Δευτέρα 1 Απριλίου 2019

Μισός αιώνας μετά τη δήλωση Σεφέρη


Η βαθιά φωνή με την αργόσυρτη εκφορά των λέξεων, χωρίς ανεβοκατεβάσματα, χωρίς έμφαση, σαν κάθε λέξη να ’ναι ένα κομμάτι μάρμαρο και ο ποιητής να κουβαλάει το βάρος του. Στο τέλος της φράσης η τελεία ακούγεται σαν πνιγμένος λυγμός. Ηταν 28 Μαρτίου του 1968 όταν ο Σεφέρης έσπασε τη σιωπή του με την πολύκροτη δήλωση για τη δικτατορία που μεταδόθηκε από το BBC. «Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος... Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή». Η δήλωση αυτή έγινε ένας από τους ιδρυτικούς μύθους της αντίστασης κατά της δικτατορίας. Σίγουρα δεν επηρέασε τις «πλατιές λαϊκές μάζες», που στην καλύτερη περίπτωση αδιαφορούσαν για το καθεστώς των συνταγματαρχών. Μπορεί να βρήκε κάποια απήχηση στο διεθνές περιβάλλον, ως δήλωση ενός Ελληνα ποιητή βραβευμένου με Νομπέλ. Σίγουρα όμως επηρέασε τη στάση του πνευματικού κόσμου της χώρας μας για τα υπόλοιπα χρόνια της δικτατορίας. Ο Σεφέρης δεν μίλησε στο όνομα της πολιτικής. Επικαλέσθηκε το έθνος με το δικαίωμα που του έδινε το έργο του. Είναι αυτή η στάση που εγκατέλειψε ο πνευματικός κόσμος στα χρόνια της μεταπολίτευσης.

Το 1969 ο Σεφέρης έγραψε ένα από τα τελευταία του ποιήματα, το «Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα». Σήμερα μοιάζει με προφητεία της κατάστασης που έζησε η Ελλάδα μετά την κατάρρευση της δικτατορίας. Εστειλαν τις γάτες για να εξοντώσουν τα φίδια, όμως εξοντώθηκαν κι οι ίδιες από το πολύ δηλητήριο που κατάπιαν για να τα εξοντώσουν.

 Ποιος άλλος μπορούσε να προβλέψει ότι η αποχουντοποίηση θα οδηγούσε τον πνευματικό κόσμο σε υποχρεωτική κομματική στράτευση με αποτέλεσμα την ακύρωση του ρόλου του; Ποιος άλλος μπορούσε να δει το τέρας που θα κατάπινε την εκπαίδευση στο όνομα μιας προόδου, που εκφυλιζόταν ημέρα με την ημέρα σε δηλώσεις κοινωνικών φρονημάτων;
Πολλές φορές, από την ημέρα που ξέσπασε η κρίση, μου έχει έρθει στο μυαλό η ορφάνια που όλοι αισθανόμαστε. Και δεν εννοώ ότι μας έλειψαν οι «εθνικοί ποιητές» ή πνευματικές δυνάμεις με το κύρος του Σεφέρη ή του Παλαμά παλιότερα. Η εποχή τους έχει περάσει ανεπιστρεπτί και το κύρος της υπογραφής έχει υποβαθμισθεί από την αγελαία συμπεριφορά στα χρόνια της μεταπολίτευσης – όπου τη σημασία της διαμαρτυρίας τη μετρούσαμε με το καντάρι, κοινώς με τον αριθμό των υπογραφών. Η επίπλαστη ελευθερία της έκφρασης που προσφέρει το Διαδίκτυο ολοκλήρωσε το έργο της αλαλίας. Και τη λέω επίπλαστη διότι δεν έχει όρια, και χωρίς όρια οι λέξεις χάνουν τη σημασία τους. Στα χρόνια της κρίσης δεν μας έλειψε η πατρική μορφή του Σεφέρη. Μας έλειψε το βάρος των λέξεων που υπερασπιζόταν ο Σεφέρης. Κι έτσι, δέκα χρόνια τώρα, παίζουμε τυφλόμυγα.


Πηγή


 Τον δ’ άνευ λύρας όμως υμνωδεί
θρήνον Ερινύος
αυτοδίδακτος έσωθεν
θυμός, ου το παν έχων
ελπίδος φίλον θράσος.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ, 990 επ.

«Φαίνεται ο Κάβο-Γάτα...», μου είπε ο καπετάνιος
δείχνοντας ένα χαμηλό γιαλό μέσα στο πούσι
τ’ άδειο ακρογιάλι ανήμερα Χριστούγεννα,
«... και κατά τον Πουνέντε αλάργα το κύμα γέννησε την Αφροδίτη·
λένε τον τόπο Πέτρα του Ρωμιού.
Τρία καρτίνια αριστερά!»
Είχε τα μάτια της Σαλώμης η γάτα που έχασα τον άλλο χρόνο
κι ο Ραμαζάν πώς κοίταζε κατάματα το θάνατο,
μέρες ολόκληρες μέσα στο χιόνι της Ανατολής
στον παγωμένον ήλιο
κατάματα μέρες ολόκληρες ο μικρός εφέστιος θεός.
Μη σταθείς ταξιδιώτη.
«Τρία καρτίνια αριστερά» μουρμούρισε ο τιμονιέρης.

...ίσως ο φίλος μου να κοντοστέκουνταν,
ξέμπαρκος τώρα
κλειστός σ’ ένα μικρό σπίτι με εικόνες
γυρεύοντας παράθυρα πίσω απ’ τα κάδρα.
Χτύπησε η καμπάνα του καραβιού
σαν τη μονέδα πολιτείας που χάθηκε
κι ήρθε να ζωντανέψει πέφτοντας
αλλοτινές ελεημοσύνες.

«Παράξενο», ξανάειπε ο καπετάνιος.
«Τούτη η καμπάνα ―μέρα που είναι―
μου θύμισε την άλλη εκείνη, τη μοναστηρίσια.
Διηγότανε την ιστορία ένας καλόγερος
ένας μισότρελος, ένας ονειροπόλος.

»Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας,
―σαράντα χρόνια αναβροχιά―
ρημάχτηκε όλο το νησί·
πέθαινε ο κόσμος και γεννιούνταν φίδια.
Μιλιούνια φίδια τούτο τ’ ακρωτήρι,
χοντρά σαν το ποδάρι ανθρώπου
και φαρμακερά.
Το μοναστήρι τ’ Αϊ-Νικόλα τό ειχαν τότε
Αγιοβασιλείτες καλογέροι
κι ούτε μπορούσαν να δουλέψουν τα χωράφια
κι ούτε να βγάλουν τα κοπάδια στη βοσκή·
τους έσωσαν οι γάτες που αναθρέφαν.
Την κάθε αυγή χτυπούσε μια καμπάνα
και ξεκινούσαν τσούρμο για τη μάχη.
Όλη μέρα χτυπιούνταν ώς την ώρα
που σήμαιναν το βραδινό ταγίνι.
Απόδειπνα πάλι η καμπάνα
και βγαίναν για τον πόλεμο της νύχτας.
Ήτανε θαύμα να τις βλέπεις, λένε,
άλλη κουτσή, κι άλλη στραβή, την άλλη
χωρίς μύτη, χωρίς αυτί, προβιά κουρέλι.
Έτσι με τέσσερεις καμπάνες την ημέρα
πέρασαν μήνες, χρόνια, καιροί κι άλλοι καιροί.
Άγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένες
ξολόθρεψαν τα φίδια μα στο τέλος
χαθήκανε· δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι.
Ωσάν καράβι καταποντισμένο
τίποτε δεν αφήσαν στον αφρό
μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα.
Γραμμή!
            Τι να σου κάνουν οι ταλαίπωρες
παλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτα
το αίμα το φαρμακερό των ερπετών.
Αιώνες φαρμάκι· γενιές φαρμάκι».
«Γραμμή!» αντιλάλησε αδιάφορος ο τιμονιέρης.

Τετάρτη, 5 Φεβρουαρίου 1969

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: