Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2020

Ο γοητευτικός μεσαιωνικός ρομαντισμός του τελευταίου "προραφαηλίτη" Έντουαρντ Μπερν-Τζόουνς.

Αποτέλεσμα εικόνας για sir Edward Coley Burne – Jones
Ο Σερ Έντουαρντ Μπερν – Τζόουνς, Πρώτος Βαρωνέτος Μπερν - Τζόουνς (Sir Edward Coley Burne – Jones, Μπέρμιγχαμ 1833 – Λονδίνο 1898) ήταν κορυφαίος Άγγλος ζωγράφος, σχεδιαστής και πρωτοπόρος του βιομηχανικού σχεδίου στα τέλη του 19ου αιώνα. Οι πίνακες του συγκαταλέγονται στα τελευταία δείγματα ή την αποκαλούμενη «δεύτερη φάση» της προραφαηλιτικής τεχνοτροπίας.

Ο Μπερν – Τζόουνς φοίτησε αρχικά στη Σχολή Τεχνών της γενέτειράς του Μπέρμιγχαμ (1848 – 1852) και συνέχισε με σπουδές Θεολογίας στο Κολέγιο Έξετερ (Exeter) της Οξφόρδης, όπου συνδέθηκε με στενή φιλία με τον μετέπειτα συνεργάτη του Ουίλλιαμ Μόρις (William Morris, 1834 – 1896), σπουδαστή κι αυτόν της Θεολογίας. Η συνάντησή του όμως με τον καλλιτέχνη Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι το 1852 υπήρξε καθοριστική καμπή στη σταδιοδρομία του και έγινε αφορμή να εγκαταλείψει τις σπουδές του στην Οξφόρδη, χωρίς να λάβει καν πτυχίο.
Ο Μπερν – Τζόουνς εγκαθίσταται μαζί με τον Μόρις στο Λονδίνο, δουλεύοντας κάτω από την καθοδήγηση του Ροσέτι. Το 1855 ταξιδεύει με τον Μόρις στις πόλεις της Γαλλίας με τους μεγάλους καθεδρικούς ναούς – Μπωβαί, Παρίσι, Σαρτρ και Ρουέν – που τους επισκέπτονται και ενθουσιάζονται από το μεγαλείο, την αρχιτεκτονική και την πλούσια διακόσμησή τους. Το 1856, ο Μπερν – Τζόουνς αρραβωνιάζεται την Τζωρτζιάνα «Τζώρτζι» Μακντόναλντ (Georgiana “Georgie” MacDonald, 1840 – 1920), την οποία παντρεύτηκε το 1860 και με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Στη δεκαετία του 1870, δημιούργησε σχέση με την ελληνικής καταγωγής καλλιτέχνιδα Μαρία Κασσαβέτη Ζαμπάκο, την οποία απεικόνισε σε αρκετά έργα του. 
η συνέχεια
https://i.pinimg.com/originals/4a/4a/4d/4a4a4d8b4767d38f0e4ea2b206c85e79.jpg

1 σχόλιο:

ἐμπεσῶν εἰς λάκκον τις είπε...

Στο ξεκίνημα της πρώϊμης
βιομηχανικής επανάστασης,
η εξαθλίωση των πληθυσμών
στίς μεγαλουπόλεις,
φανέρωνε το ζοφερό
μέλλον της νέας εποχής.

Οι προραφαελίτες
καλλιέργησαν την αγάπη τους για πράγματα φτιαγμένα με μεράκι σε
μικρά
ανθρώπινα εργαστήρια.

Φυσικά η "εξέλιξις" τους
παραμέρισε
-μ' ένα φύσημα-
και συνεχισε την ατσάλινη
πορεια της προς τον...
"καινούριο θαυμαστό κόσμο"

που
όσο κι αν μακιγιάρισε μεταπολεμικά
το γερικό του πρόσωπο

χρειάζεται όλο και πιό
συχνά τα μποτοξάκια του
ωστε οι μάζες να ξαναπαραδοθουν
πάλιν
και πολλάκις

στην ψυχρή αγγαλιά της
καλπάζουσας
-σημειωτόν επ εσχάτων-
τεχνολογίας.