Γνωρίζετε την σπουδαία μας συγγραφέα Διδώ Σωτηρίου όπου έκαμε ταξίδι από την Σμύρνη μέχρι την Αθήνα, το Παρίσι και πάλι πίσω στην πρωτεύουσα. Γεννήθηκε στις 12 του Πρίλη πριν 110 χρόνια στο Αϊδίνι, μια κοσμοπολίτικη πόλη της Μικράς Ασίας, όπου ζούσαν αρμονικά Εβραίοι, Αρμένιοι Τούρκοι. Μικρή απολάμβανε τις βόλτες στην πόλη, όπου παρατηρούσε τις συνήθειες των Τούρκων και τις καμήλες που κυκλοφορούσαν στους δρόμους....
Το 1919 η οικογένεια μετακόμισε στη Σμύρνη και εγκαταστάθηκε σε ένα κτίριο, όπου παλαιότερα στεγαζόταν το Αιγυπτιακό Προξενείο. Η Διδώ ερεύνησε τα παρατημένα έγγραφα των Αιγυπτίων και από τότε δεν σταμάτησε ποτέ να μελετά τα γεγονότα που απασχολούσαν τον τόπο. Σε ηλικία 10 ετών είχε δημιουργήσει έναν σύλλογο και μοίραζε φαγητό σε φτωχούς και τότε ήρθε σε επαφή με τη δημοσιογραφία, καθώς ένας δημοσιογράφος, που βρισκόταν στη Σμύρνη της πήρε συνέντευξη. Η οικογένεια της ήταν εύπορη και οι επαφές του πατέρα της με την καλή κοινωνία ήταν η αιτία που πληροφορήθηκαν έγκαιρα τη μεγάλη καταστροφή του ελληνικού στρατού και πρόλαβε να φύγει από τη Σμύρνη με τους θείους της. Το 1922 ήρθε στον Πειραιά σαν πρόσφυγας και έζησε από κοντά το μέγεθος της καταστροφής. Πλέον δεν ήταν το πλουσιοκόριτσο και δεν είχε τις προηγούμενες ανέσεις. Όπως όλοι οι πρόσφυγες ήρθε αντιμέτωπη με την πείνα, τις αρρώστιες, αλλά και το εχθρικό κλίμα από τους ντόπιους!Μη πηγαίνει το μυαλό σας σε συνειρμούς της σημερινής εποχής καμιά σχέση ,οι σημερινοί εισβολείς είναι αλλόθρησκοι κι ενταγμένοι στα σχεδία για εποικισμό της Ελλάδας κάτι που υπηρετούν τα σκυλιά που κυβερνούν αυτόν το τόπο οι χρήσιμοι ηλίθιοι Συριζαιοι...
Τα Ματωμένα χώματα (1962), το δεύτερο μυθιστόρημα της Σωτηρίου, είναι ένα από τα αρτιότερα και γνωστότερα βιβλία για τη ζωή στις χαμένες πατρίδες πριν από τη μικρασιατική καταστροφή αλλά και για την τραγωδία του 1922. Πιθανότατα και το πιο πολυδιαβασμένο, αφού αριθμεί πλέον 98 εκδόσεις και 404.000 αντίτυπα. Για τη δημιουργία του συνδυάστηκαν με απόλυτη επιτυχία πολλοί παράγοντες. Πρώτα από όλα τα προσωπικά βιώματα της Διδώς, στο Αϊδίνι οπου γεννήθηκε και κατόρθωσε να διαφύγει από τη Σμύρνη λίγες μόλις ημέρες πριν από την πυρπόλησή της. Έπειτα το συγγραφικό της ταλέντο μαζί με την πολύχρονη πείρα της στο δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, η καίρια χρήση του λόγου και η οξύτατη παρατηρητικότητα.
Ένα μειονέκτημα οι έντονες πολιτικοποιημένες αριστερές ιδέες της, που διαμόρφωσαν μια όχι και τόσο αντικειμενική στάση της απέναντι στα γεγονότα που συνδέονται με την πολιτική...
Τοποθετώντας τον Μανώλη Αξιώτη ως πρωταγωνιστή στο μυθιστόρημα, στοχεύει ακριβώς στο να μη χαθεί η ζωντανή μαρτυρία εκείνων που έζησαν τη θύελλα του πολέμου και της καταστροφής. Η Σωτηρίου(1929), χρησιμοποίησε ως πρώτη ύλη το γραπτό ενός υπαρκτού προσώπου, μεταπλάθοντάς το με μεγάλη δεξιοτεχνία σε λογοτεχνικό κείμενο.
Ο πρωταγωνιστής, Μανώλης Αξιώτης, χωρικός από τον Κιρκιντζέ αφηγείται την ιστορία του από την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα ως το 1922, την αναγκαστική επιστράτευσή του, τη φρίκη των Ταγμάτων Εργασίας, τις προσπάθειές του να δραπετεύσει από αυτά, τη στράτευσή του στον ελληνικό στρατό, την αγωνία του να σώσει την οικογένειά του στην καταστροφή της Σμύρνης και την τελική σωτηρία του.
Μέσα στη μεγάλη ρεαλιστική παράδοση, με πολλά ηθογραφικά στοιχεία, η συγγραφέας κατόρθωσε να ζωγραφίσει μια πλατιά τοιχογραφία της σκληρής ζωής των ελλήνων χωρικών της Μικράς Ασίας και της ειρηνικής συνύπαρξής τους με τους τούρκους αγρότες. Κοινό στοιχείο αυτού του μυθιστορήματος με το σύνολο σχεδόν της πεζογραφίας των χαμένων πατρίδων είναι ο ύμνος στη μικρασιατική γη, στην αφθονία και στον πλούτο του ευλογημένου τόπου, η προβολή της ομορφιάς της Σμύρνης (που αναδείχτηκε σε πόλησύμβολο της Εξόδου) και η διανθισμένη με μικρασιατικούς ιδιωματισμούς και τουρκικές λέξεις γλώσσα. Η Σωτηρίου μέσω του πρωτοπρόσωπου αφηγητή της, που ωριμάζει ψυχικά και πνευματικά μέσα από τις τραγικές εμπειρίες του, επισημαίνει τους λόγους της μεγάλης συμφοράς και κατονομάζει θαρραλέα τους αίτιους. Οι ήρωές της δεν διαιρούνται αντιθετικά σε Ελληνες και Τούρκους, αλλά σε πλούσιους και φτωχούς, δίκαιους και άδικους. Αποδίδει την ευθύνη της μικρασιατικής καταστροφής όχι στην αντιπαλότητα των δύο λαών, αλλά σε παράγοντες όπως η διείσδυση των Μεγάλων Δυνάμεων, που επιδίωκαν σχέσεις (κυρίως οικονομικές και εμπορικές) με την Τουρκία, ο αυξανόμενος τουρκικός εθνικισμός, η κακή εξωτερική πολιτική της Ελλάδας η απληστία ορισμένων Ελλήνων για περισσότερα κέρδη, που τους οδηγούσε σε κακή συμπεριφορά απέναντι στους Τούρκους και στους ομοεθνείς τους κ.ά.
Πήγε λοιπόν σχολείο και σιγά σιγά άρχισε να γράφει στην αρχή ως δημοσιογράφος και μετά ως συγγραφέας. Οι περιπέτειες του ελληνισμού, η προσφυγιά, ο πόλεμος του ’40, η αντίσταση και ο εμφύλιος σημάδεψαν τη ζωή της και ξεκίνησε να γράφει βιβλία....
Όπως είχε αναφέρει, «δεν ήμουν η συγγραφέας που μάζεψε πληροφορίες από ιστορικά γεγονότα που είχαν γράψει άλλοι, αλλά από αυτούς που τα έζησαν στο πετσί τους... Και δεν διάλεξα τα γεγονότα. Με διαλέξανε. Τα 'ζησα, με τσουρουφλίσανε, κάηκα μέσα σ' αυτά, κακά τα ψέματα. Αν δεν έχεις βιώματα, όσο ταλέντο κι αν διαθέτεις, όση φαντασία, δε βγαίνουν γνήσια πράγματα χωρίς συνεργασία με τη ζωή… Στις μνήμες των ζωντανών έσκυψα. Ακούμπησα μ' αγάπη και πόνο τ' αυτί στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμισες, όπως στο κονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα.. Η δική μου προσπάθεια ήταν να κάνω μια έντιμη επιλογή από κείνα τα γεγονότα και τις κρίσεις που συνήθως αποσιωπώνται. Και αυτό για να πληροφορήσω σωστά, καμιά φορά και να σχολιάσω αντικειμενικά. Οι πρωταγωνιστές μιας εποχής συνταρακτικής, ακόμα και οι απλοί αυτόπτες μάρτυρες, όταν πάψουν να βρίσκονται στο προσκήνιο, νιώθουν την ανάγκη κάποιας μεγαλύτερης ειλικρίνειας είτε απομνημονεύματα γράφουν ή αφηγήσεις κάνουν. Κι επωφελήθηκα από τη νηφαλιότητά τους, όπως και από τις κραυγές της οργής τους μπρος στο "συμμαχικό εμπαιγμό", που πήρε την έκταση εθνικής συμφοράς στη Μικρασία. Το αίμα, αχ το αίμα, τι άδικο, ξεχνιέται και μένει το μελάνι. Κι αυτό το μελάνι πρέπει να μιλήσει..
Για μένα αξία έχει να υπηρετείς την ιστορία και τη ζωή. Να βάλεις να κατοικήσει μέσα στο βιβλίο η ζωή. Για μένα συγγραφέας είναι ο πρώτος σύμμαχος του λαού. Στο συγκλονιστικό της βιβλίο "Ματωμένα Χώματα" γράφει: «Είδα κομμένα δέντρα που μάχονταν ν’ ανθίσουν μέσα σε σκοτεινούς τάφους. Είδα πληγωμένα θεριά που παλεύανε ίσαμε την ύστατη πνοή τους να ζήσουνε. Μα σαν τη βουλή τ’ ανθρώπου να παλεύει για τη ζωή, δε γνώρισα άλλη.»
Πρόσφατα η παράγκα μας, ολοκλήρωσε το ανέβασμα του βιβλίου σε τηλεοπτική σειρά , όπου μπορείτε να παρακολουθήσετε εδώ
Όπως έλεγε, η αντίσταση ήταν η πρώτη φορά που οι πρόσφυγες έγιναν ένα με τους υπόλοιπους Έλληνες. Ο Νίκος Μπελογιάννης, ο οποίος ήταν σύντροφος της αδερφής της ήταν ένα πρόσωπο που επηρέασε το έργο της. Θυμόταν πάντα τα λόγια του: "Σκέφτομαι πως αυτά τα τρία συστατικά πρέπει νά 'χει η ζωή: το μεγάλο, το ωραίο και το συγκλονιστικό. Το μεγάλο είναι να βρίσκεσαι μέσα στην πάλη για μια καλύτερη ζωή. Όποιος δεν το κάνει αυτό, σέρνεται πίσω απ' τη ζωή. Το ωραίο είναι κάθε τι που στολίζει τη ζωή. Η μουσική, τα λουλούδια, η ποίηση. Το συγκλονιστικό είναι η αγάπη.."
Βέβαια να σημειώσουμε ότι όσο η Διδώ Σωτηρίου, όσο και άλλοι κομμουνιστές είχαν κολλήσει με την άποψη ότι η Μικρασιατική Εκστρατεία ήταν μια "ιμπεριαλιστική περιπέτεια του Ελληνισμού για χάρη των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων..."
Δηλαδή, η ανακατάληψη των εδαφών που ήσαν Ελληνικά επί αιώνες, από τους επίλυδες βάρβαρους κατακτητές Τούρκους και η απελευθέρωση της Ιωνίας και της Γκιαούρ Ιζμίρ, ήγουν της Ελληνικής Σμύρνης ήταν κατακτητικός πόλεμος;
Οι Έλληνες και η επέμβασή τους στη Μικρά Ασία πέρα από τα όποια λάθη έφταιγαν για όλα.Αλλά γιαυτο θα γράψουμε τις θέσεις μας περισσότερα σε μια άλλη ανάρτηση.
Σε ματωμένα χώματα και σε στενά σοκάκια
εκεί πρωτογνωρίσαμε του κόσμου τα φαρμάκια
και όταν είχε ξαστεριά κι ερχόταν το φεγγάρι
εμείς του τραγουδούσαμε μαζί του να μας πάρει.
Μ`αυτό χανόταν κι έφευγε στα μαρκινα, στα ξένα
και τα τραγούδια αρχίζαμε τα παραπονεμένα,
στα ματωμένα χώματα.
Με ματωμένα γόνατα και σε στενά θρανία
δακρύσαμε και κλάψαμε και μάθαμε ιστορία
και κάποιες νύχτες με βροχή σβήναμε το τσιγάρο
και βγαίναμε περίπολο να πιάσουμε τον χαρο
κι αυτός όταν μας άκουγε κρυβόταν στα σοκάκια
κι εμείς αρχίζαμε χορό μαζί με τ`Αρμενάκια
στα ματωμένα χώματα.
Στα ματωμένα χώματα και μες στους ταρσανάδες
σκαλίσαμε, αγαπήσαμε καϊκια και κυράδες
και όταν είχε ξαστεριά κι ερχόταν το φεγγάρι
εμείς του τραγουδούσαμε μαζί του να μας πάρει.
Μ`αυτό χανόταν κι έφευγε στα μακρινά, στα ξένα
και τα τραγούδια αρχίζαμε τα παραπονεμένα,
στα ματωμένα χώματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου