Έμαθε
καθώς ήτο εκεί αυτοκράτωρ στη Δύση, στας Βρετανικάς νήσους, ότι οι
Ρωμαίοι αυτοκράτορες Μαξέντιος και Μαξιμιανός φέρονται πάρα πολύ άσχημα
στους υπηκόους του.
Τόσο πολύ, που ο λαός είναι έτοιμος να επαναστατήσει, να εκραγεί και να τα κάνει γης Μαδιάμ. Και τότε θεόθεν κινηθείς, παρακινημένος απ’ το Θεό, εξεστράτευσε εναντίον της Ρώμης να ελευθερώσει αυτήν από τους τυράννους.
Γι’ αυτό και σήμερα ακόμη, όπου της γης, οι τύραννοι τα βάζουν με τον
Κωνσταντίνο. Μαρξιστές και άλλοι… Γιατί ο Κωνσταντίνος τους χάλασε την
πιάτσα.
Ελευθέρωσε την ανθρωπότητα από τυράννους. Έφτανε λοιπόν στη Ρώμη, πλησίαζε και κει βλέπει το καταμεσήμερο στον ουρανό το σημείον του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού. Έναν σταυρό φτιαγμένο με αστέρια και να γράφει κάτω «Εν Τούτω Νίκα», μ’ αυτό να νικάς. Τα έχασε! Τι ήταν αυτό; Θεοπτία, αποκάλυψη, κάλεσμα, απόδειξη Θεού: Και όπως λέει η Φιλοκαλία, θεοπτία έχουν οι κεκαθαρμένοι, οι άγιοι δηλαδή, και οι απλοί, οι αθώοι και οι καλοσυνάτοι άνθρωποι.
Απλός και αθώος ήτο και ο Μέγας Κωνσταντίνος! Γι αυτό είχε θεοπτία, είχε αποκάλυψη και το βράδυ στον ύπνο του, συνεχίζει και συμπληρώνει ο Ευσέβιος Καισαρείας, είδε το χριστό Κυρίου, τον Ιησού Χριστό μας, τον Κύριο
και εκείνος τον συνεβούλευσε τι να κάνει στο εξής: Να φτιάξει ένα
λάβαρο, ένα σταυρό μεγάλο και να προπορεύεται του στρατεύματος και να
ακολουθεί το στράτευμα και θα τους νικήσει όλους. Πήρε θάρρος τότε ο
Μέγας Κωνσταντίνος! Πήρε θάρρος μεγάλο….»
***
«…Και όντως, σύμφωνα με τις συμβουλές του Χριστού, έφτιαξε αυτό το λάβαρο, αυτή τη σημαία, που έχουμε κι εμείς σήμερα. Η σημαία που έχουμε σήμερα εμείς είναι το λάβαρο και η σημαία Του Αγίου και Μεγάλου Κωνσταντίνου, του Γενάρχου της Ρωμιοσύνης. Είναι ο προπάτοράς μας, είναι ο πατέρας μας, και η Αγία Ελένη η μητέρα μας. Είναι οι πνεύματικοί μας γονείς. Είναι οι προστάται της εκκλησίας αλλά και της οικουμένης…
Κατήργησε τη δουλεία, κατήργησε το στιγματισμό, όρισε να βλέπουν οι φυλακισμένοι μια φορά την ημέρα το φως του ήλιου, που τους είχαν σε μπουντρούμια και σε καταγώγια, και υπέφεραν και εβασανίζοντο δικαίως και αδίκως.
Καθιέρωσε την Κυριακή αργία. Καθιέρωσε την αργία της Μεγάλης εβδομάδος και την αργία της διακαινησίμου εβδομάδος. Και πλήρωνε τους πτωχούς υπηκόους από το δημόσιο ταμείο – εξ’ ου και το δώρο του Πάσχα – τους επλήρωνε – από ‘κει είναι – τους επλήρωνε για να μπορούν να έχουν χρήματα να περάσουν και να μπορούν άνετα να παρακολουθούν και τα πάθη Του Χριστού και την Αγία του Ανάσταση. Και τη διακαινήσιμο εβδομάδα, που λογίζεται και είναι ως μία ημέρα.
Τόσα καλά μας έχανε ο Μέγας
Κωνσταντίνος. Και τη σημαία του που την έχουμε μέχρι σήμερα και βάλαμε
και τα χρώματα της πατρίδος μας, το λευκό και το γαλάζιο. Γι’ αυτό και
τόση μανία και εναντίον της σημαίας μας. Γιατί η σημαία αυτή είναι θεοκατασκεύαστη. Είναι θεόπνευστη. Είναι το δώρο του Χριστού στον Μεγάλο Κωνσταντίνο, και στη Ρωμιοσύνη, στην Αγία ορθόδοξη εκκλησία. Είναι το «εν τούτω νίκα».
Κατόρθωσαν κι έβγαλαν το σταυρό από πάνω,
αλλά ο σταυρός έμεινε μέσα στο ιερό και άγιο πανί. Μέσα στο σύμβολο αυτό
της πίστεώς μας της ορθοδόξου και της πατρίδος μας της γλυκυτάτης. Και
έφθασε, λοιπόν, ο Μέγας και Άγιος Κωνσταντίνος στη Ρώμη. Ο Μαξέντιος
είχε βγει με μέγα στράτευμα και με μεγάλη υπερηφάνεια και οίηση,
αγέρωχος και κομπορρημονών.
Όταν όμως οι στρατιώται του είδαν το λάβαρο
Του Μεγάλου Κωνσταντίνου, τον τίμιο και ζωοποιό σταυρό, να λάμπει και
να καταυγάζει με τις ακτίνες του τα πέριξ, οι μεν αγαθοί άφησαν το
στράτευμα του Μαξεντίου – παντού υπάρχουν οι αγαθοί και οι καλοί,
αλοίμονον και ηυτομόλησαν. Δηλαδή, εθελουσίως στο στράτευμα του Μεγάλου
Κωνσταντίνου και κατατάχθηκαν σ’ αυτό.
Οι άλλοι, που δεν ήσαν αγαθοί, αλλά δυσκολεμένοι, μόλις είδαν τον Τίμιο Σταυρό, το έβαλαν στα πόδια. Και έτρεχαν «μηδενός διώκοντος». Ακόμη κι ο φοβερός Μαξέντιος ανέβηκε στο άλογο του και άρχισε να τρέχει, να τρέχει, να τρέχει και έτρεχαν και οι άλλοι ακόλουθοι του μαζί με τα άλογα και μ’ ό,τι άλλο, πέρασαν επάνω από τη γέφυρα του Τίβερη, υπεχώρησε εκείνη και πνίγηκαν μαζί με τον αυτοκράτορα στο ποτάμι. Και ο Μέγας και Άγιος Κωνσταντίνος εισήλθε θριαμβευτής στην αιωνία πόλη της Ρώμης. Και το πρώτο που έκανε ήτο να θέσει θεμέλιον λίθον διά το κτίσιμον ναού αφιερωμένον εις τον Σωτήρα Χριστόν, ο οποιος του χάρισε την περίλαμπρη νίκη.
Και μόνος και πρώτος αυτός επήγε
και εσήκωσε το πρώτο λιθάρι, τον θεμέλιον λίθον, και το ‘φερε στον ώμο
από αρκετά μακριά για να πάρει, λέει, ευλογία. Πού ‘ναι σήμερα
αυτοί οι άνθρωποι; Μας έφαγαν οι τύραννοι – τέτοιοι μας χρειάζονται –
γιατί κι εμείς είμαστε τυραννίσκοι, αλλά ας τ’ αφήσομε αυτά. Για να
πάρει ευλογία. Και έθεσε τον θεμέλιον λίθον.»
Απόσπασμα από την λόγο του μακαριστού,
Γέροντα, Αρχιμανδρίτη, π. Ανανία Κουστένη «Μέγας Κωνσταντίνος ο Γενάρχης
της Ρωμιοσύνης» ο οποίος περιέχεται στο βιβλίο του «Βυζαντινοί Λόγοι»
των εκδόσεων Ακτή.
iconandlight
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου