Ὁ
Ἰωάννης γεννήθηκε στὸ νησὶ τῆς Κύπρου. Ὁ πατέρας του ἦταν ἔπαρχος, ὁ
ἐπιφανὴς Ἐπιφάνιος. Ὁ Ἰωάννης ἀνατράφηκε παιδιόθεν ὡς ἀληθινὸς
χριστιανὸς καὶ παρὰ τὴν θέλησή του, ἐξαιτίας τῆς ἐπιμονῆς τῶν γονέων
του, νυμφεύθηκε καὶ ἀπέκτησε παιδιά. Κατὰ Θεία Πρόνοια, τόσο ἡ σύζυγος
ὅσο καὶ τὰ παιδιὰ του ἔφυγαν σύντομα ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ὁ Ἰωάννης
ἄρχισε σύντομα νὰ γίνεται γνωστὸς γιὰ τὴν μεγάλη εὐσπλαχνία καὶ
θεοσέβειά του, μὲ ἀποτέλεσμα ἐπὶ βασιλείας τοῦ Ἡρακλείου νὰ ἐκλεγεῖ
πατριάρχης Ἀλεξανδρείας (610). Ἐπὶ μία δεκαετία κυβέρνησε ἀσφαλῶς, ὡς
ἀληθινὸς ποιμένας, τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας, διασφαλίζοντάς την ἀπὸ
κινδύνους εἰδωλολατρῶν καὶ αἱρετικῶν. Μιλώντας κάποτε στὸ ποίμνιό του ὁ
ἐνάρετος ἅγιος Ἰωάννης, εἶπε: «Ἐὰν ἐπιθυμεῖτε νὰ εἶστε εὐγενεῖς, μὴν
ἀναζητεῖτε τὴν εὐγένεια στὸ αἷμα ἀλλὰ στὶς ἀρετές, διότι αὐτὴ εἶναι ἡ
ἀληθινὴ εὐγένεια!».
Ὅλοι
οἱ ἅγιοι διακρίνονταν γιὰ τὸ ἔλεός τους, ἀλλὰ ὁ ἅγιος πατριάρχης
Ἀλεξανδρείας ἦταν ἀπολύτως ἀφιερωμένος στὴν θαυμάσια ἀρετὴ τῆς
ἐλεημοσύνης. Ἐξ οὐ καὶ ἐπονομάστηκε «ὁ Ἐλεήμων». Κάποτε, ἐνῶ τελοῦσε τὴν
Θεία... Λειτουργία, ἀναλογίστηκε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ:
«Γι’ αὐτό, ὅταν προσφέρεις τὸ δῶρο σου στὸν ναὸ κι ἐκεῖ θυμηθεῖς πὼς ὁ
ἀδελφός σου ἔχει κάτι ἐναντίον σου, ἄφησε ἐκεῖ, μπροστὰ στὸ θυσιαστήριο
τοῦ ναοῦ, τὸ δῶρο σου, καὶ πήγαινε νὰ συμφιλιωθεῖς πρῶτα μὲ τὸν ἀδελφό
σου, καὶ ὕστερα ἔλα νὰ προσφέρεις
τὸ δῶρο σου» (Ματθ. 5, 23-24). Τότε λοιπὸν θυμήθηκε ὅτι κάποιος
κληρικός, στὴν ἐκκλησία αὐτή, εἶχε μία πικρία ἐναντίον του. Ἀμέσως ἄφησε
τὰ Τίμια Δῶρα, πλησίασε τὸν ἱερέα καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του, ἱκετεύοντας
γιὰ τὴν συγχώρεσή του. Μόνον ἀφοῦ εἶχε συμφιλιωθεῖ πάλι μὲ αὐτὸν τὸν
ἄνθρωπο, ἐπέστρεψε στὴν ἁγία Τράπεζα.
Κάποια
ἄλλη φορᾶ, ἐνῶ βρισκόταν καθ’ ὁδὸν πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῶν ἁγίων
Ἀναργύρων Κύρου καὶ Ἰωάννου, συνάντησε μία χήρα γυναίκα ἐνδεή καὶ
ταλαίπωρη, ἡ ὁποία ἄρχισε νὰ τοῦ ἀφηγεῖται ἀναλυτικὰ τὴν κακοπάθειά της.
Οἱ συνοδοὶ τοῦ πατριάρχη βαρέθηκαν ν’ ἀκοῦν τὰ ἐκτενή παράπονα τῆς
γυναίκας καὶ τὸν προέτρεπαν νὰ σπεύσει στὴν ἐκκλησία γιὰ τὴν Ἀκολουθία,
λέγοντάς του ὅτι μποροῦσε καὶ ἀργότερα ν’ ἀκούσει τὴν ἱστορία τῆς
γυναίκας. Ὅμως ὁ Ἰωάννης εἶπε: «Καὶ πῶς θὰ ἀκούσει ὁ Θεὸς ἐμένα, ἐὰν δὲν
ἀκούσω ἐγὼ ἐκείνη;». Δὲν ἔφυγε ὁ ἅγιος, μέχρι ποὺ ἡ ἀναξιοπαθοῦσα
διηγήθηκε ὡς τὸ τέλος τὴν ἱστορία της.
Ὅταν
οἱ Πέρσες ἐπιτέθηκαν στὴν Αἴγυπτο, ὁ πατριάρχης Ἰωάννης ἐπιβιβάσθηκε σ’
ἕνα καράβι γιὰ νὰ διαφύγει τὸν κίνδυνο. Ἐνῶ ἔπλεαν, ἔπεσε ἄρρωστος
καί, μόλις ἔφτασαν στὴν Κύπρο, ἀναπαύθηκε, τὸ ἔτος 620, στὴν γενέτειρα
πόλη του (σ.τ.μ. Ἀμαθούντα Κύπρου), ὅπου καὶ ἐτάφη. Μετὰ τὴν ἐκδημία του
στὴν Ἄφθαρτη Βασιλεία τοῦ Κυρίου, τελέστηκε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν
θαυματουργῶν καὶ χαριτοβρύτων λειψάνων του στὴν Κωνσταντινούπολη, μετὰ
στὴν Βουδαπέστη καὶ τέλος στὸ Πρέσμπουργκ.
Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς,
Ὁ Πρόλογος τῆς Ἀχρίδος, Νοέμβριος, ἐκδ. Ἄθως, σ. 108-110
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου