Πέμπτη 15 Αυγούστου 2019

Εφτά ποτάμια



Εφτά ποτάμια σμίξαν και τρεις καημοί,
κι είπανε να μερώσουνε μια στιγμή.
Οι θάλασσες κοπάσαν κι οι στεναγμοί,
εννιά σπαθιά γυμνώσανε στη γραμμή.

Η άνοιξη η μαυλίστρα για να διαβεί,
κοιτάξτε, χωριανοί μου, τι θα συμβεί.
Τα πάθη σαν σαρκώσουμε του Ραβί,
εκείνος ο μπροστάρης, κι εμείς στραβοί.

Ήλιες μου, στρατολάτη, ταξιδευτή,
που μού `δωσες τη χάρη του γητευτή,
ο άνθρωπος γυρεύει για να γευτεί,
απ’ το ζεστό μου αίμα να γιατρευτεί.

Η μεγαλοβδομάδα, κόρη ξανθή,
μύρωσε το χωριό μας, και ροδανθεί,
που τρώει τον θεό του για να χαθεί,
κι ίσως με τον χαμό του ν’ αναστηθεί.

Στης άνοιξης τον κόρφο, τον ζηλευτό,
μυριόχρωμο γιορντάνι, το σερπετό,
φάρμακο το φαρμάκι στον αετό,
για να πετάξει εκείνος ως είν’ γραφτό.

Πέρνα περαματάρη τον ποταμό,
πάρε κι εμέ μαζί σου στον μισεμό,
κι εκεί στον καταρράχτη και στον γκρεμό,
θα μάθω του συμπάντου το λυτρωμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: