Του μακαριστού π. Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου
Νά δοῦμε σήμερα τήν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως
τοῦ Χριστοῦ μας.
Α. Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΚΑΘΟΔΟΥ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΟΝ ΑΔΗ
Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως στή δική
μας ἁγιογραφία ἀπεικονίζεται ὡς ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στόν Ἅδη, ὡς Κάθοδος
στόν Ἅδη, γιατί τό γεγονός τό λειτουργικό τῆς νίκης πάνω στό θάνατο, λειτουργεῖται
ἅμα τῷ θανάτῳ τοῦ Χριστοῦ πάνω στό Σταυρό. Πῆρε ἀνθρώπινη μορφή καί μόνος Του
δέχεται θάνατο, πού σημαίνει ὅτι χωρίζεται ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, ὅπως συμβαίνει
στό...
θάνατο ὅλων τῶν ἀνθρώπων, μέ τή μόνη διαφορά ὅτι [στήν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ]
καί ἡ ψυχή Του καί τό σῶμα Του ἦταν ἑνωμένα ὑποστατικά μέ τή θεία φύση [Του]· αὐτό
πού δέν συμβαίνει μέ μᾶς, ἀκριβῶς ἐπειδή ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τό Θεό. Ἐκεῖνος εἶναι
Ἐκεῖνος ὅπου συγκρατεῖ τή συνάφεια ψυχῆς καί σώματος. Δηλαδή, ἄν πάρω [στό χέρι
μου] δυό μολύβια, [καί ὑποθέσω] τό ἕνα εἶναι ἡ ψυχή καί τό ἄλλο εἶναι τό σῶμα,
αὐτά εἶναι μαζί γιατί τά συγκρατεῖ καί τά δύο τό χέρι μου. Ἄν αὐτή ἡ ἑνότητα,
πού λέγεται ἄνθρωπος ἐδῶ στό συμβολισμό μέ τά μολύβια, θελήσει οἰκείᾳ βουλήσει
καί οἰκείῳ θελήματι νά φύγει ἀπό τό χέρι μου -εἶναι ἐλεύθερη νά τό κάνει- τότε
θά διαλυθοῦν. Σημαίνει [ὅτι] ὁ Θεός ἔφτιαξε τόν ἄνθρωπο καί κρατοῦσε στά χέρια
Του αὐτή τήν ἑνότητα. Ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό ὁδηγεῖ στό θάνατο,
πού σημαίνει [ὅτι] ὁ θάνατος [εἶναι ἡ] διάσταση ψυχῆς καί σώματος.
Στό Χριστό συμβαίνει τό ἴδιο
γεγονός· ἔχει σῶμα καί ψυχή, ἀκριβῶς ὅπως εἶναι στόν ἄνθρωπο, σῶμα καί ψυχή. Τά
συγκρατεῖ Ἐκεῖνος, ἀλλά ἐδῶ δέν ὑπάρχει περίπτωση νά φύγει ἀπό τόν ἑαυτό Του. Ἡ
μόνη περίπτωση εἶναι ἡ παρέμβαση ἡ ἐξωτερική ἑνός φόνου [πού ἔγινε μέ τήν
σταύρωσή Του]. Σέ αὐτή τήν περίπτωση, χωρίζεται μέν ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, ἀλλά
καί τά δύο παραμένουν ὑποστατικά, μέ τό χέρι μου πού συμβολίζει [στό παράδειγμά
μας] τή θεία φύση. Ἔτσι λοιπόν, [στήν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ] ὁ θάνατος εἶναι ἄλλου
εἴδους θάνατος, ὅτι ὑπάρχει [μέν] διάσταση ψυχῆς-σώματος, ἀλλά ἀκολουθεῖ ἀνάσταση,
γιατί αὐτά δέν ἔφυγαν μακριά ἀπό τήν ἕνωση μέ τόν Χριστό.
Αὐτό συμβαίνει καί σέ μᾶς. Ζώντας
κοντά στήν Ἐκκλησία ἑνώνουμε τήν ψυχή καί τό σῶμα, σέ ὅλη μας τήν ὕπαρξη, μέ τό
Θεό καί ἔτσι τό προσωρινό μας διάβα μέσα ἀπό τό θάνατο, κατά ἄκρα φιλανθρωπία
καί ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὁ θάνατος εἶναι ἄκρα φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, θά ὁδηγήσει στό
τέλος στήν ἕνωση, ἐπειδή θά εἴμαστε ἑνωμένοι· καί ἡ ψυχή μας καί τό σῶμα μέ τόν
Χριστό. Βλέπετε, ἡ ψυχή πάει κοντά στό Χριστό καί εἶναι ἁγία ψυχή, προσδοκᾶ τήν
ἀνάσταση τῶν σωμάτων καί τά σώματα, παρόλο πού εἶναι νεκρά σώματα καί
διαλύονται, εἶναι ὅλα τά στοιχεῖα τοῦ σώματος ἑνωμένα μέ τό Θεό. Γι᾽ αὐτό
βλέπετε τά σώματα τῶν ἁγίων λειψάνων βρύουν ἰάματα καί ἀναβλύζουν ἰάσεις καί ἀναβρύζουν
εὐωδίες. Τί συμβαίνει πάνω σέ αὐτά τά ὑπολείμματα τοῦ σώματος, πάνω σέ ἐλάχιστα
τμήματα ἀπό ὀστᾶ; Συμβαίνει ἡ Xάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τά κάνει νά ἔχουν καί ἄλλο
χρῶμα καί νά βγάζουν ἰάματα καί νά ὑπάρχουν οἱ μυροβλύσεις.
Ἄρα λοιπόν, στήν περίπτωση τοῦ
Χριστοῦ, ἔχουμε τήν κατά τά ἀνθρώπινα μέτρα διάσταση ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ἀλλά ὄχι
τή διάσταση ἀπό τή θεία φύση. Ἔτσι λοιπόν, ἡ νίκη πάνω στό θάνατο συμβαίνει ἀκριβῶς
τήν ὥρα πού ἡ ψυχή πηγαίνει ὅπου πήγαιναν ὅλες οἱ ψυχές, στόν Ἅδη, ἀλλά σ᾿ αὐτή
τήν περίπτωση εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός καί [γι᾿ αὐτό] νικιέται ὁ θάνατος, νικιέται ὁ
σατανᾶς, ὁ ὁποῖος αὐτό δέν τό προσέμενε. Δέν εἶχε προσμονή ἤ προσδοκία ὅτι θά
μποροῦσε κάποιος ἄνθρωπος νά τόν νικήσει. Γι᾽ αὐτό εἶχε πάντοτε ἀμφιβολία ἄν ὁ
Χριστός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός καί γι᾽ αὐτό ἔσπρωξε τά πράγματα γιά νά Τόν
δολοφονήσει. Πείστηκε σέ ἕνα σημεῖο πού δέν εἶναι Θεός κι ἐδῶ νικήθηκε. Αὐτή εἶναι
ἡ στιγμή τῆς Καθόδου στόν Ἅδη.
Βέβαια, ἄλλη ἡ στιγμή τῆς Καθόδου
στόν Ἅδη καί ἄλλη ἡ Ἀνάσταση, πού γίνεται τριήμερος. Προσέξτε, τριήμερος, ὄχι
μετά ἀπό τρεῖς μέρες - τριήμερος. Προσέξτε, «τριήμερος ἀνέστη», ὄχι μετά ἀπό
τρεῖς μέρες, γιατί τίς μέρες τίς μετρᾶμε, ὅταν μετρᾶμε, π.χ., ἄν ἕνα παιδί
γεννήθηκε χθές, σήμερα εἶναι δύο ἡμερῶν. Ἡ πρώτη μέρα μετράει ὡς μέρα. Ὅταν
διαβάζουμε τήν εὐχή τῆς ὀγδόης ἡμέρας τῆς γεννήσεως τοῦ παιδιοῦ, μετρᾶμε καί
τήν πρώτη ἡμέρα. Ὅταν μετρᾶμε σαραντισμό, μετρᾶμε καί τήν πρώτη ἡμέρα. Ἄρα
τριήμερος ἀνέστη: Παρασκευή, Σάββατο καί Κυριακή, «ὄρθρου βαθέος», «τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ
ἀνέστη». Ὄχι μετά ἀπό τρεῖς μέρες, κατά τά μέτρα τά ὡρολογιακά, ἀλλά τριήμερος ἀνέστη.
Δέν μᾶς ἐνδιαφέρει τόσο πολύ αὐτή ἡ διάρκεια, ἀλλά τό μετρᾶμε ὡς τριήμερος, «τῇ
τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀνέστη».
Ἔτσι λοιπόν, [σ᾿ αὐτήν τήν εἰκόνα
τῆς Καθόδου τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη], ὑπάρχει ἡ στιγμή τῆς νίκης πάνω στόν Ἅδη ἅμα
τῷ θανάτῳ τοῦ Χριστοῦ μας πάνω στό Σταυρό καί μετά, τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, ἔχουμε τό
γεγονός τῆς Ἀναστάσεως.
Ἄν διαβάσετε τίς ὑποσημειώσεις τοῦ
ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου στό Πηδάλιο, λέει ὅτι εἶναι δύο διαφορετικά
γεγονότα. Καί λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὅτι οἱ ἁγιογράφοι δέν πρέπει
νά ἀπεικονίζουν τά γεγονότα μέ ἕνα γεγονός. Εἶναι πράγματι δύο διαφορετικά
γεγονότα, ἀλλά ἡ Ὀρθοδοξία ἐπέλεξε τό δεύτερο γεγονός νά μήν τό ἀπεικονίζει -τό
γεγονός τῆς ἐξόδου μέσα ἀπό τόν τάφο- καί ἐπέλεξε συλλογικά, συνοπτικά, γενικῶς
τήν Ἀνάσταση νά τήν ἀπεικονίζει ἀπό τά προοίμιά της, γιατί ἀνάσταση σημαίνει
νίκη πάνω στό θάνατο, δέν σημαίνει ἔξοδος ἁπλῶς ἀπό μιά δυσκολία. Ὑπάρχουν
πολλοί Ὀρθόδοξοι συγγραφεῖς νά διαβάσετε, πού αὐτό τό γεγονός ἀλλιῶς τό
πιάνουν, ἀλλά δέν μπορεῖ νά γίνει παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, γιατί ἡ παράδοση
τῆς Ἐκκλησίας μας δέν ἔχει εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως ὡς ἔξοδος ἀπό τόν τάφο.
Ἔχουμε [τήν εἰκόνα τῆς Καθόδου στόν Ἅδη]. Ἄσχετα οἱ μεταφορές καί τά δάνεια πού ἔγιναν μέσα ἀπό τό χῶρο τῆς Δύσης, ὅπου ἀπεικονίζονται καί στό Ἅγιον Ὄρος, μεταγενέστερα, ἀπό τίς Δυτικές ἐπιρροές καί Ἀναστάσεις ὡς ἔξοδος ἀπό τόν τάφο, ἀλλά ἡ παράδοσή μας, ποτέ μά ποτέ δέν ἔχει τό Χριστό νά ἐξέρχεται ἀπό τόν τάφο. Ἔχει ἄλλες παραστάσεις, ἔχει πιθανῶς τήν παράσταση τῶν Μυροφόρων, πού εἶναι τό κενοτάφιο. Οἱ Μυροφόρες καί ὁ κενός τάφος, ὑπάρχει αὐτή ἡ παράσταση. Ὑπάρχουν ἀπεικονίσεις τοῦ Χριστοῦ μετά τήν Ἀνάσταση, πού εἶδε ἀνθρώπους -ἕντεκα φορές [συνολικά] ἐμφανίστηκε- ἀλλά δέν ὑπάρχει ἔξοδος ἀπό τόν τάφο, παρά μόνο ἀπό τή Δυτική ἐπιρροή. Ἄρα ἐμεῖς ἐπιμένουμε καί μένουμε, ν᾿ ἀπεικονίζουμε τήν Ἀνάσταση μόνο μέ αὐτό τόν τρόπο, ὡς Κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη κι ἐδῶ πραγματικά ἔχουμε τόν Χριστό πού κατεβαίνει στόν Ἅδη.
Ἔχουμε [τήν εἰκόνα τῆς Καθόδου στόν Ἅδη]. Ἄσχετα οἱ μεταφορές καί τά δάνεια πού ἔγιναν μέσα ἀπό τό χῶρο τῆς Δύσης, ὅπου ἀπεικονίζονται καί στό Ἅγιον Ὄρος, μεταγενέστερα, ἀπό τίς Δυτικές ἐπιρροές καί Ἀναστάσεις ὡς ἔξοδος ἀπό τόν τάφο, ἀλλά ἡ παράδοσή μας, ποτέ μά ποτέ δέν ἔχει τό Χριστό νά ἐξέρχεται ἀπό τόν τάφο. Ἔχει ἄλλες παραστάσεις, ἔχει πιθανῶς τήν παράσταση τῶν Μυροφόρων, πού εἶναι τό κενοτάφιο. Οἱ Μυροφόρες καί ὁ κενός τάφος, ὑπάρχει αὐτή ἡ παράσταση. Ὑπάρχουν ἀπεικονίσεις τοῦ Χριστοῦ μετά τήν Ἀνάσταση, πού εἶδε ἀνθρώπους -ἕντεκα φορές [συνολικά] ἐμφανίστηκε- ἀλλά δέν ὑπάρχει ἔξοδος ἀπό τόν τάφο, παρά μόνο ἀπό τή Δυτική ἐπιρροή. Ἄρα ἐμεῖς ἐπιμένουμε καί μένουμε, ν᾿ ἀπεικονίζουμε τήν Ἀνάσταση μόνο μέ αὐτό τόν τρόπο, ὡς Κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη κι ἐδῶ πραγματικά ἔχουμε τόν Χριστό πού κατεβαίνει στόν Ἅδη.
Παρόλο πού στή θεολογία τῶν
χρωμάτων εἴμαστε πιό ἐφεκτικοί, δηλαδή πιό συγκαταβατικοί, σέ προσβάσεις πού
κάνουν οἱ ἁγιογράφοι, στό σκίτσο καί στίς μορφές δέν κάνουμε συγκατάβαση, δέν ἀλλάζουμε
τή θεολογία τῆς εἰκόνας πού παίζεται πάνω στό σκίτσο. Οἱ ἁγιογράφοι μπορεῖ νά
«παίξουν» μέ τά χρώματα. Ἄλλοι ἁγιογράφοι μπορεῖ νά κάνουν τόν Χριστό μέ ἄλλο
χρῶμα ἐνδύματος, [γιά παράδειγμα] νά κατέβει μέ λευκά ἐνδύματα. Δέν στεκόμαστε
τόσο πολύ. Βάζει, ὅμως, ἕνα ἔνδυμα γιατί κατεβαίνει «ἐν Ἅδου δέ μετά ψυχῆς»· «ἐν
τάφῳ σωματικῶς, ἐν Ἅδου δέ μετά ψυχῆς... καί ἐν θρόνῳ ὑπῆρχες, μετά Πατρός καί
Πνεύματος, πάντα πληρῶν ὁ ἀπερίγραπτος». Προσέξτε, «ἐν Ἅδου δέ μετά ψυχῆς, ἐν
τάφῳ σωματικῶς, καί ἐν θρόνῳ ὑπῆρχες μετά Πατρός καί Πνεύματος»- ἦταν παντοῦ. Ἀλλά
ἐν Ἅδου εἶναι «μετά ψυχῆς», ἄρα ὁ Χριστός [στόν Ἅδη εἶναι] μετά ψυχῆς. Ἄρα
σωστή ἡ ἀντιμετώπιση [τοῦ ἁγιογράφου] πού βάζει ἕνα χρῶμα ρούχου, [ἐπάνω στόν
Χριστό].
Κατεβαίνει [ὁ Χριστός] στόν Ἅδη
καί συντρίβει τάς πύλας τοῦ Ἅδου. Σταυροειδῶς εἶναι οἱ πύλες, σταυροειδῶς, διά
τοῦ σταυροῦ. Οἱ πύλες συνετρίβησαν καί διά τοῦ σταυροῦ συνέτριψε τίς πύλες τοῦ Ἅδου.
Ὅταν πρίν ἀπό λίγα χρόνια κάναμε
τήν ἐπέκτασή του ναοῦ, ζήτησα οἱ ξύλινες πόρτες πού εἶναι ἀπ᾽ ἔξω, νά γίνουν ἀπό
αὐτές τίς παρομοιώσεις, πού συμβολίζει καί ἡ ἁγιογραφία [τῆς εἰκόνας τῆς
Καθόδου τοῦ Χριστοῦ μας στόν Ἅδη]. Συμβολισμοί εἶναι αὐτοί, ὅταν μπαίνεις στήν ἐκκλησία,
νά θυμᾶσαι τή νίκη πάνω στόν Ἅδη· ποιοί τό θυμοῦνται αὐτό δηλαδή... τρελαμένοι
εἶναι κι ἐδῶ... ἀλλά δέν πειράζει, ἄς τό ἀφήσουμε κι αὐτό. Ὁ κόσμος μπαίνει,
βγαίνει ἐκεῖ πέρα μέσα. Κάποια διεργασία πολύ βαθιά γίνεται, ἀλλά θαρρεῖς καί
μερικές φορές πού δέν ἔπιασες τίποτε. Τρελοί μπαίνουν, τρελοί βγαίνουν,
τρελοί... Μακάρι νά βγοῦν τρελοί, τρελοί ἀπό τήν ἐλευθερία τοῦ Χριστοῦ νά βγοῦν.
Αὐτό λοιπόν συμβολίζουμε, ἔστω μέ
τά ξύλα, μέ τίς πόρτες, μέ ὅλα τά ἤθη. [Ἴσως ἀναρωτηθεῖ κάποιος] γιατί δέν
βάζουμε μιά πόρτα μεταλλική, νά εἷναι σάν ἕνα κάστρο; Κάτι συμβολίζει μέ ὅλα αὐτά
ἡ Ἐκκλησία, κάτι συμβολίζει, μέ ὅλα αὐτά τά μεγέθη· [συμβολίζει τή νίκη τοῦ
Χριστοῦ πάνω στόν Ἅδη].
Καί ὁ Χριστός κατεβαίνει [στόν Ἅδη]
καί προσλαμβάνει τούς πρώτους ἀνθρώπους, τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα. Γίνεται μιά
πρόσληψη. Ἡ Εὔα καί ὁ Ἀδάμ, οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι γίνονται πιά ἅγιοι. Ἀναφέρονται
τήν ἡμέρα τῶν Ἁγίων Προπατόρων, πού εἶναι πρίν τά Χριστούγεννα. Ἔχουμε τό
Συναξάρι καί ἀναφέρονται ἐπί 15 λεπτά στό Συναξάρι, τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἁγίου
προφήτου Τάδε, ὅλων τῶν προφητῶν καί τῶν δικαίων... Πρῶτα-πρῶτα ἀναφέρονται ὁ Ἀδάμ
καί ἡ Εὔα, οἱ ὁποῖοι οὐσιαστικά εἶναι ἅγιοι, γιατί κατά κάποιο τρόπο, [σύμφωνα]
μέ τά βιογραφικά δεδομένα, ἔχουν κάποια μετάνοια μετά καί: «Ἐκάθισαν, ἀπέναντι
τοῦ Παραδείσου, καὶ τὴν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὠδύρετο». Θά τό ἀκούσουμε καί σάν
τροπάριο τήν ἡμέρα τῆς παραμονῆς τῆς ἐνάρξεως τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Καί ὅλοι οἱ δίκαιοι μαζί ἐξέρχονται.
Ἐξέρχεται καί ὁ Πρόδρομος, διότι κι αὐτός ἦταν στόν Ἅδη, ἀκόμη καί ὁ Προφητάναξ
Δαυίδ. [Στό κάτω μέρος τῆς εἰκόνας] ὑπάρχουν κάποιοι παῖδες, κάτι κλειδιά, κάτι
ἀντικείμενα, μέ τά ὁποῖα ἐδένοντο. Καμιά φορά κάτω ὑπάρχει καί ἕνας ἄνθρωπος, ὁ
ὁποῖος παραμένει κάτω. Ὁ Χριστός κατέβηκε στόν Ἅδη, δέν βγῆκαν ὅλοι ὅμως. Δέν
σημαίνει πού ἦταν γιά ὅλους νίκη πάνω στόν Ἅδη, [κι αὐτό] γιατί δέν τό ἤθελαν.
Καί ἄρα παρόλο πού ὁ Χριστός κατεβαίνει καί παρόλο πού ὁ Πρόδρομος προανήγγειλε
στόν Ἅδη τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ, ἦταν πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ καί στόν Ἅδη,
μερικοί δέν βγῆκαν· καί αὐτή εἶναι ἡ κόλαση: Νά ζήσεις τήν ἀκατάληπτη
συγκατάβαση καί ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί νά μή θέλεις νά βγεῖς· γι᾽ αὐτό σέ ἄλλες εἰκόνες
ἀπεικονίζεται καί ὑπ᾽ αὐτή τήν ἔννοια.
Ὑπάρχει βέβαια καί μιά ἄλλη εἰκόνα
τῆς Ἀναστάσεως, πού εἶναι ὁ Χριστός «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ»· εἶναι [ἀπό] τά γεγονότα
μετά τήν Ἀνάσταση. Ἀλλά καί αὐτό [τό γεγονός] προσεγγίζεται ὡς γεγονός ἀναστάσιμο.
Ἔχουμε, λοιπόν, τήν ἔξοδο ἀπό
τούς τάφους, τούς δικαίους καί τό Χριστό· καί ὁ Χριστός παραμένει νά κρατάει,
τό εἰλητάριο. Ἄλλες φορές μέ τό [δεξί] χέρι εὐλογοῦσε καί τώρα αὐτή ἡ εὐλογία
γίνεται πρόσληψη. Καί πάνω σέ αὐτή τήν κίνηση -τρομερή κίνηση αὐτή ἡ πρόσληψη-
λειτουργεῖ ἡ θεολογία πού παίρνει ἔκφραση, λογική καί γραφική ἔκφραση, μέ τά
λόγια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Τό ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον». Εἶναι
ρητό τῆς Ἐκκλησίας, καθοριστικό δηλαδή, πῶς [γιά παράδειγμα] πάνω ἀπ᾽ τά
νοσοκομεῖα βάζουν ρητά τοῦ Ἱπποκράτη... Αὐτή ἡ κίνηση τοῦ χειρός, εἶναι αὐτή ἡ
πρόσληψη.
Κακή ἀπομίμηση εἶναι αὐτό πού ἔγινε
[στό παρεκκλήσι τοῦ Ἀποστολικοῦ Παλατιοῦ, τῆς ἐπίσημης κατοικίας τοῦ Πάπα, στήν
πόλη τοῦ Βατικανοῦ] τήν Καπέλα Σιξτίνα, πού ὑπάρχει [ζωγραφισμένος] ἐκεῖ ὁ
Θεός, ὁ Ὁποῖος ἀγγίζει τόν Ἀδάμ μέ τό δάχτυλο. Ἁπλῶς τόν ἀγγίζει νά τοῦ δώσει
ζωή μέ ἕναν τρόπο, ἔτσι, «σέ ἀγγίζω». Πολύ ὄμορφη εἰκόνα εἶναι, ἀλλά δέν εἶναι
αὐτό πού θέλουμε νά φανερώσουμε [μέ τήν Ὀρθόδοξη ἁγιογραφία]. Ἐδῶ γίνεται μιά
πρόσληψη, ἁρπάζει τόν Ἀδάμ ὁλόκληρο νά τόν βγάλει διότι «τό ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον».
Προσλαμβάνει τόν Ἀδάμ γιά νά τόν θεραπεύσει καί τό χέρι πιά τῆς εὐλογίας
γίνεται χέρι προσλήψεως καί ταυτόχρονα [στό ἄλλο χέρι] παραμένει τό εἰλητάριο,
μέ τό ὁποῖο εὐλογεῖται. Ἔχει τήν ἐξουσία ὁ Χριστός νά κάνει ὅ,τι κάνει. Παίρνει
τήν εὐλογία, νά τό πῶ ἔτσι, νά τό κάνει.
Β. ΤΟ ΚΕΝΟΤΑΦΙΟ
[Έπίσης] μιά ἄλλη ἀπεικόνιση [τῆς
Ἀναστάσεως] εἶναι τό κενοτάφιο. Ἔρχονται αἱ μυροφόροι «λίαν πρωΐ, μύρα
φέρουσαι». [Εἰκονίζονται] τά μυροδοχεῖα, ὁ τάφος εἶναι κενός, ὑπάρχουν μόνο τά
σουδάρια περιτετυλιγμένα καί τά ἐντοπίζει σέ ἕναν τόπο, δηλαδή τό τονίζει τό εὐαγγέλιο,
βλέπουν τά σουδάρια, τά σάβανα μέ τά ὁποῖα ὁ Χριστός ἦταν περιτυλιγμένος, ὅπως
λέει τό εὐαγγέλιο, σέ ἕναν τόπο. Ἦταν τακτοποιημένα! Αὐτό εἶναι πάρα πολύ
σπουδαῖο γεγονός, φαίνεται δευτερεῦον καί εἶναι πολύ σπουδαῖο γεγονός. Δηλαδή ὁ
Χριστός ὁ ὁποῖος ἄνοιξε τήν ταφόπετρα, καί ὁ ἄγγελος πού παρίστατο ἐκεῖ, ἄς τό
ποῦμε ἔτσι -ὁ Χριστός τά κάνει ὅλα, οἱ ἄγγελοι διακονοῦν- μεριμνοῦν ἀκόμη καί
γι᾿ αὐτό τό ἀνθρώπινο ἀντικείμενο, τό σουδάριο, νά εἶναι τακτοποιημένο, ὅτι
στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει μιά τάξη. Περιτυλιγμένο, λέει, εἰς ἕναν τόπο. Ἦταν
βαλμένο σέ ἕναν τόπο, τό βρῆκαν περιτετυλιγμένο, ὄχι [δηλαδή] τό πέταξε ὁ Χριστός
καί βγῆκε, ὅπως ὅταν ξυπνάει κάποιος τό πρωί, βγάζει, πετάει τά νυχτικά του καί
φεύγει, γρήγορα νά βγῶ, νά πάρω ἀέρα, ξέρω ᾽γώ.
Ὅλα ἔχουν μιά τάξη στήν Ἐκκλησία.
Οὔτε μετά τή Λειτουργία λές: Ἐπιτέλους φεύγουμε, τά πετᾶμε ὅλα καί φεύγουμε ἔξω.
Καμιά φορά τελειώνει ἡ Λειτουργία καί βρισκόμαστε σά νά εἴμαστε σέ ἕνα χῶρο πού
ἔγινε μάχη ἐκεῖ πέρα. Χαρτιά, μολύβια, σκουπίδια, ἀντίδωρα, πρόσφορα... ἕνα
τρελό πράγμα. Λέω, τί γίνεται ἐδῶ πέρα; Ὁ λαός πῶς φεύγει ἔτσι, σάν τρελός;
Πάει ἔξω... Τί νά κάνει ἔξω; Τρελάθηκε, τά πέταξε ὅλα καί φεύγει; Νά πετάξεις
τά πάθη σου πρέπει, ἔτσι καμιά φορά... Ὅλα πρέπει νά εἶναι τακτοποιημένα καί ἐγώ
ἄν δέν δῶ τό ναό τακτοποιημένο δέν μπορῶ νά βγῶ ἀπό τό ναό, νά ποῦμε ἄντε, αὔριο
τό πρωί, ξέρω ᾽γώ. Δέν γίνεται αὐτό τό πράγμα. Ὅλα πρέπει νά ἔχουν μιά τάξη
στήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι χῶρος τάξεως καί μάλιστα οὐρανίου τάξεως· καί
λειτουργοῦμε τά πράγματα ὡς οὐράνιο τάξη καί αὐτή τήν τάξη τή μεταφέρουμε στούς
χώρους μας, στόν τόπο πού ζοῦμε δηλαδή, στό ὁποιοδήποτε ἁπλό οἴκημα ἔχουμε. Ὅλα
νά ἔχουν οὐράνια τάξη, μιά ἁπλότητα καί μιά οὐράνια τάξη. Αὐτά εἶναι πολύ
σπουδαῖα πράγματα. Ἐμεῖς δέν ἔχουμε savoir vivre, ἀλλά ἔχουμε μιά μίμηση, μιά
πρόσληψη τῆς οὐρανίου τάξεως στά πράγματα τά ἀνθρώπινα.
[Καί σέ αὐτή τήν εἰκόνα τοῦ
κενοταφίου εἰκονίζεται] ὁ ἄγγελος, ὁ ὁποῖος ἀκριβῶς διακονεῖ καί πάλι τήν Ἀνάσταση,
μέ τό γνωστό ραβδί, τό ὁποῖο ὑπάρχει καί στήν εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, νά λέει
«οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλ᾽ ἐγήγερται».
Αὐτά γιά τήν Ἀνάσταση, πού εἶναι
καθοριστικό γεγονός γιά τή ζωή μας καί, προσέξτε, ἡ Ἐκκλησία μας ἀπέφυγε νά ἀπεικονίσει
τό Χριστό πού ἐξέρχεται ἀπό τόν τάφο, γιατί εἶναι ὁ θρίαμβος. Ἡ Ἐκκλησία ποτέ
δέν ἀναλύει μονομερῶς τά γεγονότα τοῦ θριάμβου. Ὁ θρίαμβος ἔχει ἕνα
προηγούμενο. Ὁ θρίαμβος εἶναι ἀκριβῶς ἀποτέλεσμα τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ καί
τῆς συγκαταβάσεώς Του. Ἄν δέν περάσω ἀπό τή συγκατάβαση, δέν μπορῶ νά πάω στή
νίκη. Ἔγινε τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως, δέν τό εἶδε κανείς, ἡ κάθοδος στόν Ἅδη ἀναφέρεται
ἀπό τόν Πέτρο. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος σέ μιά ἀπό τίς καθολικές ἐπιστολές του,
προσέξτε, ἀναφέρετε [στό γεγονός τῆς καθόδου στόν Ἅδη], ὑπ᾽ αὐτή τήν ἔννοια καί
αὐτό τό ἁγιογράφημα ἀναφέρεται. Τήν Ἀνάσταση τήν ἀκούσαμε, ἀλλά δέν τήν εἶδε
κανείς πῶς ἔγινε, πῶς βγῆκε ὁ Χριστός· καί ἡ Ἐκκλησία προτιμᾶ νά μήν τήν ἁγιογραφήσει,
[γιά] νά [μήν] κάνει ἁπλῶς μιά θριαμβολογία. Ἡ Ἐκκλησία μπαίνει στά κατανυκτικά
γεγονότα.
Λοιπόν συμφωνῶ ἀπόλυτα μέ τόν ἅγιο
Νικόδημο, πού λέει εἶναι δύο διαφορετικά γεγονότα, ἀλλά ἁγιογραφοῦμε μόνο αὐτή
τήν παράσταση. Δέν χρειάζεται νά ἁγιογραφήσουμε [τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας]
καί μέ τήν ἄλλη ἀπεικόνιση, γιατί θά ἦταν μόνο ὁ θρίαμβος. Ἡ Ἐκκλησία σκέπτεται
πάντα κατανυκτικά καί θέλει νά προβάλλει στό λαό της τόν σταυρό καί τήν κάθοδο,
ὄχι ἁπλῶς τόν θρίαμβο, γιατί ὁ λαός θά μείνει στόν θρίαμβο καί θά θέλει μονάχα
θρίαμβο. Πόσοι περιμένουν πῶς καί πῶς νά γίνει ἡ Ἀνάσταση, νά φᾶνε κρέας. Ἐλεύθερα
πιά τώρα μποροῦν νά ἁμαρτήσουν! Ἄν εἶναι δυνατόν! Γιατί σέ ὅλη τή Σαρακοστή δέν
ἔκαναν ἁμαρτίες καί θέλουν νά ἁμαρτήσουν μετά τό Πάσχα. Εἶναι τρελά αὐτά τά
πράγματα.
Καί ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἕνα φοβερό
τυπικό, νά ξέρετε ὅτι [σύμφωνα μέ] τό τυπικό, θά ἀρχίσω νά τό ἐφαρμόζω μοῦ
φαίνεται, τό Πηδάλιο τό λέει, ὄχι ἐπειδή εἶναι ἁμαρτία, ἀλλά τήν ἑβδομάδα τή
Διακαινήσιμη, μετά τό Πάσχα, γάμοι ἀπαγορεύεται νά γίνουν. Ὄχι γιά τό ἁμαρτωλό
τῆς ἱστορίας· γιά νά μή χαθεῖ μέσα στό λαμπροφόρο γεγονός τῆς Ἀναστάσεως, [γιά]
νά [μή] μποῦνε ἄλλα γεγονότα πολύ ὄμορφα καί σπουδαῖα. Μέσα ἐκεῖ δέν χωράει
καμία ἄλλη ἀνάσταση· καί ἀπαγορεύονται οἱ γάμοι τή Διακαινήσιμη. Καί ἐπειδή τό
διάβασα, τό ξαναδιάβασα, λέω τί κάνω ὥς τώρα; Τή Σαρακοστή δέν γίνεται γάμος,
θά πεῖ κάποιος. Ἄρα γιατί νά μή γίνεται τήν Ἀνάσταση; Μά δέν εἶναι θέμα ἁμαρτίας.
Εἶναι θέμα ἐγκρατείας, ἀσκήσεως καί λαμπροφόρου ἀντιμετωπίσεως τῶν λαμπροφόρων
γεγονότων, πιά ὅλα λαμπρύνονται, δέν μπορεῖ ἄλλη λαμπρότητα νά γίνει, εἶναι μιά
ἄλλη θεολογία αὐτή. Θά τό ἐφαρμόσω, μή μοῦ ζητήσει κανείς γάμο μές στή
Διακαινήσιμο, ἔτσι; Ἀρχίζουμε ἀπό τήν Κυριακή τοῦ Θωμᾶ γάμους. Τό σταυρό σας
δηλαδή...
Κοιτάξτε, εἶναι γεγονός σταυρικό
[ὁ γάμος]. Εἶναι κι ἄλλη θεολογία, εἶναι σταυρός. Πῶς μέσα στήν Ἀνάσταση [νά]
λέω «σταυρέ», «σταυρέ»; Δύσκολο πράγμα. Ἄν δεῖτε τήν Ἀκολουθία, μιλάει γιά
σταυρό. Ἔλεγα προχθές σέ κάποια, μά τί λές [ὅτι εἶναι] ὁ γάμος παιδάκι μου; Τί
σοῦ ἔλεγα; Ἀνέφερα τόν ἅγιο Κωνσταντῖνο καί τήν Ἑλένη, πού βρῆκαν τόν Τίμιο
Σταυρό. Γιατί τό εἴπαμε ἐκεῖ πέρα, μές στήν ἀκολουθία τοῦ γάμου; Τί δουλειά εἶχαν;
Γιατί βρῆκαν τόν Τίμιο Σταυρό κι ἐσύ τώρα πού παντρεύεσαι βρῆκες τόν τίμιο
σταυρό, νά σταυρωθεῖς. Τί μοῦ γκρινιάζεις τώρα; Ἔτσι; Ἄρα μήν στεναχωρήσω τόν
κόσμο, ἄν ἀκούει τήν Ἀκολουθία τοῦ Γάμου μέσα στήν Ἀνάσταση καί τοῦ λέω
«σταυρός, σταυρός!». Νά περάσει καί μετά νά ἀρχίσουμε νά σκεφτόμαστε σιγά-σιγά
τόν σταυρό μας. Καί αὐτό καλό δέν εἶναι; Μή μοῦ ζητήσει κανείς γάμο στή
Διακαινήσιμη· θά μαλώσουμε.
Αὐτά. Τί μέ κοιτάζετε παράξενα; Ὅταν
μιλήσω γιά γάμους γουρλώνουν τά μάτια σας, δέν ξέρω γιατί...
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρώτηση: Γιατί καί οἱ ἄλλοι ἅγιοι
ἀπεικονίζονται μέ δύο ροῦχα, ἐνῶ τά δύο ροῦχα δείχνουν τίς δύο φύσεις τοῦ
[Χριστοῦ];
Ἀπάντηση: Μεταλλαγές στά
δευτερεύοντα στοιχεῖα δεχόμασθε. Στά δογματικά στοιχεῖα ὅμως δέν δεχόμασθε.
Ποτέ δέν κάναμε θεολογία τῶν δύο ρούχων σέ αὐτούς. Καί [οἱ] ἄλλοι ἄνθρωποι ἔχουν
ψυχή καί σῶμα ὑπ᾽ αὐτή τήν ἔννοια, ἄν τό πάρεις ἔτσι, ἀλλά δέν στεκόμαστε ἐκεῖ,
[στό] ἄν ἔχει ἕνα ροῦχο μόνο. Κάνουμε μιά δογματική θεολογία προβάλλοντας τό
διπλοῦν τῆς φύσης τοῦ Χριστοῦ μας. Γι᾽ αὐτό σᾶς εἶπα, στόν χρωματισμό καί στά
δευτερεύοντα στοιχεῖα, ὅπως τά ροῦχα, δέν στεκόμαστε τόσο αὐστηρά σέ ἕνα
θεολογικό κοίταγμα, ὅσο στό σκίτσο. [Αὐτό] μᾶς ἐνδιαφέρει πολύ. Τό κοίταγμα τοῦ
σκίτσου εἶναι. Ἡ θεολογία τῶν χρωμάτων παίζει κάπου ἀλλοῦ: πῶς χρησιμοποιεῖται ἡ
κατανυκτικότητα τῶν χρωμάτων. Μήν εἶναι προβαλλόμενα, μήν εἶναι διαφημιζόμενα,
μήν εἶναι προκλητικά χρώματα. Θά μάθουμε ὅτι ἀποφεύγονται τά κόκκινα, τά ὁποῖα
εἶναι προκλητικά καί ὅτι ἐμεῖς χρησιμοποιοῦμε τό κιννάβαρι ὡς κόκκινο, ἤ τό
χοντροκόκκινο καί ὄχι τό κόκκινο καδμίου, πού εἶναι χημικό χρῶμα καί εἶναι
σκληρό, λαμπροφόρο, προκλητικό, διαφημιστικό κόκκινο. Ὑπάρχει μιά ἄλλη, μυστική
θεολογία καί γιά τά χρώματα.
Ἐρώτηση: Στήν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως
μερικές φορές ἀπεικονίζεται καί ὁ διάβολος δεμένος χειροπόδαρα.
Ἀπάντηση: Δέν εἶναι ὁ διάβολος. Εἶναι
«ὁ ἁμαρτωλός» καί συμβολίζει ὅλους τούς ἁμαρτωλούς πού δέν δέχθηκαν νά σηκωθοῦν.
Ὁ διάβολος εἶναι ἀποφευκτέο νά ἀπεικονίζεται.
Ἐρώτηση: Γιατί ἔχει κέρατα, ὅμως.
Ἀπάντηση: Κακῶς. Δέν ἔχουμε
τέτοια εἰκόνα. Αὐτά παρεισέφρησαν μεταγενέστερα. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού εἶναι
δεμένοι κάτω, γιατί μένουν στήν κόλαση οἰκειοθελῶς. Ἐμεῖς τό διάβολο δέν τόν ἁγιογραφοῦμε.
Ὑπάρχουν παραστάσεις τέτοιες, ἀλλά ἐμεῖς δέν τίς κάνουμε. Εἶναι μεταγενέστερες
εἴσοδοι, πιό ἀνθρωποπαθεῖς, κατά τά μέτρα τοῦ ἁγιογράφου, πού δέν ξέρει βαθιά
τά θεολογικά δεδομένα τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἐρώτηση: Ὁπότε καί αὐτή ἡ εἰκόνα
τῆς Δευτέρας Παρουσίας ἤ αὐτή ἡ εἰκόνα πού ἀναχωροῦν οἱ ψυχές καί εἶναι οἱ
διάβολοι καί τούς τραβᾶνε;
Ἀπάντηση: Αὐτό δέν εἶναι κἄν εἰκόνα.
Εἶναι μιά ζωγραφιά πού εἰκονίζει τήν «Κλίμακα». Δέν εἶναι εἰκόνα, δέν τό
βάζουμε δηλαδή τήν ἡμέρα τοῦ Ἰωάννη τῆς Κλίμακας στό προσκυνητάρι. Βάζουμε τήν
εἰκόνα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακας, δέν βάζουμε τήν «Κλίμακα». Βλέπετε, ἔχουμε
εἰκόνα ἐπιστροφῆς τοῦ Ἀσώτου. Δέν τήν βάζουμε. Εἶναι συμβολική εἰκόνα, δέν εἶναι
ὑπαρκτά πρόσωπα. Ἄρα δέν τή βάζουμε στό προσκυνητάρι.
Ἐρώτηση: Κάπου ἔχω διαβάσει ὅτι
δέν τά ἄφησε ἐκεῖ μέ τάξη τά σάβανά Του δίπλα στόν τάφο, ἀλλά εἶναι καί μιά ἀπάντηση
γιά τούς ἐπικριτές, οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν ὅτι κάποιοι μπῆκαν μέσα καί ἅρπαξαν τό σῶμα
καί ἔφυγαν.
Ἀπάντηση: Καμία ἀντίρρηση, ἀλλά
κοίταξε, θά ᾽λεγε, «βρέθηκαν τά σουδάρια», [ἐνῶ] λέει πῶς ἦταν καί ποῦ ἦταν τά
σουδάρια, δέν λέει πού βρέθηκαν ἁπλῶς. Περιτετυλιγμένα, εἰς τόπον ἕνα, ὄχι ἀφημένα
ὁπουδήποτε. Ναί στήν παρουσία ἀλλά καί πῶς εἶναι, λέει. Εἶναι αὐτό πού λές,
ναί, ἀλλά δέν παύει νά εἶναι καί κάτι ἄλλο πέρα ἀπό αὐτό πού λές.
Ἐρώτηση: Στήν εἰκόνα τά σουδάρια
φαίνονται ὅτι εἶναι τυλιγμένα σέ σχῆμα σώματος;
Ἀπάντηση: Ναι. Συμβολισμός· ἐδῶ:
«οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλ᾽ ἐγήγερται» ὁ Χριστός, ἀλλά εἶναι κενά τά σουδάρια. Δέν εἶναι
αὐτό τό περιτυλιγμένο, κάνει ἄλλη θεολογία [στή συγκεκριμένη εἰκόνα]. Κοιτάξτε,
ἡ θεολογία κάνει προσβάσεις καί προσλαμβάνει θεολογικά τά πράγματα. Δέν τυλίγει
τό σουδάριο νά τό βάλει στήν ἄκρη. Αὐτό λέει ἡ Γραφή. Εἶναι ἄδειο τό σουδάριο,
αὐτό θέλει νά δηλώσει. Γιατί ἄν ἔβαζε μόνο τό σουδάριο [τό περιτετυλιγμένο], θά
ἔλεγε κάποιος «δέν ὑπῆρξε ποτέ ἐκεῖ πέρα μέσα». Ὑπῆρξε καί ἔφυγε. Εἶναι ἄλλη ἡ
θεολογική πρόσβαση. Δέν εἶναι ρεαλιστική ἡ ἀπεικόνιση τῆς ἁγιογραφίας. Εἶναι
θεολογική. Αὐτό πού λές ἐσύ εἶναι γραφικό ἀλλά δέν μπορεῖ νά γίνει ρεαλιστικό.
Πιάστε μερικές «κεραῖες» τῆς θεολογίας τῆς εἰκόνας.
Ἐρώτηση: Ὁ Θεός-Πατέρας δέν ἀπεικονίζεται,
αὐτές οἱ εἰκόνες ὅμως ὑπάρχουν γύρω μας.
Ἀπάντηση: Γιά ἐμένα κακῶς ὑπάρχουν.
Δέν τίς λέω αἱρετικές, ἀλλά δέν ἔχουμε τέτοια θεολογία. Ἡ παράδοσή μας ποτέ δέν
ἔκανε τέτοια εἰκόνα. Ἀφοῦ δέν ἔκανε, γιατί νά τήν κάνω ἐγώ; Εἶναι καθαρά δάνεια
ἀπό τήν ρωμαιοκαθολική θεολογία καί ἁγιογραφία. Αὐτή ἡ ἱστορία πῶς ἔγινε τήν
ξέρουμε πολύ καλά. Ἡ Ρωσία εἶναι γεμάτη ἀπό τέτοιες εἰκόνες, ρωμαιοκαθολικές
δηλαδή.
Ἐρώτηση: Πῶς ἀναγνωρίζουν οἱ
ψυχές τόν Χριστό;
Ἀπάντηση: Μά ἀφοῦ εἶναι ὁ
Κτίστης, ὁ Κύριος, πῶς δέν τόν [ἀναγνωρίζουν]; Ὅλοι τόν ἀναγνωρίζουν τόν
Χριστό.
Ἐρώτηση: Τόν γνωρίζουν δηλαδή καί
αὐτοί οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι ἐν Χριστῷ;
Ἀπάντηση: Ἔ, βέβαια. Οἱ πάντες! Ὅλοι
θά Τόν δοῦν καί ὅλοι... καί ὁ διάβολος θά Τόν γνωρίσει πού εἶναι ἡ ἀκραία ἀποστασία.
Πόσω μᾶλλον οἱ ἄλλοι πού δέν εἶναι διάβολοι.
Ἐρώτηση: Εἶναι ἀποστασία, ἀλλά ἦταν
πρίν ἄγγελος. Δηλαδή ἔχει γνώση Χριστοῦ.
Ἀπάντηση: Μά καί ἐμεῖς ἔχουμε. Εἴμαστε
εἰκόνα δική Του, ἔ; Ἁπλῶς ἀμαυρώθηκε ὁ νοῦς μας. Ὅλοι Τόν ἀναγνωρίζουν καί ὅλοι
θά Τόν δοῦν. Τό θέμα εἶναι πῶς Τόν δέχονται. Τό θέμα δέν εἶναι ἄν Τόν βλέπω -
θά Τόν δοῦμε ὅλοι. Ὅλοι. Πῶς θά Τόν δεχθοῦμε ἔχει σημασία, ἄν ἔχουμε ἑτοιμάσει ἀκριβῶς
τίς αἰσθήσεις μας γιά νά Τόν δεχθοῦμε.
Ἐρώτηση: Βλέπουμε στήν
προηγούμενη εἰκόνα τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο. Στόν Ἅδη εἴχανε πάει ὅλοι πρίν
τήν Ἀνάσταση;
Ἀπάντηση: Οἱ πάντες. Καί ὅλοι οἱ
δίκαιοι. Βλέπετε, ἦταν ὁ Δαυίδ ἐκεῖ πέρα. Ὁ Δαυίδ συμβολίζει ὅλους τούς προφῆτες.
Οἱ πάντες! Ὁ Ἀβραάμ, ὁ Μωυσῆς, οἱ πάντες! Οἱ πάντες ἦταν στόν Ἅδη.
Ἐρώτηση: Ἐπάνω στήν εἰκόνα τῆς
Καθόδου στόν Ἅδη, ὅσοι εἶναι ἀπό τήν μία μεριά ἔχουν τόν στέφανο τῶν ἁγίων, ἐνῶ
οἱ ἄλλοι ἀπό τήν ἄλλη μεριά δέν ἔχουν.
Ἀπάντηση: Γιατί, κοίταξε, ἀπό τήν
μία πλευρά ὑπάρχουν μορφές ἤδη ἀναγνωρισμένων ἁγίων. Εἶναι ὁ Δαυίδ, εἶναι ὁ
Πρόδρομος πού εἶναι ἤδη ἀναγνωρισμένοι ἅγιοι. Ἀπό τήν ἄλλη ὑπάρχουν μορφές ἀγνώστων
ἀνθρώπων. Ὑπάρχουν δηλαδή ὅλοι, οἱ πάντες, πού δέχτηκαν νά βγοῦν ἀπό τόν Ἅδη. Ἄγνωστοι,
ἀνώνυμοι, γνωστοί καί ἐπώνυμοι... «Πᾶς» θέλει νά πεῖ οἱ πάντες!
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ
πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου,
ἀπό τήν ἱστοσελίδα floga.gr,
στά πλαίσια τῶν μαθημάτων ἁγιογραφίας τῶν Ἁγίων εἰκόνων τῆς Ὀρθοδοξίας μας, πού ἔγινε τήν Παρασκευή 17-2-2006
3 σχόλια:
Αγαπημένο θέμα...
Η κατανυκτικότητα
(των...
μηδέν εχόντων
και τα πάντα
κατεχόντων...;)
ως αντίδοτο στην
θριαμβολογία...
(την αγαπημένη τού
ρομαντισμού...
που εύκολα μάς
εγκλωβίζει
-lock up?-
και μάς παρασύρει
...)
Η άνοδος;;;; χρονικά ειναι η άνοδος... Όλα σπασμένα... κρατάει τον Αδάμ και την Εύα και ανεβαίνει ο Κύριος.
Γιατί άραγε λέγεται "Κάθοδος";;;
"Ολος εί
εν τοίς κάτω
και τών άνω
ούκ απέστης".
Δημοσίευση σχολίου