Όπως είναι γνωστό, η φύση απεχθάνεται τα κενά. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τη διεθνή πολιτική, όπου είναι αδύνατο να υπάρξει κενό ισχύος. Ακόμη και σε περιπτώσεις ήσσονος σημασίας, ακόμη και σε περιπτώσεις που δεν διακυβεύονται ζωτικά συμφέροντα, όταν κάποιος υποχωρεί ή αποχωρεί, κάποιοι άλλοι θα επιχειρήσουν αμέσως να προωθηθούν στον κενό χώρο.
Και ο ευρύτερος χώρος βέβαια της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής απέχει πάρα πολύ από το να χαρακτηριστεί ήσσονος σημασίας. Αντίθετα, από τα αρχαία χρόνια ήταν (και παραμένει) ο πλέον σημαντικός και ζωτικός, με ισχυρές δυνάμεις να ανταγωνίζονται και τεράστια συμφέροντα να συγκρούονται. Υπήρξαν ασφαλώς πάντοτε εναλλαγές και διαφοροποιήσεις ως προς τη φύση των συμφερόντων και τους εκάστοτε μεγάλους παίκτες του γεωπολιτικού παιχνιδιού: από τους ανταγωνισμούς αρχικά των μυκηναϊκών χρόνων περάσαμε στην ελληνοπερσική διαμάχη, ακολούθως ήρθε η σύγκρουση του ελληνιστικού κόσμου με τη Ρώμη, στη συνέχεια η σκληρή και μακραίωνη πάλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (ως παγκόσμιας ηγετικής δύναμης) απέναντι σε αλλεπάλληλα κύματα επιβούλων εχθρών, από τους Γότθους, τους Πέρσες και τους Βουλγάρους έως τους Άραβες, τους Φράγκους και τους Τούρκους, ενώ κατά τους νεότερους χρόνους είχαμε την εντονότερη εμπλοκή των δυτικοευρωπαϊκών δυνάμεων και της Ρωσίας ταυτόχρονα με τη σταδιακή εξασθένηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ένα πράγμα ήταν που δεν άλλαξε ποτέ: η απουσία κενού πολιτικής ισχύος.
Βασική επίσης διαφοροποίηση των νεότερων και σύγχρονων χρόνων είναι η υποχώρηση από τη σκακιέρα του ελληνικού παράγοντα, που από κυρίαρχος ή έστω βασικός πρωταγωνιστής επί 3,5 τουλάχιστον χιλιετίες (έως τον 14ο αι. μ.Χ), μετατρέπεται έκτοτε σε ασήμαντο κομπάρσο (με μοναδική ίσως εξαίρεση την απόπειρα κατά τη δεκαετία 1912-1922, όπου όμως το όνειρο της Ελλάδας να μετατραπεί σε ισχυρή δύναμη της περιοχής δεν στηριζόταν σε ρεαλιστικές βάσεις και έτσι, με τη συνεπικουρία και κάποιων τραγικών χειρισμών, κατέρρευσε τελικά με τον γνωστό επώδυνο και καταστροφικό τρόπο). Σε όλο αυτό το διάστημα (από τον 15ο αιώνα έως σήμερα) το γεωπολιτικό σκηνικό γίνεται πάντως σαφώς πιο περίπλοκο: ειδικά όσο εξασθενεί από τον 18ο αιώνα και εξής ο οθωμανικός παράγοντας, ισχυροποιείται ο ρωσικός και προκύπτει το ζήτημα της διάδοχης κατάστασης στην Ανατολική Μεσόγειο, πράγμα που ενεργοποιεί όχι μόνο τις ρωσοτουρκικές εντάσεις αλλά και τον ρωσοαγγλικό κυρίως ανταγωνισμό. Από τις δυτικές δυνάμεις η Βρετανία παραμένει κατά τον 19ο αιώνα ο κυρίαρχος παίκτης, που απειλείται στις αρχές του 20ού αιώνα από τη γερμανική διείσδυση και ουσιαστικά αποχωρεί εν τέλει μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, παραχωρώντας τη θέση του στον αμερικανικό παράγοντα. Ο τελευταίος δεσπόζει έκτοτε, αλλά ο ψυχροπολεμικός ανταγωνισμός των επόμενων δεκαετιών, διατηρεί την κατάσταση σε μία ισορροπία. Η ισορροπία όμως διασπάται με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, που αφήνει στα επόμενα χρόνια τις ΗΠΑ παντοδύναμο μονοκράτορα στην περιοχή με όλες τις γνωστές τραγικές συνέπειες (αιματηρή διάλυση Βαλκανίων, τεχνητή δημιουργία υβριδικών κρατιδίων-προτεκτοράτων, αιματοκύλισμα Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής, ραγδαία άνοδος του τζιχαντιστικού ισλαμοφασισμού, ραγδαία αύξηση του «προσφυγικού»/λαθροεποικιστικού ρεύματος προς την Ευρώπη κλπ).
Το τελευταίο χρονικό διάστημα παρατηρήθηκαν πάντως νέες αλλαγές. Η αναγέννηση της ρωσικής ισχύος (ιδιαίτερα ορατή ειδικά κατά την τελευταία δεκαετία) και η κινεζική οικονομική διείσδυση είναι βασικά νέα δεδομένα, το πλέον καθοριστικό είναι όμως η αμερικανική υποχώρηση (ήδη ορατή από τα τελευταία χρόνια Ομπάμα), που μετατράπηκε σε σταδιακή αποχώρηση (επί προεδρίας Τραμπ). Η εξέλιξη αυτή (με τις ΗΠΑ να μπαίνουν σε μία φάση εσωστρέφειας και ουσιαστικά να εξασθενούν και να ακυρώνονται ως μονοπολικός παράγοντας παγκόσμιας κυριαρχίας) έχει προϊδεάσει εδώ και καιρό για ένα νέο πολυπολικό διεθνές τοπίο, αλλά έχει προκαλέσει και ένα πραγματικό κενό εξουσίας στον χώρο ειδικά της Ανατολικής Μεσογείου, εγείροντας όνειρα και φιλοδοξίες σε πολλούς. Φιλοδοξίες βάσιμες, όνειρα εφικτά ή λιγότερο εφικτά, ενίοτε δε και ονειρώξεις.
Και κάπου εδώ έρχεται και η γαλλική εμπλοκή. Παίζοντας γενικά εδώ και αιώνες δευτερεύοντα ή και τριτεύοντα γεωπολιτικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή (με εξαιρέσεις ασφαλώς – κυρίως κατά την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου) και ευρισκόμενη επί το πλείστον στη σκιά άλλων Δυνάμεων έως σήμερα, στο νέο διαμορφούμενο πολυπολικό τοπίο η Γαλλία θα ήταν ούτως ή άλλως απίθανο να συνεχίσει να ζει με αυτό τον παραγκωνισμό. Αν όμως η αμερικανική υποχώρηση και η εμφάνιση κενού ισχύος στην περιοχή είναι το πρώτο αίτιο, υπάρχουν δύο ακόμη δεδομένα που επιταχύνουν τη γαλλική παρέμβαση, καθιστώντας την άμεση και αποφασιστική. Το ένα είναι ο αυξανόμενος οικονομικός ρόλος της Γερμανίας (διείσδυση στα Βαλκάνια, αύξηση πολιτικο-οικονομικής διείσδυσης και ποδηγέτησης ειδικά επί της Ελλάδας, μεγέθυνση της τουρκογερμανικής οικονομικής σχέσης και συνεργασίας), που εντείνει κι άλλο τη θλιβερή εικόνα μιας γερμανοκρατούμενης Ευρώπης, εικόνα που η Γαλλία του Μακρόν έχει ήδη δείξει ότι επιθυμεί να αναστρέψει. Το δεύτερο – και κυριότερο – είναι η αύξηση της τουρκικής δραστηριότητας (και φυσικά και του τουρκικού θράσους). Προφανώς η ισχυροποίηση της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης και η αποκόμιση κάποιας μερίδας μέσα στο νέο γεωπολιτικό και οικονομικό τοπίο θα μπορούσε να γίνει εύκολα δεκτή από τους Γάλλους. Όμως το ξεσάλωμα Ερντογάν που παρατηρείται ιδίως τα τελευταία χρόνια, η ευθεία διακήρυξη επανίδρυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η απόπειρα να εμφανιστεί η Τουρκία στην ηγεσία του ισλαμικού κόσμου (με τις πλάτες του Κατάρ και της Μουσουλμανικής Αδελφότητας), η εμπλοκή στη Συρία και ιδίως τη Λιβύη, είναι φανερό ότι δεν θα μπορούσαν να γίνουν ούτε δεκτά ούτε και ανεκτά από μία Γαλλία που και το γόητρό της ως ισχυρής δύναμης θέλει να ανακτήσει και ενεργειακά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή διατηρεί και ακόμη όχι απλώς θίγεται αλλά και απειλείται ευθέως από την τουρκική στρατιωτική διείσδυση ιδιαίτερα στη Βόρεια Αφρική.
Και αυτή η εμπλοκή είναι φυσικά μέγα ευτύχημα για την Ελλάδα. Όχι επειδή οι Γάλλοι μάς αγαπούν ή είναι φίλοι μας – αποτελεί ασυγχώρητη αφέλεια το να μιλά κανείς για φιλίες και αισθήματα στη διεθνή πολιτική, όπου τα πάντα σχεδιάζονται και εκτελούνται βάσει συμφερόντων. Αλλά επειδή είναι μία εμπλοκή που μας ευνοεί, γιατί απλούστατα στη φάση αυτή υπάρχει σύμπλευση συμφερόντων. Τα συμφέροντα της Γαλλίας είναι αυτή τη στιγμή όχι απλώς ανταγωνιστικά αλλά και συγκρουσιακά έναντι της Τουρκίας – και θα συνεχίσουν να είναι, όσο η τουρκική επεκτατικότητα θα κλιμακώνεται (συνοδευόμενη μάλιστα και από μία προκλητικά και προσβλητικά εχθρική ρητορική) και το αστείο (αλλά προφανώς σοβαρό για τον ημιπαράφρονα Ερντογάν και το ανεκδιήγητο επιτελείο του) όνειρο ανασύστασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το Μαρόκο ως την Αραβία και από την Κασπία ως την Αδριατική θα καθορίζει την επίσημη τουρκική πολιτική. Την ώρα που η τουρκική απειλή στρέφεται με τόσο απροκάλυπτα προκλητικό τρόπο απέναντι και στη χώρα μας, είναι ηλίου φαιδρότερο ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική οφείλει να πατήσει πάνω στην κοινότητα συμφερόντων, εκμεταλλευόμενη τον εξερεθισμένο και βαλλόμενο από την ίδια τουρκική προκλητικότητα γαλλικό παράγοντα.
Επειδή όμως στον τόπο μας τίποτε δεν είναι αυτονόητο (ίσως επειδή – για να το θέσω όσο πιο κομψά μπορώ – τα συμφέροντα της χώρας δεν συμπίπτουν πάντα με εκείνα των πολιτικών ηγεσιών της), τίποτε δεν πιστοποιεί ότι θα εκμεταλλευτούμε και αυτή την ευκαιρία, όπως ακριβώς συνέβη άλλωστε και με τις προηγούμενες. Όλες τις προηγούμενες, όπου και πάλι η Ελλάδα θα έπρεπε να ασκεί εξωτερική πολιτική εθνικών συμφερόντων (και όχι γονυπετούς καρπαζοεισπράκτορα), να ελίσσεται ανάμεσα στις αντιπαραθέσεις των περισσότερο ισχυρών κρατών, να καρπούται οφέλη και να εκμεταλλεύεται καταστάσεις. Να κάνει δηλαδή τα απολύτως προφανή, αντί να βρίσκεται πάντα στη λάθος πλευρά, προσδεμένη σε εχθρικά άρματα και ανθελληνικές πατρωνίες, εκχωρώντας κυριαρχικά δικαιώματα και κάνοντας παραχωρήσεις, χωρίς ποτέ να παίρνει το παραμικρό αντάλλαγμα. Το ίδιο βλέπουμε και τώρα, με τη χώρα να σέρνεται από το ίδιο το άθλιο πολιτικό προσωπικό της (υπό το βάρος της δικής του φοβικότητας, της δικής του εθνομειοδοτικής ψύχωσης, αλλά προφανώς και των δικών του εξαρτήσεων από τα πέραν των συνόρων αφεντικά) σε θλιβερούς ψευτοδιαλόγους και ταπεινωτικούς συμβιβασμούς, κόντρα όχι μόνο σε κάθε έννοια εθνικής αξιοπρέπειας, αλλά και στην ίδια τη διεθνή συγκυρία. Ανίκανη – και βασικά απρόθυμη – να εκμεταλλευτεί γεγονότα και καταστάσεις, ευνοϊκά γεωπολιτικά δεδομένα και ανταγωνιστικά συμφέροντα τρίτων προς όφελός μας. Και δείχνοντας την εικόνα κάποιου που από την εμπλοκή Μακρόν μάλλον…ζορίστηκε παρά ανακουφίστηκε, βλέποντάς την περισσότερο ως μπελά παρά ως δυνητική σανίδα σωτηρίας. Και την εικόνα επίσης κάποιου που το κύριο άγχος του είναι να βρει τρόπους να χρυσώσει το χάπι της ντροπής και να καλύψει με κάποιο πολυτελές περιτύλιγμα το προσχεδιασμένο και επικείμενο ξεπούλημα, για να μην προκαλέσει την ελληνική κοινή γνώμη. Και ας μην αναρωτηθεί κάποιος «ποια κοινή γνώμη», έχοντας στο μυαλό του αυτόν τον εν πολλοίς παραζαλισμένο, αποχαυνωμένο, περί άλλα τυρβαζόμενο και από άλλα (πρωτίστως την τεχνητή υστερία της δήθεν πανδημίας) τρομοκρατημένο και εξουθενωμένο λαό. Καλύτερα να σκεφτεί τι σημαίνει το ότι η πολιτική μας ηγεσία φοβάται ακόμη κι αυτήν την όντως καθημαγμένη και ημιθανή κοινή γνώμη. Ας σκεφτεί δηλαδή πόσο εύγλωττο είναι αυτό και τι δείχνει για τη σοβαρότητα της κατάστασης.
Αυτό είναι λοιπόν για μία ακόμη φορά το μέγα δυστύχημα: ο επίσημος ελληνικός παράγων. Επειδή όμως το ευτύχημα της γαλλικής εμπλοκής παραμένει, όσο κι αν η αμερικανογερμανόδουλη κυβέρνηση του ελλαδικού κρατιδίου με την τραγική της ενδοτικότητα δείχνει σε μεγάλο βαθμό να το απεμπολεί, υπάρχουν πάντοτε ελπίδες ανατροπής όλων όσων ετοιμάζεται να παραχωρήσει η τελευταία στον Τούρκο άρπαγα με την ασφυκτική πίεση και αδιάντροπη παρέμβαση (για μία ακόμη φορά μέσα στον 20ό αιώνα) της γερμανικής αλητείας. Σε συνδυασμό ασφαλώς και με το έτερο μέγα ευτύχημα, που θα τονίσω για πολλοστή φορά ότι είναι (όσο κι αν δείχνει οξύμωρο) η τουρκική ύβρις και το μαξιμαλιστικά βουλιμικό σύνδρομο της συμμορίας Ερντογάν: δεδομένα δηλαδή που αποτελούν ασφαλή εχέγγυα ότι η Τουρκία, ανεξαρτήτως του αν θα υπογράψει κάτι τώρα, δεν θα αρκεστεί ουσιαστικά σε κανένα…«καζάν-καζάν» συμβιβασμό, γιατί απλούστατα τα θέλει όλα κι όχι μόνο τα μισά, και θα απαιτήσει πράγματα που ακόμη και η πλέον προδοτική ελλαδική κυβέρνηση θα είχε πρόβλημα τελικά να συμφωνήσει και να συνυπογράψει. Και κυρίως βέβαια πράγματα που όχι μόνο η Γαλλία, αλλά και άλλα κράτη της ευρύτερης περιοχής και του αραβικού κόσμου, ακόμη όμως και η ίδια η Ρωσία, λόγω των δικών τους συμφερόντων, θα είναι αδύνατον εν τέλει να αποδεχθούν. Πάλι δηλαδή σε εξωγενείς παράγοντες φαίνεται ότι θα στηρίξουμε τις ελπίδες μας, ήτοι στη διαμορφούμενη διεθνή συγκυρία και τα ζωτικά συμφέροντα όσων δεν θα ανεχτούν τη μετεξέλιξη της Τουρκίας σε νεοθωμανική υπερδύναμη. Και δεν εξετάζω ασφαλώς καθόλου σε αυτό το κείμενο τον κατεξοχήν «εξωγενή» παράγοντα, ήτοι τον πνευματικό (για όσους τουλάχιστον – όπως και ο υποφαινόμενος – πιστεύουν στη Θεία Πρόνοια). Στις ελεεινές πολιτικές ηγεσίες μας πάντως είναι απολύτως ξεκάθαρο ότι δεν μπορούμε να έχουμε ούτε ίχνος εμπιστοσύνης. Και συνεχώς επιβεβαιώνεται ότι δεν μπορούμε να αναμένουμε το παραμικρό από αυτές…
Νεκτάριος Δαπέργολας, Διδάκτορ Ιστορίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου