Άγιος Ιωσήφ ο ‘Ραϊθηνός ο εξ Αϊλά (312)
Εορτάζει στις 14 Ιανουαρίου
β΄. Ήλθε κάποτε ο Αββάς Μωυσής να βγάλη νερό και βρήκε τον Αββά Ζαχαρία να προσεύχεται στο πηγάδι και το Πνεύμα του Θεού να είναι καθισμένο πάνω του.
δ΄. Ενώ έμενε κάποτε ο Αββάς Ζαχαρίας σε Σκήτη, είδε μια μυστική θεωρία. Σηκώνεται λοιπόν και ανεκοίνωσε το γεγονός στον Αββά του Καρίωνα. Αλλά ο γέρων όντας άνθρωπος της πράξεως, δεν καλοήξερε γύρω απ’ αυτά. Και σηκώθηκε και τον έδειρε, λέγοντας ότι από δαίμονες ήταν. Αλλά παρέμεινε ο λογισμός. Και σηκώνεται και πηγαίνει στον Αββά Ποιμένα τη νύχτα και του ανακοινώνει το ζήτημα και πως καίονται τα εντός του. Και βλέποντας ο γέρων ότι από Θεού ήταν, του λέγει: «Πήγαινε στον δείνα γέροντα και ότι σου πη, κάμε το». Πήγε λοιπόν σ’ εκείνον τον γέροντα και πριν προλάβη να του πη τίποτε, του τα λέγει όλα ο γέρων και ότι η θεωρία από Θεού ήταν. Και του συνέστησε να πάη και να υποταχθή στον πνευματικό του πατέρα.
ε΄ . Είπε
ο Αββάς Ποιμήν, ότι ρώτησε ο Αββάς Μωυσής τον Αββά Ζαχαρία, λίγο πριν ο
τελευταίος παραδώση το πνεύμα: «Τι βλέπεις;». Και του αποκρίνεται: Δεν
είναι καλύτερα να σιωπά τινάς, πάτερ;». Και του είπε: «Ναι, τέκνο μου,
ας σιωπάς». Και την ώρα πού παρέδινε το πνεύμα, καθισμένος ο Αββάς
Ισίδωρος, ανάβλεψε στον ουρανό και είπε: «Ας ευφραίνεσαι, τέκνο μου
Ζαχαρία, γιατί σου ανοίχθηκαν οι πόρτες της βασιλείας των ουρανών».
(Είπε Γέρων, Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ.84-86)
***
αββάς Ιωσήφ ο Ραϊθηνός
Κάποιον γέροντα τον έλεγαν Ιωσήφ και καταγόταν από την Εϊλάτ. Αυτός εγκαταστάθηκε σε μια περιοχή δυο μίλια μακριά από το νερό κι έκτισε το καλύβι του με τα ίδια του τα χέρια. Ήταν λόγιος με το χάρισμα της διακρίσεως και τέλειος σε όλα, πλημμυρισμένος απ’ τη χάρη του Θεού. Στον τόπο αυτό έμεινε περίπου τριάντα χρόνια κι είχε έναν μαθητή, που δεν συγκατοικούσε μαζί του, παρά ς’ ένα διπλανό οίκημα.
Τον επισκέφθηκε κάποτε ένας να τον συμβουλευτεί για λογισμό. Χτύπησε την πόρτα αλλά απάντηση δεν πήρε και τότε σκύβοντας μες από τη χαραμάδα βλέπει τον γέροντα ολόκληρο, από το κεφάλι ως τα πόδια να στέκεται σαν φλόγα πυρός. Γεμάτος φόβο, το σώμα του παρέλυσε κι έπεσε κάτω στο χώμα σαν νεκρός για μια ώρα, ύστερα σηκώθηκε και πήγε και κάθισε κοντά στην πόρτα. Ο γέροντας όμως προσηλωμένος στην θεωρία δεν κατάλαβε τι έγινε κι ύστερα από πέντε ολόκληρες ώρες εμφανίστηκε πάλι ως άνθρωπος, άνοιξε την πόρτα και πήρε μέσα τον αδελφό. Και σαν κάθισαν τον ρώτησε· «Πότε ήρθες;». Κι εκείνος αποκρίθηκε στον γέροντα· «Έχω τέσσερις ώρες και κάτι από τότε που ήλθα, αλλά για να μην σε ενοχλήσω δεν χτύπησα την πόρτα παρά τώρα». Τότε κατάλαβε ο γέροντας ότι έγινε αντιληπτός αλλά πάνω ς’ αυτό δεν είπε τίποτα στον αδελφό. Έδωσε όμως απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις του, θεράπευσε τον λογισμό του κι έτσι τον απέλυσε εν ειρήνη. Μετά όμως από αυτό χάθηκε κι αυτός από τα μάτια των ανθρώπων, φοβούμενος την ανθρώπινη δόξα.
Ύστερα ήλθε ο αββάς Γελάσιος, ο μαθητής του, μα δεν τον βρήκε. Αναζήτησε πολύ τον γέροντα, κι αφού δεν τον βρήκε έμεινε ο ίδιος στο κελλι του γέροντα έχοντας μεγάλη ανησυχία γι’ αυτόν. Και μετά από έξι χρόνια, γύρω στην ενάτη ώρα (τρεις το μεσημέρι) κάποιος χτύπησε την πόρτα. Βγαίνοντας ο αββάς Γελάσιος βλέπει τον γέροντα του να στέκεται απ’ έξω. Εκπλάγηκε στην θέα του και τον νόμισε πως είναι πνεύμα. Χωρίς όμως να ταραχθεί καθόλου του λέγει· «Εύχου πάτερ». Και ευχομένου αυτού τον δέχτηκε χαρούμενος και ασπάστηκαν ‘’αλλήλους εν φιλήματι αγίω’’. Ο δε γέροντας είπε· «Καλώς έκανες παιδί μου και ζήτησες πρώτα την ευχή, γιατί είναι πολλές οι παγίδες του διαβόλου».
Κι ο αδελφός τον ρώτησε και του είπε· «Πως έτσι αποφάσισες, τίμιε πάτερ, να χωρισθείς από τη συνοδεία σου και να με εγκαταλείψεις ορφανό, ήμουν σε μεγάλη θλίψη για σένα». Και του λέγει ο γέροντας· «Την αιτία που δεν εμφανιζόμουν την γνωρίζει ο Θεός, όμως μέχρι σήμερα δεν απομακρύνθηκα από τούτο τον τόπο κι ούτε πέρασε Κυριακή που να μη κοινώνησα μαζί με όλους σας των μυστηρίων του Χριστού». Και θαύμαζε ο αδελφός πως έμπαινε κι έβγαινε ο γέροντας χωρίς κανένας να τον βλέπει. Και του λέγει· «Και τώρα για ποιο λόγο ήλθες στον δούλο σου;». Αποκρίθηκε εκείνος κι είπε· «Σήμερα αναχωρώ από τούτο το άθλιο σώμα προς τον Κύριο. Ήλθα λοιπόν να το αφήσω σε σένα, για να το θάψεις όπως νομίζεις και να αποδώσεις στη γη ο,τι της ανήκει».
Και αφού συζήτησε πολλά με τον αδελφό
για την ψυχή και τα μέλλοντα αγαθά, άπλωσε τα χέρια και τα πόδια και
πέθανε ειρηνικά. Και ευθύς τρέχοντας ο αδελφός μας συγκέντρωσε όλους.
Πηγαίνοντας με βάγια και ψαλμωδίες τον σηκώσαμε ενώ το πρόσωπό του
έλαμπε ολοφώτεινο και τον κατεβάσαμε στο κοιμητήριο με τους
προκοιμηθεντας πατέρες.
Από την Διήγηση 16-17 του μοναχού Αμμωνίου (Μαρτυρολόγιο του Σινά, σελ 210 – 212)
***
κα’. Και κάποιος άλλος Σαρακηνός είπε ς’ έναν από τους εδώ αδελφούς τα εξής· «Έλα μαζί μου να σου δείξω ένα μικρό κήπο κι ένα κελλί ενός αναχωρητή». Τον ακολούθησε λοιπόν αυτόν στην περιοχή του Μετμόρ και αφού έφτασαν στην κορυφή κάποιου όρους του δείχνει ο Σαρακηνός κάτω ς’ ένα χείμαρρο ένα μικρό κήπο κι ένα κελλί και του λέγει· «Κατέβα μόνος σου, μήπως εξαιτίας μου επειδή δεν είμαι Χριστιανός φύγει ή κρυφτεί ο αναχωρητής. Ποτέ δεν τόλμησα να κατεβώ προς αυτόν». Ενώ κατέβαινε λοιπόν ο αδελφός προς αυτόν, από ενέργεια του σατανά του φωνάζει δυνατά ο Σαρακηνός· «Πάρε τα σανδάλια σου, πάτερ, γιατί τα άφησες εδώ». Καθώς ο αδελφός γύρισε το βλέμμα του προς τα πίσω και είπε· «Δεν τα χρειάζομαι», από κάποια δύναμη ξαναγύρισε το πρόσωπό του για να κατέβει. Τότε εξαφανίστηκε και ο μικρός κήπος και το κελλί, τα οποία ούτε ο μοναχός ούτε ο Σαρακηνός μπόρεσαν να ξαναϊδούν. Παρέμεινε ο μοναχός θλιμμένος πολύν καιρό λέγοντας· «Ό,τι έπαθε η γυναίκα του Λωτ όταν γύρισε προς τα πίσω, το ίδιο έπαθα κι εγώ».
«Πήγα σε δύο μοναστήρια του Αγίου Αντωνίου, τα οποία και σήμερα κατοικούνται από τους μαθητές του. Έφθασα επίσης και στον τόπο όπου ασκήτευε ο μακαριώτατος Παύλος, ο πρώτος ερημίτης. Είδα την ερυθρά θάλασσα. Ανέβηκα στη ράχη του όρους Σινά, του οποίου η ψηλότερη κορυφή σχεδόν αγγίζει τον ουρανό και δεν είναι δυνατόν με κανένα τρόπο να φθάσει κανείς. Στα βάθη αυτού του όρους έλεγαν πώς υπάρχει ένας αναχωρητής, τον οποίο, αν και αναζήτησα πολύ και για αρκετό χρόνο, δεν μπόρεσα να δώ. Αυτός είχε αποσυρθεί από κάθε ανθρώπινη συναναστροφή σχεδόν εδώ και πενήντα χρόνια. Δεν χρησιμοποιούσε κανένα ρούχο. Σκεπαζόταν μόνο με τις τρίχες του σώματός του κι έτσι με τη θεία χάρη αγνοούσε τη γυμνότητά του. Όσες φορές ευλαβείς άνδρες θέλησαν να τον πλησιάσουν, αυτός απέφευγε τις ανθρώπινες συναντήσεις και τρέχοντας αναζητούσε άβατα μέρη. Μονάχα σ’ έναν λεγόταν πώς επέτρεψε να τον δεί πριν πέντε χρόνια, ο οποίος πιστεύω πώς χάρη στη δυνατή του πίστη έγινε άξιος να το επιτύχει αυτό. Όταν αυτός ανάμεσα στις πολλές συζητήσεις ερεύνησε γιατί τόσο πολύ απέφευγε εκείνος τους ανθρώπους, λέγεται πώς του απάντησε, πώς σε όποιον συχνάζουν οι άνθρωποι, σ’ αυτόν δεν είναι δυνατόν να συχνάζουν οι άγγελοι. Από αυτό όχι αδικαιολόγητα, είχε κυκλοφορήσει φήμη, πού την παραδεχόταν πολλοί, ότι ο άγιος εκείνος είχε επισκέψεις αγγέλων».
***
iconandlight
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου