Δευτέρα 9 Μαρτίου 2020

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΜΑΡΤΥΡΕΣ



     Όταν ο σκληρόκαρδος Λικίνιος (308-323), με τον οποίον ο άγιος Κωνσταντίνος μοιραζόταν την εξουσία, πέταξε το προσωπείο της υποκρισίας και αποσχίσθηκε, εξέδωσε διατάγματα εναντίον των χριστιανών και έστειλε σε όλες τις επαρχίες άρχοντες επιφορτισμένους να εκτελέσουν τις διαταγές του, θανατώνονταν με φρικτά μαρτύρια όσους δεν υποτάσσονταν. Ο έπαρχος Αγρικόλαος, που ορίστηκε για την Καππαδοκία και την Μικρή Αρμενία, ήταν από τους πιο πρόθυμους εκτελεστές των διαταγμάτων του τυράννου, και κάλεσε στην Σεβάστεια, όπου είχε την έδρα του, την δωδεκάτη αυτοκρατορική λεγεώνα την οποία διοικούσε ο δούκας Λυσίας. Σαράντα από τους στρατιώτες αυτής της λεγεώνας, άντρες νέοι, γενναίοι, που έχαιραν εκτίμησης για τις υπηρεσίες τους, αρνήθηκαν τότε να θυσιάσουν στα είδωλα και διακήρυξαν την χριστιανική τους πίστη. Προέρχονταν από διαφορετικές περιοχές, αλλά ενωμένοι σαν ένας νέος άνθρωπος διά της πίστεως και της αγάπης, παρουσιάστηκαν ένας-ένας ενώπιον του έπαρχου, ωσάν αθλητές που εγγράφονται για να λάβουν μέρος σε αγώνες και, δηλώνοντας την αληθινή τους ταυτότητα, έλεγαν: «Είμαι χριστιανός!». Ο Αγρικόλαος αρχικά δοκίμασε να τους προσεταιρισθεί με την πραότητα, εκθειάζοντας τα κατορθώματά τους και υποσχόμενος προνομίες και τιμές εκ μέρους του αυτοκράτορα, αν υπάκουαν στις προσταγές του. Οι άγιοι αποκρίθηκαν διά στόματος ενός από τους στρατιώτες: «Αν καθώς λέγεις, έχουμε αγωνισθεί γενναία για τον επίγειο αυτοκράτορα, με πόσο μεγαλύτερο ζήλο πρέπει να δοθούμε τώρα στον αγώνα για την αγάπη του Παμβασιλέως; Για μας μια ζωή υπάρχει: ο υπέρ Χριστού θάνατος!». Τους έριξαν στην φυλακή εν αναμονή νέας ανάκρισης και εκεί οι άξιοι αγωνιστές της ευσέβειας γονάτισαν και προσεύχονταν στον Χριστό να τους διαφυλάξει στην αληθινή πίστη και να τους ενδυναμώσει στον επικείμενο αγώνα τους. Καθώς αγρυπνούσαν ψάλλοντας, εμφανίσθηκε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και τους είπε: «Αρχίσατε καλά, αλλά ο στέφανος θα δοθεί σε όποιον υπομείνει μέχρι τέλους!».
     Την επομένη το πρωί ο έπαρχος τούς κάλεσε και πάλι και ξανάρχισε τις κολακείες του, όμως ένας από τους μάρτυρες, ο άγιος Κάνδιδος, τον έλεγξε δημόσια για την μελιστάλαχτη υποκρισία του, προκαλώντας την οργή του. Παρ’ όλα αυτά, μην μπορώντας να πράξει τίποτα εναντίον τους, αφού ο στρατηγός τους Λυσίας δεν τους είχε κρίνει, ο Αγρικόλαος διέταξε να τους ρίξουν εκ νέου στην φυλακή. Όταν ο Λυσίας έφτασε στην Σεβάστεια μετά από επτά ημέρες, τους οδήγησαν ενώπιόν του. Καθ’ οδόν ο Κυρίων ενεθάρρυνε τους συντρόφους του λέγοντας: «Τρεις είναι οι εχθροί μας: ο διάβολος, ο Λυσίας και ο έπαρχος. Τι μπορούν να κάνουν εναντίον μας, ενάντια σε σαράντα στρατιώτες του Χριστού;». Όταν τους είδε τόσο σταθερούς και αποφασισμένους, ο Λυσίας πρόσταξε τους άλλους στρατιώτες να τους σπάσουν τα δόντια με πέτρες. Αλλά μόλις πήγαν να εκτελέσουν την διαταγή, θεία δύναμη τούς τύφλωσε και μέσα στην σύγχυσή τους χτυπιούνταν αναμεταξύ τους. Ο Λυσίας εξοργισμένος άρπαξε μια πέτρα και την εκσφενδόνισε εναντίον των αγίων, αλλά η πέτρα χτύπησε τον Αγρικόλαο και τον τραυμάτισε σοβαρά. Μετέφεραν τους αγίους στην φυλακή για την νύκτα, μέχρι να αποφασίσουν σε τι μαρτύριο θα τους υπέβαλλαν.
     Θέτοντας σε εφαρμογή όλη την διεστραμμένη φαντασία του, ο έπαρχος διέταξε να τους αφαιρέσουν τα ενδύματα και να τους αφήσουν γυμνούς στην παγωμένη λίμνη, που βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την πόλη, ώστε να πεθάνουν μέσα στους φρικτούς πόνους που προκαλεί το ψύχος. Για να εντείνει το μαρτύριο, σκέφτηκε να στήσει μπροστά στους αγίους, ως ύστατο πειρασμό, την λύτρωση από την παιδωμή: διέταξε λοιπόν να ετοιμάσουν στην όχθη της λίμνης ένα ζεστό λουτρό, έτσι ώστε αυτός που θα εγκαταλείψει τον αγώνα, νικημένος από το ψύχος, να βρει εκεί παρηγοριά.
     Μόλις άκουσαν την απόφαση, οι άγιοι άρχισαν να συναγωνίζονται ποιος θα βγάλει πρώτος τα ενδύματα λέγοντας: «Ας μη βγάλουμε μόνο το ένδυμα, αλλά ας αποβάλουμε τον παλαιό άνθρωπο που φθείρεται με τις επιθυμίες της απάτης. Σ’ ευχαριστούμε Κύριε, γιατί βγάζοντας αυτά τα ενδύματα, αποβάλλουμε και την αμαρτία. Επειδή εξαιτίας του όφεως φορέσαμε τον δερμάτινο χιτώνα, ας τον αποβάλλουμε σήμερα για να αποκτήσουμε τον Παράδεισο που χάσαμε. Τι να ανταποδώσουμε προς τον Κύριο; Κι αυτός γυμνώθηκε. Ποια μεγαλύτερη τιμή υπάρχει για τον δούλο από το να πάθει όσα έπαθε ο Κύριός του; Μάλιστα δε, εμείς ήμασταν εκείνοι που γυμνώσαμε τον Κύριο, διότι το τόλμημα εκείνο ήταν έργο στρατιωτών. Από μόνοι μας θα εξαλείψουμε την κατηγορία που έχει καταγραφεί σε βάρος μας. Δριμύς ο χειμώνας, αλλά ηδεία η ανάπαυση. Ας υπομείνουμε λίγο και θα ζεσταθούμε μέσα στους κόλπους του Αβραάμ. Με τους κόπους μιας νύχτας θα εξαγοράσουμε την αιώνια χαρά. Ας περιμένουμε λίγο και ο κόλπος του Αβραάμ θα μας περιθάλψει. Θα ανταλλάξουμε μια νύχτα με όλη την αιωνιότητα. Ας καούν τα πόδια μας, για να χορεύουν διηνεκώς με τους αγγέλους. Ας αποκοπούν και τα χέρια μας, για να έχουν παρρησία να υψώνονται προς τον Δεσπότη. Αφού έτσι κι αλλιώς θα πεθάνουμε, ας πεθάνουμε για να ζήσουμε αιώνια. Ας πραγματοποιηθεί η θυσία μας ενώπιόν Σου, Κύριε· και είθε να γίνουμε δεκτοί από Σένα, σαν μια θυσία ζώσα και ευάρεστη σε Σένα, καθώς θα γίνουμε ολοκαυτώματα του ψύχους και όχι του πυρός» [1].

     Ενθαρρύνοντας ο ένας τον άλλον με αυτόν τον τρόπο οι Σαράντα Μάρτυρες προχώρησαν όλοι μαζί σαν ένας άνθρωπος πάνω στον πάγο, χωρίς άλλο δεσμό παρά την θέλησή τους, και όλη την νύκτα άντεξαν τον παγωμένο αέρα, ιδιαίτερα ψυχρό σ’ εκείνα τα μέρη, να τους περονιάζει προσευχόμενοι στον Κύριο να εξέλθουν και οι Σαράντα νικητές από αυτό τον αγώνα, χωρίς να λείψει ούτε ένας από τον ιερό αυτόν αριθμό, που συμβολίζει την πληρότητα. Καθώς η νύκτα προχωρούσε, τα σώματά τους άρχισαν να ξυλιάζουν από το κρύο και το αίμα τους να παγώνει προκαλώντας αφόρητους πόνους στην καρδιά, οπότε ένας από τους Σαράντα στρατιώτες νικημένος από τον πόνο, άφησε την λίμνη και βάδισε προς το λουτρό. Η μεγάλη όμως διαφορά της θερμοκρασίας τον θανάτωσε σχεδόν ακαριαία, στερώντας του τον καλλίνικο στέφανο. Οι άλλοι τριάντα εννέα θλιβόμενοι για την απώλεια του συντρόφου τους, πολλαπλασίασαν τις δεήσεις τους, ώσπου μέγα φως άστραψε στον ουρανό και στάθηκε πάνω από την λίμνη θερμαίνοντάς τους, ενώ άγγελοι κατέρχονταν στεφανώνοντάς τους με τριάντα εννέα απαστράφοντες στεφάνους. Μπροστά σε αυτό το θαύμα, ένας από τους δεσμοφύλακες, ονόματι Αγλάιος, που ζεσταινόταν κοντά στο λουτρό, ένιωσε να αφυπνίζεται η πίστη στην συνείδησή του. Διαπιστώνοντας ότι στον αέρα στέκει μετέωρος ένας τεσσαρακοστός στέφανος, σαν να περίμενε κάποιον να έρθει να συμπληρώσει τον αριθμό των εκλεκτών, ξύπνησε τους συναδέλφους του, τους πέταξε τα ρούχα του και προχώρησε γοργά στον πάγο για να ανταμώσει τους Μάρτυρες, φωνάζοντας ότι είναι κι αυτός χριστιανός.
     Όταν την επομένη ο Αγρικόλαος πληροφορήθηκε το γεγονός, διέταξε να βγάλουν τους Μάρτυρες από την λίμνη, να τους αποτελειώσουν σπάζοντάς τους τα πόδια, και κατόπιν να ρίξουν τα σώματά τους στην πυρά ώστε να μην μείνει ίχνος από τον ένδοξο αγώνα τους. Καθώς τους οδηγούσαν στο έσχατο μαρτύριο, οι ένδοξοι Μάρτυρες έψαλλαν: «Περάσαμε μέσα από την φωτιά των θλίψεων και το ταραγμένο νερό των δοκιμασιών κι Εσύ Κύριε μάς έβγαλες σε τόπο αναψυχής» (Ψαλμ. 65, 12). Αφού οι δήμιοι επιτέλεσαν το έργο τους, φόρτωσαν τα σώματα των Μαρτύρων σε ένα κάρο για να τα μεταφέρουν στην πυρά. Πρόσεξαν τότε ότι ο πιο νέος από τους Μάρτυρες, ο Μελίτων, ήταν ακόμη ζωντανός και τον άφησαν με την ελπίδα ότι θα απαρνηθεί την πίστη του. Η μητέρα του Μελίτωνος όμως που βρισκόταν εκεί, πήρε το σώμα του γιου της και το φόρτωσε η ίδια στο κάρο λέγοντας: «Μη στερηθείς τον στέφανο, αγαπημένο μου παιδί, πήγαινε με τους συντρόφους σου για να απολαύσεις αυτό το αιώνιο φως που θα απαλύνει την οδύνη μου». Και χωρίς ούτε ένα δάκρυ, συνόδευσε το κάρο στην πυρά, με το πρόσωπο ολόφωτο.
     Οι στρατιώτες σκόρπισαν την στάχτη των αγίων Μαρτύρων και έριξαν τα οστά στον ποταμό όπως τους διέταξε ο έπαρχος. Μετά από τρεις ημέρες όμως, οι άγιοι παρουσιάστηκαν στον επίσκοπο Πέτρο της Σεβάστειας και του υπέδειξαν το σημείο του ποταμού, όπου θα έβρισκε τα λείψανά τους για να προσκυνήσουν οι πιστοί. Αργότερα τα λείψανα των αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων μοιράστηκαν σε πολλούς τόπους και η τιμή τους διαδόθηκε, προπαντός χάρις στην οικογένεια του Μεγάλου Βασιλείου, που τους ευλαβούνταν ιδιαίτερα [2].
     Την νύκτα που προηγήθηκε του μαρτυρίου τους, οι άγιοι υπαγόρευσαν την «Διαθήκη» τους, υπό μορφή παραινέσεως, στον νεαρό δούλο Ευνοϊκό, που υπήρξε μάρτυς των αγώνων τους και κατόρθωσε να διαφύγει τον διωγμό. Κληροδότησε αυτό το θαυμαστό κείμενο στους μεταγενέστερους και μερίμνησε για τον ναό όπου θα αποθέτονταν τα τίμια λείψανά τους. Σε αυτή την «Διαθήκη» αναφέρονται τα ονόματα των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων: Αγγίας, Αέτιος, Αθανάσιος, Ακάκιος, Αλέξανδρος, Βιβιανός, Γάιος, Γοργόνιος και έτερος Γοργόνιος, Δομετιανός, Δόμνος, Εκδίκιος, Ευνοϊκός, Ευτύχιος, Ηλιανός, Ηράκλειος, Ησύχιος, Θεόδουλος, Θεόφιλος, Ίλης, Ιωάννης, Κάνδιδος (ή Κλαύδιος), Κυδίων, Κύριλλος, Λυσίμαχος, Μελέτιος, Μελίτων, Νικόλαος, Ξανθίας, Ουάλης, Ουαλέριος, Πρίσκος, Σεκενδών, Σεβηριανός, Σισίννιος, Σμάραγδος, Φιλοκτήμων, Φλάβιος, Χουδίων (Λεόντιος). Ένας από αυτούς στερήθηκε την δόξα του μαρτυρίου, και την θέση του πήρε ο στρατιώτης Αγλάιος, συμπληρώνοντας τον ιερό αριθμό [3].
 πηγή

— Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ —
[1]  Μέγας Βασίλειος: «Εγκώμιον εις τους αγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρας» – 6, Έργα, ΕΠΕ 7, 305.
[2]  Η αγία Εμέλεια, η μητέρα του Μεγάλου Βασιλείου, οικοδόμησε την πρώτη εκκλησία που αφιερώθηκε στους αγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες καθώς και την μονή που διηύθυνε η αγία Μακρίνα [19 Ιουλ.]. Οι λόγοι που εκφώνησαν προς τιμήν τους ο Μέγας Βασίλειος και ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης [ΕΠΕ 11, 175-217] παραμένουν αθάνατοι.
[3]  Ο κατάλογος αυτός ποικίλλει ελαφρά, ανάλογα με τις παραλλαγές του κειμένου της «Διαθήκης».

[ Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος 7ος (Μάρτιος),
σελ. 86–90·

Δεν υπάρχουν σχόλια: