Σὲ λεωφορείου τὴ θέση καθήμενος,
ὑπομένοντας τὴν μεσημβρινὴ κίνηση στὸ λιμάνι, παρατηρῶ τοὺς συνταξιδευτές μου
σὲ τούτη τὴ σύντομη διαδρομή.
Πρόσωπα ὄμορφα
μέσα στὶς ταλαιπωρίες,
τὰ προβλήματα καὶ τὶς ἐπιλογές τους.
Κι ἐκεῖ ποὺ ὁ δρόμος παίρνει τὸν ἀνήφορο, ἀποχωριζόμενος τῆς θάλασσας τὴν ὄψη,
πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ μὲ περιέβαλλαν,
τὴν ὥρα ἐκείνη,
ἔκαναν τὸν σταυρό τους,
μιᾶς καὶ πρόβαλε μπροστά μας
τοῦ ἁγίου Διονυσίου ἡ ἐκκλησιά.
Κι ἐγὼ αἰσθάνθηκα χαρὰ καὶ ἔκπληξη,
ποὺ τόσοι ἄνθρωποι
ἀβίαστα καὶ ἀνεπιτήδευτα
μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ
σφράγισαν τὸ κορμί τους.
Γιατί χαίρεσαι παπά; ὁ λογισμὸς μοῦ λέει.
Δὲ βλέπεις πὼς ὅλοι τοῦτοι ἐδῶ,
τὸ σταυρό τους δὲν τὸν κάνουν ἀπὸ πίστη,
ἀπὸ εὐσέβεια, ἀπὸ συνείδηση,
ἀλλὰ ἀπὸ συνήθεια,
καὶ φόβο, καὶ μπέρδεμα πολύ.
Μὰ ἐγὼ ἀρνοῦμαι τὴ χαρὰ ν’ ἀφήσω,
γιατὶ τοῦ ἀσώτου τὴν παραβολὴ
συλλογίζομαι καὶ θυμοῦμαι·
τὴν ἱστορία ἐκείνου τοῦ παιδιοῦ
ποὺ πεινασμένο στεκόταν
ἀνάμεσα στοὺς χοίρους.
Ἐκεῖνον σκέφτομαι
ποὺ εἶχε στὴν ἔσχατη ἐγκατάλειψη,
μόνη παρηγοριὰ
τὶς μνῆμες τοῦ σπιτιοῦ του.
Τὸν φαντάζομαι στὴν πικρή του μοναξιὰ
νὰ ὀσμίζεται τὶς μυρωδιὲς τοῦ πατρικοῦ,
νὰ ἀκούει τοὺς ἦχους τῶν ὑπηρετῶν,
νὰ δροσίζεται ἀπὸ τὴν αὔρα τοῦ κήπου,
νὰ θωρεῖ τὴ μορφὴ τοῦ πατέρα,
ἐκείνου ποὺ ἔστεκε
ἀναμένοντας τὴν ἐπιστροφή.
Τὸν φαντάζομαι τότε,
τὸ χέρι νὰ κινεῖ στὸν ἀέρα,
προσπαθώντας νʼ ἀγγίξει
ὅλα αὐτὰ τὰ οἰκεῖα ποὺ εἶχε,
ὅλα ἐκεῖνα τὰ δικά του ποὺ ἔχασε·
τὸν βλέπω
τὸ χέρι νὰ ἐκτείνει στὸ κενό,
ἐπιζητώντας νʼ ἀγκαλιάσει
Αὐτὸν ποὺ ἀγαποῦσε κι ἀρνήθηκε·
ʼἘκεῖνον ποὺ στερήθηκε καὶ λαχταρᾶ.
Μιὰ ἄδεια ἀγκαλιά...
αὐτὴ φαντάζομαι πὼς ἔγινε αἰτία,
νὰ ἀποφασίσει ὁ ἄσωτος
νὰ πάρει τὸν δρόμο τοῦ γυρισμοῦ.
Γιʼ αὐτὸ κὰθε σταυρός,
ἀκόμα κι ὅταν ἀπὸ συνήθεια γίνεται,
ὡς μιὰ ἀγκαλιὰ στὸ ἐπέκεινα μοῦ μοιάζει,
ὡς ἕνα ἄγγιγμα τοῦ Θεοῦ μοῦ φαίνεται,
ὡς εὐκαιρία ἐντέλει,
γιὰ μιὰ ἀκὸμη ἐπιστροφή.
π. Μιλτιάδης Ζέρβας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου