Ὁ παπα-Γεδεὼν ἦταν ἀπὸ τὴ Δυτικὴ Μακεδονία καὶ ἀπὸ µικρὸς ἐρχόταν στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐργαζόταν µαζὶ µὲ τὸν πατέρα του καὶ ἄλλους συγχωριανούς του. Ὅταν πρωτοῆρθε, ἀγάπησε τὴν καλογερικὴ ζωὴ καὶ ἤθελε κι αὐτὸς ν’ ἀφιερωθεῖ στὴν Παναγία. …
Κάποτε δὲν ὑπάκουσε τὸν Γέροντά του στὸν τρόπο τῆς καλλιέργειας τοῦ κήπου, ἀλλὰ κάποιον ἐπισκέπτη, ποὺ θεώρησε καλύτερο τὸν τρόπο τῆς κηπουρικῆς του.
Ὁ Γέροντάς του τοῦ ἔθεσε κανόνα νὰ κάνει πενῆντα µετάνοιες. Ἐκεῖνος ἀπάντησε, ἑκατό. Τριακόσιες, λέει ὁ Γέροντας. Πεντακόσιες, ἀπαντᾶ ὁ Γεδεών.
Πῆγε νὰ κάνει τὶς µετάνοιες.
Μετὰ ἀπὸ ὥρα βγῆκε ν’ ἁπλώσει τὴ φανέλα του, ποὺ ἦταν µουσκεµένη ἀπὸ τὸν ἱδρώτα.
Τὸν καλεῖ ὁ Γέροντας καὶ τοῦ λέει: «Τέκνο µου παπα-Γεδεών, ταπείνωση θέλει ὁ Θεὸς καὶ ὄχι τοῦµπες. Τί εἴδους µετάνοιες ἦταν αὐτὲς ποὺ ἔκανες ἕνας Θεὸς ξέρει. Δέχεται τέτοιες µετάνοιες ὁ Θεός;»
Ὁ παπα-Γεδεὼν ἔβαλε µετάνοια γιὰ τὸ σφάλµα του καὶ ταπεινώθηκε.
+Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου