσυλον, εις όλον τό οροπέδιον εκείνο, παρά τήν απορρώγα ακτήν. Μόνος ο μικρός ναΐσκος υπήρχε, καί εις τό προαύλιον τού ναΐσκου ο Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας είχε κτίσει μικρόν υπόστεγον, καλύβην μάλλον ή οικίαν, λαβών τήν ξυλείαν, όσην ηδυνήθη νά εύρη, καί τινας λίθους από τά τόσα τριγύρω ερείπια, διά νά στεγάζεται προχείρως εκεί καί καπνίζη ακατακρίτως τό τσιμπούκι του, μέ τόν ηλέκτρινον μαμέν, έξω τού ναού, ο φιλέρημος γέρων.
Ο ναΐσκος ήτο ιδιόκτητος· πράγμα σπάνιον εις τόν τόπον, λείψανον παλαιού θεσμού· ήτον κτήμα αυτού τού γέροντος Φραγκούλα. Ο αξιότιμος πρεσβύτης, φέρων όλα τά εξωτερικά γνωρίσματα προεστού, ωραίον φέσι τού Τουνεζίου, επανωβράκι* τσόχινον, μέ ζώνην πλατείαν κεντητήν, μακράν τσιμπούκαν μέ ηλέκτρινον μαμέν, καί κρατών μέ τήν αριστεράν ηλέκτρινον μακρόν κομβολόγιον, δέν ήτο καί πολύ γέρων, ώς πενηνταπέντε χρόνων άνθρωπος. Κατήγετο από τήν αρχαιοτέραν καί πλέον γνησίως αυτόχθονα οικογένειαν τού τόπου. Ήτον εκ νεαράς ηλικίας ευσταλής, υψηλός, λεπτός τήν μέσην, μελαχροινός, μέ αδρούς χαρακτήρας τού προσώπου, δασείας οφρύς, οφθαλμούς μεγάλους, ογκώδη ρίνα, χονδρά χείλη προέχοντα. Ηγάπα πολύ τά μουσικά, τά τε εκκλησιαστικά καί τά εξωτερικά, υπήρξε δέ μέ τήν χονδρήν αλλά παθητικήν φωνήν του ψάλτης καί τραγουδιστής εις τόν καιρόν του μέχρι γήρατος.
Τήν Σινιώραν, ωραίαν νέαν, λεπτοφυή, λευκοτάτην, τήν είχε νυμφευθή από έρωτα. Ήδη είχε συζήσει μαζί της υπέρ τά είκοσι πέντε έτη, καί είχεν αποκτήσει τέσσαρας υιούς καί τρείς θυγατέρας. Αλλά τώρα, εις τόν ουδόν τού γήρατος, δέν συνέζη πλέον μαζί της.
Είχε χωρίσει άπαξ ήδη, αφού εγεννήθησαν τά τέσσαρα πρώτα παιδία, δύο υιοί καί δύο θυγατέρες· ο πρώτος ούτος χωρισμός διήρκεσεν επί τινας μήνας. Είτα επήλθε συνδιαλλαγή καί συμβίωσις πάλιν. Τότε εγεννήθησαν άλλα δύο τέκνα, υιός καί θυγάτριον. Είτα επήλθε δεύτερος χωρισμός, υπέρ τό έτος διαρκέσας. Μετά τόν χωρισμόν, δευτέρα συνδιαλλαγη. Τότε εγεννήθη ο τελευταίος υιός. Ακολούθως επήλθε μακρός χωρισμός μεταξύ τών συζύγων. Ο τελευταίος ούτος χωρισμός, μετά πολλάς αγόνους αποπείρας συνδιαλλαγής, διήρκει ήδη από τριών ετών καί ημίσεος. Δέν ήτο πλέον φόβος νά γεννηθούν άλλα τέκνα. Η Σινιώρα ήτον υπερτεσσαρακοντούτις ήδη.
*
* *
Τήν εσπέραν εκείνην, τής 13 Αυγούστου τού έτους 186… εκάθητο μόνος, ολομόναχος, έξω τού ναΐσκου, εις τό προαύλιον, έμπροσθεν τής καλύβης τήν οποίαν είχε κτίσει, εκάπνιζε τό τσιμπούκι του, κ᾿ ερρέμβαζεν. Ο καπνός από τόν λουλάν ανέθρωσκε καί ανέβαινεν εις κυανούς κύκλους εις τό κενόν, καί οι λογισμοί τού ανθρώπου εφαίνοντο νά παρακολουθούν τούς κύκλους τού καπνού, καί νά χάνωνται μετ᾿ αυτών εις τό αχανές, τό άπειρον. Τί εσκέπτετο;
Βεβαίως, τήν σύζυγόν του, μέ τήν οποίαν ήσαν εις διάστασιν, καί τά τέκνα του, τά οποία σπανίως έβλεπεν. Εσχάτως τού είχον παρουσιασθή, πρώτην φοράν εις τήν ζωήν του, καί οικονομικαί στενοχωρίαι. Ο Φραγκούλας ήτο μεγαλοκτηματίας. Είχε παμπόλλους ελαιώνας, αμπέλια αρκετά, καί χωράφια αμέτρητα. Μόνον από τόν αντίσπορον τών χωραφίων ημπορούσε νά μήν αγοράζη ψωμί δι᾿ όλου τού έτους, αυτός καί η οικογένειά του. Οι δέ ελαιώνες, όταν εκαρποφόρουν, έδιδον αρκετόν εισόδημα. Αλλ᾿ επειδή δέν ειργάζετο ποτέ μόνος του, τά έξοδα «τόν έτρωγαν»! Είτα αυξανομένης τής οικογενείας, συνηυξάνοντο καί αι ανάγκαι. Καί όσον ηύξανον τά έξοδα, τόσον τά έσοδα ηλαττούντο. Ήλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», αφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Είτα, διά πρώτην φοράν, έλαβεν ανάγκην μικρών δανείων. Δέν εφαντάζετο ποτέ ότι μία μικρά κάμπη αρκεί διά νά καταστρέψη ολόκληρον φυτείαν. Απηυθύνθη εις ένα τοκογλύφον τού τόπου.
Οι τοιούτοι ήσαν άνθρωποι «φερτοί», απ᾿ έξω, καί όταν κατέφυγον εις τόν τόπον, εν ώρα συμφοράς καί ανεμοζάλης, κατά τήν Μεγάλην Επανάστασιν ή κατά τά άλλα κινήματα τά πρό αυτής, αρχομένης τής εκατονταετηρίδος, κανείς δέν έδωκε προσοχήν καί σημασίαν εις αυτούς.
Αλλ᾿ επειδή οι εντόπιοι είχον αποκλειστικήν προσήλωσιν εις τά κτήματα, ούτοι, οι επήλυδες, ως πράττουσιν όλοι οι φύσει καί θέσει Εβραίοι, έδωκαν όλην τήν σημασίαν καί τήν προσοχήν των εις τά χρήματα. Ήνοιξαν εργαστήρια, μαγαζεία, κ᾿ εμπορεύοντο, κ᾿ εχρηματίζοντο. Είτα ήλθεν ώρα, όπως καί τώρα καί πάντοτε συμβαίνει, οπότε οι εντόπιοι έλαβον ανάγκην τών χρημάτων, καί τότε ήρχισαν νά υποθηκεύουν τά κτήματα. Εωσότου παρήλθε μία γενεά, ή μία καί ημίσεια, καί τά χρήματα επέστρεψαν εις τούς δανειστάς, συμπαραλαβόντα μεθ᾿ εαυτών καί τά κτήματα.
Έως τότε δέν είχε συλλογισθή τοιαύτα πράγματα ο Φραγκούλης Φραγκούλας, ούτε τόν έμελε ποτέ του περί χρημάτων. Αλλ᾿ επ᾿ εσχάτων, είχε λάβει ανάγκην καί δευτέρου καί τρίτου δανείου, καί οι δανεισταί προθύμως τού έδιδαν, αλλ᾿ απήτουν νά τούς καθιστά υπέγγυα τά καλύτερα κτήματα, εκ τών οποίων έκαστον είχε, κατ᾿ αυτόν εκτιμητήν, δεκαπλασίαν αξίαν τού ποσού τού δανειζομένου. Πλήν φεύ! αυτός δέν ήτο ο μόνος καημός του…
Ο Φραγκούλης Φραγκούλας δέν εφόρει πλέον τό ωραίόν του μαύρον φέσι, τό τουνεζιάνικον· έφερεν οικιακόν μαύρον σκούφον επί τής κεφαλής. Αλλ᾿ ευρίσκετο σήμερον εις τήν εξοχήν. Εάν τόν συνηντώμεν τήν προτεραίαν εις τήν αγοράν, κάτω εις τήν πολίχνην, θά εβλέπομεν ότι είχε βάψει μαύρον τό φέσι του… Είχε πρόσφατον πένθος.
*
* *
«Άχ! Τό ᾽χασα, τό καημένο μ᾿, τό ευάγωγο, τό ᾽χασα!»
Ο γερο-Φραγκούλης εστέναξε, καί είχε δίκαιον νά στενάξη. Τό καλύτερον κοράσιόν του, τό τρίτον, τό μικρότερον, δεκατετραετές μόλις τήν ηλικίαν ―τό οποίον είχε γεννηθή κατά τι διάλειμμα έρωτος μεταξύ δύο χωρισμών― τού είχεν αποθάνει πρό ολίγων μηνών…
Καί αυτός ήλθεν εις τήν Παναγίαν, διά νά κλαύση καί νά πή τόν πόνον του. Ήτον κτήμά του ο ναΐσκος τής Παναγίας τής Πρέκλας. Τό εκκλησίδιον ήτον ευπρεπέστατον, ωραία στολισμένον καί είχε καλάς εικόνας, καί μάλιστα τήν φερώνυμον, τήν γλυκείαν Παναγίαν τήν Πρέκλαν, σκαλιστόν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλεον καί μανουάλια ορειχάλκινα, κανδήλια αργυρά. Έφερε πάντοτε ο ιδιοκτήτης μαζί του τήν βαρείαν υπερμεγέθη κλείδα τής δρυΐνης θύρας τής στερεάς, καί δέν έλειπε συχνά νά επισκέπτεται τήν Παναγίαν του· ιερόσυλος ευτυχώς κανείς ακόμη δέν είχεν αναφανή εις τά μέρη αυτά.
Ήτον η προπαραμονή τής εορτής, ότε θά ετελείτο πανήγυρις εις τόν ναΐσκον, τιμώμενον επ᾿ ονόματι τής Κοιμήσεως. Θά ήρχοντο από τόν τόπον πολλαί οικογένειαι καί άτομα, δωδεκάδες τινές προσκυνητών καί πανηγυριστών, καί ο παπα-Νικόλας, ο συμπέθερός του. Εις τόν παπα-Νικόλαν ο Φραγκούλας έδιδε διά τόν κόπον του έν τάλληρον, περιπλέον δέ εισέπραττεν ο παπάς διά λογαριασμόν του τάς δεκάρας, όσας έδιδαν αι γυναίκες «διά νά γράψουν τά ονόματα» ή τά «ψυχοχάρτια».
Όλα τ᾿ άλλα, προσφοράς, αρτοκλασίας, πώλησιν κηρίων, κτλ. τά εισέπραττεν ο Φραγκούλας ως εισόδημα ιδικόν του…
Καί τώρα τούς επερίμενε νά έλθουν πάλιν… καί ανελογίζετο πώς άλλοτε, όταν ήτον νέος ακόμη, μετά τόν πρώτον χωρισμόν από τήν γυναίκά του, η πανήγυρις αυτή τής Παναγίας τής Κοιμήσεως έγινεν αφορμή διά νά επέλθη συνδιαλλαγή μετά τής γυναικός του. Κατόπιν τής συνδιαλλαγής εκείνης εγεννήθη ο τρίτος υιός, καί τό Κουμπώ, τό θυγάτριον τό οποίον εθρήνει τώρα ο γερο-Φραγκούλας…
«Τό ᾽χασα τό καημένο μου, τό ευάγωγο, τό ᾽χασα!…»
Ώ, δέν ελυπείτο τώρα τόσον πολύ τόν από τής γυναικός του χωρισμόν ―τήν οποίαν άλλως τρυφερώς ηγάπα― όσον εθρήνει τήν σκληράν απώλειαν εκείνην τής κορασίδος, τήν οποίαν εις τόν άλλον κόσμον ήλπιζε μόνον νά επανεύρη… Καί κατενύσσετο πολύ η καρδία του κ᾿ εθλίβετο… Καί ανελογίσθη ότι τό πάλαι εδώ οι χριστιανοί, όσοι ήσαν ως αυτός τεθλιμμένοι, εις τόν ναΐσκον αυτόν τής Παναγίας τής Πρέκλας, ήρχοντο τάς ημέρας αυτάς νά εύρωσι, διά τής εγκρατείας καί τής προσευχής καί τού ιερού άσματος, αναψυχήν καί παραμυθίαν… Τόν παλαιόν καιρόν, πρό τού Εικοσιένα, όταν τό σήμερον έρημον καί κατηρειπωμένον χωρίον εκατοικείτο ακόμη, όλοι οι κάτοικοι καί τών δύο ενοριών ήρχοντο εις τόν ναόν τής Πρέκλας, όστις ήτο απλούν παρεκκλήσιον, ν᾿ ακούσωσι τάς ψαλλομένας Παρακλήσεις, καθ᾿ όλον τόν Δεκαπενταύγουστον…
Άφησεν εις τήν άκρην τό τσιμπούκι, τό οποίον είχε σβήσει ήδη ανεπαισθήτως, εν μέσω τής αλλοφροσύνης καί τών ρεμβασμών τού καπνιστού, καί ακουσίως ήρχισε νά υποψάλλη.
Έλεγε τόν Μέγαν Παρακλητικόν κανόνα τόν εις τήν Παναγίαν, όπου διεκτραγωδούνται τά παθήματα καί τά βάσανα μιάς ψυχής, καί τήν σειράν όλην τών κατανυκτικών ύμνων, όπου είς βασιλεύς Έλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, από Λατίνους καί Άραβας καί τούς ιδικούς του, διεκτραγωδεί πρός τήν Παναγίαν τούς ιδίους πόνους του, καί τούς διωγμούς όσους υπέφερεν από τά στίφη τών βαρβάρων, τά οποία ονομάζει νέφη.
Είτα, κατά μικρόν, αφού είπεν όσα τροπάρια ενθυμείτο από στήθους, ύψωσεν ακουσίως τήν φωνήν, καί ήρχισε νά μέλπη τό αθάνατον εκείνο:
«Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε,
Γεθσημανή τώ χωρίω, κηδεύσατέ μου τό σώμα.
Καί σύ, Υιέ καί Θεέ μου, παράλαβέ μου τό πνεύμα».
… Καί είτα προσέτι, παρεκάλει διά τού άσματος τήν Παναγίαν, νά είναι μεσίτρια πρός τόν Θεόν, «μή μού ελέγξη τάς πράξεις, ενώπιον τών αγγέλων…» Ώ, αυτό είχε τήν δύναμιν καί τό προνόμιον νά κάμνη πολλά ζεύγη οφθαλμών νά κλαίωσι τόν παλαιόν καιρόν, όταν οι άνθρωποι έκλαιον ακόμη εκούσια δάκρυα εκ συναισθήσεως…
Ο γερο-Φραγκούλας επίστευε καί έκλαιεν… Ώ, ναί, ήτον άνθρωπος ασθενής· ηγάπα καί ημάρτανε καί μετενόει… Ηγάπα τήν θρησκείαν, ηγάπα καί τήν σύζυγον καί τά τέκνα του, επόθει ακόμη τόν συζυγικόν βίον, επόθει καί τόν βίον τόν μοναχικόν. Τόν καιρόν εκείνον είχεν αγαπήσει εξ όλης καρδίας τήν Σινιωρίτσαν του… καί τήν ηγάπα ακόμη. Αλλ᾿ όσον τρυφερός ήτο εις τόν έρωτα, τόσον ευεπίφορος εις τό πείσμα, καί τόσον γοργός εις οργήν. Ώ! ατέλειαι τών ανθρώπων.
Τώρα, εις τούς τελευταίους χρόνους, είχε γνωρίσει ακόμη καί τήν οικονομικήν στενοχωρίαν, τό παράπονον τής ξεπεσμένης αρχοντιάς, τάς πιέσεις καί τάς απειλάς τών τοκογλύφων. «Τό διάφορο, κεφάλι! τό διάφορο, κεφάλι!» Επί τέσσαρας ενιαυτούς ήτο αφορία, αι ελαίαι δέν εκαρποφόρησαν· ο καρπός είχε προσβληθή από άγνωστον ασθένειαν, διά τάς αμαρτίας τών ιδιοκτητών. Είχαν κιτρινίσει καί μαυρίσει αι ελαίαι, καί ήσαν γεμάται από βούλες, καί είχαν πέσει άκαιρα. Τόσα «υποστατικά», τόσα «μούλκια», τόσο «βιός», αγύριστα κτήματα, σχεδόν τσιφλίκια, ηπειλούντο νά περιέλθωσιν εις χείρας τών τοκογλύφων. ― Εγέννα ή όχι η γή, εκαρποφόρουν ή όχι τά δένδρα, ο τόκος δέν έπαυε. Τά κεφάλαια «έτικτον». Έπαυσε νά τίκτη η γόνιμος (όπως λέγει ο Άγ. Βασίλειος), αφού τά άγονα ήρχισαν κ᾿ εξηκολούθουν νά τίκτουν…
Ανελογίζετο αυτά, κ᾿ έκλαιεν η ψυχή του. Δέν ήλπιζε πλέον, ούτε ηύχετο σχεδόν, νά ήρχετο η Σινιωρίτσα αύριον, εις τήν πανήγυριν, όπως ήρχετο τακτικά κάθε χρόνον, άλλοτε, όταν ήσαν «μονοιασμένοι» ― όπως είχεν έλθει καί άπαξ, εις καιρόν οπού ευρίσκοντο χωρισμένοι, πρό δεκαπέντε ετών… Τώρα μόνον η ψυχή τής Κούμπως, τής αθώας μικράς παρθένου, είθε νά παρίστατο αοράτως εις τήν πανήγυριν, αγαλλομένη.
Ώ! άλλοτε, πρό δεκαπέντε ετών, πρίν γεννηθή ακόμη η Κούμπω ― ναί, η Παναγία είχε δωρήσει τό αβρόν εκείνο άνθος εις τόν Φραγκούλην καί τήν Σινιώραν, καί η Παναγία πάλιν τό είχε δρέψει καί τό είχεν αναλάβει πλησίον της, πρίν μολυνθή εκ τής επαφής τών ματαίων τού κόσμου… Τόν καιρόν εκείνον είχε συμβή ο πρώτος χωρισμός, τό πρώτον πείσμα, τό πρώτον κάκιωμα μεταξύ τών συζύγων. Καί ο Φραγκούλης, θυμώδης, οξύχολος, δριμύς, είχεν αναβή, όπως τώρα, από τήν πολίχνην τήν κατοικημένην εις τό παλαιόν χωρίον τό έρημον, τού οποίου εσώζοντο τότε ακόμη ολίγισται οικίαι, καί δέν ήτο ερείπιον όλον, όπως σήμερον. Καί καθώς τώρα, είχεν έλθει δύο ή τρείς ημέρας πρό τής εορτής εις τό παρεκκλήσιον τής Πρέκλας, εκάθητο δέ εις τά πρόθυρα τού ναΐσκου κ᾿ εκάπνιζε τό μακρόν τσιμπούκι μέ τό ηλέκτρινον επιστόμιον. Πλήν τότε τό φέσι του ήτο κατακόκκινον, καί τώρα εφόρει μαύρον σκούφον… Καί τότε ο Φραγκούλης ήτον σαράντα χρόνων, καί τώρα ήτον πενηνταπέντε… Τότε έτρεφε πείσμα καί χολήν, αλλ᾿ είχε πολύ περισσότερον καί βαθύτερον συζυγικόν έρωτα, καί μόνον νύξιν ήθελεν· ήτον έτοιμος νά συγχωρήση· καί ν᾿ αγαπήση… Αλλά τώρα δέν έχει πλέον ούτε πείσμα σχεδόν ούτε οργήν, ηγάπα τήν Σινιώραν, τήν επόνει, αλλ᾿ έκλαιε πολύ περισσότερον διά τό θυγάτριόν του, τό Κουμπώ, «τό καημένο, τό ευάγωγο!»
Εκείνην τήν φοράν, ο παπα-Νικόλας, άμα έφθασε τήν παραμονήν, ακολουθούμενος από πλήθος προσκυνητών διά τήν πανήγυριν, εστάθη πλησίον τής θύρας τού ναού, παρά τήν γωνίαν, καί τού είπε μυστηριωδώς:
― Θά ᾽χης μουσαφιρλίκια, θαρρώ.
― Τί τρέχει, παπά; ηρώτησε μειδιών ο Φραγκούλας, όστις εμάντευσε πάραυτα.
― Θά σού έλθη τ᾿ ασκέρι… Κοίταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρίς πείσματα…
Ο παπάς, ασκέρι λέγων, εννοούσε προφανώς τήν οικογένειαν τού Φραγκούλα· αλλά τάχα μόνον τά παιδία τά δύο μεγαλύτερα εκ τών τεσσάρων; ― καθόσον τά άλλα δύο τά μικρά, δέν θά ηδύναντο νά κουβαληθούν εις διάστημα τριών ωρών οδοιπορίας χωρίς τήν μητέρα των. Ο Φραγκούλης ηθέλησε νά βεβαιωθή.
― Θά ᾽ρθη μαζί κ᾿ η μάννα τους;
― Βέβαια… πιστεύω, είπεν ο παπάς.
*
* *
Τώ όντι, όταν εβράδιασε καλά, καί ήρχισε νά σκοτεινιάζη, η κυρα-Σινιώρα ήλθε, μαζί μέ τήν γραίαν μητέρα της, καί μέ τά τέσσαρα παιδιά της, εν συνοδία καί άλλων προσκυνητριών, γειτονισσών ή συγγενών της. Από πολλών μηνών δέν είχεν ιδεί τόν σύζυγόν της, όστις είχε κατοικήσει χωριστά, ― εις ευτελές δωμάτιον, χάριν ταπεινώσεως, τό οποίον ωνόμαζε «τό κελλί του», καί έζη από μηνών ως καλόγηρος. Επλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα· ο Φραγκούλης ίστατο εκεί, παραπέρα από τήν θύραν τής εκκλησίας, κ᾿ έκαμνε πώς έβλεπεν αλλού, καί πώς επρόσεχεν είς τινα ομιλίαν περί αγροτικών υποθέσεων, μεταξύ δύο ή τριών χωρικών.
Η Σινιώρα εισήλθεν εις τόν ναΐσκον, επροσκύνησεν, εκόλλησε κηρία, καί ησπάσθη τάς εικόνας. Είτα, μετά τινα ώραν, εξήλθεν. Επλησίασε συνεσταλμένη, κ᾿ εχαιρέτισε τόν σύζυγόν της. Ούτος έτεινε πρός αυτήν τήν χείρα, καί ησπάσθη φιλοστόργως τά τέκνα του.
Ήδη ενύκτωνε, καί εψάλη ο Μικρός Εσπερινός. Ακολούθως, μετά τό λιτόν σαρακοστιανόν τό οποίον έφαγον κατά ομάδας καθίσαντες οι διάφοροι προσκυνηταί, εδώ κ᾿ εκεί, επί τών χόρτων καί τών ερειπίων, ο Φραγκούλης ητοίμασεν ιδιοχείρως ξύλινον σήμαντρον, πρόχειρον, κατά μίμησιν εκείνων τά οποία συνηθίζονται εις τά μοναστήρια, καί φέρων τρείς γύρους περί τόν ναόν, τό έκρουσε μόνος του, πρώτον εις τροχαϊκόν ρυθμόν, «τόν Αδάμ, Αδάμ, Αδάμ!» είτα εις ιαμβικόν, «τό τάλαντον! τό τάλαντον!»
Ευθύς τότε, τά δύο παιδία τού Φραγκούλα, καί πέντε ή έξ άλλοι μικροί μοσχομάγκαι, ανερριχήθησαν επάνω εις τήν στέγην τού ναού, άνωθεν τής θύρας, καί ήρχισαν νά βαρούν τρελά, αλύπητα, αχόρταστα, τόν μικρόν μισορραγισμένον κώδωνα, τόν κρεμάμενον από δύο διχαλωτών ξύλων εκεί επάνω. Ύστερον από πολλάς φωνάς, μαλώματα καί επιπλήξεις τού Φραγκούλα, τού μπαρμπα-Δημητρού τού ψάλτου, καί τού Παναγιώτου τής Αντωνίτσας (ενός καλού χωρικού, όστις δέν εκουράζετο νά τρέχη εις όλα τά εξωκκλήσια, καί νά κάμνη «κουμάντο», εωσού επί τέλους η Δημαρχία ηναγκάσθη νά τόν αναγνωρίση ως ισόβιον επίτροπον όλων τών εξοχικών ναών), τά παιδία μόλις έπαυσαν οψέποτε νά κρούουν τόν κώδωνα, κ᾿ εξεκόλλησαν τέλος από τήν στέγην τού ναΐσκου. Ο παπα-Νικόλας έβαλεν ευλογητόν, καί ήρχισεν η ακολουθία τής Αγρυπνίας.
Ο Φραγκούλας ήτο τόσον ευδιάθετος εκείνην τήν εσπέραν, ώστε από τού «Ελέησόν με ο Θεός», τής αρχής τού Αποδείπνου, μέχρι τού «Είη τό όνομα», εις τό τέλος τής Λειτουργίας ―όπου η παννυχίς διήρκεσεν οκτώ ώρας άνευ διαλείμματος― όλα τά έψαλε καί τά απήγγειλε μόνος του από τού δεξιού χορού, μόλις επιτρέπων εις τόν κύρ Δημητρόν, τόν κάτοχον τού αριστερού χορού, νά λέγη κι αυτός από κανένα τροπαράκι, διά νά ξενυστάξη. Έψαλε τό «Θεαρχίω νεύματι» καί εις τούς οκτώ ήχους μοναχός του, προφάσει ότι ο κύρ Δημητρός «δέν εύρισκεν εύκολα τόν ήχον», ήτοι δέν ηδύνατο νά μεταβή αβιάστως καί άνευ χασμωδίας από ήχου εις ήχον. Εις τό τέλος τού Εσπερινού, μοναχός του εδιάβασε τό Συναξάρι, καί, χωρίς νά πάρη ανασασμόν, μοναχός του πάλιν ήρχισε τόν Εξάψαλμον. Έψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Αναβαθμούς καί προκείμενα, είτα όλον τό «Πεποικιλμένη» έως τό «Συνέστειλε χορός», καί όλον τό «Ανοίξω τό στόμα μου» έως τό «Δέχου παρ᾿ ημών». Είτα έψαλεν Αίνους, Δοξολογίαν, εδιάβασεν Ώρας καί Μετάληψιν, πρός χάριν όλων τών ητοιμασμένων διά τήν Θείαν Κοινωνίαν, καί εις τήν Λειτουργίαν πάλιν όλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, τό Χερουβικόν, τό «Αι γενεαί πάσαι», τό Κοινωνικόν, κτλ. κτλ.
Όλα αυτά τά ενθυμείτο ακόμη, ως νά ήτον χθές, ο γερο-Φραγκούλας, καί είχον παρέλθει δεκαπέντε έτη έκτοτε. Ακόμη καί μικρά τινα φαιδρά επεισόδια, τά οποία συνέβησαν εις τήν Λιτήν, μικρόν πρό τού μεσονυκτίου, κατά τήν έξοδον τής ιεράς εικόνος εις τό ύπαιθρον. Επειδή αι γυναίκες είχαν κολλήσει πολλά καί χονδρά κηρία, τά πλείστα έργα αυτών τών ιδίων χειρομάλακτα, τά δέ κηρία συμπλεκόμενα εις δέσμας καί περιπλοκάδας από τόν Παναγιώτην τής Αντωνίτσας, τόν πρόθυμον εις τήν υπηρεσίαν τής ιεράς πανηγύρεως, είχαν λαμπαδιάσει, εις μίαν στιγμήν ολίγον έλειψε νά πάρη φωτιάν τό φελόνι τού παπά, είτα καί τό γένειόν του. Τότε ο Παναγιώτης τής Αντωνίτσας, μή ευρίσκων άλλο προχειρότερον μέσον, ήρπαζε τάς ογκώδεις δέσμας τών φλεγόντων κηρίων, τάς έφερε κάτω εις τό έδαφος, κ᾿ επάτει δυνατά μέ τά τσαρούχια του διά νά τά σβήση. Αι γυναίκες δυσφορούσαι εγόγγυζον, νά μήν πατή τά κηριά, γιατί είναι κρίμα.
Τότε είς τών παρεστώτων, υιός πλουσίου τού τόπου, από εκείνους οίτινες εις τό ύστερον κατέστησαν δανεισταί τού Φραγκούλα ―καί όστις ελέγετο ότι εμελέτα εις τάς εκλογάς νά βάλη κάλπην ως υποψήφιος δήμαρχος― ηκούσθη νά λέγη ότι πρέπει νά μάθουν νά κάμνουν «οικονομία, οικονομία στά κηριά! η νύχτα μεγαλώνει… ισημερία τώρα, κοντεύει… έχει νύχτα…»
Αλλ᾿ αι γυναίκες, ενώ ήξευραν, καλύτερα από εκείνον, όλας τάς οικονομίας τού κόσμου, δέν εννοούσαν τί θά πή «οικονομία στά κηριά», αφού άπαξ είναι αγορασμένα καί πληρωμένα, καί είναι μελετημένα καί ταμένα εξ άπαντος νά καούν, διά τήν χάριν τής Παναγίας. Μία απ᾿ αυτάς, γερόντισσα, ανεπόλησε κάτι τι δι᾿ ένα θαύμα, τό οποίον είχεν ακούσει από τό συναξάρι τού Αγίου Δημητρίου, όπου ο Άγιος, εις τήν Σαλονίκην, επέπληξεν αυστηρώς τόν νεωκόρον, έχοντα τήν μανίαν νά σβήνη μισοκαμένα τά κηριά ― καί η γερόντισσα ήρχισε νά τό διηγήται χθαμαλή τή φωνή εις τήν πλησίον της: «Αδελφέ Ονήσιμε, άφες νά καούν τά κηρία, όσα προσφέρουν οι χριστιανοί, καί μή αμαρτάνης…»
Τήν ιδίαν ώραν συνέβη καί τούτο. Ενώ ο παπάς απήγγελλε τάς μακράς αιτήσεις τής Λιτής, επισυνάπτων καί τά ονόματα όλα, ζωντανά καί πεθαμένα, όσα τού είχον υπαγορεύσει αφ᾿ εσπέρας αι ευλαβείς προσκυνήτριαι, ο Φραγκούλης έψαλλε μεγαλοφώνως τό τριπλούν «Κύριε Ελέησον» μέ τήν χονδρήν φωνήν του, καί μέ όλον τό πάθος τής ψαλτικής του. Τότε ο μπαρμπα-Δημητρός, όστις εφαίνετο νά είχε πειραχθή ολίγον, ίσως διότι ο Φραγκούλας εν τή ψαλτομανία του δέν τού επέτρεπε νά πή κ᾿ εκείνος ένα τροπαράκι σωστό (διότι άμα ήρχιζεν ο Δημητρός τό δικό του, ο Φραγκούλας, μέ τήν γερήν, κεφαλικήν φωνήν του, εκθύμως συνέψαλλε, τού ήρπαζε τήν πρωτοφωνίαν, καί υπέτασσε καί εκάλυπτε τήν ασθενή καί τερετίζουσαν φωνήν εκείνου), έλαβε τό θάρρος νά τού κάμη παρατήρησιν.
― Πιό σιγά, πιό ταπεινά, κύρ Φραγκούλη· σιγανώτερα νά τό λές τό Κύριε ελέησον, γιατί δέν ακούονται τά ονόματα, καί θέλουν οι γυναίκες νά τ᾿ ακούνε.
Είχε κάπως δίκαιον, διότι πράγματι αι γυναίκες απήτουν νά λέγωνται εκφώνως τά ονόματα, όσα είχαν ειπεί εις τόν παπάν νά γράψη. Εννοούσαν νά τ᾿ ακούη κι ο Θεός κ᾿ η Παναγία κι όλος ο κόσμος. Η καθεμία ήθελε ν᾿ ακούση «τά δικά της τά ονόματα», καί νά τ᾿ αναγνωρίση, καθώς απηγγέλλοντο αραδιαστά. Άλλως θά είχαν παράπονα κατά τού παπά, κι ο παπάς άν ήθελε νά φάγη κι άλλοτε, εις τό μέλλον, προσφορές, ώφειλε νά τά έχη καλά μέ τίς ενορίτισσες.
Τότε η Αργυρή, η πρωτότοκος τού Φραγκούλα, ούσα τότε δωδεκαέτις, πονηρά, θυμόσοφος κορασίς, καθώς έστεκε πλησίον εις τόν πατέρα της, εψήλωσεν ολίγον διά νά φθάση εις τό ούς του, καί τού λέγει κρυφά:
― Πατέρα, άφησε καί τόν μπαρμπα-Δημητρό νά ψάλη «Κύριε ελέησον».
Τούτο ήτο ως έμπνευσις καί βοήθημα διά τόν Φραγκούλην. Επειδή ούτος δέν ήθελε φανερά νά υπακούση εις τήν σχεδόν αυθάδη παραίνεσιν τού Δημητρού, καί πάλιν δέν ήθελε νά δείξη ότι εθύμωσεν, εστράφη πρός τόν καλόν γέροντα, καί τού λέγει:
― Πέ, Δημητρό, σαράντα φορές τό «Κύριε ελέησον».
Τότε ο μπαρμπα-Δημητρός, όστις άν καί είχε γηράσει, δέν είχε μάθει ακόμη καλά τά Τυπικά, καί δέν ήξευρεν ακριβώς πότε κατά τήν Λιτήν τό Κύριε ελέησον λέγεται τρίς καί πότε τεσσαρακοντάκις, ήρχισε πράγματι νά τό ψάλλη σαράντα φορές, ώστε ο παπάς εβιάσθη ν᾿ απαγγείλη ραγδαίως καί αθρόα τά τελευταία ονόματα, καί, διά νά είναι σύμφωνος μέ τόν ψάλτην, ήρχισε πρό τής ώρας νά λέγη: «…υπέρ τού διαφυλαχθήναι… από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας» καί τά εξής.
*
* *
Τέλος, μετά τήν λειτουργίαν, ο παπάς, ο Φραγκούλας καί η οικογένειά του, καί ολίγοι φίλοι, εκάθισαν κ᾿ έφαγαν ομού καί ηυφράνθησαν, καί τήν εσπέραν ο Φραγκούλης επανήρχετο, ειρηνικώς καί μέ αγάπην, μετά τής συζύγου καί τών τέκνων του, υπό τήν οικιακήν στέγην.
Πρίν παρέλθη έτος, εγεννήθη η Κούμπω. Η κόρη αύτη, πλάσμα χαριτωμένον καί συμπαθές, ανετρέφετο καί ηλικιούτο, εγίνετο τό χάρμα καί η παρηγορία τού πατρός της. Δέν είχε μόνον νοημοσύνην πρώιμον, αλλά κάτι άλλο παράδοξον γνώρισμα, οιονεί χαρακτήρα φρονίμου γυναικός εις ηλικίαν παιδίσκης. Ύστερον, μετά χρόνους, όταν επήλθεν ο δεύτερος χωρισμός, η Κούμπω, οκταέτις τότε, έτρεχε πλησίον τού πατρός της, εις τό «κελλί του», όπου κατώκει εις τήν ανωφερή εσχατιάν τής πολίχνης, καί τόν εγέμιζε περιποιήσεις καί τρυφερότητας.
Εκοιμήθη χωρίς αγωνίαν καί πόνον, εξέπνευσεν ως πουλί, μέ τήν λαλιάν εις τό στόμα.Αυτή μόνη εδέχετο προθύμως τούς πατρικούς χαλινούς, ενώ τά άλλα τέκνα δέν ήρχοντο ποτέ πλησίον τού πατρός των, καί διά τούτο εκείνος τήν ωνόμαζε «τό ευάγωγο». Καθημερινώς έτρεχε νά τόν εύρη, καί δέν έπαυε νά τόν παρακαλή:
―Έλα, πατέρα, στό σπίτι· μή μάς αφήσης, λέγ᾿ η μητέρα, ζωνταρφανά.
Μίαν τών ημερών έτρεξε δρομαία, φαιδρά, καί πνευστιώσα τού είπε:
― Τά ᾽μαθες, πατέρα;… Θά παντρέψουμε τ᾿ Αργυρώ μας… Έλα στό σπίτι, γιατί δέν είναι πρέπο, λέγει η μητέρα, νά είστε χωρισμένοι εσείς, πού θά παντρευτή τ᾿ Αργυρώ μας… γιά νά μήν κακιώση ο γαμπρός!…
Τώ όντι ο Φραγκούλας επείσθη, κ᾿ εφιλιώθη μέ τήν σύζυγόν του. Ηρραβώνισαν τήν Αργυρώ, είτα μετ᾿ ολίγους μήνας τήν εστεφάνωσαν… Είτα πάλιν επήλθε τρίτος χωρισμός μεταξύ τού παλαιού ανδρογύνου, καί μ᾿ ένα γεροντόπαιδον μαζί, τό οποίον ήλθεν εις τόν κόσμον σχεδόν συγχρόνως μέ τόν γάμον τής πρωτοτόκου.
Τότε η Κούμπω, ήτις είχε γίνει δεκατριών ετών, δέν έπαυε νά τρέχη πλησίον τού πατρός της, καί νά τόν παρακινή ν᾿ αγαπήση μέ τήν μητέρα.
Μίαν ημέραν, θλιβερά τού είπε:
― Δέν θά μπορώ πλέον νά ᾽ρχωμαι ούτε στό κελλί σου, πατέρα. Είναι κάτι κακές γυναίκες, εκεί στό μαχαλά, στό δρόμο πού περνώ, καί τίς άκουσα πού λέγανε, καθώς περνούσα: «Νά τό κορίτσι τής Φραγκούλαινας, πού τήν έχει απαρατήσει ο άντρας της…» Δέν τό βαστώ πλέον, πατέρα…
Τώ όντι παρήλθον τρείς ημέραι, καί η Κούμπω δέν εφάνη εις τό κελλί τού πατρός της. Τήν τετάρτην ημέραν ήλθε πολύ ωχρά καί μαραμένη, εφαίνετο νά πάσχη.
― Τί έχεις, κορίτσι μου; τής είπεν ο πατήρ της.
―Άν δέν έλθης, πατέρα, τού απήντησεν αποτόμως αίφνης, μέ παράπονον καί μέ πνιγμένα δάκρυα, νά ξεύρης, θά πεθάνω απ᾿ τόν καημό μου!…
―Έρχομαι, κορίτσι μου, είπεν ο Φραγκούλης.
Τώ όντι, τήν άλλην ημέραν επήγεν εις τήν οικίαν. Αλλ᾿ η νεαρά κόρη έπεσε πράγματι ασθενής, καί είχε δεινόν πυρετόν. Όταν ο πατέρας ήλθε παρά τήν κλίνην της, καί τής ανήγγειλεν ότι έκαμεν αγάπην μέ τήν μητέρα της, διά νά χαρή, ήτον αργά πλέον. Η τρυφερά παιδίσκη εμαράνθη εξ αγνώστου νόσου, καί ούτε φάρμακον ούτε νοσηλεία ίσχυσε νά τήν ανακαλέση εις τόν πρόσκαιρον κόσμον. Εκοιμήθη χωρίς αγωνίαν καί πόνον, εξέπνευσεν ως πουλί, μέ τήν λαλιάν εις τό στόμα:
― Πατέρα! πατέρα! στήν Παναγία νά κάμετε μιά λειτουργία… μέ τήν μητέρα μαζί…
Είπε καί απέθανε.
Ο Φραγκούλης έκλαυσεν απαρηγόρητα· έκλαυσεν αχόρταστα, ομού μέ τήν σύζυγόν του… Κατόπιν απεσύρθη, κ᾿ εξηκολούθησε νά κλαίη μόνος του, εις τήν ερημίαν..
Ο τελευταίος ούτος χωρισμός ήτον μάλλον φιλικός καί μέ τήν συναίνεσιν τής Σινιώρας, ήτις έβλεπεν ότι ο γέρων σύζυγός της επεθύμει μάλλον νά γίνη μοναχός. Ο Φραγκούλης ενθυμείτο τήν τελευταίαν σύστασιν τής Κούμπως, «μέ τήν μητέρα μαζί». Μόνον έν παροδικόν πείσμα τού είχεν έλθει. Τού εφάνη ότι αι ίδιαι αδελφαί της, η ύπανδρος, καί η άλλη η δευτερότοκος, δέν τήν ελυπήθησαν όσον έπρεπε, δέν τήν επένθησαν όσον τής ήξιζε, τήν ατυχή μικράν, τήν Κούμπω. Έκτοτε εξηκολούθει νά ζή ολομόναχος πάλιν, τώρα, «επί γήραος ουδώ». Καί ενθυμείτο τόν στίχον τού Ψαλτηρίου: «Μή απώση με εις καιρόν γήρως… καί έως γήρως καί πρεσβείου μή εγκαταλίπης με».
Καί τήν ημέραν αυτήν, τήν παραμονήν τής Κοιμήσεως πάλιν, τόν ευρίσκομεν νά κάθηται εις τό προαύλιον τού ναΐσκου, καί νά καπνίζη μελαγχολικώς τό τσιμπούκι του, μέ τόν ηλέκτρινον μαμέν… αναλογιζόμενος τόσα άλλα καί τούς οχληρούς δανειστάς του, οι οποίοι τού είχαν πάρει εν τώ μεταξύ τό καλύτερον κτήμα· ένα ολόκληρον βουνόν, ελαιώνα, άμπελον, αγρόν μέ οπωροφόρα δένδρα, μέ βρύσιν, μέ ρέμα καί νερόμυλον … καί νά εκχύνη τά παράπονά του εις θρηνώδεις μελωδίας πρός τήν Παναγίαν.
«Εκύκλωσαν αι τού βίου με ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε…»
Κ᾿ επόθει ολοψύχως τόν μοναχικόν βίον, ολίγον αργά, κ᾿ επεκαλείτο μεγάλη τή φωνή τόν «Γλυκασμόν τών Αγγέλων, τών θλιβομένων τήν χαράν», όπως έλθη εις αυτόν βοηθός καί σώτειρα·
«αντιλαβού μου καί ρύσαι,
τών αιωνίων βασάνων…»
(1906)