(+Ι. Μ. Φουντούλη)
Την 6η Ιανουαρίου εορτάζει η Εκκλησία μας την μεγάλη δεσποτική εορτή των «Θεοφανείων» ή «Επιφανείων» ή «τα άγια Φώτα». Τα προεόρτιά της αρχίζουν την επομένη της πρωτοχρονιάς, την 2α Ιανουαρίου. Μέσα στην προπαρασκευαστική αυτή περίοδο ευρίσκεται και η «Κυριακή προ των φώτων». Και αυτή εντάσσεται μέσα στην προεόρτιο λειτουργική ετοιμασία. Στα αναγνώσματα της θείας λειτουργίας της Κυριακής αυτής ακούμε την «Αρχή του Ευαγγελίου Ιησού Χριστού, Υιού του Θεού» από τον πρόλογο του Κατά Μάρκον Ευαγγελίου, που αφηγείται την εμφάνιση του Προδρόμου στην έρημο του Ιορδάνη, το κήρυγμά του και την προφητεία του περί του Χριστού. Ο Ιωάννης εβάπτισεν «εν ύδατι», ο «ισχυρότερός» του όμως, που έρχεται «οπίσω» του, θα βαπτίσει τον λαό «εν Πνεύματι αγίω» (Μάρκ. 1, 1-8).
Στην τετραήμερο προεόρτιο περίοδο, από της 2ας μέχρι της 5ης Ιανουαρίου στοιβάζονται οι κανόνες, τα τριώδια και τα άλλα προεόρτια ιερά άσματα. Εχομε και εδώ την «Μεγάλη Εβδομάδα»
των Φώτων, όπως την είδαμε και στα Χριστούγεννα, με την διαφορά ότι ο
χρόνος της προπαρασκευής εδώ είναι μικρότερος, λόγω της παρατάσεως των
μεθεόρτων των Χριστουγέννων μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου και της εορτής της Περιτομής του Χριστού της 1ης
Ιανουαρίου. Και πάλι η επίδραση των ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδος
είναι έκδηλη, λόγω ακριβώς της προσπάθειας παραλληλισμού της εορτής των
Θεοφανείων προς το Πάσχα. Και πάλι η προπαρασκευή κορυφώνεται την
παραμονή με την λαμπρά ακολουθία των μεγάλων ωρών και του μεγάλου
εσπερινού της εορτής.
Τα
μεθέορτα εξάλλου παρατείνονται επί οκτώ ημέρες μετά την εορτή, με τρεις
ημέρες ιδιαιτέρως εξαιρούμενες, την επομένη των Θεοφανείων με την εορτή
της Συνάξεως του Προδρόμου και Βαπτιστού του Χριστού, 7η Ιανουαρίου, την «Κυριακή μετά τα Φώτα», και την τελευταία ημέρα της εορτής, την απόδοση της 14ης Ιανουαρίου, κατά την οποία ψάλλεται και πάλι ολόκληρη η ακολουθία της εορτής.
Μέσα στο εξαίρετο αυτό λειτουργικό πλαίσιο διαλάμπει η μεγάλη δεσποτική εορτή των Θεοφανείων της 6ης Ιανουαρίου. Η αρχή της είναι ανάλογη προς την εορτή των Χριστουγέννων. Την 6η
Ιανουαρίου εόρταζαν κατά το παλαιό ημερολόγιο το χειμερινό ηλιοστάσιο
οι εθνικοί της Αιγύπτου και της Αραβίας. Κατά τις αρχές του Γ´
αιώνος πρώτοι οι αιρετικοί οπαδοί του Βασιλείδου επεχείρησαν την
αντικατάσταση της ειδωλολατρικής αυτής εορτής με την εορτή του
βαπτίσματος του Χριστού. Λίγο αργότερα η Εκκλησία της Ανατολής καθόρισε
την 6η Ιανουαρίου ως ημέρα εορτής των Επιφανείων ή Θεοφανείων. Ο απόστολος Παύλος ομιλεί για την «επιφάνειαν της δόξης του μεγάλου Θεού» (Τίτ. 2, 13). Αλλού τονίζει, ότι διά του Χριστού «επεφάνη η χάρις του Θεού η σωτήριος πασιν ανθρώποις» (Τίτ. 2, 11). Ο ίδιος πάλι ομιλεί για τον Θεό, που «εφανερώθη εν σαρκί» (Α´ Τιμοθ. 3, 16). Κάτω από τις εκφράσεις αυτές του αποστόλου των εθνών αναγνωρίζει κανείς τους τόσο γνωστούς στους εθνικούς όρους «θεοφάνεια» και «επιφάνεια»,
που σήμαιναν την μεταξύ των ανθρώπων εμφάνιση της θεότητος ή του
Θεού-αυτοκράτορος σε κάποια πόλη. Στην επιφάνεια των ψευδών θεών και των
αυτοκρατόρων η χριστιανική Εκκλησία αντέταξε την επιφάνεια του αληθινού
Θεού και βασιλέως Χριστού, την αληθινή Θεοφάνεια. Ακριβώς δε πάλι στην
λατρεία του ηλίου, που νικά κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο το σκότος της
νύχτας, αντιπαράθεσε την λατρεία του αληθινού ηλίου, του Χριστού, που
ανέτειλε, κατά τον προφήτη Ησαΐα, στον εν σκότει και σκιά καθήμενο
κόσμο· «Γη Ζαβουλών και γη
Νεφθαλείμ, οδόν θαλάσσης πέραν του Ιορδάνου, Γαλιλαία των εθνών, ο λαός ο
καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα, και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά
θανάτου, φως ανέτειλεν αυτοίς» (Ησ. 8, 23. 9, 1). Αυτήν εξάλλου
την προφητεία ο ευαγγελιστής Ματθαίος εφαρμόζει ακριβώς στην έναρξη της
δημοσίας δράσεως του Χριστού, της επιφανείας Του μεταξύ του λαού Του
(Ματθ. 4, 12-17). Αυτήν την περικοπή θα ακούσουμε να διαβάζεται κατά την
θεία λειτουργία των Θεοφανείων.
Η
έννοια όμως αυτή της θεοφανείας ή της επιφανείας του Χριστού δεν ήταν
συνδεδεμένη προς ένα μόνο ιστορικό γεγονός του βίου Του. Είδαμε ότι ο
Βασιλείδης και οι οπαδοί του εόρταζαν την 6η
Ιανουαρίου το εν Ιορδάνη Βάπτισμα, κατά το οποίο, σύμφωνα προς την
αιρετική τους διδασκαλία, η θεότης σαρκώθηκε στο Χριστό. Αλλά και κατά
την ορθόδοξη διδασκαλία το βάπτισμα είναι η απαρχή, η πρώτη δημοσία
εμφάνιση και ανάδειξη του Ιησού ως Μεσσία και Σωτήρα. Κατ’ αυτό
αναγνωρίστηκε από τον εκπρόσωπο της Παλαιάς Διαθήκης, τον προφήτη Ιωάννη
τον Πρόδρομο, που είδε το Πνεύμα το άγιον «καταβαίνον και μένον επ’ αυτόν» (Ιω. 1, 32-34) και που άκουσε τη φωνή του Πατρός «Ούτος έστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ηυδόκησα»
(Ματθ. 3, 17. Μάρκ. 1, 11. Λουκ. 3, 22), τη βεβαίωση της υιότητος. Κατά
το βάπτισμα εφάνη ο Υιός – Θεός, αλλά και αποκαλύφθηκε ο Θεός – Τριάς,
όπως χαρακτηριστικά ψάλλει και ο ποιητής του απολυτίκιου της εορτής: «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε, η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις». Ο Υιός εβαπτίζετο, του Πατρός η φωνή ηκούετο και το άγιον Πνεύμα κατήρχετο εν είδει περιστεράς. «Τριάδος η φανέρωσις εν Ιορδάνη γέγονεν», όπως πάλι υμνωδεί ο ιερός Κοσμάς στο τρίτο τροπάριο της 8ης ωδής του πρώτου κανόνα της εορτής.
Αλλά και με την γέννηση του Χριστού επεφάνη ο Θεός στον κόσμο. Και αυτή λοιπόν συνεορταζόταν με τη βάπτιση κατά την εορτή της 6ης Ιανουαρίου. Και πάλι νέοι απολογισμοί ήρθαν να δικαιώσουν την κατά την 6η
Ιανουαρίου γέννηση του Χριστού, αλλά και τον συνεορτασμό της την ιδία
ημέρα με τη βάπτιση. Ο Χριστός, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος,
έπρεπε να έχει τέλεια και πλήρη όλα όσα αφορούσαν και στον επί γης βίο
Του. Τέλεια επομένως έπρεπε να είναι και τα έτη της επιγείου ζωής Του
και όχι ελλιπή. Υπολόγιζαν ότι απέθανε επί του σταυρού 6 Απριλίου. Θα
έπρεπε, κατά τους ανωτέρω συλλογισμούς αυτή να ήταν και η ημέρα της
συλλήψεώς Του από την Παρθένο Μαρία, του Ευαγγελισμού. Επομένως η
γέννησή Του μετά εννέα πλήρεις μήνες θα έπρεπε να συμπέσει με την 6η Ιανουαρίου. Εβαπτίσθη «αρχόμενος ωσεί ετών τριάκοντα» κατά τον ευαγγελιστή Λουκά (Κεφ. 3, 23), δηλαδή πάλι κατά την 6η
Ιανουαρίου, εφ’ όσον η τελειότητα θα απαιτούσε και εδώ πλήρη τον αριθμό
των ετών οπό της γεννήσεώς Του κατά την ημέρα της ενάρξεως της δημοσίας
Του δράσεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου