Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019

Η Ζηζιούλιος απόκλισις εκ της Πατερικής Παραδόσεως

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕΤΑ ΠΡΩΤΕΙΟΜΑΝΟΥΣ
Cesare_Nebbia_Concile_de_Nicée_(1560)_-_crop_(1) 
 
Γράφει ο Γεώργιος Καραλής
Πρωτειομανής: Επειδή πέρασε αρκετός καιρός από τον τελευταίο μας διάλογο για τον Σεβασμιώτατο Περγάμου θα προτιμούσα να συνεχίσουμε με αυτόν από την στιγμή που θεωρείται ο μεγαλύτερος μεταπατερικός θεολόγος και πολλοί θεολόγοι στην ανατολή και στην δύση ασχολούνται με τα γραπτά του και προσπαθούν να καταλάβουν τον τρόπο της σκέψεώς του. Βέβαια θα πρέπει να ξέρουμε ότι η εξέταση του έργου του Σεβασμιωτάτου Περγάμου είναι μία εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, ιδιαίτερα όταν υπαρχει ένας περιορισμένος χώρος. Κατά πρώτον επειδή ο Σεβασμιώτατος δεν επεριορισθη μόνο στην εκκλησιολογία, αλλά στην Τριαδολογία και στην Χριστολογία. Καταφέρνει κατ᾽αυτόν τον τρόπον να ασχοληθεί με όλους τους τομείς της ορθοδόξου θεολογίας και να δώσει μία νέα ώθηση στην μονολιθική ορθόδοξη θεολογία η οποία πριν από αυτόν αδυνατούσε να ξεπεράσει πλήρως την αρχαία της παράδοση. Ο τρόπος σκέψεως του Σεβασμιωτάτου – και αυτό δεν θα πρέπει ποτέ να λησμονείται- είναι αναγνωρισμένος από την Δύση και ειδικά από την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία.
Ορθόδοξος: Το ερώτημα όμως που τίθεται όταν κανείς διαβάζει τα πάμπολλα άρθρα του Σ. Ιωάννου Ζηζιούλα είναι αν συμφωνεί με την Πατερική παράδοση ή διατυπώνει μια θεολογία η οποία βρίσκεται εις τους αντίποδας με αυτήν των Αγίων Πατέρων και Διδάσκάλων της Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αν διαφωνεί με την ορθόδοξον παράδοση, τότε η θεολογία του Περγάμου, ο “ζηζιουλιανισμός» είναι άκρως επικίνδυνος γιατί εισάγει καινούργια δόγματα, τριαδολογικά, χριστολογικά και εκκλησιολογικά. Με άλλα λόγια δεν είναι μία τριαδολογική αίρεση όπως ο αρειανισμός, ή μια χριστολογική αίρεση όπως ο Νεστοριανισμός, αλλά μία αλλοίωση της ορθοδόξου παραδόσεως, μία παναίρεση: εκκλησιολογική, χριστολογική και τριαδολογική. Βρισκόμαστε μπροστά σε μία προσπάθεια να ξαναγραφεί με διαφορετικό, μοντέρνο τρόπο η ορθόδοξος θεολογία ουτοσώστε να είναι σε θέση να συναντήσει την προτεσταντική και λατινική παράδοση για να προωθήσει την ένωση των χριστιανών όχι εν τῆ αληθεία, αλλά εν τῶ προσώπω του καθολικού πρώτου.
Πρωτειομανής: Νομίζω ότι προσπαθείς να βρεις αιρέσεις παντού, σε μιά εποχή μάλιστα που γίνεται επίμονη προσπάθεια να ξεπεραστεί το αρνητικό παρελθόν που διαίρεσε τους χριστιανούς. Δεν θα πρέπει όμως ποτέ να ξεχνάμε ότι ο Σεβασμιώτατος εξέθεσε τις απόψεις του σε πολλαπλά άρθρα πολλές φορἐς ασύνδετα το ένα από το άλλο, από τα οποία τα περισσότερα, και θα έλεγα και τα πιο σημαντικά, δεν βρίσκονται στην ελληνική γλώσσα. Για συντομία χρόνου σε αυτόν τον διάλογο θα χρησιμοποιήσουμε, αν συμφωνείς, έργα του μεταφρασμένα ή γραμμένα στα ελληνικά καθώς και μεταφράσεις κατά τας πανεπιστημιακάς παραδόσεις στο οικουμενιστικό Πανεπιστήμιο San Bernardino της Βενετίας, όπου παρουσιάζουν το έργο του Ζηζιούλα μεταφάζοντας τις πανεπιστημικάς του παροδόσεις στα Ιταλικά υπό την επιμέλεια του ρωμαιοκαθολικού επισκόπου κυρίου Ιωάννου Σπιτέρη. [1]
Ορθόδοξος: Συμφωνώ απόλυτα
Πρωτειομανής: Για να είμαι ειλικρινής μου αρέσει πολύ ο ορισμός της Εκκλησίας που δίνει ο Σεβασμιώτατος Περγάμου και η απόσταση που παίρνει από την λατινική και προτεσταντική παράδοση. Γιατί προσπαθώντας να δώσει έναν ορισμό του τι εστί η φύσις της Εκκλησίας, ισχυρίζεται ότι είναι ένα δύσκολο εγχείρημα επειδή η ταυτότης της εκκλησίας δεν είναι αρκετά σαφής στη σκέψη μας…Η Εκκλησιολογία με τον τρόπο που ανεπτύχθη στο περιβάλλον της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας και της προτεσταντικής, δεν διαφοροποιείται από την κοινωνιολογία»[2]
Η φύσις όμως της ορθοδόξου εκκλησιολογίας είναι εντελώς διαφορετική από αυτήν των άλλων ομολογιών και δεν είναι δυνατόν να εξαχθῆ η ταυτότης αυτής βασιζόμενοι στην ομολογία της πίστεως».[3]
Ορθόδοξος: Με συγχωρείς που διακόπτω τον ειρμό της σκέψεώς σου. Άκουσα καλά αυτό που ισυρίζεται ο Σεβασμιώτατος; Η φύσις όμως της ορθοδόξου εκκλησιολογίας είναι εντελώς διαφορετική από αυτήν των άλλων ομολογιών και δεν είναι δυνατόν να εξαχθῆ η ταυτότης αυτής βασιζόμενοι στην ομολογία της πίστεως». Εμείς σαν ορθόδοξοι όμως γνωρίζουμε ότι μια εκκλησιολογία που δεν στηρίζεται στην ομολογία της πίστεως, τότε θα πρέπει να θεωρεί την κάθε αιρετική σύναξη ως Εκκλησία Χριστού. Για να γίνει πιο κατανοητό αυτό που ισχυρίζεται ο Περγάμου ο Μέγας Αθανάσιος, οι Καππαδόκες Πατέρες και ο λοιποί ορθόδοξοι επίσκοποι θα έπρεπε να θωρούσαν την ευχαριστιακή σύναξη των αρειανών καθώς και τους επισκόπους των ως Εκκλησία Χριστού και να βρισκόντουσαν σε εκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους. Όπως καταλαβαίνει κανείς αυτή η άποψις είναι βλάσφημος κατά την ορθόδοξον Παράδοσιν και τους Πατέρας της Εκκλησίας. Αλλά συνέχισε την έκθεση της απόψεώς σου
Πρωτειομανης: «Από πού λοιπόν μπορούμε να εξάγουμε εμείς οι ορθόδοξοι την ταυτότητα της εκκλησίας; …Το μόνο έγκυρο κριτήριον για την θεώρηση της εκκλησιολογίας παραμένει σε κάθε περίπτωση αύτη η εμπειρία της Εκκλησίας.»[4] Η αρχαία πατερική περίοδος κληροδότησε στην χρυσή εποχή της Εκκλησίας του τετάρτου αιώνα και στην μεταγενέστερη πατερική και βυζαντινή εποχή ορισμένες θεμελιώδης αρχές πνευματικότητας, που επρόκειτο να αποβούν παραδειγματικές για τους επόμενους αιώνες, έως την εποχή μας. Μέσα σ᾽αυτή την ιστορική κληρονομιά υπήρχαν, αναφορικά με την πνευματικότητα, δύο θεμελιακοί τρόποι σκέψης ή στάσεις: από την μιά, ο τύπος της πνευματικότητας που βασιζόταν στην ευχαριστική κοινότητα, και θεωρούσε την κοινότητα και τον εσχατολογικό της προσανατολισμό ως τους αποφασιστικούς παράγοντες της πνευματικότητας (άνω τελεία) και από την άλλη ο τύπος της πνευματικότητας που βασιζόταν στην εμπειρία του ατόμου που αγωνίζεται εναντίον των παθών για την επίτευξη της ηθικής τελειότητας, μια πνευματικότητα συνοδευόμενη από μιά μυστική ένωση του νού με τον Λόγο του Θεού. Ο πρώτος τύπος αναδείχθηκε κάτω υπό την επίδραση των Πατέρων που ήταν ποιμένες της Εκκλησίας, όπως ο Ιγνάτιος Αντιοχείας και ο Ειρηναίος, ενώ ο δεύτερος επηρεάσθηκε κυρίως από τον Ωριγένη και τους θεολόγους της Αλεξανδρείας.»[5]
 
Ορθοδοξος: Συγνώμη πάλι που σε διακόπτω ακούοντας όλα αυτά που εξέθεσες πριν καταλαβαίνω ότι ο Ζ. δείχνει να μην έχει καταλάβει τι σημαίνει ασκητισμός. Ο ασκητές δεν προσπαθούν να αποκτήσουν μία ηθική τελείωση. Προσπαθούν να καταργήσουν το γνωμικό θέλημα – το θέλημα δηλαδή που ανήκει στο πρόσωπο, το οποίο αποτελεί την παρα φύσιν φορά του φυσικού θελήματος -. Με αυτόν τον τρόπο ο χριστιανός, ο μοναχός καταργεί ουσιαστικά οριστικά και αμετάκλητα το γνωμικό θέλημα και κινείται κατά το φυσικό θέλημα το οποίο είναι κοινό για όλους τους ανθρώπους. Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι καταργώντας το γνωμικό θέλημα και ακολουθώντας το φυσικό, ο μοναχός όπως και ο κάθε χριστιανός που ασκείται, ακολουθεί τον Χριστό, επειδή ο Χριστός προσέλαβε ανθρωπίνην φύσιν άνευ γνωμικού θελήματος. Ένας ο Χριστός, δύο οι φύσεις,- θεϊκή και ανθρωπίνη- δύο και τα φυσικά θελήματα.
Θα ήθελα να τονίσω επίσης ότι η ασκητική εμειρία δεν επηρεάσθηκε κυρίως από τον Ωριγένη και τους θεολόγους της Αλεξανδρείας, όπως λανθασμένα ισχυρίζεται ο Σεβασμιώτατος. Και σ᾽αυτό το σημείο ο Ζ. αγνοεί παντελώς την ιστορία του ασκητισμού. Ανάγει τον ασκητισμό σε αιρετικούς όπως ο Ωριγένης και ο Ευάγριος Ποντικός χωρίς να το αποδείξει. Συχνά ο Ζ. συμπεριφέρεται κατά τοιούτον τρόπον. Και οι οπαδοί του τον ακολουθούν πιστεύοντας ότι επειδή το είπε ο Σεβασμιώτατος Περγάμου θα πρέπει και να αληθεύει. Είναι σαν να ισχυρίζεται κανείς ότι οι αρχαίοι χριστιανοί ήταν όλοι αρειανοί και πίστευαν ότι ο Λόγος δημιουργήθηκε από τον Πατέρα προ πάντων των αιώνων και ο Μ. Αθανάσιος καθώς και οι μετέπειτα Πατέρες προσπάθησαν να διορθώσουν την αιρετική διδασκαλία των αρχαίων χριστιανών για να είναι πιο συνεπείς με την ερμηνεία που έδιναν στην Γραφή. Αλλά συνέχισε τον ειρμό της σκέψεώς σου. Είμαι περιέργος να δώ τί άλλες αναπόδεικτες τοποθετήσεις θα ακούσω.
Πρωτειομανής: Η μελέτη της ιστορίας της Εκκλησίας από τον 4 αιώνα, αποκαλύπτει ότι αυτοί οι δύο τύποι πνευματικότητας δεν έπαψαν ποτέ να συνυπάρχουν, αλλά ταυτόχρονα, και ότι δεν συμβιβάζονταν εύκολα μεταξύ τους. Ο ωριγενικός τύπος πνευματικότητας ήταν δημοφιλής επειδή ο Ωριγένης διαβαζόταν σε μεγάλη κλίμακα από τους μοναχούς της Αιγύπτου τον 4 αιώνα. Η κάθαρση του νου από τους κακούς λογισμούς κατέστη το κυρίαρχο θέμα μιας ορισμένης, έντονα ωριγενικής μοναστικής παρόδοσης, γνωστής ως ευαγριασμός (από το όνομα του Ευάγριου Ποντικού, του θεμελιωτή αυτής της παράδοσης) Ο ευαγριανισμός, μαζί με τον ωριγενισμό ως σύνολο, έδειξε πολύ νωρίς τις θεμελιακές αδυναμίες και τους κινδύνους του και, παρά την εντυπωσιακή του επέκταση και επιρροή, τελικά απορρίφθηκε από τον βασικό κορμό της Εκκλησίας. Ο ωριγενισμός καταδικασθηκε επίσημα από την Ε´Οικουμενική σύνοδο το 552μχ. ᾽᾽
Ήδη στην διάρκεια του τετάρτου αιώνα παράλληλα με την ευαγριανή πραγματικότητα, ένας άλλος πνευματικός τύπος άνθιζε, ο οποίος συνδεόταν με καποια κείμενα που αποδίδονται στον Μακάριο τον Αιγύπτιο. Αυτός ο πνευματικός τύπος αντιπροσώπευε μια θεμιελιώδη διόρθωση του ωριγενισμού κατά τούτο: ότι μετατόπισε το κέντρο της πνευματικότητας από τον νου στην καρδιά, την οποία μετέτρεψε σε επιστημονικό ή γνωσιολογικό κέντρο της ανθρώπινης ύπαρξης. Σύμφωνα με αυτή την πνευματικότητα εκείνο που χρειάζεται κάθαρση και πνευματική άσκηση είναι η καρδιά, ο τόπος στον οποίον συνάπτονται οι δύο αρετές της υπακοής και της αγάπης. Μέσω του μακαριανικού μοναχισμού, η αγάπη, η οποία δεν επέτρεπε την περιφρόνηση του αμαρτωλού ή την καύχηση για την κατοχή γνώσης και πνευματικής τειότητας, έγινε το κατ᾽εξοχήν πνευματικό θέμα και η πηγή έμπευσης για μια ολόκληρη σειρά πνευματικών Πατέρων, γνωστών ως Γερόντων (κατά κυριολεξία ηλικιωμένοι οι οποίοι είχαν πνευματικά τέκνα και καθοδηγούσαν). Αυτή ήταν μια σημαντικότατη εξέλιξη, η οποία έσωσε την χριστιανική πνευματικότητα στην πατερική περίοδο από τους κινδύνους του ωριγενισμού και, κατά κάποιο τρόπο, την επανέφερε στις βιβλικές και αρχαίες πετερικές της ρίζες.
Παρά την επίδραση του μακαριανικού μοναχισμού στην ανατολή, το πρόβλημα επιβίωσης της ευχαριστιοκεντρικής πρωτοχριστιανικής πνευματικότητας παρέμεινε σοβαρό για πολλούς αιώνες. Η μακαριακή πνευματικότητα υπογράμισε την σπουδαιότητα της καρδιάς καθώς και της υπακοής και της αγάπης, δίνοντας έτσι σ[6]την έννοια της κοινωνίας μιά διάσταση αποφασιστική. Αλλά το ερώτημα σχετικά με τη σημασία που έχει για την πνευματικότητα η συγκεκριμένη δομή της Εκκλησίας, ο κλήρος της και τα μυστήριά της, παρέμεινε ανοιχτό. Είχαν άραγε την ίδια σπουδαιότητα για την πνευματική ζωή, όσο ο μοναχισμός; Ήταν ένας επίσκοπος τόσο σημαντικός πνευματικός Πατέρας, όσο ένας Γέρων, ένας πνευματικός Πατέρας κάποιου μοναστηριού; Αυτές οι ερωτήσεις διατρέχουν την ιστορία της πνευματικότητας του Βυζαντίου, όπως και πολλών μυστικών ρευμάτων στην Δύση, και δείχνουν την αντίθεση ανάμεσα σ᾽αυτή τη μεταγενέστερη ιστορική περίοδο και την περίοδο του Ιγνατίου ή Ειρηναίου.»[7]
Ορθόδοξος: Πριν αρχίσω την κριτική των απόψεων θα πρέπει να υπενθυμίσω σε σένα και σέ κάθε πρωτειομανή το χαρισματικο στοιχείο που ενώνει τα πάντα. Δεν αρκεί μόνο η σύναξη επί το αυτό για να έχουμε την εκκλησία. Αλλά πρωτίστως η ορθόδοξος Εκκλησία προϋποθέτει ορθοδοξία και ορθοπραξία. Ο Γέρων και ο επίσκοπος θα πρέπει να διαθέτουν την ορθόδοξον πίστιν όπως και θα πρέπει να βρίσκονται ή στο στάδιον της καθάρσεως, ή στο στάδιο του φωτισμού, ή αυτό της θεώσεως. Όταν δεν ισχύουν όλες αυτές οι προϋποθέσεις τότε ο επίσκοπος όχι μόνο δεν είναι σημαντικός αλλά είναι ψευδοπροφήτης και θα πρέπει να αποφεύγεται από το πλήθος των πιστών ορθοδόξων χριστιανών.
Κρίνοντας τα γραφόμενα του Σεβασβιωτάτου αντιλαμβάνομαι ότι ο Ζ. [8] διακρίνει, στην ορθόδοξον κατ᾽αυτόν παράδοσιν, μεταξύ ευχαριστιακής εκκλησιολογίας, όπως την αποκαλεί, και ασκητικής-θεραπευτικής εκκλησιολογίας. Ισχυρίζεται ότι η πρώτη είναι κοινωνία προσώπων τα οποία συνέρχονται επί το αυτό υπό ενός πρώτου και πασχίζει να την θεμελιώσει στον Ειρηναίο και τις επιστολές του Ιγνατίου Αντιοχείας και η δεύτερη είναι μία άσκηση του απομονωμένου ατόμου που αποσκοπεί στην ηθική τελείωση, κατά τα πρότυπα όμως αιρετικών όπως του Ωριγένους και του Ευαγρίου Ποντικού, αιρετικών που αναγκαστικά θα πρέπει να διορθωθούν.
Πρωτειομανης: Συγνώμη που σε διακόπτω αλλά για την καλύτερη κανανόηση σ᾽αυτό ακριβώς το σημείο θα χρειαστεί μία δευκρίνηση: Οι διορθώσεις έγιναν, κατά τον Σεβασμιώτατον Περγάμου, από τον αββά Μακάριο και τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή.
Ορθόδοξος: Ναί έχεις δίκιο αλλά, όπως πληροφορούμεθα από τον τον Ζ., οι δύο αυτοί Πατέρες δεν κατάφεραν να εξαλείψουν όλες τις παρερμηνείες κατά πρώτον επειδή ο Μακάριος άφησε ανοιχτά ορισμένα ερωτήματα: “ο κλήρος και τα μυστήρια “είχαν άραγε την ίδια σπουδαιότητα για την πνευματική ζωή, όσο ο μοναχισμός; Ήταν ένας επίσκοπος τόσο σημαντικός πνευματικός Πατέρας, όσο ένας Γέρων, ένας πνευματικός Πατέρας κάποιου μοναστηριού» και κατά δεύτερον ο Μάξιμος ο Ομολογητής   ομιλεί μόνο περιστασιακά για την ευχαριστιακή προοπτική. Από πολλούς θεωρείται ακόμη αντιπροσωπευτικός της ασκητικής θεραπευτικής εκκλησιολογίας. Αλλά η μεγαλύτερη ζημιά[9] έγινε από τους μεταγενέστερους Πατέρες, κυρίως από τον Γρηγόριο Παλαμά του οποίου η θεολογία παρουσιάζεται σαν ένα σύμβολο που χαρακτηρίζει την ορθόδοξη ταυτότητα σε αντιπαράθεση με τον χριστιανισμό της δύσης».[10]
Ο Ζ. λοιπόν πιστεύει, ως μη έπρεπε, ότι στην ορθόδοξον παράδοσιν υπάρχει διάκριση μεταξύ ευχαριστιακής και ασκητικής-θεραπευτικής εκκλησιολογίας και ότι αυτές οι δύο εκκλησιολογίες –η πρώτη ορθόδοξη και η δεύτερη αιρετική- βρίσκονται σε σύγκρουση μεταξύ τους. Αλλά γιατί βλέπει αυτήν την διάκριση στην ορθοδοξία και αφού την κάνει ίνα τί απορρίπτει ως αιρετική την ασκητική εκκλησιολογία για να στηριχθεί μονομερώς στην ευχαριστιακή και να ισχυρισθεί ότι άνευ Ευχαριστίας και επισκόπου ο οποίος την τελεί δεν θα μπορέσει ποτέ να υπάρξει σωτηρία; Γιατί λοιπόν φτάνει να βλασφημά κατά των αγίων αναχωρητών ισχυριζόμενος με άλλα λόγια ότι ο Μέγας Αντώνιος και τόσοι άλλοι ερημίτες, η Μαρία η Αιγυπτία δεν θα μπορούσαν ποτέ να αγιάσουν άνευ της σωτηριώδους χειρός του επισκόπου; μήπως επειδή ήταν απομονωμένα άτομα που ευρίσκοντο εκτός εκκλησίας, από την στιγμή που δεν κατάφεραν να γίνουν πρόσωπα και να επιτύχουν την προσωπική κοινωνία και σχέση μέσω της ευχαριστιακής σύναξης; Ακριβώς σ᾽αυτό εδώ το σημείο γίνεται αντιληπτό ότι ο Ζ. προσπαθεί να δημιουργήσει μία νέα εκκλησιολογία στηριζόμενος σε αιρετικές τριαδολογικές και χριστολογικές προϋποθέσεις, οι οποίες βασίζονται στην μοντέρνα φιλοσοφία και στον οικουμενισμό.
Πρωτειομανής: Αναφέρεσαι προφανώς στην φυση και στην αναγκαιότητα αυτής. [11] Όντως, όπως αποδείξαμε σε προηγουμένους διαλόγους που κάναμε, ο Σεβασμιώτατος Περγάμου ισχυρίζεται ότι κάθε λογική φύση είναι απαραιτήτως αναγκαστική και στερείται ελευθερίας. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό η φύση θεωρείται ότι αναγκάζει τον καθένα να είναι έτσι όπως αυτή θέλει επειδή κινείται υπό την επήρεια ορισμένων δυνάμεων ή φυσικών νόμων που την υποχρεώνουν να συμπεριφέρεται πάντοτε με τον ίδιο τρόπο.
Για να ξεπεράσει την αναγκαιότητα της φύσεως ο Ζ. εισάγει μια καινούργια ιδέα, μια οντολογία που αναφέρεται στο πρόσωπο και στην ετερότητα, θεωρούμενα σαν αποκλειστικές πηγές ελεθευρίας, εντελώς ανεξάρτητες από την κοινή φύση. Με αυτό το σκεπτικό η φύση στερείται ελευθερίας κινείται εντελώς αναγκαστικά και η ελευθερία ανήκει στο πρόσωπο, (“το μόνο αληθινό που υπάρχει και το οποίο μπορεί να ξεπεράσει την αναγκαιότητα της φύσεως) που και αυτό όμως υπόκειται στον εξαναγκασμό από την μηχανική κίνηση της φύσεως.
Ορθόδοξος: Σύμφωνα με τον μετανεωτερικό τρόπο σκέψεως που ακολουθεί ο Ζ. το πρόσωπο φαίνεται να έχει μεγάλο πρόβλημα με την δήθεν μηχανική κίνηση της φύσεως και επειδή όσοι αντιλαμβάνονται έτσι τα πράγματα νομίζουν ότι τα πρόσωπα δεν κινούνται μηχανικά, αλλά διαθέτει το καθένα τους δική του ελευθερία. Έτσι το πρόβλημα που θα έπερεπε να λυθεί από τον Ζ. είναι πως θα απαλλαγεί ο άνθρωπος από την δήθεν εσωτερική μηχανική ανάγκαιότητα της φύσεώς του. Αλλά προτού προβεί σε οποιαδήποτε λύση μεταβιβάζει το ίδιο πρόβλημα στον Θεό, εισερχόμενος στην τριαδολογία αλλοιώνοντας τα δόγματα των Πατέρων. Φαντάζεται τα πρόσωπα της Παναγίας Τριάδος και ιδιαίτερα αυτό του Πατρός   κάτω από την επήρεια της δήθεν εξαναγκασμένης φύσεως Του. Αυτή η υποταγμένη στην αναγκαιότητα φύση Του τον εξαναγκάζει να είναι και Θεός και Αγαθός. Στην πραγματικότητα το ερώτημα που θέτει ο Σεβασμιώτατος Περγάμου   είναι: πώς θα μπορούσε να απαλλαγεί ο Θεός από την φυσική του αγαθότητα; Αν κατάφερνε να απαλλαγεί Αυτός θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε και ημεις!
Πρωτειομανής: Επιβεβαιώνω γιατί ο Σεβασμιώταττος ισχυρίζεται ότι: Ο τρόπος με τον οποίον ο Θεός ασκεί την οντολογική ελευθερία Του, εκείνο που τον κάνει να είναι οντολογικά ελεύθερος, είναι ότι υπερβαίνει και καταργεί την οντολογική αναγκαιότητα της ουσίας με το να είναι Θεός ως Πατήρ, δηλαδή ως Εκείνος, που γεννά τον Υιόν και εκπορεύει το Πνεύμα[12]!!! Κατά συνέπεια για να απαλλαγεί ο Θεός από την αναγκαιότητα της φύσεώς Του – σύμφωνα με τον Σεβασμιώτατο Περγάμου – πρέπει πρωτίστως η ελευθερία και η θέληση να μεταφερθούν από την φύση στο πρόσωπο και μάλιστα στο πρόσωπο του Πατρός, ούτως ώστε το κάθε πρόσωπο να προηγείται οντολογικά από την φύση. Για τους Έλληνας Πατέρας το ενιαίον του Θεού ο ένας Θεός και η οντολογική αρχή ή αιτία της προσωπικής τριαδικής ζωής του Θεού δεν συνίσταται εις την μίαν ουσίαν του Θεού, αλλά εις την υπόστασιν, δηλαδή το πρόσωπον του Πατρός. Ο ένας Θεός δεν είναι η μία ουσία, αλλά ο Πατήρ, ο οποίος είναι η αιτία της γεννήσεως του Υιού και της εκπορεύσεως του Πνεύματος[13] Το πρόσωπο έχει προτεραιότητα ως προς τη φύση (αυτό δίνει ύπαρξη υπόσταση στην φύση), η προσωπική ετερότητα και ελευθερία συγκεφαλαιώνει και εκδηλώνει τις φυσικές ενέργειες , δίχως να υποτάσσεται σε αυτές[14]
Ορθόδοξος: Σ᾽αυτήν την τερατώδη αντίληψη περί Θεού όμως ο Άγιος Σωφρόνιος ο μέγας πατριάρχης Ιεροσολύμων και πνευματικός οδηγός του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού απαντά: έστιν ουν μετά το είναι Θεός, Πατήρ ο Πατήρ, και ούτε Υιός, ούτε Πνεύμα Άγιον, αλλ᾽όπερ ο Υιός κατ᾽ουσίαν εστι,καί κατά φύσιν το Πνευμα τυγχάνει τό άγιον. Και έστι μετά το είναι Θεός, Υιός ο Υιός, και ουτε Πaτήρ, ούτε Πνευμα Πανάγιον, αλλ᾽όπερ ο Πατήρ κατα φύσιν κηρύττεται, και ὃ κατ᾽ουσίαν το Πνευμα καθοραται το άγιον. Και έστι μετά το είναι Θεός, Πνεύμα άγιον το Πνεύμα το άγιον και ούτε Πατήρ θεωρούμενον, ούτε Υιός λαμβανόμενον, αλλ᾽όπερ ο Πατήρ κατ᾽ ουσίαν πεπίστευται, και όπερ ο Υιός κατά φύσιν αγγέλλεται.[15]
Εντελώς αντίθετα προς τον Άγιον Σωφρόνιο για τον Σεβασμιώτατον Περγάμου η θεία φύση είναι αναγκαστική και αν κάποιος πει τον Θεό, φύσει Θεό και φύσει αγαθό και φύσει δημιουργό, Τον βάζει υπό το κράτος μιας ανάγκης, η οποία αίρεται μόνο με τη “οντολογία» του προσώπου. Αν η ψυχή είναι φύσει αθάνατος τότε η προσωπική επιβίωσις είναι αναγκαστική , επανερχόμεθα πάλιν εις την αρχαίαν κλασσικήν οντολογίαν. Τότε και ο Θεός είναι αθάνατος από την φύση του, δηλαδή κατ᾽ανάγκην και ο άνθρωπος συγγενεύει ουσιαστικά, αναγκαστικά, με τον Θεόν[16]. Ο Θεός λοιπόν δεν είναι αναγκασμένος από την φύση του να είναι Θεός, διότι το πρόσωπο του Πατρός ελεύθερα αποφασίζει να είναι Θεός, να έχει δηλαδή αυτή την φύση. Επομένως η φύση εκπηγάζει από το πρόσωπο του Πατρός, πράγμα που για τον Παλαμά και όλους τους   Πατέρες είναι μια μεγάλη δυσέβεια. [17]

συνεχίζεται

[1] Pontificio Ateneo Antonianum. Istituto di Studi Ecumenici “S. Bernardino” Venezia. Σημειώσεις για τους φοιτητάς. Βενετία 2000
[2] Pontificio Ateneo Antonianum. Istituto di Studi Ecumenici “S. Bernardino” Venezia. Σημειώσεις για τους φοιτητάς. Κεφ. Εισαγωγή και σύνθεση μαθημάτων. Βενετία 2000 σελίδα 50. Εδώ ένας προσεκτικός αναγνώστης θα καταλάβει ότι αυτό που ισχυρίζεται ο Ζ. δεν το αποδεικνύει ως θα έπρεπε να πράξει αλλά το θεωρεί αυτονόητο.
[3] Pontificio Ateneo Antonianum. Istituto di Studi Ecumenici “S. Bernardino” Venezia. Σημειώσεις για τους φοιτητάς. Βενετία 2000. Σελίς 51 κεφ. Εισαγωγή και σύνθεση των μαθημάτων. Σ᾽αυτό το κεφάλαιο ο Ζ. επαναλαμβάνει συνεχώς αυτό που θα θελήσει να αποδείξει στο επόμενα κεφάλαια
[4] Pontificio Ateneo Antonianum. Istituto di Studi Ecumenici “S. Bernardino” Venezia. Σημειώσεις για τους φοιτητάς. Βενετία 2000. Σελίς 51 κεφ. Εισαγωγή και σύνθεση των μαθημάτων. Σ᾽αυτό το κεφάλαιο ο Ζ. επαναλαμβάνει συνεχώς αυτό που θα θελήσει να αποδείξει στο επόμενα κεφάλαια
[5] Ιωάννης Ζηζιούλας: Α. Εκκλησιολογικά μελετήματα. Εκδοσεις Δόμος. Αθηνα 2016. Αρθρο: «Προς την μεσαιωνική πνευματικότητα» σελίς 170
[6] Την κοινωνία οι Πατέρες δεν την έβλεπαν σαν κοινωνία και σχέσεις προσώπων, αλλά κοινωνία φύσεως. Κατά τους Πατέρες στην Αγία Τριάδα τα πρόσωπα είναι ακοινώνητα και υπάρχει μόνο κοινωνία φύσεως. Κατά συνέπεια δεν υπάρχει στην Παναγία Τριάδα ο ερών και ο ερώμενος, αλλά κοινή και μία είναι η αγάπη του Πατρός και του Υιού. Επειδή λοιπόν είναι μία η αγάπη, μία η θέληση με την ίδια αγάπη και θέληση που ο Πατέρας αγαπά και θέλει τον Υιόν με την ίδια θέληση και ο Πατήρ αγαπιέται και θέλεται από τον Υιόν. Η αγάπη στην οποίαν αναφέρεται ο αββάς Μακάριος είναι η φυσική αγάπη και όχι μία κοινωνική αγάπη η οποία στηρίζεται σε μία αμοιβαιότητα.
[7] Ιωάννης Ζηζιούλας: Α. Εκκλησιολογικά μελετήματα. Εκδοσεις Δόμος. Αθηνα 2016. Αρθρο: «Προς την μεσαιωνική πνευματικότητα» σελίς 170 -171
[8] Σεβασβιώτατος Περγάμου κ.κ.Ζηζιούλας
[9] Προφανώς ζημιά στην ζηζιούλια ευχαριστιακή εκκλησιολογία. Δηλαδή με άλλα λόγιο ο Γρηγόριος Παλαμάς δημιούργησε πολλά προβλήματα στην εκκλησιολογία του Ζ. και ο Μάξιμος ο Ομολογητής στην χριστολογία του όπως θα δούμε.
[10] Pontificio Ateneo Antonianum. Istituto di Studi Ecumenici “S. Bernardino” Venezia. Σημειώσεις για τους φοιτητάς. Κεφ. Εισαγωγή και σύνθεση των Μαθημάτων. Βενετία 2000. Σελίς 55
[11] Γεώργιος Ι. Καραλής: «Η μωρία του Θεού και η σοφία του ανθρώπου». Εκδόσεις Αρμός. 2017 Κεφάλαιο 6: « φύση και ανακγαιότητα» σελίδα 76-101
[12] Ιωάννης Ζηζιούλας. “Η ιδιοπροσωπεια του νέου ελληνισμού»: συλλογή κειμένων. Ιδρυμα Γουλανδρη Χορν Αθηνα 1983. Σελίδα 314
[13] Ιωάννης Ζηζιούλας «Η ιδιοπροσωπεια του νέου ελληνισμού»: συλλογή κειμένων. Ιδρυμα Γουλανδρή Χορν Αθηνα 1983. Σελίδα 310
[14] Χρήστος Γιανναράς. «Aλφαβητάρι της πίστης» Εκδόσεις Δόμος. Αθήνα 1983. Κεφ. «Ασυγχυτως και Αδιαιρέτως» σελίδα 145

[15] EPISTULA   SYNODICA. Sophronius of Jerusalem and Seventh-Century Heresy.The Synodical Letter and Other Documents. Edited by Pauline Allen. Oxford Early Christian Texts. Σελίδα 82 παράγραφος 2.2.6

[16] Ιωάννης Ζηζιούλας: « Η ιδιοπροσωπεία του νέου ελληνισμού»: συλλογή κειμένων. Ιδρυμα Γουλανδρή Χορν Αθηνα 1983. Σελίδα 318
[17] “Τῶν τριῶν τοιγαροῦν ἐστί καί ἐκ τῶν τριῶν Πατρός Ὑιοῦ καί Πνεύματος αὓτη ἡ λαμπρότης ἡ δε φύσις τῶν τριῶν ἐστί αλλ’ οὒκ ἐκ τῶν τριῶν ἃπαγε τῆς δυσσεβείας».Λόγος 4. Κατά Γρηγορά, 55

3 σχόλια:

Άκων είπε...

Τέλειο!
Ξεκαθαρίζει
τις καραμελίτσες
που πιπιλίζουν
κάποιοι περί του κακού
"Γεροντισμου"
και τα περι
"ετερότητας του προσώπου"

Ευχαριστούμε.

Aetios είπε...

Η είδηση θα είναι όταν δεν εκτρέπεται εκ τής Πατερικής Παραδόσεως.

Ανώνυμος είπε...

Πιστεύω ότι ο Ζηζιουλας είναι ο μεγαλύτερος και ευφυέστερος αιρετικός που έχει εμφανιστεί από την εποχή του Σεβηρου Αντιοχείας, τον 6ο αιώνα...