του Γιώργου Λίλλη
Ο Μπρους Τσάτουιν περιγράφει στο βιβλίο του «Παταγωνία» με γλαφυρό τρόπο την συνάντηση του μ΄ ένα ποιητή ο οποίος είχε εγκαταλείψει την καριέρα του ως δάσκαλος φιλολογίας στο Μπουένος Άιρες για να εγκατασταθεί στην μακρινή Παταγωνία. Ο αυτοεξόριστος ποιητής ζούσε μόνος σε δύο δωμάτια μιας παράγκας, σ΄ ένα μοναχικό κομμάτι γης δίπλα στο ποτάμι. Όταν τον ρώτησε να μάθει τι έγραφε εκείνο τον καιρό εκείνος έβαλε τα γέλια: «Η παραγωγή μου είναι περιορισμένη», απάντησε. «Όπως είπε κάποτε ο Έλιοτ, το ποίημα μπορεί να περιμένει».
Με συγκινούν οι λογοτέχνες που δεν υπηρετούν τους ρυθμούς της αγοράς, που ό,τι έγραψαν είναι ζυμωμένο με την εμπειρία. Το έργο αυτών των ποιητών είναι άκρως αυθεντικό για τον λόγο ότι έχει προϋπάρξει η διαδικασία της ωρίμανσης, αυτό το ευγενές μέταλλο της διαμάχης του καλλιτέχνη με την ίδια του την σκέψη και την εσωτερική του ανάγκη να εκφραστεί. Ο ποιητής άφησε το ποίημα να περιμένει. Κάπου εδώ εξακριβώνονται τα όρια, όταν οι στίχοι σε παρωδούν εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη σου να σχηματίσεις ένα είδωλο που να αντιγράφει πιστά τον εαυτό σου. Μερικοί διορατικοί έσπασαν πολύ νωρίς το είδωλο αυτό, όπως ο Ρεμπώ, όπου σταμάτησε να γράφει όταν συνειδητοποίησε τη βαρβαρότητα του πνεύματος έναντι της δικής του δονκιχωτικής φαντασίωσης ότι μπορεί ν΄ αλλάξει τον κόσμο με την τέχνη.
Από την στιγμή που ο ποιητής αφεθεί στην αυτοκριτική διανύει δια μέσου της προσωπικής του λογοκρισίας ένα δρόμο που, ή θα τον οδηγήσει σε αδιέξοδο ή θα του δώσει την απαραίτητη δύναμη να συνεχίσει το έργο του. Ο μεγαλύτερος εχθρός της ποίησης είναι ο ίδιος ο ποιητής.
Ας θυμηθούμε τον Ελύτη και τα δώδεκα χρόνια κυοφορίας του Άξιον Εστί. Σε συνέντευξή του είχε εξομολογηθεί: «Τα χρόνια που ήμουν στο Παρίσι, την πρώτη φορά, έγραψα μπόλικα πράγματα, μια βαλίτσα ολόκληρη, αλλά τα έσκισα…Διότι βλέπω αμέσως τον κίνδυνο του εφήμερου. Πρέπει αυτά τα πράγματα να κατασταλάξουνε, να περάσει καιρός και να τα δω ως τρίτος. Άσε που το Άξιον Εστί, άμα έβλεπες, έχω σκίσει τα πρώτα κομμάτια που ΄ταν πιο κοντά στα γεγονότα. Ο Θεός με φύλαξε. Έπρεπε να περάσουν χρόνια και μετά πήρε τη μορφή τη στέρεη».
Στο ποίημα περιφρουρείται η αίσθηση της σκέψης του δημιουργού του. Όχι κάν η σκέψη, αλλά η αίσθηση, ο απόηχος του υποσυνείδητου όπου κατοικείται από βιώματα και εικόνες. Ούτε η αντίληψη, η θεωρία, ή η καθοριστική λογική του ποιητή. Άρα είναι ένα κατασκεύασμα αυτόνομο. Οι ποιητές εκμεταλλεύονται την έμπνευση ως σημείο εκκίνησης της φανταστικής υπόστασής τους, στο πλαίσιο όπου μπορούν δια μέσου της δύναμής της να οριοθετήσουν τον συλλογισμό τους, να μεταγλωττίσουν τις εικόνες σε λέξεις, υποκινούμενοι από την μυστήρια έλξη της επιβολής της γλώσσας στο χείμαρρο των συνδυασμών του νου. Είναι ένας τρόπος να περιγράψει κάποιος το κόσμο, να μιλήσει γι΄ αυτά που βλέπει ή ονειρεύεται πως βλέπει, μια αυθόρμητη διαδικασία όπου όλα επιδιώκουν να κατακτηθούν με την δύναμη της έκφρασης.
Από το αρχαϊκό όμως αυτό στάδιο της αυθόρμητης γραφής ξεκινά ένα δαιδαλώδες οικοδόμημα επεξεργασίας του ποιήματος που είναι απαραίτητη για να αναιρεθεί η περιττολογία και η φλυαρία, πράγματα που η μινιμαλιστική δομή της ποιητικής τέχνης επιβάλλει, να προσεχθεί η φιλολογική και η ερμηνευτική σκοπιά του ποιήματος, να δοκιμαστεί ο ρυθμός και οι λέξεις να ενωθούν σε μια τέτοια σειρά που να δένουν με το σύνολο. Εκεί δηλαδή που κάποιος αρχίζει να γράφει χωρίς σκοπό και προθέσεις, βρίσκεται ξαφνικά σ΄ ένα χώρο όπου οι λέξεις προσπαθούν να εκφράσουν όσο είναι αυτό δυνατόν τον άνθρωπο που κάθεται και συναρμολογεί έννοιες και εκφράσεις.
Το ποίημα μπορεί να περιμένει. Η ζωή όχι.
πηγή
Ο Μπρους Τσάτουιν περιγράφει στο βιβλίο του «Παταγωνία» με γλαφυρό τρόπο την συνάντηση του μ΄ ένα ποιητή ο οποίος είχε εγκαταλείψει την καριέρα του ως δάσκαλος φιλολογίας στο Μπουένος Άιρες για να εγκατασταθεί στην μακρινή Παταγωνία. Ο αυτοεξόριστος ποιητής ζούσε μόνος σε δύο δωμάτια μιας παράγκας, σ΄ ένα μοναχικό κομμάτι γης δίπλα στο ποτάμι. Όταν τον ρώτησε να μάθει τι έγραφε εκείνο τον καιρό εκείνος έβαλε τα γέλια: «Η παραγωγή μου είναι περιορισμένη», απάντησε. «Όπως είπε κάποτε ο Έλιοτ, το ποίημα μπορεί να περιμένει».
Με συγκινούν οι λογοτέχνες που δεν υπηρετούν τους ρυθμούς της αγοράς, που ό,τι έγραψαν είναι ζυμωμένο με την εμπειρία. Το έργο αυτών των ποιητών είναι άκρως αυθεντικό για τον λόγο ότι έχει προϋπάρξει η διαδικασία της ωρίμανσης, αυτό το ευγενές μέταλλο της διαμάχης του καλλιτέχνη με την ίδια του την σκέψη και την εσωτερική του ανάγκη να εκφραστεί. Ο ποιητής άφησε το ποίημα να περιμένει. Κάπου εδώ εξακριβώνονται τα όρια, όταν οι στίχοι σε παρωδούν εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη σου να σχηματίσεις ένα είδωλο που να αντιγράφει πιστά τον εαυτό σου. Μερικοί διορατικοί έσπασαν πολύ νωρίς το είδωλο αυτό, όπως ο Ρεμπώ, όπου σταμάτησε να γράφει όταν συνειδητοποίησε τη βαρβαρότητα του πνεύματος έναντι της δικής του δονκιχωτικής φαντασίωσης ότι μπορεί ν΄ αλλάξει τον κόσμο με την τέχνη.
Από την στιγμή που ο ποιητής αφεθεί στην αυτοκριτική διανύει δια μέσου της προσωπικής του λογοκρισίας ένα δρόμο που, ή θα τον οδηγήσει σε αδιέξοδο ή θα του δώσει την απαραίτητη δύναμη να συνεχίσει το έργο του. Ο μεγαλύτερος εχθρός της ποίησης είναι ο ίδιος ο ποιητής.
Το ποίημα μπορεί να περιμένει. Φορτίζοντας κάποιος με σιωπή την κοσμοθεωρία του, ιδιαίτερα σ΄ αυτή την εποχή όπου ο καθένας με μεγάλη ευκολία μπορεί να εκφράσει δημόσιο λόγο. Υπάρχουν τόσες πολλές στήλες όπου ο καθένας μπορεί να πει την γνώμη του για καθετί. Σκέφτομαι, στο μέλλον η σιωπή θα είναι η μόνη λογοτεχνική πράξη. Θυμάμαι τα λόγια του Γαστόν Μπακέρο, όταν μετά από δεκαοχτώ χρόνια εκδοτικής σιωπής, απάντησε σ΄ αυτούς που τον κατηγορούσαν για αμέλεια του ταλέντου του: «Κοιτάξτε, ξέρω ότι δεν είμαι ούτε θα γίνω ο Ρίλκε ή ο Έλιοτ, ή κάποιος σαν αυτούς. Αν δεν λάβω υπ΄ όψη μου αυτούς τους λόγους, και αποδειχθεί εκ των υστέρων ότι οι λογοτεχνικές μου δυνατότητες είναι περιορισμένες, θα με ακολουθούν για πάντα οι τύψεις, τις οποίες δεν θα είχα ποτέ αν δεν έγραφα το τάδε ποιηματάκι ή το δείνα δοκίμιο. Ως μαθητευόμενος ποιητής νιώθω ότι είμαι ένας ανάμεσα σε πολλούς όμοιους μου. Έχω ενθουσιασμό αλλά όχι ματαιοδοξία. Πιστεύω στην ποίηση αλλά όχι σ΄ εμένα». Κι αυτά τα λόγια από έναν που θεωρείται από τους σπουδαιότερους ποιητές του 20ου αιώνα.Όταν με ευκολία αυτοανακηρυσσόμαστε ποιητές, ή όταν, με ακόμη μεγαλύτερη ευκολία εκδίδουμε βιβλία θέλοντας να ταΐσουμε την υπέρμετρη ματαιοδοξία μας, ας συλλογιζόμαστε τον Μπακέρο. Σε περιόδους πνευματικής ανεπάρκειας θα πρέπει εμείς να υψώσουμε για τον εαυτό μας τον πήχη κι όχι οι πνευματικοί ταγοί, αφού κι εκείνοι εξυπηρετούν το κανόνα της αγοράς κι έτσι δεν μπορούν να αποτελέσουν σημείο αναφοράς. Δύσκολο εγχείρημα, αφού προϋποθέτει αυτογνωσία.
Ας θυμηθούμε τον Ελύτη και τα δώδεκα χρόνια κυοφορίας του Άξιον Εστί. Σε συνέντευξή του είχε εξομολογηθεί: «Τα χρόνια που ήμουν στο Παρίσι, την πρώτη φορά, έγραψα μπόλικα πράγματα, μια βαλίτσα ολόκληρη, αλλά τα έσκισα…Διότι βλέπω αμέσως τον κίνδυνο του εφήμερου. Πρέπει αυτά τα πράγματα να κατασταλάξουνε, να περάσει καιρός και να τα δω ως τρίτος. Άσε που το Άξιον Εστί, άμα έβλεπες, έχω σκίσει τα πρώτα κομμάτια που ΄ταν πιο κοντά στα γεγονότα. Ο Θεός με φύλαξε. Έπρεπε να περάσουν χρόνια και μετά πήρε τη μορφή τη στέρεη».
Στο ποίημα περιφρουρείται η αίσθηση της σκέψης του δημιουργού του. Όχι κάν η σκέψη, αλλά η αίσθηση, ο απόηχος του υποσυνείδητου όπου κατοικείται από βιώματα και εικόνες. Ούτε η αντίληψη, η θεωρία, ή η καθοριστική λογική του ποιητή. Άρα είναι ένα κατασκεύασμα αυτόνομο. Οι ποιητές εκμεταλλεύονται την έμπνευση ως σημείο εκκίνησης της φανταστικής υπόστασής τους, στο πλαίσιο όπου μπορούν δια μέσου της δύναμής της να οριοθετήσουν τον συλλογισμό τους, να μεταγλωττίσουν τις εικόνες σε λέξεις, υποκινούμενοι από την μυστήρια έλξη της επιβολής της γλώσσας στο χείμαρρο των συνδυασμών του νου. Είναι ένας τρόπος να περιγράψει κάποιος το κόσμο, να μιλήσει γι΄ αυτά που βλέπει ή ονειρεύεται πως βλέπει, μια αυθόρμητη διαδικασία όπου όλα επιδιώκουν να κατακτηθούν με την δύναμη της έκφρασης.
Από το αρχαϊκό όμως αυτό στάδιο της αυθόρμητης γραφής ξεκινά ένα δαιδαλώδες οικοδόμημα επεξεργασίας του ποιήματος που είναι απαραίτητη για να αναιρεθεί η περιττολογία και η φλυαρία, πράγματα που η μινιμαλιστική δομή της ποιητικής τέχνης επιβάλλει, να προσεχθεί η φιλολογική και η ερμηνευτική σκοπιά του ποιήματος, να δοκιμαστεί ο ρυθμός και οι λέξεις να ενωθούν σε μια τέτοια σειρά που να δένουν με το σύνολο. Εκεί δηλαδή που κάποιος αρχίζει να γράφει χωρίς σκοπό και προθέσεις, βρίσκεται ξαφνικά σ΄ ένα χώρο όπου οι λέξεις προσπαθούν να εκφράσουν όσο είναι αυτό δυνατόν τον άνθρωπο που κάθεται και συναρμολογεί έννοιες και εκφράσεις.
Ο ποιητής αρχικά προχωρά στα τυφλά, πολύ αργότερα διαπιστώνει τις προθέσεις της συλλογιστικής του, επεμβαίνει στον ίδιο του τον χαοτικό λόγο και συναρμολογεί ένα σκόρπιο οικοδόμημα. Αυτή η τεχνική, ωριμάζει φυσικά με την εμπειρία, με την προσκόλληση, επιβάλλοντας στον εαυτό του την καίρια επέμβαση στην ίδια του τη γραφή. Η φιλοδοξία, που στέκεται πάντοτε εμπόδιο σε παρόμοιες πνευματικές αναμετρήσεις κοντράρεται με την ταπεινή διαδικασία, όπου ο άνθρωπος νιώθει εγκλωβισμένος μες στην αισθητική του ανωτερότητα, στην χαοτική και πολύπλευρη και σχεδόν ανεξερεύνητη προσωπικότητά του.Το ποίημα στέκεται γραμμένο σε μια σελίδα, βρίσκεται αντιμέτωπο με τον δημιουργό του, μοιάζει με Γκόλεμ, ένα παραμορφωμένο είδωλο του ανθρώπου που το κατασκεύασε και που το ελέγχει. Επεμβαίνοντας και αλλάζοντας έναν στίχο, συμμετέχει στην αδιάλειπτη ενέργεια της αιώνιας εναλλαγής, εκεί όπου οι λέξεις παραμένουν άδειες από νοήματα μέχρι κάποιος να τις οικειοποιηθεί για να τις φορτώσει με τις δικές του συναισθηματικές εξάρσεις. Ο ποιητής μεταχειρίζεται τον γλωσσικό αυτό ωκεανό σαν ναυαγισμένος που προσπαθεί να βρει το πολυπόθητο νησί. Η αγωνία να ειπωθούν όλα με λιγότερα λόγια, το πάθος ενός ρυθμού που ταξιδεύει άυλος στο σύμπαν και κάποτε παίρνει σάρκα και οστά σε μια λευκή κόλλα χαρτί, η θεά τύχη που σε κάποια απροσδιόριστη στιγμή αιχμαλωτίζει το χρόνο στην διαχρονικότητά του, τοποθετώντας τον άνθρωπο στην υπερβατική θέση πέραν της θνητότητάς του να δημιουργήσει έναν νοητό χώρο αισθαντικότητας.
Ο ποιητής δεν ελέγχει όλη αυτή την κοσμογονική ατμόσφαιρα, διαισθάνεται απλώς πως οι λέξεις έχουν εγκιβωτίσει το πάθος του. Κι εκεί βρίσκεται ο κίνδυνος. Ποια είναι τα όρια που καθορίζουν αν ένα έργο έχει φτάσει στην ολότητά του;Οι περισσότεροι από εμάς που γράφουμε ποιήματα έχουμε δυστυχώς την εμπειρία να κοιτάζουμε τα βιβλία που εκδώσαμε στο παρελθόν με καχυποψία και δυσπιστία για την εικόνα που φανερώνουν σήμερα. Τι θέλω να πω με όλα αυτά; Πως η τέχνη της ποιήσεως είναι από μόνη της μια ζύμωση που δρα σύμφωνα με το πόσο σοβαρά παίρνεις τον εαυτό σου και κατά πόσο σέβεσαι εσύ ο ίδιος τη ζωή. Είναι ταυτισμένη με την εμπειρία και μαθαίνει κάποιος τα σύνορά της μόνο όταν μάθει πρώτα τον εαυτό του. Πολύ λίγες είναι οι περιπτώσεις ανθρώπων, όπως η περίπτωση του Ρεμπώ, όπου η ποίηση υπήρξε ένα επαναστατικό νεανικό μέσο που στόχευσε όμως έξω από αυτό το στάδιο με στόχο την πανανθρώπινη ιδέα της ελευθερίας. Είναι πολύ δύσκολο για έναν ποιητή να ανακαλύψει όλους αυτούς τους περιορισμούς και να διανύσει νηφάλια ένα δρόμο που στο τέλος της πορείας να οικοδομεί μια ισχυρή κοσμοθεωρία.
Το ποίημα μπορεί να περιμένει. Η ζωή όχι.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου